2912 lines
244 KiB
Text
2912 lines
244 KiB
Text
|
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των
|
|||
|
σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Κάθε ομάδα
|
|||
|
υποσημειώσεων, αρχίζουν και τελειώνουν με αστερίσκους ***.
|
|||
|
|
|||
|
Ο πίνακας περιεχομένων δεν υπάρχει στο βιβλίο. Δημιουργήθηκε προς
|
|||
|
διευκόλυνση του αναγνώστη. Οι αριθμοί σε αγκύλες αφορούν στις
|
|||
|
υποσημειώσεις κάθε κεφαλαίου.
|
|||
|
|
|||
|
Η έκδοση είχε ατέλειες στην αρίθμηση των παραγράφων. Για να μην
|
|||
|
θεωρηθεί ότι εκ λάθος στην μετατροπή του κειμένου σε ηλεκτρονικό έχουν
|
|||
|
παραληφθεί παράγραφοι του βιβλίου - κλπ, έχω προσθέσει τους αριθμούς
|
|||
|
των παραγράφων αυτών εντός δύο καθέτων //. Την ίδια σήμανση έχω
|
|||
|
χρησιμοποιήσει σε προσθήκη διόρθωσης. Λέξεις- φράσεις με τονισμένους
|
|||
|
(bold) χαρακτήρες, έχουν συμπεριληφθεί εντός &&.
|
|||
|
|
|||
|
Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Στο τέλος του
|
|||
|
τόμου, υπάρχει πίνακας παροραμάτων, ο οποίος ελήφθη υπόψη. Κατά τα
|
|||
|
άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
|
|||
|
|
|||
|
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
|
|||
|
Κεφάλαιον Α { 1} - { 15}
|
|||
|
Κεφάλαιον Β { 16} - { 26}
|
|||
|
Κεφάλαιον Γ { 27} - { 41}
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ ΜΑΝΤΙΚΗΣ
|
|||
|
Κεφάλαιον Α { 42} - { 48}
|
|||
|
Κεφάλαιον Β { 49} - { 54}
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΤΗΤΟΣ
|
|||
|
Κεφάλαιον Α { 55} - { 56}
|
|||
|
Κεφάλαιον Β { 57} - { 60}
|
|||
|
Κεφάλαιον Γ { 61} - { 71}
|
|||
|
Κεφάλαιον Δ
|
|||
|
Κεφάλαιον Ε { 72} - { 80}
|
|||
|
Κεφάλαιον ς { 81} - { 82}
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΓΗΡΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
|
|||
|
Κεφάλαιον Α { 83} - { 91}
|
|||
|
Κεφάλαιον Β { 92} - { 94}
|
|||
|
Κεφάλαιον Γ { 95} - {107}
|
|||
|
Κεφάλαιον Δ
|
|||
|
Κεφάλαιον Ε {108} - {114}
|
|||
|
Κεφάλαιον ς {115} - {116}
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
|
|||
|
Κεφάλαιον Α {117} - {120}
|
|||
|
Κεφάλαιον Β {121} - {122}
|
|||
|
Κεφάλαιον Γ {123} - {128}
|
|||
|
Κεφάλαιον Δ {129} - {135}
|
|||
|
Κεφάλαιον Ε {136} - {137}
|
|||
|
Κεφάλαιον ς {138} - {138}
|
|||
|
Κεφάλαιον Ζ {139} - {140}
|
|||
|
Κεφάλαιον Η {141} - {145}
|
|||
|
Κεφάλαιον Θ {146} - {148}
|
|||
|
Κεφάλαιον Ι {149} - {154}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΑ {155} - {156}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΒ {157} - {159}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΓ {160} - {161}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΔ {162} - {163}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΕ {164} - {164}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΣΤ {165} - {170}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΖ {171} - {176}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΗ {177} - {177}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΙΘ {178} - {179}
|
|||
|
Κεφάλαιον Κ {180} - {185}
|
|||
|
Κεφάλαιον ΚΑ
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
|
|||
|
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
|
|||
|
Π. ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
|
|||
|
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
|
|||
|
ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΤΟΜΟΣ Β'
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
|
|||
|
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
|
|||
|
1912
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τα ενύπτια ούτε πάθος τον αισθητικού απλώς, ούτε του νοητικού, αλλά
|
|||
|
του αισθητικού, καθό φανταστικού, ήτοι είναι πάθος της φαντασίας, ήτις
|
|||
|
είναι πάθος του αισθητικού.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Μετά τον ύπνον και την εγρήγορσιν πρέπει να εξετάσωμεν περί των
|
|||
|
ενυπνίων και να ζητήσωμεν εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνουσι, και
|
|||
|
αν είναι ταύτα πάθος του νοητικού ή του αισθητικού• διότι διά τούτων
|
|||
|
των δύο δυνάμεων μόνων γνωρίζομεν τα πράγματα. 2. Η χρήσις της μεν
|
|||
|
όψεως είναι η όρασις, της δε ακοής το ακούειν και της αισθήσεως εν
|
|||
|
γένει είναι το αισθάνεσθαι {1},και κοινά μεν αντικείμενα εις πάσας τας
|
|||
|
αισθήσεις είναι το σχήμα, η κίνησις, το μέγεθος και άλλαι τοιαύται
|
|||
|
ιδιότητες, ίδια δε αντικείμενα είναι το χρώμα, ο ήχος, ο χυμός. Όταν
|
|||
|
δε κλείη τις τους οφθαλμούς και κοιμάται, είναι αδύνατον να βλέπη, το
|
|||
|
αυτό δε εφαρμόζεται και επί των άλλων αισθήσεων. Ώστε είναι φανερόν
|
|||
|
ότι ουδόλως αισθανόμεθα, όταν υπνώττωμεν {2}. Άρα το ενύπνιον δεν
|
|||
|
συλλαμβάνομεν δια της αισθήσεως. 3. Αλλά προσέτι ούτε διά της γνώμης
|
|||
|
(δόξης) {3} αισθανόμεθα αυτό. Διότι ου μόνον λέγομεν ότι προσερχόμενόν
|
|||
|
τι αντικείμενον είναι άνθρωπος ή ίππος {4}, αλλά και ότι είναι λευκόν
|
|||
|
ή καλόν, και ουδέν εκ τούτων, ούτε αληθές ούτε ψεύδος δύναται να
|
|||
|
αποφανθή η γνώμη άνευ της αισθήσεως {5}. Αλλ' όμως κατά τον ύπνον η
|
|||
|
ψυχή συμβαίνει να κάμνη τούτο ακριβώς, διότι και κοιμώμενοι νομίζομεν
|
|||
|
ότι διακρίνομεν, όπως και εν τη εγρηγόρσει, ότι το πλησιάζον είναι
|
|||
|
άνθρωπος και ότι είναι λευκόν. Κατά το ενύπνιον προσέτι έχομεν την
|
|||
|
παράστασιν και άλλου τινός εκτός του αντικειμένου {6}, όπως κατά την
|
|||
|
εγρήγορσιν όταν αντιλαμβανώμεθα. Δηλαδή όπως, όταν αντικείμενον τι
|
|||
|
αισθανώμεθα γρηγορούντες, πολλάκις διανοούμεθα περί αυτού έτερόν τι,
|
|||
|
ούτω και κατά τον ύπνον εκτός των παραστάσεων ενίοτε εννοούμεν άλλα
|
|||
|
{7}. 4. Δύναται δε να γείνη φανερόν τούτο, εάν, αφού εγερθή τις εκ του
|
|||
|
ύπνου, επιστήση τον νουν και προσπαθήση να ενθυμηθή (τα όνειρα τα
|
|||
|
οποία είδεν). Ούτω τινές έχουσι παρατηρήση, ότι ενθυμούνται τα όνειρά
|
|||
|
των, εκείνοι λ. χ. οίτινες κατά τα παραγγέλματα της μνημονικής τέχνης
|
|||
|
δοκιμάζουσι να παραστήσωσιν εις εαυτούς {8} τα όνειρά των. Συμβαίνει
|
|||
|
δηλαδή εις αυτούς πολλάκις παρεκτός του ενυπνίου να παριστάνωσιν εις
|
|||
|
εαυτούς άλλο τι, μίαν εικόνα εις τον τόπον (τον δεχόμενον τας
|
|||
|
εικόνας). 5. Ώστε είναι φανερόν ότι, ουχί πάσα παράστασις, την οποίαν
|
|||
|
έχομεν κατά τον ύπνον, είναι όνειρον, και ότι εκείνο το οποίον
|
|||
|
εννοούμεν τότε, το εννοούμεν {9} διά της δόξης. 6. Τόσον πολύ είναι
|
|||
|
φανερόν περί όλων τοιούτων, ότι εκείνο το οποίον μας κάμνει είς τινας
|
|||
|
νόσους να απατώμεθα, καίπερ γρηγορούντες, το αυτό τούτο και κατά τον
|
|||
|
ύπνον προξενεί την απάτην. Ούτω, μολονότι υγιαίνομεν και μολονότι
|
|||
|
γνωρίζομεν το αληθές, όμως ο ήλιος μας φαίνεται πάντοτε ότι έχει
|
|||
|
διάμετρον ενός ποδός{10}. Αλλ' είτε είναι η φανταστική και η αισθητική
|
|||
|
δύναμις της ψυχής έν και το αυτό, είτε είναι διάφοροι, ουχ ήττον το
|
|||
|
ενύπνιον δεν γίνεται χωρίς να βλέπωμεν και να αισθανώμεθα τι. Διότι
|
|||
|
απάται οράσεως και ακοής συμβαίνουσιν όταν τις δρα και ακούη αληθώς
|
|||
|
τι, πλην τούτο δεν είναι εκείνο όπερ αυτός νομίζει ότι ορά. Αλλά κατά
|
|||
|
την υπόθεσιν {11} ταύτην εν τω ύπνω ούτε βλέπει τις ούτε ακούει τι,
|
|||
|
ούτε εν γένει αισθάνεταί τι. Άρα δεν είναι αληθές, ότι δεν βλέπει τις
|
|||
|
τίποτε (εν τω ονείρω), όπως δεν είναι αληθές ότι η αίσθησις ουδέν
|
|||
|
πάσχει. Αλλά δύναται και η όψις και αι άλλαι αισθήσεις να πάσχωσί τι.
|
|||
|
Εκάστη των εικόνων (καθ' ύπνους) προσβάλλει κατά τινα τρόπον την
|
|||
|
αίσθησιν ως εάν τις ήτο γρηγορών, ουχί όμως ούτως, όπως κατά την αληθή
|
|||
|
εγρήγορσιν. Και άλλοτε μεν η δόξα μας λέγει ότι είναι ψεύδος εκείνο
|
|||
|
{12} όπερ βλέπομεν, όπως όταν γρηγορώμεν, άλλοτε δε νικάται υπό της
|
|||
|
εικόνος η δόξα και ακολουθεί αυτήν (ως αληθή) {13}.
|
|||
|
|
|||
|
7. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το πάθος τούτο, το οποίον καλούμεν
|
|||
|
ενύπνιον, δεν είναι πάθος της δόξης {14} ούτε της διανοίας (της δόξης
|
|||
|
και του νου)• αλλ' ούτε και της αισθήσεως απλώς, διότι θα εβλέπομεν
|
|||
|
απλώς και θα ηκούομεν (καθ' ύπνους).
|
|||
|
|
|||
|
8. Αλλά πρέπει να εξετάσωμεν κατά ποίαν σημασίαν και κατά τίνα τρόπον
|
|||
|
συμβαίνει το πάθος τούτο εις αυτήν. Ας τεθή λοιπόν βάσις τούτο, όπερ
|
|||
|
και φανερόν είναι, ότι το πάθος τούτο (το όνειρον) ανήκει εις την
|
|||
|
αισθητικήν δύναμιν, διότι και ο ύπνος είναι πάθημα του αισθητικού
|
|||
|
μέρους. Και αληθώς δεν συμβαίνει εις άλλο μέρος ζώων ο ύπνος και εις
|
|||
|
άλλο το ενύπνιον, αλλά και τα δύο υπάρχουσιν εις το αυτό μέρος. Περί
|
|||
|
φαντασίας ήδη έγινε λόγος εις τα περί Ψυχής, και είπομεν ότι η
|
|||
|
φανταστική δύναμις είναι η αυτή με την αισθητικήν αλλ' ο τρόπος της
|
|||
|
εκδηλώσεως της φαντασίας και ο της αισθήσεως είναι διάφοροι• είναι
|
|||
|
δηλ. φαντασία η κίνησις ήτις γίνεται υπό του εν ενεργεία αισθήματος
|
|||
|
{15}, το δε ενύπνιον φαίνεται ότι είναι εικών της φαντασίας, διότι
|
|||
|
ενύπνιον λέγομεν την εικόνα ήτις εμφανίζεται κατά τον ύπνον είτε
|
|||
|
απολύτως είτε κατά τινα τρόπον {16}. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το
|
|||
|
ονειρεύεσθαι ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, και ανήκει εις ταύτην
|
|||
|
καθό φανταστικήν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{1} Αι δυνάμεις υπάρχουσιν ένεκα των ενεργειών.
|
|||
|
|
|||
|
{2} Και επομένως δεν ονειρώττομεν διά μέσου των αισθήσεων.
|
|||
|
|
|||
|
{3} Δόξα είναι η ενέργεια του πνεύματος, δι' ης κρίνομεν το ποιόν και
|
|||
|
τας ιδιότητας των όντων, και ούτω σχηματίζομεν γνώμην περί αυτών,
|
|||
|
ίδιον όμως έχει ότι αναφέρεται εις το ενδεχόμενον, το δυνάμενον και
|
|||
|
άλλως έχειν.
|
|||
|
|
|||
|
{4} Και εν γένει ουσία.
|
|||
|
|
|||
|
{5} Διότι η αίσθησις γνωρίζει ημίν πρώτη την ύπαρξιν των πραγμάτων.
|
|||
|
|
|||
|
{6} Κρίνομεν δηλαδή και μορφούμεν γνώμην περί αυτού. «Αλλά κατά την
|
|||
|
δόξαν, οτιδήποτε δοξάζομεν, πάντοτε έχομεν &συνείδησιν& ότι δοξάζομεν.
|
|||
|
Δεν είναι λοιπόν έργον της δόξης τα ενύπνια. Συνάμα δε είναι φανερόν
|
|||
|
ότι ουχί παν ό,τι φανταζόμεθα εν τω ύπνω είναι όνειρον. Αλλά, όταν μεν
|
|||
|
τις βλέπων τι δεν νοή ότι τούτο όπερ βλέπει είναι όνειρον, τούτο είναι
|
|||
|
ενύπνιον. Όταν όμως βλέπων δύνηται να εννοή ότι το ορώμενον είναι
|
|||
|
ενύπνιον, τούτο είναι παράστασις (ή φάντασμα) και όχι ενύπνιον».
|
|||
|
(Θεμίστιος)
|
|||
|
|
|||
|
{7} Γίνονται δηλ. και πράξεις του νου.
|
|||
|
|
|||
|
{8} Ούτοι διά των προσπαθειών των μνημονεύουσι τα απαγγελθέντα
|
|||
|
καλύτερον των αποστοματιζόντων αυτά. Ούτω και οι ησκημένοι να
|
|||
|
ενθυμώνται τα όνειρα, ενθυμούνται καλύτερον των άλλων.
|
|||
|
|
|||
|
{9} Θεωρούμεν αυτό ψευδές ή αληθές διά της δόξης.
|
|||
|
|
|||
|
{10} Πόσω μάλλον λοιπόν πρέπει να συμβαίνη η απάτη όταν νοσώμεν ή
|
|||
|
κοιμώμεθα;
|
|||
|
|
|||
|
{11} Ήτις κακώς υποτίθεται κατά τον Αριστοτέλην.
|
|||
|
|
|||
|
{12} Και όνειρον.
|
|||
|
|
|||
|
{13} Θεωρούσα τους τύπους των πραγμάτων ως αυτά τα πράγματα.
|
|||
|
|
|||
|
{14} Διότι εν μέρει ανήκει αυτοίς.
|
|||
|
|
|||
|
{15} Και μη παρόντων των αισθητών.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τα ενύπνια γίνονται εξ οιασδήποτε τάξεως αισθητών. Η εντύπωσις
|
|||
|
διαμένει εις τα όργανα, όταν αφανισθή το αισθητόν. Νόμος της
|
|||
|
μεταδόσεως της κινήσεως, είτε της κατά τόπον, είτε της κατ' αλλοίωσιν.
|
|||
|
Άμεσα αποτελέσματα αισθημάτων λίαν παρατεινομένων. Η όψις πάσχει, αλλά
|
|||
|
και ενεργεί. Αποτέλεσμα των ομμάτων των γυναικών επί των κατόπτρων
|
|||
|
κατά την έμμηνον ροήν. Ευκόλως απατώμεθα υπό των αισθήσεων, όταν
|
|||
|
έχωμεν πάθη ψυχικά ή σωματικά.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Τι είναι το ενύπνιον και πώς γίνεται δυνάμεθα να μάθωμεν, αν προ
|
|||
|
πάντων εξετάσωμεν τα συμβαίνοντα κατά τον ύπνον {17}. 2. Τα αισθητά
|
|||
|
πράγματα προξενούσιν εις ημάς αίσθησιν κατά τα διάφορα αισθητήρια, και
|
|||
|
η εξ αυτών γινομένη εντύπωσις υπάρχει εις τα αισθητήρια όχι μόνον όταν
|
|||
|
αι αισθήσεις είναι εν ενεργεία, αλλ' επιμένει και όταν παύση η
|
|||
|
ενέργεια αύτη {18}. 3. Το πάθος τούτο φαίνεται, ότι είναι όμοιον με το
|
|||
|
φαινόμενον το συμβαίνον εις τα ριπτόμενα πράγματα. Διότι και τα
|
|||
|
ριπτόμενα κινούνται ακόμη, και εν ώ ο κινήσας αυτά δεν τα εγγίζει
|
|||
|
πλέον• διότι ο κινήσας κατ' αρχάς εκίνησε μέρος αέρος, και πάλιν ούτος
|
|||
|
κινηθείς μετέδωκε την κίνησιν εις άλλο μέρος• και κατά τον τρόπον
|
|||
|
τούτον το ριπτόμενον, έως ου σταματήση, κάμνει την κίνησιν του και εις
|
|||
|
τον αέρα και εις τα υγρά. Ομοίως δε πρέπει να δεχθώμεν, ότι τούτο
|
|||
|
συμβαίνει και εις τας κινήσεις της αλλοιώσεως πράγματός τίνος, λ. χ,
|
|||
|
το υπό του θερμού θερμανθέν θερμαίνει το πλησίον μέρος, και τούτο
|
|||
|
μεταδίδει την θερμότητα εις άλλο μέχρι τέλους. Ώστε εξ ανάγκης
|
|||
|
συμβαίνει τούτο και εις το όργανον, όπερ είναι η έδρα της αισθήσεως,
|
|||
|
αφού η εν ενεργεία αίσθησις είναι είδος αλλοιώσεως. Διό τούτο το πάθος
|
|||
|
(η εντύπωσις) υπάρχει εις τα αισθητήρια ουχί μόνον καθ' ον χρόνον
|
|||
|
αισθάνονται, αλλά και όταν παύσωσι να αισθάνωνται, και υπάρχει εις το
|
|||
|
εσωτερικόν βάθος και εις την επιφάνειαν.
|
|||
|
|
|||
|
4. Είναι δε τούτο φανερόν, όταν επί τινα χρόνον κατά συνέχειαν
|
|||
|
αισθανώμεθα τι. Διότι, όταν στρέφωμεν την αίσθησιν ημών είς τι άλλο,
|
|||
|
επιμένει η (πρώτη) εντύπωσις, ως λ. χ. όταν εκ του ηλίου μεταβαίνωμεν
|
|||
|
εις την σκιάν. Διότι συμβαίνει να μη βλέπωμεν τίποτε, επειδή
|
|||
|
εξακολουθεί ακόμη η κίνησις, την οποίαν το φως έδωκεν εις τους
|
|||
|
οφθαλμούς. Και αν επί πολύν χρόνον ατενίσωμεν έν μόνον χρώμα, ή λευκόν
|
|||
|
ή πράσινον, τοιούτον φαίνεται και το πράγμα, εις το οποίον έπειτα
|
|||
|
ηθέλομεν στρέψει τα βλέμματα. Και αν κυττάζοντες τον ήλιον ή άλλο
|
|||
|
λαμπρόν αντικείμενον κλείσωμεν τα όμματα, το αντικείμενον, όπερ αμέσως
|
|||
|
παρατηρούμεν κατά την ευθείαν γραμμήν καθ' ην συμβαίνει να ορώμεν, θα
|
|||
|
μας φανή ότι το βλέπομεν κατά πρώτον με το αυτό παρόν χρώμα, όπερ
|
|||
|
έπειτα μεταβάλλεται εις ερυθρόν, έπειτα εις πορφυρούν, έως ου φθάση
|
|||
|
εις το μέλαν χρώμα και αφανισθή. 5. Και αι αισθήσεις ακόμη πάσχουσι
|
|||
|
τοιαύτα, όταν στρέφωνται ταχέως εξ' αντικειμένων ευρισκομένων εις
|
|||
|
κίνησιν, ως εκ των ποταμών και των γευμάτων των ρεόντων ταχύτατα,
|
|||
|
διότι τότε τα άλλα πράγματα, τα οποία ηρεμούσι, μας φαίνονται ότι
|
|||
|
κινούνται. Γίνονται δε οι άνθρωποι και από τους μεγάλους κρότους
|
|||
|
κωφοί, και από τας δυνατάς οσμάς ασθενίζει η όσφρησις. Ομοίως και περί
|
|||
|
των άλλων. 6. Ταύτα δε φανερώς συμβαίνουσι κατά τούτον τον τρόπον. 7.
|
|||
|
Ότι δε τα αισθητήρια ταχέως αισθάνονται τας ελαχίστας διαφοράς
|
|||
|
αποδεικνύει το συμβαίνον εις τα κάτοπτρα, περί του οποίου, εάν
|
|||
|
επιστήση τις την προσοχήν, δύναται να σκεφθή και να λύση την απορίαν.
|
|||
|
Συγχρόνως δε εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι η όψις, καθώς πάσχει τι,
|
|||
|
ούτω και ενεργεί τι. Τω όντι, εις τα λίαν καθαρά κάτοπτρα {19}, όταν
|
|||
|
εμβλέψωσιν εις αυτά γυναίκες ευρισκόμεναι εις τα καταμήνια των,
|
|||
|
γίνεται εις την επιφάνειαν του κατόπτρου ως μία νεφέλη αιματώδης• και
|
|||
|
αν μεν το κάτοπτρον είναι καινουργές, δυσκόλως εξαλείφεται η τοιαύτη
|
|||
|
κηλίς, εάν όμως είναι παλαιόν, είναι ευκολωτέρα η εξάλειψις αυτής.
|
|||
|
Αίτιον δε τούτου είναι, ως είπομεν, το ότι η όψις ου μόνον πάσχει υπό
|
|||
|
του αέρος, αλλά και ενεργεί αύτη επ' αυτού και κινεί αυτόν {20}, όπως
|
|||
|
και τα λαμπρά αντικείμενα κινούσι. Διότι και τα όμματα είναι εκ των
|
|||
|
πραγμάτων, τα οποία λάμπουσι και έχουσι χρώμα. Είναι λοιπόν εύλογον
|
|||
|
ότι τα όμματα είναι εις την αυτήν κατάστασιν καθώς και οιονδήποτε άλλο
|
|||
|
μέρος του σώματος. Διότι και φυσικώς οι οφθαλμοί είναι πλήρεις φλεβών.
|
|||
|
Διά τούτο, όταν γίνωνται τα καταμήνια, η μεταβολή, η οποία γίνεται εις
|
|||
|
τα όμματα ένεκα ταραχής και ροής του αίματος, διαφεύγει μεν την
|
|||
|
αντίληψιν ημών, αλλ' όμως υπάρχει• (είναι δε η αυτή η φύσις του
|
|||
|
σπέρματος και η των καταμηνίων)• και κινείται ο αήρ, ούτος δε
|
|||
|
μεταδίδει εις τον αέρα, όστις είναι επί των κατόπτρων και συνέχεται με
|
|||
|
αυτόν, την ποιότητα την οποίαν αυτός ούτος δέχεται, ούτος δε ο αήρ (ο
|
|||
|
δεύτερος) ενεργεί το αυτό εις την επιφάνειαν του κατόπτρου.
|
|||
|
|
|||
|
/8/9. Όπως δε και εκ των ιματίων τα λίαν καθαρά τάχιστα κηλιδούνται,
|
|||
|
ούτω και ενταύθα διότι το καθαρόν πράγμα φανερώνει ακριβώς ό,τι αν
|
|||
|
δεχθή και το καθαρώτερον δηλοί τας μικροτάτας μεταβολάς.
|
|||
|
|
|||
|
O χαλκός ιδία, επειδή είναι λείος, παθαίνεται υπό οιασδήποτε μικράς
|
|||
|
επαφής. Πρέπει δε να θεωρώμεν την επαφήν ταύτην του αέρος, ότι είναι
|
|||
|
ως μία τρίψις, ως μία απόμαξις και απόπλυσις (υγρού). Επειδή δε το
|
|||
|
χαλκούν κάτοπτρον είναι καθαρόν, γίνεται καθαρά επαφή οσονδήποτε
|
|||
|
ελαφρά και αν είναι. Αίτιον δε του να μη εξαλείφηται ταχέως από τα
|
|||
|
καινουργή κάτοπτρα η κηλίς είναι η καθαριότης και η λειότης αυτών•
|
|||
|
διότι η κηλίς εισδύει εις τα κάτοπτρα ταύτα βαθέως και πανταχού, και
|
|||
|
ένεκα μεν της καθαρότητας εισχωρεί βαθέως, ένεκα δε της λειότητος
|
|||
|
εξαπλούται πανταχού. Εις δε τα παλαιά κάτοπτρα δεν μένει η κηλίς,
|
|||
|
διότι δεν εισχωρεί επίσης, αλλά μένει περισσότερον εις την επιφάνειαν.
|
|||
|
|
|||
|
10. Εκ τούτων λοιπόν είναι φανερόν ότι η κίνησις διεγείρεται και υπό
|
|||
|
μικρών διαφορών και ότι η αίσθησις είναι ταχεία, και ότι το όργανον το
|
|||
|
αισθητικόν των χρωμάτων ου μόνον πάσχει {21}, αλλά και αντενεργεί.
|
|||
|
Μαρτυρούσι δε υπέρ τούτων τα συμβαίνοντα εις τους οίνους και εις την
|
|||
|
κατασκευήν μύρων (αρωμάτων). Τω όντι το ήδη ετοιμασθέν έλαιον λαμβάνει
|
|||
|
ταχέως την οσμήν των πλησίον αυτού κειμένων μύρων. Και ο οίνος πάσχει
|
|||
|
το αυτό. Διότι προσλαμβάνουσι τας οσμάς όχι μόνον των σωμάτων τα οποία
|
|||
|
ρίπτονται εις αυτά ή αναμιγνύονται μετ' αυτών, αλλά και εκείνων τα
|
|||
|
οποία τίθενται πλησίον των αγγείων (του οίνου), ή των πλησίον
|
|||
|
βλαστανόντων (ανθέων).
|
|||
|
|
|||
|
11. Ώς προς το εν αρχή τεθέν ζήτημα, έστω ως ομολογούμενον αφ' ενός
|
|||
|
μεν τούτο, το οποίον είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι δηλαδή, και
|
|||
|
όταν αφανισθή το έξωθεν αισθητόν, μενουσι τα αισθήματα και είναι
|
|||
|
αισθητά, αφ' ετέρου δε ότι ευκόλως απατώμεθα ως προς τας αισθήσεις,
|
|||
|
όταν κυριευώμεθα υπό τινος πάθους, άλλος υπό άλλου, ως ο δειλός λ, χ,
|
|||
|
υπό φόβου, ο ερωτικός υπό έρωτος, πλανώνται δ' ούτως, ώστε διά μικράς
|
|||
|
ομοιότητας εκείνος μεν νομίζει ότι βλέπει παντού εχθρούς, ούτος δε το
|
|||
|
ερώμενον πρόσωπον. Και όσω περισσότερον δεσπόζεταί τις από το πάθος,
|
|||
|
τόσω μάλλον μικρά δύναται να είναι η ομοιότης (η φαινομενική). Ομοίως
|
|||
|
δε οι άνθρωποι ευκόλως απατώνται πάντες, όταν διατελώσιν υπό το κράτος
|
|||
|
οργής και οιασδήποτε επιθυμίας, και τόσω μάλλον απατώνται, όσω
|
|||
|
ισχυρότερον είναι το πάθος των. Διά τούτο και εις τους πάσχοντας
|
|||
|
πυρετόν φαίνονται ζώα εις τους τοίχους (του δωματίου) ένεκα μικράς με
|
|||
|
ζώα ομοιότητος των σχημάτων, άτινα ευρίσκονται τυχόν εκεί γεγραμμένα,
|
|||
|
και ταύτα (αι παραισθήσεις) ενίοτε ακολουθούσι κατά την έντασιν τα
|
|||
|
πάθη ούτως, ώστε όσοι δεν είναι λίαν ασθενείς αναγνωρίζουσιν ότι είναι
|
|||
|
απάτη, αν όμως το πάθος γίνεται ισχυρότερον, ούτοι και ορμώσι προς τα
|
|||
|
πράγματα (τα οποία φαντάζονται ότι βλέπουσι).
|
|||
|
|
|||
|
/12/13. Αίτιον δε του να γίνωνται ταύτα είναι ότι δεν κρίνουσι με την
|
|||
|
αυτήν δύναμιν, ο νους όστις κυρίως κρίνει, και εκείνη η δύναμις εις
|
|||
|
την οποίαν γίνονται τα φαντάσματα {22}. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι
|
|||
|
ο ήλιος φαίνεται ότι έχει διάμετρον ενός ποδός. Προσέτι αντιλέγουσι
|
|||
|
κατά της φαντασίας πολλάκις και άλλα. Προσέτι διά της επ' άλληλα
|
|||
|
επιθέσεως των δακτύλων έν πράγμα {23} φαίνεται ότι είναι δύο, αλλ'
|
|||
|
όμως δεν λέγομεν ότι είναι δύο. Διότι η όψις υπερισχύει {24} της αφής.
|
|||
|
Και αν υπήρχεν η αφή μόνη, θα εκρίναμεν ότι το πράγμα τούτο, όπερ
|
|||
|
είναι έν, είναι δύο. Αίτιον δε της απάτης είναι, ότι τα πράγματα,
|
|||
|
οιαδήποτε είναι, όχι μόνον είναι αντιληπτά ενώ εξακολουθεί ο ερεθισμός
|
|||
|
του αισθητού αντικειμένου, αλλά και όταν αύτη η αίσθησις {25} κινήται,
|
|||
|
αν η κίνησις αύτη είναι εξακολούθησις της διεγέρσεως υπό του αισθητού.
|
|||
|
Ούτω λ. χ. η ξηρά φαίνεται εις τους πλέοντας ότι κινείται, καίτοι η
|
|||
|
όψις (αυτοί) κινείται υπ' άλλου (του πλοίου) {26}.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{16} Δήλα δή είτε αναγνωρίζεται ως όνειρον, είτε είναι μίγμα αληθούς
|
|||
|
και ψευδούς εγρηγόρσεως και ύπνου.
|
|||
|
|
|||
|
{17} Εν τοις επομένοις εξετάζει μάλλον τας περιστάσεις, αίτινες
|
|||
|
συνοδεύουσι την εγρήγορσιν και την αίσθησιν.
|
|||
|
|
|||
|
{18} Όσαι από τας εντυπώσεις τας οποίας εγκαταλείπουσι τα αισθήματα,
|
|||
|
σώζονται, φερόμεναι εις την κεντρικήν αίσθησιν (την ψυχήν) κατά τους
|
|||
|
ύπνους, και κινούσαι την αίσθησιν, παράγουσι τα ενύπνια.
|
|||
|
|
|||
|
{19} Τα κάτοπτρα των αρχαίων ήσαν εκ μετάλλου λείου και ουχί εξ υάλου,
|
|||
|
ως τα γνωστά ημίν. O τόσον όμως ακριβής ερευνητής Αριστοτέλης φαίνεται
|
|||
|
ότι επλανήθη υπ' άλλου ως προς το πάθος των κατόπτρων εκ των γυναικών.
|
|||
|
|
|||
|
{20} Τα όμματα ενεργούσιν όμως επί του κατόπτρου ως σώμα, εξ ου
|
|||
|
εξέρχεται απόρροια και διαχέεται επί του μετάλλου, και τούτο δε αυτός
|
|||
|
ο Αριστοτέλης υποδεικνύει κατωτέρω.
|
|||
|
|
|||
|
{21} Δέχεται εντυπώσεις.
|
|||
|
|
|||
|
{22} Η δύναμις ήτις κρίνει ως κυρίαρχος είναι ο νους. Η δε δύναμις των
|
|||
|
φαντασμάτων ή εικόνων είναι η αίσθησις ή η φαντασία. Περί του μεγέθους
|
|||
|
του ηλίου άλλως κρίνει ο νους και άλλως το βλέπει η αισθησις. Εάν μία
|
|||
|
δύναμις μόνη έκρινε, θα εδοξάζομεν ότι ο ήλιος είναι τόσος όσον τον
|
|||
|
βλέπομεν. Η επικράτησις της αισθήσεως ή της φαντασίας άγει εις πλάνην.
|
|||
|
|
|||
|
{23} Ως βώλος άρτου τιθέμενος μεταξύ του λιχανού και του μέσου
|
|||
|
δακτύλου.
|
|||
|
|
|||
|
{24} Είναι μάλλον αξιόπιστος.
|
|||
|
|
|||
|
{25} Είτε δι' εσωτερικής κινήσεως του αισθητηρίου οργάνου είτε δι'
|
|||
|
ολικής μετατοπίσεως του αισθανομένου όντος.
|
|||
|
|
|||
|
{26} Και ουχί υπό της ξηράς, ήτις δεν κινείται και δεν δύναται να
|
|||
|
διεγείρει την αίσθησιν ημών.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Προς παραγωγήν ενυπνίου ανάγκη ηρεμίας τινός εν τω σώματι. Η κατά την
|
|||
|
εγρήγορσιν ταραχή εμποδίζει την ψυχήν να αισθάνηται τας εκ των
|
|||
|
αισθημάτων κινήσεις. Διαφοραί ενυπνίων. Αναφοραί αυτών προς τας κατά
|
|||
|
την εγρήγορσιν παραισθήσεις. Τα ενύπνια είναι υπολείμματα των
|
|||
|
αισθημάτων και αποτέλεσμα των κινήσεων των διδομένων εις τα όργανα υπό
|
|||
|
των αισθητικών εντυπώσεων. Πραγματικαί αντιλήψεις κατά τον ύπνον.
|
|||
|
Επίδρασις ηλικίας επί των ονείρων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Είναι φανερόν εκ τούτων {27}, ότι ουχί μόνον κατά την εγρήγορσιν
|
|||
|
γίνονται αι κινήσεις των αισθημάτων αι προερχόμεναι από των εξωτερικών
|
|||
|
πραγμάτων και από των του σώματος ενεργειών, αλλά και όταν διαρκή το
|
|||
|
πάθημα τούτο, το οποίον λέγεται ύπνος• και τότε μάλιστα φαίνονται
|
|||
|
περισσότεραι. 2. Διότι κατά την ημέραν, επειδή είναι εις ενέργειαν αι
|
|||
|
αισθήσεις και η διάνοια, απωθούνται αι κινήσεις αυταί και αφανίζονται,
|
|||
|
όπως αφανίζεται το ολίγον πυρ πλησίον του πολλού πυρός και αι μικραί
|
|||
|
λύπαι και ηδοναί πλησίον των μεγάλων. Όταν δε παύσωσι τα μεγάλα, τότε
|
|||
|
και τα μικρά ανέρχονται εις την επιφάνειαν {28}. Τω όντι κατά την
|
|||
|
νύκτα, επειδή ευρίσκονται εις αργίαν αι μερικαί αισθήσεις και
|
|||
|
αδυνατούσι να ενεργώσι, διότι τότε γίνεται εκ των έξω εις τα έσω
|
|||
|
παλίρροια του θερμού, πάσαι εκείναι αι εντυπώσεις, (αίτινες δεν ήσαν
|
|||
|
αντιληπταί κατά την εγρήγορσιν), φέρονται εις την κεντρικήν
|
|||
|
αίσθησιν{29} και γίνονται φανεραί, όταν καταπαύση η ταραχή, 3. Πρέπει
|
|||
|
δε να παραδεχθώμεν περί αυτών ότι, όπως εις τους ποταμούς γίνονται
|
|||
|
μικραί δίναι{30}, ούτως εκάστη κίνησις αισθήσεως προχωρεί συνεχώς
|
|||
|
ούτω, πολλάκις μεν κατά την αυτήν διεύθυνσιν, πολλάκις δε διαλύεται
|
|||
|
εις άλλα σχήματα ένεκα συγκρούσεων. Διά τούτο μετά την λήψιν της
|
|||
|
τροφής και εις τους πολύ νέους, ως είναι τα παιδία, δεν γίνονται
|
|||
|
ενύπνια, διότι είναι πολλή η κίνησις ένεκα της θερμότητος, ήτις
|
|||
|
προέρχεται εκ της τροφής. Ώστε συμβαίνει ενταύθα ό,τι εις υγρόν, εάν
|
|||
|
τις κινή αυτό πολύ, διότι άλλοτε μεν ουδεμία φαίνεται εικών εν αυτώ,
|
|||
|
άλλοτε δε φαίνεται μεν αλλά παραμεμορφωμένη {31} τελείως, ώστε
|
|||
|
φαίνεται διάφορος παρ' ό,τι είναι. Όταν δε το υγρόν ησυχάση, τότε αι
|
|||
|
εικόνες γίνονται καθαραί και φανεραί. Ούτω και κατά τον ύπνον αι
|
|||
|
εικόνες (αι γενόμεναι τότε) και αι κινήσεις, αίτινες καταλείπονται (εκ
|
|||
|
της εγρηγόρσεως) και προέρχονται εκ των αισθημάτων, άλλοτε μεν
|
|||
|
εξαφανίζονται εντελώς υπό της ειρημένης κινήσεως, όταν αύτη είναι
|
|||
|
μείζων της δοθείσης, άλλοτε δε τα φάσματα φαίνονται ότι είναι
|
|||
|
συγκεχυμένα και τερατώδη και τα ενύπνα αμυδρά, ως συμβαίνει εις τους
|
|||
|
μελαγχολικούς και εις τους πάσχοντας πυρετόν και εις τους μεθυσμένους.
|
|||
|
Διότι όλα τα τοιαύτα πάθη, προερχόμενα εκ του αέρος, προξενούσι πολλήν
|
|||
|
κίνησιν, /4/5. Όταν δε εις τα έχοντα αίμα ζώα ησυχάση το αίμα και
|
|||
|
χωρισθή, τότε η κίνησις ήτις διατηρείται εκ των (κατά την εγρήγορσιν)
|
|||
|
γενομένων αισθημάτων εις εκάστην αίσθησιν διεγείρει ενύπνια πλήρη και
|
|||
|
ισχυρά και ποιεί τας εικόνας φανεράς, και νομίζει τις, ότι βλέπει τι
|
|||
|
ένεκα των από της οράσεως φερομένων (εις το κέντρον) εντυπώσεων, και
|
|||
|
ότι ακούει ένεκα των από της ακοής. Ομοίως δε και περί των εικόνων,
|
|||
|
αίτινες φέρονται από τας άλλας αισθήσεις, 6. Διότι, επειδή η κίνησις
|
|||
|
των ειδικών αισθητηρίων τούτων μεταδίδεται εις το κέντρον (την
|
|||
|
καρδίαν), καίπερ γρηγορών τις ενίοτε νομίζει ότι βλέπει, και ακούει
|
|||
|
και αισθάνεται τινα• και επειδή ενίοτε η όψις φαίνεται ότι κινείται,
|
|||
|
ενώ δεν κινείται, λέγομεν ότι βλέπει• και επειδή η αφή μας αναγγέλλει,
|
|||
|
δύο κινήσεις, νομίζομεν ότι έν πράγμα είναι δύο. Διότι εν γένει το
|
|||
|
κέντρον, η αισθητική αρχή κρίνει την εξ εκάστης αισθήσεως εντύπωσιν,
|
|||
|
όταν ουδεμία άλλη υπερτέρα αίσθησις αγγέλλη το εναντίον{32}. Η εικών
|
|||
|
λοιπόν φαίνεται εντελώς, αλλά η ψυχή δεν παραδέχεται πάντοτε την
|
|||
|
τοιαύτην εικόνα, εκτός εάν η δύναμις η κρίνουσα τελευταία εμποδίζηται
|
|||
|
ή δεν έχη την προσήκουοαν εις αυτήν κίνησιν.
|
|||
|
|
|||
|
7. Καθώς δε είπομεν ότι άλλοι ευκόλως απατώνται διά τούτο το πάθος και
|
|||
|
άλλοι δι' άλλο, ούτως ο κοιμώμενος απατάται υπό των κινήσεων του ύπνου
|
|||
|
και της κινήσεως των αισθητηρίων και των άλλων, τα οποία συμβαίνουσιν
|
|||
|
εις την αίσθησιν, ούτως ώστε τα έχοντα μικράν ομοιότητα συγχέομεν
|
|||
|
μεταξύ των. 8. Τω όντι, όταν κοιμώμεθα, επειδή το πλείστον αίμα
|
|||
|
καταβαίνει εις την καρδίαν, συγκεντρούνται εις ταύτην και αι εν τω
|
|||
|
αίματι υπάρχουσαι κινήσεις είτε δυνάμει, είτε ενεργεία. Και είναι
|
|||
|
τοιαύται αι καταστάσεις ενταύθα, ώστε, εάν το αίμα κινηθή, μερική τις
|
|||
|
κίνησις υψούται εις την επιφάνειαν, εάν δε αύτη αφανισθή, επιφαίνεται
|
|||
|
άλλη. Έχουσι δε τοιαύτας σχέσεις μεταξύ των, οίας οι τεχνητοί
|
|||
|
βάτραχοι, οίτινες ανέρχονται εις την επιφάνειαν του ύδατος, όταν
|
|||
|
διαλυθή το επ' αυτών άλας{33}. Και τοιουτοτρόπως αι κινήσεις αυταί
|
|||
|
υπάρχουσι δυνάμει εις το ύδωρ, άμα δε ως εκλείψη το κώλυμα, τότε
|
|||
|
φανερούνται ενεργώς• όταν ελευθερωθώσιν εντός του ολίγου αίματος, όπερ
|
|||
|
υπολείπεται τότε εν τοις αισθητηρίοις, κινούνται παρουσιάζουσαι
|
|||
|
ομοιότητα προς τα σχήματα των νεφών, τα οποία τυχαίως μεταβαλλόμενα
|
|||
|
ομοιάζουσι με ανθρώπους, άλλοτε δε με κενταύρους.
|
|||
|
|
|||
|
9. Εκάστη δε τούτων των εικόνων είναι, ως είπομεν, υπόλοιπον
|
|||
|
πραγματικού αισθήματος. Όταν το αληθές αίσθημα εκλείψη, η εικών
|
|||
|
επιμένει και δυνάμεθα να λέγωμεν ορθώς, ότι αύτη είναί τι όμοιον με
|
|||
|
τον Κορίσκον, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος. Κατά δε τον χρόνον της
|
|||
|
αισθήσεως η κυρίαρχος και κρίνουσα δύναμις της ψυχής δεν λέγει ότι η
|
|||
|
εικών είναι ο Κορίσκος, αλλά μόνον ότι εξ αιτίας του αισθήματος ο
|
|||
|
πραγματικός Κορίσκος (αναγνωρίζεται ότι) είναι εκείνο το πρόσωπον.
|
|||
|
Όταν αισθάνηται η κυρία δύναμις, το αίσθημα τούτο λέγει ταύτα (ότι
|
|||
|
είναι ο Κορίσκος), εκτός εάν εμποδίζηται παντελώς υπό του αίματος,
|
|||
|
καθώς χωρίς αισθήματος διεγείρεται η κίνησις αύτη υπό των εν τοις
|
|||
|
αισθητηρίοις οργάνοις δυνάμει υπαρχουσών κινήσεων. Τούτο δε, όπερ
|
|||
|
ομοιάζει προς πράγμα τι, εκλαμβάνει τις τότε ως το αληθές πράγμα. Και
|
|||
|
τόσον μεγάλη είναι η δύναμις του ύπνου, ώστε μας κάμνει να μη έχωμεν
|
|||
|
συνείδησιν της διαφοράς ταύτης. 10. Καθώς λοιπόν, εάν τις πιέζη τον
|
|||
|
δάκτυλον υπό τον οφθαλμόν του χωρίς να το αντιληφθή, το εν πράγμα όχι
|
|||
|
μόνον φαίνεται, αλλά και πιστεύεται ότι είναι διπλούν, αν όμως το
|
|||
|
αντιληφθή, τότε το πράγμα θα φαίνεται μεν διπλούν, αλλά εκείνος δεν θα
|
|||
|
το πιστεύση, 11. ούτω και ο κοιμώμενος, αν μεν συναισθάνηται ότι
|
|||
|
κοιμάται και αντιλαμβάνηται την υπνωτικήν κατάστασιν εν η συμβαίνει η
|
|||
|
αίσθησις, η εικών θα φανή μεν, αλλ' υπάρχει εντός ημών κάτι, όπερ
|
|||
|
λέγει ότι φαίνεται μεν Κορίσκος το φάσμα, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος.
|
|||
|
(Διότι πολλάκις, όταν κοιμάται τις λέγει τι εν τη ψυχή, ότι είναι
|
|||
|
ενύπνιον εκείνο το οποίον φαίνεται). Εάν όμως δεν συναισθάνηται ότι
|
|||
|
κοιμάται, ουδέν πράγμα τότε αντιλέγει εναντίον της φαντασίας.
|
|||
|
|
|||
|
12. Ότι δε όσα λέγομεν είναι αληθή και ότι υπάρχουσιν εις τα
|
|||
|
αισθητήρια όργανα{34} κινήσεις της φαντασίας, γίνεται φανερόν, αν τις
|
|||
|
με προσοχήν προσπαθή να ενθυμήται όσα πάσχομεν, όταν κατακλινώμεθα και
|
|||
|
εγειρώμεθα. Διότι ενίοτε τα φαντάσματα, τα οποία έβλεπε τις
|
|||
|
κοιμώμενος, θα εύρη, όταν εγερθή, ότι είναι κινήσεις εν τοις
|
|||
|
αισθητηρίοις. Τω όντι, εις τινας των νεωτέρων (τα παιδία), οι οποίοι
|
|||
|
ακριβέστατα βλέπουσιν, όταν είναι σκότος, εμφανίζονται πολλαί εικόνες
|
|||
|
κινούμεναι{35}, ούτως ώστε πολλάκις σκεπάζονται διότι φοβούνται.
|
|||
|
|
|||
|
13. Από όλα λοιπόν ταύτα πρέπει να συμπεράνωμεν, ότι το ενύπνιον είναι
|
|||
|
φάντασμα και ότι γίνεται διαρκούντος του ύπνου. Ώστε τα ήδη ρηθέντα
|
|||
|
φαντάσματα {36} δεν είναι ενύπνια, ούτε ό,τι άλλο φαίνεται, όταν αι
|
|||
|
αισθήσεις ελευθέρως λειτουργώσιν {37}. 14. Ούτε πάλιν κάθε φάντασμα
|
|||
|
κατά τον ύπνον είναι ενύπνιον. Διότι πρώτον μεν συμβαίνει είς τινας
|
|||
|
κατά τον ύπνον να αισθάνωνται κατά τινα τρόπον και ήχους και φως και
|
|||
|
χυμόν και αφήν, ασθενώς όμως και ως εάν η αίσθησις ήρχετο από μακράν.
|
|||
|
Διότι πολλοί οίτινες κοιμώμενοι υπέβλεπον μόλις εκείνο όπερ εν τω ύπνω
|
|||
|
έβλεπον, ως εφαντάζοντο, ως αμυδρόν φως του λύχνου, ευθύς άμα
|
|||
|
ηγέρθησαν, ανεγνώρισαν ότι ήτο πραγματικώς το φως του λύχνου• και
|
|||
|
πάλιν άνθρωποι ακούσαντες εν τω ύπνω ασθενώς φωνήν αλεκτρυόνων και
|
|||
|
κυνών, όταν ηγέρθησαν, σαφώς ανεγνώρισαν άυτούς {38}. Άλλοι δε και
|
|||
|
αποκρίνονται κοιμώμενοι εις τας γενομένας εις αυτούς ερωτήσεις {39}.
|
|||
|
15. Διότι ενδέχεται, όταν έν εκ των δύο υπάρχη απολύτως, ή η
|
|||
|
εγρήγορσις ή ο ύπνος, συνάμα να υπάρχη εν μέρει το άλλο {40}, αλλά
|
|||
|
καμμία εκ των καταστάσεων τούτων δεν πρέπει να είπωμεν ότι είναι
|
|||
|
ενύπνιον, αλλ' ούτε και αι πραγματικαί διανοήσεις όσαι γίνονται εν τω
|
|||
|
ύπνω {41} μετά των φαντασμάτων. Αλλά πραγματικώς ενύπνιον είναι το
|
|||
|
φάντασμα (η εικών) το προερχόμενον εκ της κινήσεως των αισθημάτων,
|
|||
|
όταν τις κοιμάται και καθ' όσον κοιμάται.
|
|||
|
|
|||
|
16. Είς τινας όμως συμβαίνει να μη ίδωσι κανέν ενύπνιον καθ' όλην την
|
|||
|
ζωήν των. Και είναι μεν σπάνιον τούτο, αλλ' όμως συμβαίνει, και άλλοι
|
|||
|
μεν ουδόλως είδον, τινές δε μόνον όταν επροχώρησεν η ηλικία αυτών, ενώ
|
|||
|
πρότερον δεν είχον ίδει κανέν ενύπνιον. Το αίτιον δε του να μη γίνεται
|
|||
|
εις αυτούς ενύπνιον, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι σχεδόν όμοιον με το
|
|||
|
αίτιον, διά το οποίον δεν γίνονται ενύπνια εις τους κοιμωμένους ευθύς
|
|||
|
μετά το γεύμα καθώς και εις τα παιδία. Διότι εις εκείνους, οίτινες
|
|||
|
έχουσι φυσικήν σύστασιν (κράσιν) τοιαύτην, ώστε να αναβαίνη πολλή
|
|||
|
αναθυμίασις εις τα άνω μέρη του σώματος ή καταβαίνουσα να προξενή
|
|||
|
πολλήν κίνησιν, εις τούτους ευλόγως δεν φαίνεται καμμία καθ' ύπνους
|
|||
|
εικών. Αλλά καθ' όσον προχωρεί η ηλικία, δεν είναι παράδοξον να φανή
|
|||
|
ενύπνιον. Διότι, όταν γίνηται μεταβολή τις, ή διά την ηλικίαν, ή διά
|
|||
|
πάθημά τι, αναγκαίον είναι να συμβαίνη η μεταβολή αύτη (και ως προς τα
|
|||
|
όνειρα).
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{27} Μάλλον εκ των επομένων.
|
|||
|
|
|||
|
{28} Εμφανίζονται.
|
|||
|
|
|||
|
{29} Ταύτης όργανον είναι η καρδία, το φυσιολογικόν άμα και ψυχικόν
|
|||
|
κέντρον της ζωικής ζωής, «η ακρόπολις του σώματος».
|
|||
|
|
|||
|
{30} Κίνησιν λέγει την εις το κέντρον κατάβασιν των υπολειμμάτων των
|
|||
|
εντυπώσεων, καθ' ην η ψυχή διεγείρεται. Εάν η κίνησις αύτη συγκρουσθή
|
|||
|
με άλλας, λαμβάνει μεταβολάς, έως ου φθάση εις την αισθητικήν αρχήν,
|
|||
|
ήτις αισθάνεται πάσας τας μεταβολάς.
|
|||
|
|
|||
|
{31} Τα αισθήματα γεννώσιν υστέρας κινήσεις ομοίας προς τα κυμάτια και
|
|||
|
τους κύκλους ύδατος ταραχθέντος υπό λιθαρίου. Αι κινήσεις αύται
|
|||
|
επαναλαμβάνονται ασθενέστεραι, σαφείς μεν εν ηρεμούντι ύδατι, ανώμαλοι
|
|||
|
δε και διάστροφοι εν ύδατι ταραττομένω υπό αντιθέτων κινήσεων. Οι
|
|||
|
κύκλοι ή αι εικόνες είναι τότε συγκεχυμέναι ή τερατώδεις. Εάν όμως η
|
|||
|
κίνησις είναι λίαν βιαία, ως εις τους παίδας και μετά το γεύμα, τότε,
|
|||
|
όπως εν τω βιαίως ταραττομένω ύδατι, ουδεμία εικών ή όνειρον
|
|||
|
παράγεται.
|
|||
|
|
|||
|
{32} Εάν η όψις δεν απατάται, ως η αφή, διά της επαλλαγής των δακτύλων
|
|||
|
κτλ., πολλώ μάλλον δεν απατάται το κυρίως κριτήριον, η κοινή αίσθησις,
|
|||
|
ήτις δέχεται τας εικόνας ως τας κομίζουσιν αι διάφοροι αισθήσεις, αλλ'
|
|||
|
είτα κρίνει και μεταβάλλει αυτάς.
|
|||
|
|
|||
|
{33} Κατά το πείραμα τούτο πέντε ξύλινοι βάτραχοι περιηλειμμένοι άλατι
|
|||
|
κατατίθενται διαδοχικώς εις πίθον ύδατος. Διαλυομένου του άλατος οι
|
|||
|
βάτραχοι αναβαίνουσιν εις την επιφάνειαν κατά τάξιν αντίστροφον
|
|||
|
εκείνης, καθ' ην έχουσι κατατεθή εις τον πυθμένα. Ή άλλως : O πίθος
|
|||
|
πληρούται άλατος, εν ω κατά διαστήματα τίθενται οι βάτραχοι. Ο πρώτος
|
|||
|
τούτων θα είναι εν τω πυθμένι, ο δε έσχατος άνω εις τα χείλη πλησίον.
|
|||
|
Όταν άρχηται να διαλύηται το άλας, πρώτος θα επιπλέη ο τελευταίος
|
|||
|
τεθείς. Ούτω και αι κινήσεις εν τω ύπνω και αι εικόνες, αι πρώται
|
|||
|
(πρόσφατοι) ευρισκόμεναι, πρώται θα ενεργήσωσι. Τα όνειρα ανέρχονται
|
|||
|
εις την επιφάνειαν της συνειδήσεως, όταν απολύωνται από των
|
|||
|
ισχυροτέρων κινήσεων, αίτινες δεσμεύουσιν αυτάς, όπως οι τεχνητοί
|
|||
|
βάτραχοι μετά την διάλυσιν του άλατος.
|
|||
|
|
|||
|
{34} Και εικόνες και υπολείμματα των εντυπώσεων κ.λ.
|
|||
|
|
|||
|
{35} Ταύτα είναι αι εν τοις οφθαλμοίς κινήσεις αι προερχόμεναι από των
|
|||
|
αισθητών.
|
|||
|
|
|||
|
{36} Εκείνα τα οποία οι παίδες, καίτοι έξυπνοι, βλέπουσιν εν τω
|
|||
|
σκότει, μάλλον φαντάζονται ότι βλέπουσιν.
|
|||
|
|
|||
|
{37} Ούτε τούτο είναι ενύπνιον.
|
|||
|
|
|||
|
{38} Και ότι δεν ήσαν ενύπνια ως εφαντάζοντο.
|
|||
|
|
|||
|
{39} Προ πάντων οι έχοντες τάσιν εις υπνοβασίαν• εις τους παίδας όμως
|
|||
|
τα φαινόμενα ταύτα είναι συχνά.
|
|||
|
|
|||
|
{40} O γρηγορών δύναται εν μέρει να κοιμάται και ο κοιμώμενος δύναται
|
|||
|
πως να αγρυπνή.
|
|||
|
|
|||
|
{41} Υπό της ψυχής εξακολουθούσης την φυσικήν πορείαν της. Τοιαύται
|
|||
|
είναι αι κρίσεις δι' ων,όταν βλέπωμεν ενύπνιον, συναισθανόμεθα, έχομεν
|
|||
|
συνείδησιν ότι ονειρευόμεθα. Όπου λοιπόν διακρίνει τις παρόντα
|
|||
|
εξωτερικόν ερεθισμόν, εκεί δεν υπάρχει κυρίως όνειρον.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ ΜΑΝΤΙΚΗΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Προλήψεις περί των ενυπνίων. Δεν έρχονται εκ θεού. Τα ενύπνια είναι ή
|
|||
|
σ η μ ε ί α διαθέσεων σωματικών, ή α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α πράξεων
|
|||
|
γενομένων κατά την εγρήγορσιν και α ί τ ι α άλλων πράξεων, ή τυχαίαι σ
|
|||
|
υ μ π τ ώ σ ε ι ς.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Περί δε της μαντικής, η οποία γίνεται κατά τον ύπνον και λέγεται
|
|||
|
ότι παράγεται εκ των ονείρων δεν είναι εύκολον ούτε να περιφρονήση τις
|
|||
|
ούτε να πιστεύση αυτήν {42} 2. Τω όντι, το ότι πάντες ή οι πλείστοι
|
|||
|
παραδέχονται ότι τα ενύπνια έχουσι σημασίαν τινά, τούτο αποτελεί
|
|||
|
μαρτυρίαν υπέρ αυτών, διότι στηρίζεται επί της πείρας. Και δεν είναι
|
|||
|
απίστευτον ότι η διά των ονείρων γινομένη μαντική συμβαίνει είς τινας
|
|||
|
περιστάσεις. Διότι τούτο έχει λογικότητά τινα. Εκ τούτου δε δύναται
|
|||
|
τις να υποθέση ότι το αυτό συμβαίνει και εις άλλα ενύπνια. 3. Αλλά
|
|||
|
επειδή δεν βλέπομεν ουδεμίαν εύλογον αιτίαν, διά την οποίαν δύναται να
|
|||
|
γίνηται (μαντεία διά των ονείρων), εκ τούτου γεννάται δυσπιστία εις
|
|||
|
αυτά. Διότι να παραδεχθώμεν ότι ο Θεός στέλλει τα όνειρα, τούτο
|
|||
|
παρεκτός του άλλου παραλογισμού του, έχει το άτοπον ότι ο Θεός στέλλει
|
|||
|
τα όνειρα όχι εις τους αρίστους και σοφωτάτους, αλλά εις τους
|
|||
|
τυχόντας. 4. Αλλ' αν αφαιρέσωμεν από τον Θεόν την πηγήν των ονείρων,
|
|||
|
ουδεμία εκ των άλλων φαίνεται ευλόγως παραδεκτή• διότι το ότι
|
|||
|
προβλέπουσί τίνες τα γενησόμενα εις τας Ηρακλείας στήλας ή παρά τον
|
|||
|
Βορυσθένη ποταμόν, τούτο φαίνεται ότι πολύ υπερβαίνει την δύναμιν του
|
|||
|
νου ημών εις το να εύρη την εξήγησιν (τούτων των διηγημάτων {43}).
|
|||
|
|
|||
|
/5/4. Αναγκαίως λοιπόν τα ενύπνια είναι ή αιτία ή σημεία των
|
|||
|
γινομένων ή συμπτώματα {44}, και ή πάντα είναι τοιαύτα, ή τινά εξ
|
|||
|
αυτών ή έν μόνον. Εννοώ π.χ. ότι αίτιον της εκλείψεως του ηλίου είναι
|
|||
|
η σελήνη, και του πυρετού ο κόπος. Σημείον {45} δε της εκλείψεως είναι
|
|||
|
το ότι η σελήνη εισήλθεν (εις τον δίσκον του ηλίου), του δε πυρετού
|
|||
|
σημείον είναι η τραχύτης (πικρία) της γλώσσης. Σύμπτωμα δε είναι ότι
|
|||
|
π.χ., ενώ εγώ εβάδιζον, έγεινεν η έκλειψις του ηλίου, διότι η βάδισις
|
|||
|
δεν είναι ούτε αίτιον ούτε σημείον της εκλείψεως, ούτε πάλιν η
|
|||
|
έκλειψις είναι αίτιον ή σημείον του ότι εγώ βαδίζω. Διά τούτο κανέν
|
|||
|
από τα συμπτώματα ούτε πάντοτε ούτε συνήθως συμβαίνει.
|
|||
|
|
|||
|
6. Είναι λοιπόν εκ των ενυπνίων άλλα μεν αίτια, άλλα δε σημεία π.χ.
|
|||
|
των σωματικών συμβαινόντων; Λέγουσι βέβαια και εκ των ιατρών οι
|
|||
|
ικανοί, ότι πρέπει να δίδωμεν μεγάλην προσοχήν εις τα όνειρα. Εύλογον
|
|||
|
δε είναι ότι ούτω φρονούσι και οι μη μετερχόμενοι την ιατρικήν τέχνην,
|
|||
|
αλλ' εξετάζοντες και φιλοσοφούντες {46}. 7. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις,
|
|||
|
αι οποίαι γίνονται κατά την ημέραν, εάν δεν είναι πολύ μεγάλαι και
|
|||
|
ισχυραί, διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών μεταξύ των μεγαλειτέρων
|
|||
|
κινήσεων, αι οποίαι γίνονται κατά την εγρήγορσιν. Κατά τον ύπνον όμως
|
|||
|
συμβαίνει το εναντίον, διότι, τότε και αι μικραί κινήσεις φαίνονται
|
|||
|
μεγάλαι {47}. Τούτο δε αποδεικνύουσι τα συμβαίνοντα πολλάκις εις τον
|
|||
|
ύπνον. Διότι τινές φαντάζονται ότι ακούουσι κεραυνούς και βροντάς,
|
|||
|
όταν μικροί ήχοι γίνωνται εις τα ώτα, και ότι αισθάνονται μέλι και
|
|||
|
γλυκείς χυμούς, όταν ρέη εις την γλώσσαν αυτών ανεπαίσθητον φλέγμα,
|
|||
|
και ότι βαδίζουσι διά μέσου πυρών και θερμαίνονται, όταν είς τινα μέρη
|
|||
|
του σώματος αισθάνωνται ολίγην ζέστην. Όταν δε εξεγείρωνται,
|
|||
|
αναγνωρίζουσι πώς ταύτα πράγματι συμβαίνουσιν. 8. Ώστε, επειδή αι
|
|||
|
αρχαί πάντων των πραγμάτων είναι μικραί, μικραί είναι και αι αρχαί των
|
|||
|
νοσημάτων και των άλλων παθημάτων, τα οποία μέλλουσι να συμβώσιν εις
|
|||
|
το σώμα, είναι δε φανερόν ότι ταύτα πρέπει να είναι αναγκαίως καταφανή
|
|||
|
κατά τον ύπνον μάλλον ή κατά την εγρήγορσιν.
|
|||
|
|
|||
|
9. Αλλά προσέτι δεν είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι μερικαί εκ των
|
|||
|
φαντασιών, αι οποίαι γίνονται κατά τον ύπνον, είναι αίτια ατομικών
|
|||
|
πράξεων εκάστου{48}. Διότι, καθώς ότε μέλλοντες να πράξωμέν τι, ή εν ω
|
|||
|
το πράττομεν, ή αφού το πράξωμεν, διαλογιζόμεθα τούτο και ασχολούμεθα
|
|||
|
περί αυτού εις σαφές τι όνειρον, (αίτιον δε τούτου είναι ότι η κίνησις
|
|||
|
του ονείρου προητοιμάσθη από τας κατά την ημέραν διά των πράξεων
|
|||
|
γενομένας αρχάς), ούτως, ανάπαλιν, εξ ανάγκης και αι κατά τον ύπνον
|
|||
|
γενόμεναι κινήσεις πολλάκις είναι αρχή (αιτία) των κατά την ημέραν
|
|||
|
γινομένων πράξεων, διότι και τούτων πάλιν ο διαλογισμός προητοιμάσθη
|
|||
|
εις τας νυκτερινάς εικόνας της φαντασίας (ενύπνια). Ούτω λοιπόν τινα
|
|||
|
εκ των ενυπνίων δύνανται να είναι σημεία και αίτια.
|
|||
|
|
|||
|
10. Τα πλείστα όμως των ενυπνίων φαίνονται ότι είναι συμπτώματα
|
|||
|
(τυχαία) και μάλιστα εκείνα, τα οποία υπερβαίνουσι (τα συνήθη όρια)
|
|||
|
και των οποίων η αρχή δεν είναι εις ημάς, π.χ. ενύπνια περί ναυμαχιών
|
|||
|
και περί άλλων συμβαινόντων εις μεμακρυσμένα μέρη. Διότι ως προς ταύτα
|
|||
|
συμβαίνει πιθανώς, όπως όταν τις ενθυμηθή πράγμα τι και τούτο &τύχη&
|
|||
|
να γίνη τότε. Και τι εμποδίζει να γίνηται ούτω και εις τον ύπνον;
|
|||
|
Τουναντίον, το πιθανώτερον είναι ότι πολλά τοιαύτα πρέπει να
|
|||
|
συμβαίνωσιν ούτω. Καθώς λοιπόν το να ενθυμηθή τις τινα δεν είναι ούτε
|
|||
|
σημείον ούτε αίτιον του ότι ήλθεν ούτος, ούτω το ενύπνιον ως προς τον
|
|||
|
ιδόντα αυτό δεν είναι ούτε σημείον ούτε αίτιον του ότι θα
|
|||
|
πραγματοποιηθή το ενύπνιον, αλλά είναι τυχαία σύμπτωσις, Διά τούτο και
|
|||
|
πολλά των ενυπνίων δεν πραγματοποιούνται, διότι το σύμπτωμα δεν
|
|||
|
γίνεται ούτε πάντοτε ούτε συνήθως.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
{42} Δεν είναι παράδοξον ότι ο Αριστοτέλης ηθέλησε να πραγματευθή περί
|
|||
|
της διά των ονείρων μαντείας των μελλόντων, αφού και οι Έλληνες και
|
|||
|
άλλοι λαοί της αρχαιότητος επίστευον εις τα όνειρα. Ο Αριστοτέλης
|
|||
|
πολεμεί πάσαν σχετικήν προς τα όνειρα δεισιδαιμονίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{43} Ή τούτων των πεποιθήσεων.
|
|||
|
|
|||
|
{44} Τυχαία φαινόμενα.
|
|||
|
|
|||
|
{45} Σημεία είναι εκείνα διά των οποίων προδηλούνται σωματικά ή ψυχικά
|
|||
|
πάθη. Το σημείον δεν έχει αναγκαίως σχέσιν προς το αποτέλεσμα, όπως το
|
|||
|
αίτιον.
|
|||
|
|
|||
|
{46} Η κατάστασις του σώματος και της υγιείας επιδρά πολύ επί των
|
|||
|
ονείρων.
|
|||
|
|
|||
|
{47} Γνωστά είναι τα αποτελέσματα του εφιάλτου, όταν προέρχηται εξ
|
|||
|
αντικειμένου πιέζοντος μέρος του σώματος.
|
|||
|
|
|||
|
{48} Αι σχέσεις πράξεων γενομένων κατά την εγρήγορσιν και νυκτερινών
|
|||
|
ονείρων, όπως και αι σχέσεις ονείρων και πράξεων, δύνανται να
|
|||
|
παρατηρηθώσιν ευκόλως.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τα ενύπνια δεν είναι θεόπεμπτα. Το τυχαίον εις τε τα όνειρα και εις
|
|||
|
τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Αναίρεσις γνώμης Δημοκρίτου αποδίδοντος
|
|||
|
την αιτίαν των ονείρων εις είδωλα και απόρροιας των σωμάτων. Αληθή
|
|||
|
αίτια των ονείρων είναι κινήσεις τινές. Ερμηνεία ενυπνίων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Γενικώς, επειδή καί τινα εκ των άλλων ζώων ονειρεύονται, δεν είναι
|
|||
|
δυνατόν να στέλλωνται υπό του θεού τα όνειρα, ούτε γίνονται προς
|
|||
|
σκοπούς αυτού {49}. Δύνανται όμως να είναι έργον δαιμονίων, διότι η
|
|||
|
φύσις αυτών είναι έργον δαιμόνων, ουχί όμως θεία. 2. Απόδειξις δε
|
|||
|
τούτου {50} είναι, ότι άνθρωποι πολύ αγενείς προβλέπουσι κατά τον
|
|||
|
ύπνον (το μέλλον) και έχουσι πιστά όνειρα, δεικνύοντα ότι δεν είναι ο
|
|||
|
θεός ο πέμπων αυτά. Αλλ' εκείνοι οίτινες είναι φύσει φλύαροι και
|
|||
|
μελαγχολικοί, έχουσι παντοειδή όνειρα. Επειδή δε έχουσιν ούτοι πολλάς
|
|||
|
και παντοειδείς κινήσεις, μεταξύ των ονείρων των συμβαίνει να υπάρχωσί
|
|||
|
τινα, τα οποία επιτυγχάνουσιν, όπως τινές επιτυγχάνουσιν εις το
|
|||
|
παιγνίδιον μονά ή ζυγά. Και εκείνο, όπερ λέγεται «εάν πολλάκις ρίψης
|
|||
|
ενίοτε θα επιτύχης {51}», τούτο ακριβώς εφαρμόζει εδώ.
|
|||
|
|
|||
|
3. Αλλά δεν είναι ουδόλως παράδοξον ότι δεν επαληθεύουσι πολλά εκ των
|
|||
|
ενυπνίων, αφού δεν πραγματοποιούνται πάντοτε ούτε τα ουράνια σημεία
|
|||
|
και τα φυσικά, π.χ. τα σημεία των βροχών και των ανέμων {52}. Διότι,
|
|||
|
αν άλλη κίνησις συμβή ισχυροτέρα εκείνης, ήτις, ότε έμελλε να γείνη,
|
|||
|
έδιδε το σημείον, (η τελευταία αύτη κίνησις) δεν πραγματοποιείται και
|
|||
|
το σημειωθέν συμβάν δεν επαληθεύει. Ούτω και πολλαί καλαί αποφάσεις
|
|||
|
περί των πρακτέων ματαιούνται ένεκεν άλλων ισχυροτέρων σκέψεων. 4. Εν
|
|||
|
γένει δε δεν γίνεται πάντοτε παν ό,τι μέλλει να γείνη, ούτε είναι το
|
|||
|
αυτό πράγμα ό,τι θα είναι και ό,τι μέλλει να είναι{53}. Αλλά μόνον
|
|||
|
πρέπει να λέγωμεν, ότι υπάρχουσιν αιτίαι, διά τας οποίας ουδέν
|
|||
|
εξετελέσθη, και υπάρχουσι σημεία πραγμάτων, τα οποία (πράγματα) δεν
|
|||
|
γίνονται.
|
|||
|
|
|||
|
5. Περί δε των ενυπνίων, τα οποία δεν έχουσι αρχάς τοιαύτας, οποίας
|
|||
|
είπομεν ήδη, αλλά αρχάς αίτινες υπερβαίνουσι τα (συνήθη) όρια κατά
|
|||
|
τους χρόνους είτε κατά τους τόπους είτε κατά τα μεγέθη, ή τα οποία δεν
|
|||
|
έχουσι μεν καμμίαν εκ τούτων των υπερβολών, αλλ' όμως οι ιδόντες αυτά
|
|||
|
τα όνειρα δεν έχουσιν εν εαυτοίς τας αρχάς αυτών, περί τούτων πρέπει
|
|||
|
να είπωμεν, ότι εάν η πρόβλεψις δεν είναι απλή σύμπτωσις, η επομένη
|
|||
|
εξήγησις είναι ευλογωτέρα της του Δημοκρίτου, όστις αίτια θεωρεί
|
|||
|
εικόνας και απορροάς των πραγμάτων. 6. Καθώς δηλαδή, όταν πράγμά τι
|
|||
|
κινή το ύδωρ ή τον αέρα, το κινηθέν μέρος μεταδίδει την κίνησιν εις
|
|||
|
άλλο, και αφού το πρώτον κινήσαν παύση να κινή, συμβαίνει να
|
|||
|
εξακολουθή «όμοια κίνησις μέχρι σημείου τινός, καίτοι το κινήσαν δεν
|
|||
|
είναι παρόν, ούτω, τίποτε δεν εμποδίζει να φθάσωσιν εις τας ψυχάς κατά
|
|||
|
τον ύπνον κίνησίς τις και αίσθησις παραγόμεναι εξ εκείνων των
|
|||
|
αντικειμένων, εκ των οποίων ο Δημόκριτος λέγει ότι εκπέμπονται είδωλα
|
|||
|
και απορροαί. Οπωσδήποτε δε τύχη να φθάσωσιν εις την ψυχήν αύται,
|
|||
|
είναι περισσότερον αισθηταί κατά την νύκτα, ενώ την ημέραν ευκολώτερον
|
|||
|
αφανίζονται, διότι ο αήρ είναι ολιγώτερον τεταραγμένος κατά την νύκτα,
|
|||
|
ότε επικρατεί μείζων γαλήνη και επομένως αι κινήσεις εκείναι
|
|||
|
προξενούσιν εντύπωσιν εις το σώμα ένεκα του ύπνου. Διότι και αυτάς τας
|
|||
|
μικράς εσωτερικάς κινήσεις αισθανόμεθα περισσότερον, όταν κοιμώμεθα
|
|||
|
παρά όταν είμεθα έξυπνοι. 7. Αι κινήσεις δε αύται παράγουσι τα
|
|||
|
φαντάσματα, με τα οποία προβλέπουσί τινες τα μέλλοντα εις ομοίας με
|
|||
|
αυτά περιπτώσεις. Και διά τούτο συμβαίνουσι τα όνειρα ταύτα εις τους
|
|||
|
τυχόντας ανθρώπους και ουχί εις τους φρονιμωτάτους• διότι άλλως θα
|
|||
|
ήρχοντο την ημέραν και δη εις τους σοφούς, εάν ο θεός ήτον ο πέμπων τα
|
|||
|
ενύπνια. 8. Αλλ' ούτως είναι φυσικόν να δύνανται να προβλέπωσιν οι
|
|||
|
πρόστυχοι, διότι η διάνοια των τοιούτων δεν είναι παραδεδομένη εις
|
|||
|
φροντίδας και σκέψεις, αλλ' είναι έρημος και κενή από πάντα (από τα
|
|||
|
οποία είναι πλήρης η των σοφών), και όταν κινηθή, άγεται και φέρεται
|
|||
|
από το κινούν αυτήν.
|
|||
|
|
|||
|
9. Αίτιον δε να προβλέπωσι μέλλοντα τινές των εκστατικών {54} είναι
|
|||
|
ότι αι ατομικαί διεγέρσεις αυτών δεν περισπώσιν αυτούς, αλλά μάλλον
|
|||
|
αποκρούονται υπ' αυτών και διά τούτο αισθάνονται ούτοι μάλιστα
|
|||
|
κινήσεις αι οποίαι δεν ανήκουσιν εις άλλους. 10. Το ότι δέ τινες
|
|||
|
βλέπουσιν όνειρα πιστά, και το ότι οι φίλοι προβλέπουσί προ πάντων τα
|
|||
|
των φίλων, τούτο συμβαίνει διότι οι φίλοι προ πάντων και οι γνώριμοι
|
|||
|
φροντίζουσι και σκέπτονται περί των γνωρίμων. Διότι, καθώς οι στενοί
|
|||
|
φίλοι αισθάνονται και αναγνωρίζουσι αλλήλους από μακράν, ούτως
|
|||
|
αισθάνονται και τας κινήσεις αλλήλων, διότι είναι γνωριμώτεραι αι
|
|||
|
κινήσεις των γνωστών προσώπων. 11. Οι δε μελαγχολικοί, επειδή είναι
|
|||
|
κατά την φύσιν βίαιοι, προβλέπουσιν ευστόχως, όπως οι ρίπτοντες βέλη
|
|||
|
μακρόθεν, επειδή δε ευκόλως μετάβάλλουσι διάθεσιν, ταχέως η φαντασία
|
|||
|
των παριστάνει τα επακόλουθα. Διότι όπως τα ποιήματα του Φιλαιγίδου
|
|||
|
και οι μαινόμενοι λέγουσι και διανοούνται επακόλουθα εξαρτώμενα εξ
|
|||
|
ομοιότητος, ως φαίνεται εν τω ποιήματι της Αφροδίτης, ούτως οι
|
|||
|
ονειρευόμενοι ούτοι συμπλέκουσι σειράν συμβάντων. Και προσέτι ένεκα
|
|||
|
της σφοδρότητος της φύσεως των η κίνησις αυτών δεν αποκρούεται υπό
|
|||
|
άλλης εξωτερικής κινήσεως.
|
|||
|
|
|||
|
12. Επιτηδειότατος δε ονειροκρίτης είναι εκείνος όστις δύναται να
|
|||
|
παρατηρή τας ομοιότητας των ενυπνίων• διότι πας τις δύναται να κρίνη
|
|||
|
τα σαφή όνειρα. Λέγω δε ομοιότητας, το ότι αι κατά τον ύπνον εικόνες
|
|||
|
είναι σχεδόν όμοιαι με τας εν τω ύδατι εικόνας των πραγμάτων, ως
|
|||
|
είπομεν πρότερον. Τω όντι, αν είναι πολλή η κίνησις του ύδατος, η
|
|||
|
απεικόνισις δεν δύναται να γείνη ακριβής, και αι εικόνες δεν
|
|||
|
ομοιάζουσι με τα πρωτότυπα. Ικανός τότε να κρίνη τας εμφανίσεις των
|
|||
|
εικόνων θα ήτο ο δυνάμενος τάχιστα να αναγνωρίζη και να διακρίνη εις
|
|||
|
τας παρασυρομένας και διαστρεφομένας εικόνας την αντανάκλασιν εν τω
|
|||
|
ύδατι άνθρωπου, ή ίππου, ή άλλου οιουδήποτε πράγματος, και ως η εικών,
|
|||
|
ούτω το ενύπνιον δύναται ομοίως να διαστραφή, διότι η κίνησις
|
|||
|
καταστρέφει την σαφήνειαν (και διάκρισιν) των ονείρων. Εξηγήσαμεν
|
|||
|
λοιπόν τι είναι ύπνος και τι ενύπνιον και διά τινα αιτίαν ταύτα
|
|||
|
γίνονται. Προσέτι δε εξηγήσαμεν την φύσιν της διά των ενυπνίων
|
|||
|
μαντείας.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{49} Ίνα δηλ. αποκαλύπτωσι τα μέλλοντα.
|
|||
|
|
|||
|
{50} Ότι τα όνειρα δεν είναι θεόπεμπτα.
|
|||
|
|
|||
|
{51} Ρίπτων τις πολλάς βολάς επί τέλους θα επιτύχη. Ούτω και ο
|
|||
|
ονειρευόμενος πολλά.
|
|||
|
|
|||
|
{52} Την πέριξ της σελήνης άλω νομίζομεν σημείον βροχής και ανέμων.
|
|||
|
Ταύτα όμως πολλάκις δεν επακολουθούσι, διότι υπερισχύει αντενέργειά
|
|||
|
τις.
|
|||
|
|
|||
|
{53} Δεν είναι το αυτό το μέλλον και το προσδοκώμενον. Το κείμενον
|
|||
|
λέγει &επόμενον& (το μέλλον απολύτως) και &μέλλον& (το ενδεχόμενον
|
|||
|
μέλλον).
|
|||
|
|
|||
|
{54} Εννοεί τους έξω εαυτών, έξω φρενών, τους πάσχοντας εκστατικήν
|
|||
|
παραφροσύνην.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΤΗΤΟΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Απορίαι περί μήκους και βραχύτητος της ζωής. Διαφοραί γενών προς
|
|||
|
γένη, και ατόμου προς άτομον του αυτού είδους. Επίδρασις κλιμάτων επί
|
|||
|
της ζωής.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Πρέπει νυν να εξετάσωμεν τας αιτίας διά τας οποίας άλλα μεν ζώα
|
|||
|
είναι μακρόβια και άλλα βραχύβια, και εν γένει τας αιτίας του μήκους
|
|||
|
και της βραχύτητος της ζωής (φυτών και ζώων). 2. Αναγκαία δε αρχή της
|
|||
|
μελέτης ημών είναι να θέσωμεν τα ζητήματα, τα οποία περί αυτών
|
|||
|
εγείρονται{55}. Τω όντι, δεν είναι φανερόν αν είναι το αυτό ή αν είναι
|
|||
|
διάφορον το αίτιον εις όλα τα φυτά και τα ζώα του να είναι άλλα μεν
|
|||
|
μακρόβια, άλλα δε βραχύβια. Διότι και εκ των φυτών άλλα μεν ζώσιν εν
|
|||
|
έτος, άλλα δε έχουσι πολυχρόνιον ζωήν. 3. Προσέτι ζητείται, αν μεταξύ
|
|||
|
των φυσικώς οργανωμένων όντων τα αυτά είναι μακρόβια και κατά τους
|
|||
|
φυσικούς νόμους υγιεινά, ή αν είναι κεχωρισμέναι η μακροβιότης και η
|
|||
|
υγιεία. Ή είς τινας μεν νόσους τα νοσούντα κατά την φύσιν σώματα
|
|||
|
έχουσι ολιγοχρόνιον ζωήν, άλλαι δε νόσοι ουδόλως εμποδίζουσι τους
|
|||
|
νοσηρούς να είναι μακρόβιοι.
|
|||
|
|
|||
|
4. Περί μεν του ύπνου και της εγρηγόρσεως είπομεν πρότερον, περί δε
|
|||
|
ζωής και θανάτου θα είπωμεν ύστερον, όπως και περί νόσου και υγιείας,
|
|||
|
όσον ανήκει εις την φιλοσοφίαν της φύσεως. Τώρα θα ίδωμεν την αιτίαν,
|
|||
|
διά την οποίαν άλλα είναι μακρόβια και άλλα βραχύβια, καθώς
|
|||
|
προείπομεν.
|
|||
|
|
|||
|
5. Υπάρχουσιν ολόκληρα γένη, τα οποία έχουσι την διαφοράν ταύτην της
|
|||
|
μακροβιότητος από άλλων γενών, και άτομα άτινα διαφέρουσιν ομοίως από
|
|||
|
άλλων ατόμων ανηκόντων εις τα αυτό είδος. Ούτως εννοώ ότι υπάρχει
|
|||
|
διαφορά κατά το γένος, ως διαφέρει άνθρωπος από ίππου {56}, διότι το
|
|||
|
γένος των ανθρώπων είναι μακροβιώτερον από του γένους των ίππων. Εντός
|
|||
|
δε του αυτού είδους διαφέρει άνθρωπος από ανθρώπου. Διότι υπάρχουσιν
|
|||
|
άνθρωποι άλλοι μεν μακρόβιοι, άλλοι δε βραχύβιοι, κατά τους διαφόρους
|
|||
|
τόπους τους οποίους κατοικούσι. Διότι τα έθνη, τα οποία ζώσιν εις τα
|
|||
|
θερμά κλίματα, είναι βραχυβιώτερα. Ομοίως και εκ των κατοικούντων τον
|
|||
|
αυτόν τόπον έχουσί τίνες προς αλλήλους την αυτήν διαφοράν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{55} Εκ των εν λόγω φαινομένων. Αύτη είναι γενικώς η μέθοδος του
|
|||
|
Αριστοτέλους.
|
|||
|
|
|||
|
{56} Η διάκριση αύτη είναι μάλλον διάκρισις είδους προς είδος, διότι
|
|||
|
άνθρωπος και ίππος είναι είδη του γένους ζώου.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Γενικά περί των αιτίων της γενέσεως, και της φθοράς. Διάκρισις
|
|||
|
φυσικών σωμάτων από των μη φυσικών. Αίτια φθοράς τινων πραγμάτων.
|
|||
|
Φθορά της ψυχής.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Πρέπει δε να μάθωμεν τι είναι εις τα φυσικά σώματα το ευκόλως
|
|||
|
φθειρόμενον και τι το δυσκόλως φθειρόμενον. Ούτω το πυρ και το ύδωρ
|
|||
|
και τα συγγενή με αυτά σώματα {57}, επειδή δεν έχουσι την αυτήν
|
|||
|
δύναμιν, γίνονται αίτια γενέσεως και φθοράς {58} μεταξύ των. Εύλογον
|
|||
|
δε να δεχθώμεν ότι και έκαστον των άλλων σωμάτων, τα οποία παράγονται
|
|||
|
ή συνίστανται εκ τούτων, μετέχουσι της φύσεως αυτών, εξαιρουμένων των
|
|||
|
τεχνητώς αποτελουμένων εκ της συνθέσεως πολλών πραγμάτων, ως είναι η
|
|||
|
οικία{59}. 2. Αλλά περί των πραγμάτων τούτων, τα οποία δεν είναι
|
|||
|
φυσικά, η εξήγησις είναι διάφορος. Υπάρχουσι πολλά όντα έχοντα
|
|||
|
ιδιαιτέρους τρόπους φθοράς, λ. χ. η γνώσις, η υγιεία και η νόσος.
|
|||
|
Διότι ταύτα φθείρονται χωρίς να φθαρώσι τα όντα εις τα οποία
|
|||
|
υπάρχουσιν, άλλα, τουναντίον, όταν ταύτα διατηρώνται• λ.χ. της αγνοίας
|
|||
|
μεν καταστροφή είναι η ανάμνησις και η μάθησις, της επιστήμης δε η
|
|||
|
λήθη και η απάτη. 3. Κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) η φθορά άλλων
|
|||
|
ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων συνακολουθεί την του σώματος. Ούτως,
|
|||
|
όταν καταστρέφωνται τα ζώα, καταστρέφεται και η γνώσις και η υγιεία,
|
|||
|
ήτις υπάρχει εις τα ζώα. 4. Όθεν και περί της ψυχής δύναται τις να
|
|||
|
συμπεράνη εκ τούτων. Τω όντι, αν η ψυχή δεν υπάρχη φυσικώς εις το
|
|||
|
σώμα, αλλά όπως η επιστήμη είναι εν τη ψυχή, ούτω και η ψυχή υπάρχη εν
|
|||
|
τω σώματι, θα υπάρχη και άλλη φθορά αυτής, διάφορος από τον όλεθρον
|
|||
|
τον οποίον πάσχει, όταν το σώμα φθείρηται. Ώστε, επειδή η ψυχή δεν
|
|||
|
φαίνεται ότι είναι τοιαύτη, διά τούτο η ένωσίς της με το σώμα είναι
|
|||
|
διάφορος της ενώσεως της επιστήμης με την ψυχήν {60}.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{57} Ταύτα είναι ο αήρ, η γη και ίσως ο αιθήρ.
|
|||
|
|
|||
|
{58} Ήτοι γεννήσεως και θανάτου.
|
|||
|
|
|||
|
{59} Η οικία δύναται να στερηθή πολλάς πέτρας ή πολλά μέρη της, χωρίς
|
|||
|
να παύση να είναι οικία.
|
|||
|
|
|||
|
{60} Κατά τον Αριστοτέλην η ψυχή είναι το είδος ή η μορφή του σώματος,
|
|||
|
αλλ' η επιστήμη δεν είναι ομοίως το είδος της ψυχής.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Ουδέν φθαρτόν ουδαμού γίνεται άφθαρτον, διότι πάντα τα υλικά
|
|||
|
πράγματα, έχοντα εναντία, μεταβάλλονται διηνεκώς.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Δύναται τις να ερωτήση ευλόγως, άρά γε υπάρχει τι, εν ώ το φθαρτόν
|
|||
|
σώμα είναι άφθαρτον, ως είναι το πυρ των άνω χωρών (του ουρανού), όπερ
|
|||
|
δεν έχει εναντίον; 2. Διότι τα πράγματα, τα υπάρχοντα εις τα εναντία
|
|||
|
(όντα, ή ουσίας) {61} κατά συμβεβηκός (εμμέσως) φθείρονται, διότι
|
|||
|
φθείρονται ταύτα (τα εναντία). Διότι τα εναντία αποκλείουσιν άλληλα.
|
|||
|
Ουδέν όμως των εναντίων, το οποίον ανήκει εις ουσίαν {62},
|
|||
|
καταστρέφεται κατά συμβεβηκός {63}, διότι η ουσία δεν είναι
|
|||
|
κατηγορούμενον ουδενός υποκειμένου. Ώστε εκείνο, όπερ δεν έχει
|
|||
|
εναντίον, αδύνατον είναι να φθαρή, και εκεί όπου δεν υπάρχει εναντίον,
|
|||
|
δεν δύναται να υπάρχη καταστροφή. Τω όντι, τι είναι εκείνο, όπερ θα
|
|||
|
φέρη την καταστροφήν, εάν τα πράγματα μόνον υπό των εναντίων αυτών
|
|||
|
καταστρέφωνται και εάν δεν υπάρχη εναντίον εις το υποτεθέν πράγμα είτε
|
|||
|
απολύτως είτε εις τι μέρος αυτού;
|
|||
|
|
|||
|
3. Ή τούτο εν μέρει μεν είναι αληθές, εν μέρει όμως όχι; Διότι είναι
|
|||
|
αδύνατον εις έν πράγμα υλικόν να μη υπάρχη υπό τινα έποψιν έν
|
|||
|
εναντίον. Ούτω το θερμόν ή ευθύ {64} δύναται να υπάρχη πανταχού εν
|
|||
|
αυτώ {65}, αλλ' όμως είναι αδύνατον να είναι ολόκληρον τούτο θερμόν ή
|
|||
|
ευθύ ή λευκόν, διότι ούτως αι ιδιότητες αυταί θα ήσαν χωρισμέναι (από
|
|||
|
τα πράγματα) {66}. Λοιπόν, όταν ευρίσκωνται ομού το ενεργούν και το
|
|||
|
πάσχον, εάν πάντοτε εκείνο ενεργή και το άλλο πάσχη, αδύνατον είναι να
|
|||
|
μη υπάρχη μεταβολή {67}. 4. Προσέτι, εάν πρέπη αναγκαίως να αφίνη η
|
|||
|
μεταβολή περίσσευμα τι {68}, το περίττωμα τούτο περιέχει εναντίωσιν,
|
|||
|
διότι η μεταβολή πάντοτε προέρχεται εκ του εναντίου και το περίττωμα
|
|||
|
είναι λείψανον καταστάσεως προτέρας της μεταβολής. 5. Αλλά αν το
|
|||
|
ενεργεία εναντίον ήθελεν εντελώς αποκλεισθή, πράγμα τι θα ήτο τότε
|
|||
|
άφθαρτον{69}, ή δεν έχει ούτω, αλλά θα κατεστρέφετό τι υπό του
|
|||
|
περιέχοντος αυτό στοιχείου; 6. Εάν λοιπόν τούτο συμβαίνη, αρκεί η
|
|||
|
εξήγησις η ειρημένη{70}. Εάν δε μη, πρέπει να υποθέσωμεν, ότι υπάρχει
|
|||
|
πάντοτε εναντίον τι ενεργεία εν τω πράγματι και ότι σχηματίζεται
|
|||
|
περίττωμα. Διά τούτο η μικρότερα φλοξ κατακαίεται κατά συμβεβηκός υπό
|
|||
|
της μεγάλης, διότι την τροφήν, εν μορφή καπνού, την οποίαν η μικρά
|
|||
|
καταναλίσκει εις πολύν χρόνον, η μεγάλη την καταναλίσκει εις ολίγον
|
|||
|
(ταχέως). Διά τούτο πάντα τα πράγματα είναι πάντοτε εις κίνησιν, και ή
|
|||
|
γίνονται ή φθείρονται. Το δε περιέχον αυτά (στοιχείον) ή συμπράττει ή
|
|||
|
αντιπράττεί εις την κίνησιν. Και διά τούτο τα μεταβαλλόμενα διαρκούσι
|
|||
|
περισσότερον ή ολιγώτερον χρόνον παρ' όσον απαιτεί αύτη η φύσις αυτών.
|
|||
|
Τα πράγματα όμως, όσα έχουσιν εναντία, δεν είναι αιώνια• διότι η ύλη
|
|||
|
ευθύς απ' αρχής περιέχει τα εναντία, ούτως ώστε ως προς μεν το πού
|
|||
|
μεταβάλλεται κατά τόπον, ως προς το ποσόν αυξάνει και σμικρύνει, ως
|
|||
|
προς το πάσχειν μεταβάλλεται κατά ποιόν {71}.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{61} Ήτοι, αι ιδιότητες ή τα πράγματα, τα οποία είναι μόνον
|
|||
|
κατηγορούμενα εις υποστάσεις, και δεν είναι αυτά ταύτα υποστάσεις ή
|
|||
|
ουσίαι. Βλέπε προηγούμενον κεφάλαιον § 2, παραδείγματα.
|
|||
|
|
|||
|
{62} Δηλαδή, τα οποία είναι αυτά ταύτα ουσίαι, στοιχεία.
|
|||
|
|
|||
|
{63} Καταστρέφεται δε μόνον, ουσιωδώς, ως ουσία.
|
|||
|
|
|||
|
{64} Λαμβάνονται ως παραδείγματα των εναντίων τα ζεύγη: θερμόν-ψυχρόν,
|
|||
|
και ευθύ - καμπύλον.
|
|||
|
|
|||
|
{65} Υπό τον όρον πάντοτε ότι θα είναι μετ'αυτών τα εναντία των.
|
|||
|
|
|||
|
{66} Εάν δηλ. όλη η ύλη μίαν μόνην είχε ποιότητα, εάν λ.χ. δεν είχεν
|
|||
|
ειμή θερμότητα, επειδή τότε δεν θα υπήρχε θέσις διά τα εναντία, έπρεπε
|
|||
|
να δεχθώμεν, ότι τα εναντία είναι χωριστά αυτών των πραγμάτων• διότι η
|
|||
|
πείρα αποδεικνύει πάντοτε ότι τα πράγματα έχουσιν εναντία. Αλλ' είναι
|
|||
|
αδύνατον τα εναντία να είναι χωριστά από τα πράγματα των οποίων είναι
|
|||
|
εναντία• άρα είναι εις τα πράγματα.
|
|||
|
|
|||
|
{67} Και άρα και εναντίαι ποιότητες, θερμόν κ.λ. δεν είναι καθ'
|
|||
|
εαυταί, άλλ' είναι πάντοτε εις μέρος τι ύλης, άνευ του οποίου δεν θα
|
|||
|
υπήρχον.
|
|||
|
|
|||
|
{68} Άφίνει περίττωμα, διότι συντηρείται και τρέφεται, πάσα δε τροφή
|
|||
|
παράγει πάντοτε περίττωμά τι.
|
|||
|
|
|||
|
{69} Εάν απεκλείετο η αρχή της εναντιώσεως, ουδεμία θα υπήρχε μεταβολή
|
|||
|
και κατ' ακολουθίαν θα ήτο τι άφθαρτον.
|
|||
|
|
|||
|
{70} Το περιέχον θα παρείχε τότε την εναντίαν αρχήν, και ούτω το δόγμα
|
|||
|
«ουδέν εναντίον ουδεμία φθορά» θα έμενεν απρόσβλητον.
|
|||
|
|
|||
|
{71} Εν άλλαις λέξεσιν, άπας ο γήινος κόσμος είναι φθαρτός και
|
|||
|
μεταβλητός.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Ποία των ζώων είναι μακροβιώτερα; Ως επί το πλείστον τα μεγαλύτερα.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Ούτε τα μέγιστα των ζώων είναι τα μάλλον άφθαρτα• (διότι ο ίππος ζη
|
|||
|
ολιγώτερον χρόνον ή ο άνθρωπος). Ούτε πάλιν τα μικρά, (διότι πολλά
|
|||
|
έντομα ζώσιν έν μόνον έτος). Ούτε τα φυτά εν γένει είναι μακροβιώτερα
|
|||
|
των ζώων, (διότι τινά των φυτών διαρκούσιν έν μόνον έτος). Ούτε εκ των
|
|||
|
ζώων τα έχοντα αίμα (διότι η μέλισσα ζη περισσότερον παρά τινα
|
|||
|
έναιμα). Ούτε πάλιν τα άναιμα, (διότι τα μαλάκια ζώσιν έν μόνον έτος,
|
|||
|
αλλ' αίμα δεν έχουσιν). Ούτε τα επί της ξηράς μόνον, διότι και φυτά
|
|||
|
και ζώα χερσαία ζώσιν έν μόνον έτος. Ούτε πάλιν τα εν τη θαλάσση,
|
|||
|
διότι και εκεί είναι βραχύβια τα οστρακώδη και τα μαλάκια.
|
|||
|
|
|||
|
2. Γενικώς τα ζώντα περισσότερον χρόνον ευρίσκονται μεταξύ των φυτών,
|
|||
|
ως λ.χ. ο φοίνιξ, έπειτα μεταξύ των ζώων μακροβιώτερα είναι τα έχοντα
|
|||
|
αίμα μάλλον παρά τα άναιμα, και τα χερσαία μάλλον παρά τα εν τω ύδατι
|
|||
|
ζώντα. Ώστε τα μακροβιώτατα ζώα είναι εκείνα, εν οις υπάρχει
|
|||
|
συνδυασμός εναίμων χερσαίων (εις γάμον), ως λ, χ. ο άνθρωπος ή ο
|
|||
|
ελέφας. Βεβαίως δε και τα μεγαλύτερα ως επί το πλείστον είναι
|
|||
|
μακροβιώτερα των μικροτέρων ζώων. Διότι το μεγαλείον (των διαστάσεων)
|
|||
|
ευρίσκεται εις άλλα παραδείγματα μακροβιωτάτων ζώων, ως και εις εκείνα
|
|||
|
τα οποία είπομεν.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αίτια της μακροβιότητος. Η ύλη του ζώον είναι το θερμόν και το υγρόν.
|
|||
|
Λειτουργία του λίπους. Το σπερματικόν υγρόν και αι αναφοραί του προς
|
|||
|
την διάρκειαν της ζωής. Επιρροή κλιμάτων και τροφής.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Την αιτίαν πάντων τούτων δύναται τις να εύρη διά των επομένων.
|
|||
|
Πρέπει δηλαδή να δεχθώμεν, ότι το ζώον είναι φυσικώς υγρόν και θερμόν
|
|||
|
και ότι τοιούτον είναι το ζην {72}, το δε γήρας είναι ψυχρόν και
|
|||
|
ξηρόν, όπως είναι και ο θάνατος (ο νεκρός). Τούτο είναι αληθώς
|
|||
|
φανερόν. Εις τα ζώντα σώματα η ύλη έχει το θερμόν και ψυχρόν και το
|
|||
|
ξηρόν και υγρόν. Εξ ανάγκης λοιπόν, όταν τα όντα γηράσκωσι,
|
|||
|
ξηραίνονται. Διά τούτο πρέπει να μη είναι τοιούτον το υγρόν, ώστε να
|
|||
|
ξηραίνηται ευκόλως. Και εκ τούτου τα έχοντα λίπος δεν σήπονται και
|
|||
|
αιτία τούτου είναι, ότι τα λιπαρά περιέχουσιν αέρα {73}, ο δε αήρ
|
|||
|
είναι πυρ σχετικώς προς άλλα στοιχεία, αλλά το πυρ δεν σήπεται. Δεν
|
|||
|
πρέπει πάλιν να είναι και το υγρόν ολίγον, διότι και το ολίγον
|
|||
|
ξηραίνεται ευκόλως.
|
|||
|
|
|||
|
2. Διά ταύτα και τα μεγάλα ζώα και τα μεγάλα φυτά έχουσιν εν γένει
|
|||
|
μακροχρόνιον ζωήν, ως προείπομεν, διότι εύλογον είναι να δεχθώμεν, ότι
|
|||
|
τα μεγάλα έχουσι περισσότερον υγρόν. Αλλά δεν είναι διά τούτον μόνον
|
|||
|
τον λόγον μακροβιώτερα, διότι δύο είναι τα αίτια της μακροβιότητος το
|
|||
|
ποσόν και το ποιόν, ώστε δεν πρέπει μόνον να υπάρχη πλήθος υγρού, αλλά
|
|||
|
πρέπει τούτο να είναι και θερμόν, διά να μη δύνηται ευκόλως ούτε να
|
|||
|
πήγνυται ούτε να ξηραίνηται. Και διά τούτο ο άνθρωπος ζη χρόνον
|
|||
|
περισσότερον παρά τινα μεγαλύτερα ζώα. Διότι είναι μακροβιώτερα τα ζώα
|
|||
|
τα έχοντα ολιγώτερον ποσόν υγρού, εάν μόνον η κατά το ποιόν υπεροχή
|
|||
|
του υγρού είναι αναλόγως μεγαλυτέρα της ελλείψεως των κατά το ποσόν
|
|||
|
αυτού. /3/4. Είς τινα δε ζώα το λιπαρόν συνδυάζεται με την θερμότητα
|
|||
|
και κάμνει αυτά να μη δύνανται ευκόλως να ξηραίνωνται και να ψύχωνται•
|
|||
|
άλλα δε ζώα έχουσι χυμόν διαφόρου είδους.
|
|||
|
|
|||
|
5. Προσέτι δε το ζώον, εάν μέλλη να μη φθείρηται ευκόλως, πρέπει να μη
|
|||
|
παράγη πολύ περίττωμα{74}, διότι το περίττωμα καταστρέφει, είτε εκ
|
|||
|
νόσου είτε εκ φύσεως. Διότι η δύναμις του περιττώματος είναι αύτη, να
|
|||
|
είναι εναντίον και να φθείρη ή όλην την φύσιν του ζώου, ή έν των μερών
|
|||
|
αυτού. 6. Διά τούτο τα λάγνα και πολύ έχοντα{75} σπέρμα ταχέως
|
|||
|
γηράσκουσι, διότι το σπέρμα είναι περίττωμα και αποβαλλόμενον ξηραίνει
|
|||
|
τα ζώον. Διά τούτο και ο ημίονος είναι μακροβιώτερος του ίππου και της
|
|||
|
όνου (εξ ων εγεννήθη), και τα θήλεα μακροβιώτερα των αρρένων, εάν τα
|
|||
|
άρρενα είναι λάγνα. Διά τούτο και εκ των στρουθίων τα άρρενα ζώσιν
|
|||
|
ολιγώτερον παρά τα θήλεα.
|
|||
|
|
|||
|
7. Προσέτι εκ των αρρένων όσα κοπιάζουσι πολύ γηράσκουσιν ένεκα του
|
|||
|
κόπου ταχύτερον, διότι ο κόπος ξηραίνει, και το γήρας είναι ξηρόν. 8.
|
|||
|
Αλλά φυσικώς και εν γένει τα άρρενα πρέπει να ζώσι περισσότερον παρά
|
|||
|
τα θήλεα, διότι το άρρεν είναι ζώον εκ φύσεως θερμότερον του
|
|||
|
θήλεος{76}.
|
|||
|
|
|||
|
9. Τα αυτά δε ζώα {77} ζώσι περισσότερον εις τους θερμούς παρά εις
|
|||
|
τους ψυχρούς τόπους, διά την αυτήν αιτίαν διά την οποίαν τα μεγάλα
|
|||
|
ζώσι περισσότερον των μικρών. Και μεγίστας λαμβάνουσι διαστάσεις τα εκ
|
|||
|
φύσεως ψυχρά ζώα. Ούτως οι όφεις και αι σαύραι και τα φολιδωτά είναι
|
|||
|
μεγάλα εις τους θερμούς τόπους, εν δε τη Ερυθρά θαλασσή τα
|
|||
|
οστρακόδερμα. 10. Διότι και της αυξήσεως και της ζωής αιτία είναι η
|
|||
|
υγρά θερμότης. Αλλ' εις τους ψυχρούς τόπους, το υγρόν, το οποίον
|
|||
|
έχουσι τα ζώα, γίνεται υδαρέστερον, και διά τούτο παγώνει ευκολώτερον.
|
|||
|
Ένεκα τούτων τα ζώα τα έχοντα ολίγον αίμα ή μη έχοντα αίμα {78} δεν
|
|||
|
γεννώνται εις τους βορείους τόπους, ούτε εις την ξηράν τα χερσαία,
|
|||
|
ούτε τα ένυδρα εις την θάλασσαν, όσα δε γεννώνται είναι και μικρότερα
|
|||
|
και ολιγώτερον χρόνον ζώσι. Διότι ο πάγος εμποδίζει την ανάπτυξιν
|
|||
|
αυτών.
|
|||
|
|
|||
|
11. και τα φυτά δε και τα ζώα φθείρονται, όταν δεν λαμβάνωσι τροφήν•
|
|||
|
διότι τότε καταναλίσκουσιν αυτά εαυτά. Τω όντι, καθώς η μεγάλη φλοξ
|
|||
|
κατακαίει και καταστρέφει την μικράν, διότι καταναλίσκει αυτή την
|
|||
|
τροφήν της μικράς, ούτω η φυσική θερμότης, ης πρώτη λειτουργία είναι η
|
|||
|
πέψις, καταναλίσκει την ύλην (το σώμα) εις την οποίαν ευρίσκεται.
|
|||
|
|
|||
|
12. Τα δε υδρόβια ζώα ζώσιν ολιγώτερον παρά τα χερσαία, ουχί απλώς
|
|||
|
διότι είναι υγρά, αλλά διότι είναι πλήρη ύδατος {79}. Το δε υδαρόν
|
|||
|
υγρόν φθείρεται ευκόλως, διότι είναι ψυχρόν και πήγνυται ευκόλως. 13.
|
|||
|
Διά την αυτήν αιτίαν και τα μη έχοντα αίμα ευκόλως φθείρονται, όταν
|
|||
|
δεν προστατεύη αυτά το μέγεθος του σώματος των• διότι δεν έχουσι ούτε
|
|||
|
λίπος ούτε γλυκύ τι στοιχείον, διότι εις το ζωον το λίπος είναι γλυκύ.
|
|||
|
Διά τούτο αι μέλισσαι {80} είναι μακροβιώτεραι παρά άλλα μεγαλύτερα
|
|||
|
ζώα.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{72} Και η ζωή είναι ωσαύτως υγρά και θερμή
|
|||
|
|
|||
|
{73} Το λίπος είναι ελαφρότερον του κρέατος εν τω ανθρωπίνω σώματι,
|
|||
|
και τούτο ίσως προέρχεται εκ του αέρος, ον περιέχει το λίπος.
|
|||
|
|
|||
|
{74} Αι λίαν άφθονοι εκκρίσεις καταπονούσι και εξαντλούσι το σώμα.
|
|||
|
|
|||
|
{75} Και τα οποία υφίστανται απώλειαν πολλού σπέρματος. Αλλά και όπου
|
|||
|
υπάρχει φύσει άφθονος έκκρισις σπέρματος η συνουσία είναι συχνή, και
|
|||
|
εκ τούτου η ζωή είναι ολιγοχρόνιος.
|
|||
|
|
|||
|
{76} Η θερμοκρασία των αρρένων είναι εν γένει ανωτέρα της των θηλέων
|
|||
|
|
|||
|
{77} Είδη ζώων.
|
|||
|
|
|||
|
{78} Τα έντομα π.χ. είναι ολίγα εις τα ψυχρά κλίματα και αφανίζονται
|
|||
|
καθ' όσον προχωρούμεν εις τους πόλους.
|
|||
|
|
|||
|
{79} Το υγρόν δύναται να είναι θερμόν, αλλ' η υγρότης του ύδατος είναι
|
|||
|
ψυχρά.
|
|||
|
|
|||
|
{80} Διότι το μέλι, όπερ εκκρίνουσιν, είναι γλυκύ και τρέφει αυτάς.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Περί της μακροβιότητας των φυτών. Αιτία ταύτης η άπαυστος ανακαίνισις
|
|||
|
του φυτού. Αναφοραί φυτών και εντόμων. Χωρίζονται εις μέρη χωρίς να
|
|||
|
θνήσκωσιν. Αναφοραί φυτών και ζώων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Μεταξύ των φυτών υπάρχουσι τα ζώντα μακρότατον χρόνον και
|
|||
|
περισσότερον παρά τα ζώα. 2. Πρώτον μεν τα φυτά είναι ολιγώτερον
|
|||
|
υδατώδη, ώστε δεν πήγνυνται εύκολα. Έπειτα έχουσι ξηρότητα και
|
|||
|
γλισχρότητα, και μολονότι είναι ξηρά και γεώδη, όμως δεν έχουσιν
|
|||
|
υγρόν, όπερ ξηραίνεται ευκόλως.
|
|||
|
|
|||
|
3. Ότι δε τα δένδρα είναι φύσει πολυχρόνια πρέπει να εύρωμεν την
|
|||
|
αιτίαν τούτου• διότι έχουσιν ιδιαιτέραν αιτίαν συγκρινόμενα προς τα
|
|||
|
ζώα, πλην των εντόμων {81}. Δήλα δή τα φυτά γίνονται πάντοτε νέα. Διά
|
|||
|
τούτο είναι πολυχρόνια• διότι πάντοτε παράγονται νέοι βλαστοί, άλλοι
|
|||
|
δε γηράσκουσι, ωσαύτως δε και αι ρίζαι αυτών. Η ανανέωσις όμως αύτη
|
|||
|
δεν γίνεται συγχρόνως, αλλά ενίοτε μόνον το στέλεχος και οι κλάδοι
|
|||
|
ξηραίνονται, ενώ άλλοι κλάδοι γεννώνται. Όταν δε ευρίσκωνται εις
|
|||
|
τοιαύτην κατάστασιν, άλλαι ρίζαι γεννώνται εκ του παραμένοντος μέρους,
|
|||
|
και ούτω το φυτόν υπάρχει πάντοτε, εν μέρει φθειρόμενον και εν μέρει
|
|||
|
γεννώμενον. Και διά τούτο ζώσι χρόνον πολύν τα φυτά.
|
|||
|
|
|||
|
4. Όμοιάζουσι δε τα φυτά με τα έντομα, ως είπομεν• καθ' ότι ζώσι και
|
|||
|
αφού διαιρεθώσι, και εξ ενός γίνονται και δύο και περισσότερα. Τα δε
|
|||
|
έντομα διηρημένα έξακολουθούσι μέχρι του να ζώσιν ακόμη, αλλά δεν
|
|||
|
δύνανται να ζήσωσι πολύν χρόνον, διότι δεν έχουσι πλέον όργανα, και η
|
|||
|
αρχή η υπάρχουσα εις έκαστον (ως ψυχή) δεν δύναται να πλάση νέα. Αλλ'
|
|||
|
η δύναμις η υπάρχουσα εν τω φυτώ δύναται να πλάση νέα, διότι εις πάντα
|
|||
|
τα μέρη του το φυτόν έχει δυνάμει ρίζαν και καυλόν. Διά τούτο από της
|
|||
|
φυτικής ψυχής πάντοτε προέρχεται εν μέρος νέον, άλλο δε μέρος
|
|||
|
γηράσκει, ολίγον διαφέροντα ως προς την μακροβιότητα των, όπως
|
|||
|
συμβαίνει εις τα μεταφυτεύματα. /5/6. Διότι και εν τη μεταφυτεύσει
|
|||
|
κλάδων δύναται τις να είπη, ότι τρόπον τινά τα αυτά συμβαίνουσι, διότι
|
|||
|
το μεταφύτευμα είναι μέρος φυτού αλλά εν ταύτη χωρίζονται τα μέρη, ενώ
|
|||
|
εκεί (ήτοι εν τω φυτώ) συνέχονται. Αίτιον δε τούτον είναι ότι εις
|
|||
|
πάντα τα μέρη του φυτού η φυτική αρχή ενυπάρχει δυνάμει.
|
|||
|
|
|||
|
7. Συμβαίνει δε εις τα ζώα και εις τα φυτά το αυτό πράγμα, το εξής :
|
|||
|
Εκ των ζώων τα άρρενα ζώσι περισσότερον παρά τα θήλεα συνήθως, και τα
|
|||
|
άνω μέρη αυτών είναι ευρύτερα παρά τα κάτω, διότι το άρρεν ομοιάζει με
|
|||
|
τον νάνον περισσότερον παρά το θήλυ. Εις τα άνω είναι το θερμόν
|
|||
|
στοιχείον, και το ψυχρόν εις τα κάτω. Ωσαύτως και τα φυτά, τα έχοντα
|
|||
|
κεφαλήν (ρίζαν) μεγάλην, ζώσι περισσότερον. Τοιαύτα δε φυτά δεν είναι
|
|||
|
τα ζώντα έν έτος, αλλά τα δένδρα {82}, διότι το άνω μέρος και η κεφαλή
|
|||
|
του φυτού είναι η ρίζα. Τα δε ενιαύσια φυτά λαμβάνουσι την αύξησίν των
|
|||
|
και εις τα κάτω μέρη και εις τους καρπούς. 8. Αλλά περί τούτου ειδικώς
|
|||
|
θα πραγματευθώμεν εν τη πραγματεία περί Φυτών. Επί του παρόντος δε
|
|||
|
περί των ζώων εξηγήσαμεν την αιτίαν της μακροβιότητας και της
|
|||
|
ολιγοβιότητος αυτών. Υπολείπεται δε να εξετάσωμεν ακόμη περί νεότητος
|
|||
|
και γήρατος και περί ζωής και θανάτου, και όταν ταύτα πραγματευθώμεν,
|
|||
|
θα λάβη τέλος η περί των ζώων μελέτη ημών.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ
|
|||
|
ΚΑΙ ΓΗΡΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Γενικά περί της ζωής. Οργανισμός ζώων και ανθρώπου. Αναφοραί και
|
|||
|
διαφοραί ζώων και φυτών. Το έμπροσθεν και όπισθεν των ζώων. Το άνω και
|
|||
|
το κάτω ζώων και φυτών.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής
|
|||
|
και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της
|
|||
|
αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν
|
|||
|
ή να μη ζώσιν {83}. 2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν,
|
|||
|
ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως
|
|||
|
φανερόν ότι είναι αύτη εις τι μέρος του σώματος {84} και ότι είναι εις
|
|||
|
μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του
|
|||
|
σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να
|
|||
|
καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν.
|
|||
|
|
|||
|
3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις
|
|||
|
εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δύο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα
|
|||
|
και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο,
|
|||
|
δι' ου ζώσι και δι' ο λέγονται ζώα {85}, τω όντι το μεν ζώον, καθό
|
|||
|
ζώον αδύνατον είναι να μη ζη• καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο
|
|||
|
αναγκαίον να είναι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν
|
|||
|
αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το
|
|||
|
οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης έν
|
|||
|
και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας)
|
|||
|
είναι πολλά και διάφορα {86}, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το να
|
|||
|
είναι τι ζώον και το να ζη.
|
|||
|
|
|||
|
4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν
|
|||
|
αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγκης αι εν ενεργεία αισθήσεις
|
|||
|
συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν
|
|||
|
και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι
|
|||
|
προς την χώραν της αισθήσεως {87}. Όπισθεν δε είναι το μέρος το
|
|||
|
εναντίον τούτου. 5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων
|
|||
|
διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα
|
|||
|
φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν
|
|||
|
έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το
|
|||
|
όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω {88}, αποβλέποντες
|
|||
|
προς αυτό το σώμα και όχι προς τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος
|
|||
|
αυτό σύμπαντος{89}. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το
|
|||
|
ζώον αποβάλλει το περίττωμα. 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα
|
|||
|
φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον
|
|||
|
άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεως του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να
|
|||
|
έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω
|
|||
|
του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ {90}
|
|||
|
τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είναι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης
|
|||
|
την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος
|
|||
|
τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα
|
|||
|
των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της
|
|||
|
γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' εαυτών {91}.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{81} Όρα την ακόλουθον παράγραφον.
|
|||
|
|
|||
|
{82} Των οποίων, αι ρίζαι είναι μεγάλαι και τα οποία ζώσι πολύ.
|
|||
|
|
|||
|
{83} Μόνα τα ζώα τα έχοντα πνεύμονας ή ανάλογον όργανον δύνανται να
|
|||
|
λέγωνται ότι αναπνέουσιν. Η χρήσις του ύδατος υπό των ιχθύων
|
|||
|
χρησιμεύει εις τοιούτον σκοπόν (ψύξιν ή κανονισμόν της θερμοκρασίας),
|
|||
|
αλλά δεν είναι αναπνοή. Εις τα αναπνέοντα ζώα η ζωή και ο θάνατος
|
|||
|
εξαρτάται εκ της αναπνοής. Ως φαίνεται, ο Αριστοτέλης δεν παραδέχεται
|
|||
|
τον γενικόν νόμον, καθ' ον πάντα τα ζώα αναπνέουσι κατά ένα ή άλλον
|
|||
|
τρόπον. Περιττόν να επαναλάβωμεν ότι και η προκειμένη πραγματεία
|
|||
|
προϋποθέτει την «περί Ψυχής» πραγματείαν του Αριστοτέλους.
|
|||
|
|
|||
|
{84} Εις την καρδίαν, κατά τον Αριστοτέλην.
|
|||
|
|
|||
|
{85} Δηλ. Το θρεπτικόν και το αισθητικόν είναι λειτουργία μιας και της
|
|||
|
αυτής ζωικής αρχής.
|
|||
|
|
|||
|
{86} Το θεμελιώδες χαρακτηριστικόν του μεν ζώντος είναι η θρέψις και η
|
|||
|
γέννησις ομοίου όντος, του δε ζώου είναι η αίσθησις. Αμφότεραι όμως αι
|
|||
|
λειτουργίαι αυταί εν τω ζώω εκτελούνται υπό του κεντρικού οργάνου, της
|
|||
|
καρδίας.
|
|||
|
|
|||
|
{87} Τούτο δεν είναι ακριβές ως προς την ακοήν και την όσφρησιν, διότι
|
|||
|
ακούομεν ήχον ή οσφραινόμεθα οσμήν ερχομένην όπισθεν ημών. Ορθότερον
|
|||
|
ίσως νοητέον ως έμπροσθεν το άνω, το προς την χώραν των αισθήσεων,
|
|||
|
αίτινες είναι κυρίως περί την κεφαλήν.
|
|||
|
|
|||
|
{88} Και επειδή διά των ριζών τρέφεται το ζώον, διά τούτο τας ρίζας
|
|||
|
θεωρεί ως το άνω του φυτού.
|
|||
|
|
|||
|
{89} Άνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλοξ
|
|||
|
και τα φωτεινά σώματα κινούνται.
|
|||
|
|
|||
|
{90} Το άνω μέρος αυτών είναι εστραμμενον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ
|
|||
|
του άνω και του κάτω μέρος του παντός.
|
|||
|
|
|||
|
{91} Κατά τον Αριστοτέλη η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι
|
|||
|
το αίμα.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Εκ των τριών μερών του ζώον κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα
|
|||
|
έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς
|
|||
|
ανεπτυγμένα ζώα, έν μεν διά του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν,
|
|||
|
άλλο δια του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον
|
|||
|
μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται
|
|||
|
στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογόν τι μέρος {92}. Τα μέρη ταύτα είς
|
|||
|
τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα. 2. Όσα δε ζώα
|
|||
|
βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης
|
|||
|
ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα
|
|||
|
τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα
|
|||
|
{93}. 3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις
|
|||
|
το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο
|
|||
|
λόγος {94}. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η
|
|||
|
λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, έξακολουθούσι να
|
|||
|
ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά
|
|||
|
συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μέλισσας. Προσέτι,
|
|||
|
πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να
|
|||
|
ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους. 4. Το μέρος δε τούτο
|
|||
|
είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα. 5. Διότι τα ζώα
|
|||
|
ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν
|
|||
|
διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας
|
|||
|
αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν
|
|||
|
δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι
|
|||
|
μεταφυτεύονται. /6/7. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος
|
|||
|
των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ'
|
|||
|
ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη)
|
|||
|
πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ
|
|||
|
των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν. 8. Αλλά ως προς την
|
|||
|
διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να
|
|||
|
διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν
|
|||
|
έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησιν των, και οτέ μεν στερούνται
|
|||
|
του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να
|
|||
|
δεχθή εις το σώμα αυτήν. Άλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα
|
|||
|
ακόμη. 9. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς
|
|||
|
συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να
|
|||
|
υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το
|
|||
|
δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι,
|
|||
|
δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι
|
|||
|
πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθούσι σωματικαί
|
|||
|
τίνες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{92} Η θωρακική χώρα.
|
|||
|
|
|||
|
{93} Όπως εις τα ερπετά.
|
|||
|
|
|||
|
{94} Αν το θρεπτικόν είναι το μόνον ουσιώδες, άμα τούτο υπάρχη,
|
|||
|
υπάρχει και ζη το ζώον. Η θέσις δε του κεντρικού τούτου οργάνου
|
|||
|
αποδείκνυται ου μόνον εκ των υστέρων ή έμπειρικώς, αλλά και εκ των
|
|||
|
προτέρων, διά τον λόγον, ότι η κεντρική θέσις είναι η αρίστη προς
|
|||
|
εκτέλεσιν πασών των λειτουργιών, των αναγκαίων εις το όλον σώμα.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Πάντα τα ζώντα έχουσι μέσον ή κέντρον, εν τω οποίω είναι η αρχή της
|
|||
|
αναπτύξεως των. Αποδείξεις.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Ταύτα {95} δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων• 2.
|
|||
|
επί μεν των φυτών, εάν παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων
|
|||
|
και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος
|
|||
|
γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι
|
|||
|
σπόροι {96} έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι
|
|||
|
συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το
|
|||
|
μέσον σχετικώς προς έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο
|
|||
|
καυλός και η ρίζα των φυτών• η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το
|
|||
|
κέντρον. 3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας
|
|||
|
εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή
|
|||
|
του κλάδου {97}, συνάμα δε και το μέσον αυτού {98}. Όθεν ή αφαιρούσιν
|
|||
|
αυτό {99} ή εμφυτεύουσιν εις αυτό {100} ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή
|
|||
|
κλάδους {101} ή ρίζας {102}, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου
|
|||
|
αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης.
|
|||
|
|
|||
|
4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η
|
|||
|
καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των
|
|||
|
ζώων, ων την γέννησιν δύναται τις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα
|
|||
|
άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την
|
|||
|
καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις
|
|||
|
τα «περί των μορίων των ζώων»· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα
|
|||
|
ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη
|
|||
|
αυτών {103}. 5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η
|
|||
|
λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το
|
|||
|
κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το
|
|||
|
έργον, Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων
|
|||
|
έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως
|
|||
|
προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η
|
|||
|
καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς
|
|||
|
προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται
|
|||
|
χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας. 6. Η κυρίαρχος
|
|||
|
αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν
|
|||
|
διότι εν αύτη αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των
|
|||
|
άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις
|
|||
|
την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν {104}. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι
|
|||
|
εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των άλλων αισθήσεων
|
|||
|
δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των {105}, αλλ' αι δύο εκείναι
|
|||
|
αισθήσεις {106} ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος. 7.
|
|||
|
Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος
|
|||
|
εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος
|
|||
|
είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο
|
|||
|
λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο
|
|||
|
λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου). 8. Διατί δε αισθήσεις
|
|||
|
τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά
|
|||
|
τούτο καί τινες {107} νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του
|
|||
|
εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{95} Η κεντρική θέσις του θρεπτικού και τα διαιρετόν των ζώων, και η
|
|||
|
μετά τον χωρισμόν εξακολούθησις της ζωής.
|
|||
|
|
|||
|
{96} Των δικοτυληδόνων.
|
|||
|
|
|||
|
{97} Κατά τας εμβολιάσεις.
|
|||
|
|
|||
|
{98} Κατά τας μεταφυτεύσεις.
|
|||
|
|
|||
|
{99} Προς μεταφύτευσιν.
|
|||
|
|
|||
|
{100} Προς εμβολίασιν.
|
|||
|
|
|||
|
{101} Εις την εμβολίασιν.
|
|||
|
|
|||
|
{102} Εις την μεταφύτευσιν.
|
|||
|
|
|||
|
{103} Αι τροφαί τότε μόνον τρέφουσι, όταν μεταβληθώσιν εις αίμα, όπερ
|
|||
|
κυκλοφορούν δίδει εις έκαστον όργανον την αναγκαίαν εις αυτό τροφήν.
|
|||
|
|
|||
|
{104} Υπονοεί τας λιποθυμίας, συγκοπάς και εμέτους, τους οποίους
|
|||
|
προξενούσιν αισθήματα γεύσεως και αφής, και μετά των σχετικών
|
|||
|
αισθήσεων αναφέρει εις την καρδίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{105} O Πλάτων και ο Ιπποκράτης ορθότερον αποδίδουσιν εις τον
|
|||
|
εγκέφαλον την υψηλήν λειτουργίαν, την οποίαν ο Αριστοτέλης αποδίδει
|
|||
|
εις την καρδίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{106} Η γεύσις και η αφή.
|
|||
|
|
|||
|
{107} Ο Πλάτων, ο Ιπποκράτης και ο Διογένης.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Η καρδία είναι πηγή φυσικής θερμότητος, ης άνευ ούτε ζωή ούτε πέψις
|
|||
|
θα υπήρχον. O θάνατος είναι η σ β έ σ ι ς τ η ς θ ε ρ μ ό τ η τ ο ς
|
|||
|
ταύτης.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις
|
|||
|
τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του
|
|||
|
σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής, και η της αυξητικής και
|
|||
|
θρεπτικής, Αλλά και λογικώς δύναται τις να είπη το αυτό, διότι εις
|
|||
|
πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε
|
|||
|
το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη
|
|||
|
αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το
|
|||
|
επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον
|
|||
|
αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον
|
|||
|
θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή
|
|||
|
κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου. 2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι
|
|||
|
το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγματι, και το πράγμα τούτο πρέπει να
|
|||
|
διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να
|
|||
|
διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν
|
|||
|
τους αυλούς, η χειρ. 3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την
|
|||
|
αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις
|
|||
|
την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη
|
|||
|
και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις
|
|||
|
αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και
|
|||
|
στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαίως δε εξ ανάγκης η αρχή της
|
|||
|
θερμότητος ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων
|
|||
|
εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι
|
|||
|
την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητος• περισσότερον δε πάντων το
|
|||
|
δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αύτη (εκτελεί το έργον
|
|||
|
τούτο). Διά ταύτα, όταν μεν ψύχωνται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει,
|
|||
|
καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η
|
|||
|
πηγή της θερμότητος της διανεμόμενης εις όλα τα άλλα όργανα, και η
|
|||
|
ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα
|
|||
|
είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει
|
|||
|
αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος
|
|||
|
ταύτης• ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Το πυρ φθείρεται διττώς: ή μαραίνεται αφ' εαυτού ή σβύνεται υπ'
|
|||
|
άλλου. Παράδειγμα ανθράκων σβυνομένων και πυρός υποκαίοντος υπό την
|
|||
|
τέφραν.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν
|
|||
|
και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρηται αφ' εαυτού,
|
|||
|
σβέσιν δε όταν υπ' άλλων {108} φθείρηται• η μεν μάρανσις είναι θάνατος
|
|||
|
(του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή. 2. Συμβαίνει
|
|||
|
δε και αι δύο φθοραί να προέρχονται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν
|
|||
|
λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν
|
|||
|
αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πύρ• διότι τότε το εναντίον
|
|||
|
(ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το ον να τρέφηται. Άλλοτε
|
|||
|
δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ.
|
|||
|
χ. πολλή θερμότης συναθροίζηται{109}, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε
|
|||
|
ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την
|
|||
|
τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις.
|
|||
|
|
|||
|
3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού
|
|||
|
πλησίον πυρός μεγαλυτέρου {110}, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει
|
|||
|
αύτη καθ' εαυτήν {111}, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται
|
|||
|
όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η
|
|||
|
μεγαλυτέρα φλοξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα
|
|||
|
περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή• και το πυρ εξακολουθεί
|
|||
|
πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα
|
|||
|
της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών.
|
|||
|
|
|||
|
4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις
|
|||
|
είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις)
|
|||
|
της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν). 5.
|
|||
|
Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις
|
|||
|
τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας{112}. Αν δηλαδή ούτοι άνευ
|
|||
|
διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζόμενου πνιγέως (κλιβάνου)
|
|||
|
κεκαλυμμένοι διά πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις
|
|||
|
αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι
|
|||
|
άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας
|
|||
|
(περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση
|
|||
|
{113} εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του
|
|||
|
πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν
|
|||
|
αυτώ θερμότητος υπερβολήν{114}.
|
|||
|
|
|||
|
6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει
|
|||
|
το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις
|
|||
|
εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε
|
|||
|
πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{108} Το κείμενον λέγει «υπ' εναντίων» (δυνάμεων). Το πυρ πάντοτε
|
|||
|
σβύνεται υπό του ψυχρού δρώντος επί του θερμού. Αλλά κατά την μάρανσιν
|
|||
|
σβύνεται διά της ελλείψεως τροφής, ένεκεν εξαντλήσεως. Κατά την σβέσιν
|
|||
|
όμως σβύνεται διά τεχνητής εκθέσεως εις το ψυχρόν ή το υγρόν, (τα
|
|||
|
οποία καλεί ο Αριστοτέλης εναντίας δυνάμεις)• και ούτως εμποδίζεται
|
|||
|
ακανονίστως η παραγωγή θερμότητας υπό του αίματος, και βιαίως φέρεται
|
|||
|
η υπάρχουσα προμήθεια εις πέρας.
|
|||
|
|
|||
|
{109} Υπερβάλλουσα θερμότης ταχέως εξαντλεί την προμήθειαν εναύσματος
|
|||
|
ως συμβαίνει εις τον πυρετόν ή εις το γήρας. Πλην τούτου οι πνεύμονες
|
|||
|
εν τω γήρατι γίνονται ξηροί και σκληροί, και δεν εκτελούσι καλώς ην
|
|||
|
έχουσι λειτουργίαν να κανονίζωσι την θερμοκρασίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{110} Υποτίθεται ότι αμφότερα συντηρεί ο αήρ.
|
|||
|
|
|||
|
{111} Ανεξαρτήτως της μεγάλης εστίας (αέρος), εν η τίθεται.
|
|||
|
|
|||
|
{112} Ο Αριστοτέλης υπεικάζει το έργον του αέρος ενταύθα, αλλά δεν το
|
|||
|
αναγνωρίζει λίαν σαφώς.
|
|||
|
|
|||
|
{113} Να αναπνεύση αέρα, απαραίτητον προς συντήρησιν του πυρός.
|
|||
|
|
|||
|
{114} Ο πέριξ αήρ εισδύων διά των πόρων της τέφρας εμποδίζει την
|
|||
|
υπερβολικήν θερμότητα έσω να εξαντλήση την τροφήν της. Ομοίως
|
|||
|
ελαττούται και η ζωική θερμότης διά του αερισμού των πνευμόνων
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αίτια διατηρήσεως της φυσικής θερμότητας των φυτών. Τα ζώα πορίζονται
|
|||
|
εκ του αέρος και του ύδατος την αναγκαίαν αυτοίς κατάψυξιν.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ
|
|||
|
φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και διά
|
|||
|
του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την
|
|||
|
διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις
|
|||
|
τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους
|
|||
|
ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον
|
|||
|
στόμαχον){115}. Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν,
|
|||
|
διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η
|
|||
|
τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ου η τροφή
|
|||
|
χωνευθή.
|
|||
|
|
|||
|
2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν
|
|||
|
ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν
|
|||
|
ξηραίνεται• ή αν κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το
|
|||
|
υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη
|
|||
|
κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε
|
|||
|
λέγεται ότι το φυτόν ξηρανεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα.
|
|||
|
Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη
|
|||
|
τινά λίθων {116} και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των
|
|||
|
φυτών.
|
|||
|
|
|||
|
3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα,
|
|||
|
εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών
|
|||
|
κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά
|
|||
|
ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας
|
|||
|
εξηγήσεις.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{115} Εννοεί πιθανώς τα ρίγη, α αισθανόμεθα μετά το γεύμα και πριν ή
|
|||
|
αρχίση η πέψις. Πιθανώτερον όμως αι φρικιάσεις αυταί είναι αποτέλεσμα
|
|||
|
της συρροής του αίματος εις τον στόμαχον, όστις έχει χρείαν αυτού εις
|
|||
|
το έργον της πέψεως.
|
|||
|
|
|||
|
{116} Και ούτοι εκτελούσι το αυτό έργον, όπερ οι πνεύμονες και τα
|
|||
|
βράγχια εν τοις ζώοις, δηλαδή την κατάψυξιν ή την παρακώλυσιν
|
|||
|
υπερβολικής θερμότητος, κατά τον Αριστοτέλη.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ
|
|||
|
ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας
|
|||
|
ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την
|
|||
|
αναπνοήν.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων {117}
|
|||
|
επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή,
|
|||
|
άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν ειπεί, ουχί όμως ορθώς,
|
|||
|
αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι
|
|||
|
τα ζώα αναπνέουσιν όλα{118}. Τούτο όμως δεν είναι αληθές. Ώστε είναι
|
|||
|
αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα
|
|||
|
ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
|
|||
|
|
|||
|
2. Ότι όσα ζώα εχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά
|
|||
|
και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα
|
|||
|
ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν
|
|||
|
{119} του σώματος των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος
|
|||
|
(χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα
|
|||
|
ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και
|
|||
|
αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος.
|
|||
|
Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα.
|
|||
|
Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεως του ψυχραίνει το ζώον
|
|||
|
και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη.
|
|||
|
Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το
|
|||
|
ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ
|
|||
|
όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα
|
|||
|
ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής
|
|||
|
θερμότητας αυτών {120}. 3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα,
|
|||
|
ταύτα δεν αναπνέουσιν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{117} Τοιούτοι είναι ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο
|
|||
|
Πλάτων.
|
|||
|
|
|||
|
{118} Ήτοι διά των πνευμόνων. Κατά τον Αριστοτέλη η αναπνοή συνίσταται
|
|||
|
εις την εισπνοήν και εκπνοήν του αέρος. Κατά την νεωτέραν φυσιολογίαν
|
|||
|
η αναπνοή δηλοί εν γένει την εισπνοήν του οξυγόνου και την εκπνοήν του
|
|||
|
άνθρακικού οξέος, ήτις γίνεται διά των πνευμόνων, του δέρματος και του
|
|||
|
πεπτικού σωλήνος.
|
|||
|
|
|||
|
{119} Ή διά τας διαστάσεις.
|
|||
|
|
|||
|
{120} Η αναπνοή ψύχει το ζώον και μετριάζουσα την φυσικήν θερμότητα
|
|||
|
αυτού διατηρεί την ζωήν.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή
|
|||
|
σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης καί τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν
|
|||
|
περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των άλλων ζώων. Φαίνονται δε να
|
|||
|
φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν. 2. Ο Αναξαγόρας δε και ο
|
|||
|
Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον
|
|||
|
περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι.
|
|||
|
3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ
|
|||
|
διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών
|
|||
|
αναπτυσσόμενον αέρα {121} και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν
|
|||
|
δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν. 4. O δε Διογένης λέγει, ότι οι ιχθύς,
|
|||
|
όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το
|
|||
|
οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ
|
|||
|
περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το
|
|||
|
ύδωρ.
|
|||
|
|
|||
|
5. Αλλά αι θεωρίαι αυταί είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι
|
|||
|
αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί
|
|||
|
του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα
|
|||
|
δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά εν μέρος αυτής είναι η εκπνοή,
|
|||
|
το δε άλλο είναι η εισπνοή, και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι
|
|||
|
λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ
|
|||
|
δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να
|
|||
|
εκπνεύσωσι διά του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να
|
|||
|
κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα
|
|||
|
δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα
|
|||
|
όστις είναι εν αυτοίς, Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το έν
|
|||
|
να εμποδίζη το άλλο. Έπειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον
|
|||
|
αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα
|
|||
|
εκπνέωσι και θα εισπνέωσι• διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα
|
|||
|
ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι
|
|||
|
συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι,
|
|||
|
ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση {122}είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών
|
|||
|
αναπνέει.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{121} Εισέρχεται ο αήρ, όταν εξωθήται το ύδωρ διά της κινήσεως των
|
|||
|
βρόγχων. Αλλά τότε έπρεπε να ευρίσκωνται οι ιχθύς πάντοτε εις την
|
|||
|
επιφάνειαν του ύδατος, ίνα αναπνέωσιν αέρα. Αλλά τούτο είναι
|
|||
|
σπανιώτατον. Δέον άρα να υποθέσωμεν, ότι ο αήρ είναι και εν τω ύδατι,
|
|||
|
ίνα οι ιχθύς δύνανται να τον αναπνεύσωσιν. Εκ τούτου η γνώμη του
|
|||
|
Διογένους εν τη 4 §.
|
|||
|
|
|||
|
{122} Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης εξηγούντες μόνον την εισπνοήν, ουδέν
|
|||
|
λέγουσι περί εκπνοής, και καταλύουσι το ήμισυ των πραγμάτων, ως είπεν
|
|||
|
ανωτέρω.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες
|
|||
|
επλανήθησαν διότι δεν παρετήρησαν ακριβώς τα γεγονότα και τα όργανα
|
|||
|
των ζώων,—και ότι η φύσις πάντα ποιεί προς τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες
|
|||
|
ούτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος
|
|||
|
{123} η διά του στόματος εκ του ύδατος {124} είναι αδύνατον. Τω όντι
|
|||
|
οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα•
|
|||
|
αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ'
|
|||
|
ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματος των. Τούτο όμως θα
|
|||
|
εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν το κάμνουσι, και οι
|
|||
|
ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά {125}.
|
|||
|
Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι. 2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία
|
|||
|
αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των{126}, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις
|
|||
|
του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις
|
|||
|
τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι κανέν μέρος εκ των πέριξ της
|
|||
|
κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν
|
|||
|
εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι. 3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία
|
|||
|
αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε
|
|||
|
πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως
|
|||
|
γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους
|
|||
|
βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν
|
|||
|
βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι
|
|||
|
δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον. 4. Αλλά καθ' ον τρόπον
|
|||
|
λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις
|
|||
|
τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω υγρώ. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον
|
|||
|
αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα
|
|||
|
ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα; Και ταύτα θα
|
|||
|
είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι
|
|||
|
ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή
|
|||
|
τούτο {127} δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο. 5. Προς τούτοις, εάν
|
|||
|
οι ιχθύς αναπνέωσι {128}, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι
|
|||
|
και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο; Βεβαίως δεν πάσχουσι
|
|||
|
τούτο δι' έλλειψιν τροφής. Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο
|
|||
|
Διογένης είναι μωρά• λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα
|
|||
|
αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον
|
|||
|
χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται
|
|||
|
να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε
|
|||
|
ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα. 6. Προσέτι,
|
|||
|
εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά
|
|||
|
πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις
|
|||
|
δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πως
|
|||
|
όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και διά ποίου οργάνου;
|
|||
|
|
|||
|
7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι
|
|||
|
δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι
|
|||
|
τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν
|
|||
|
προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν
|
|||
|
ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ. χ. επί
|
|||
|
των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{123} Κατά τον Αναξαγόραν.
|
|||
|
|
|||
|
{124} Κατά τον Διογένην.
|
|||
|
|
|||
|
{125} Θα είχον την δύναμιν να αναπνέωσιν.
|
|||
|
|
|||
|
{126} Ίνα εισπνεύσωσι τον εξωτερικόν αέρα.
|
|||
|
|
|||
|
{127} Τα αναφερόμενα εις τους ανθρώπους και τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα.
|
|||
|
|
|||
|
{128} Ως οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναίρεαις της Δημοκρίτειου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την
|
|||
|
έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και
|
|||
|
θερμότης.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμα τι συμβαίνει
|
|||
|
εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται
|
|||
|
(εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις
|
|||
|
εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος,
|
|||
|
όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν. 2. Λέγει
|
|||
|
δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι
|
|||
|
στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια) {129}. Όταν λοιπόν ταύτα
|
|||
|
συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η
|
|||
|
αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν• διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά
|
|||
|
από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν
|
|||
|
το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή
|
|||
|
ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η
|
|||
|
υπάρχουσα εις τα ζώα. 3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται
|
|||
|
εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει,
|
|||
|
(ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις
|
|||
|
το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν
|
|||
|
δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο
|
|||
|
θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων,
|
|||
|
τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος
|
|||
|
(στοιχείου). 4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την
|
|||
|
οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν
|
|||
|
τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά
|
|||
|
φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται, ότι γίνεται εις
|
|||
|
μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν
|
|||
|
η αιτία είναι έξωθεν ή εντός. 5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί
|
|||
|
της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι
|
|||
|
έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν
|
|||
|
δύναται να δώση την βοήθειαν αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η
|
|||
|
αρχή της αναπνοής και της κινήσεως {130}, η βία δε του περιέχοντος
|
|||
|
στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το
|
|||
|
περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ)
|
|||
|
διαστέλλει αυτό {131}.
|
|||
|
|
|||
|
Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος
|
|||
|
καθ' ον είπεν αυτά.
|
|||
|
|
|||
|
6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα,
|
|||
|
δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα{132}, δεν πρέπει να υπολάβωμεν
|
|||
|
ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν
|
|||
|
γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν.
|
|||
|
Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς. 7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ
|
|||
|
των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι.
|
|||
|
Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμενα
|
|||
|
περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της
|
|||
|
αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς
|
|||
|
είναι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την
|
|||
|
αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο
|
|||
|
έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής. 8.
|
|||
|
Και όμως συμβαίνει το εναντίον {133}, διότι, όταν συναθροισθή πολλή
|
|||
|
θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν
|
|||
|
να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν.
|
|||
|
Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν
|
|||
|
αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' ον ούτω {134}, ως λέγεται,
|
|||
|
προσθέτομεν πυρ εις το πυρ {135}.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{129} Όρα «περί Ψυχής•» Βιβλ. Α. Κεφ. 1.
|
|||
|
|
|||
|
{130} Ή της τοπικής εν γένει κινήσεως, ή μάλλον της μερικής, ήτις
|
|||
|
αποτελεί την αναπνοήν.
|
|||
|
|
|||
|
{131} Και όμως αμφότερα τούτα είναι πραγματικά και προέρχονται εκ της
|
|||
|
ελαστικότητος του αέρος.
|
|||
|
|
|||
|
{132} Όπως ο άνθρωπος και τα άλλα όσα έχουσι πνεύμονα.
|
|||
|
|
|||
|
{133} Τουτέστιν έπρεπε η αναπνοή να είναι αναγκαιοτέρα εν τω ψύχει
|
|||
|
παρά εν τη θερμότητι, αλλ' όμως συμβαίνει το εναντίον, διότι κλ.
|
|||
|
|
|||
|
{134} Κατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.
|
|||
|
|
|||
|
{135} Παροιμία εφαρμοζόμενη ενταύθα, διότι ο Δημόκριτος θεωρεί τα
|
|||
|
ψυχικά άτομα ταυτά με τα θερμά άτομα.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω τον Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά
|
|||
|
ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα
|
|||
|
αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η
|
|||
|
συντήρησις {136}. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή,
|
|||
|
πρέπει να έξηγήσωμεν διά τι εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και
|
|||
|
εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και
|
|||
|
την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να
|
|||
|
αναπνέωσι. 2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο
|
|||
|
Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής• λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ
|
|||
|
εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και
|
|||
|
διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον
|
|||
|
αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή
|
|||
|
ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε
|
|||
|
θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο
|
|||
|
θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την
|
|||
|
κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν,
|
|||
|
ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν. 3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας
|
|||
|
συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το
|
|||
|
εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αυταί αλληλοδιαδέχονται
|
|||
|
η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα
|
|||
|
ηρχίσαμεν με την εισπνοήν. 4. Αλλά οι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι
|
|||
|
προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ'
|
|||
|
ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως
|
|||
|
βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αυταί είναι οι κύριοι όροι της ζωής και
|
|||
|
του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να
|
|||
|
αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι. 5. Προσέτι είναι άτοπον να
|
|||
|
νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού
|
|||
|
αέρος δεν διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του
|
|||
|
αέρος {137} και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει.
|
|||
|
Άτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της
|
|||
|
θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ
|
|||
|
είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός• και όταν ούτος είναι
|
|||
|
θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο
|
|||
|
εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να
|
|||
|
αναπνέωμεν πολλάκις.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{136} Η Πλατωνική εξήγησις της κυκλικής κινήσεως της εισπνοής και
|
|||
|
εκπνοής εφαρμόζεται εις την ελάττωσιν της ζωικής θερμότητος. Τίμ. 79
|
|||
|
Α.
|
|||
|
|
|||
|
{137} Διά των πόρων της σαρκός εις τον θώρακα.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Η αναπνοή δεν γίνεται, προς συντήρηαιν της εσωτερικής θερμότατος,
|
|||
|
ήτις παράγεται προ πάντων εκ των τροφών.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την
|
|||
|
τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος
|
|||
|
(ον εισπνέομεν), και ως εάν η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις
|
|||
|
καυσίμου ύλης εις το πυρ {138}, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή
|
|||
|
το πυρ. 2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπωμεν πάλιν τα αυτά, τα οποία
|
|||
|
είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και
|
|||
|
επί των άλλων ζώων, η όμοιόν τι με αυτό. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν
|
|||
|
θερμότητα. 3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να
|
|||
|
είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται. Αληθώς είναι όλως φανταστική η
|
|||
|
γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της
|
|||
|
τροφής. 4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον
|
|||
|
να δέχηται την τροφήν και να αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν
|
|||
|
βλέπομεν να γίνηται εις ούδεμίαν άλλην περίπτωσιν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{138} Σήμερον όμως η αναπνοή θεωρείται ως καύσις.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναίρεσις της δόξης τον Εμπεδοκλέους περί αναπνοής.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε
|
|||
|
σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι. 2.
|
|||
|
Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει
|
|||
|
ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και
|
|||
|
η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά
|
|||
|
των μυκτήρων• άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι
|
|||
|
οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης
|
|||
|
αναπνοής, δεν πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της διά της αρτηρίας
|
|||
|
αναπνοής, αποθνήσκουσιν. 3. Η φύσις είς τινα ζωα μεταχειρίζεται ως
|
|||
|
πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά
|
|||
|
τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό
|
|||
|
αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού
|
|||
|
σαφέστερον. 4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή
|
|||
|
γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν
|
|||
|
είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν
|
|||
|
αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχονται τα μόρια του σώματος, μεγάλους
|
|||
|
δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα
|
|||
|
φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο
|
|||
|
αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο
|
|||
|
αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην
|
|||
|
με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι: «Όλα τα ζώα αναπνέουσι
|
|||
|
και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματος των
|
|||
|
εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός
|
|||
|
των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το έν εις το άλλο
|
|||
|
μέρος διά πυκνών αυλακιών, ούτως ώστε να εμτοδίζηται η εκροή του
|
|||
|
αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν
|
|||
|
μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός
|
|||
|
με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο
|
|||
|
αήρ, όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού
|
|||
|
κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του
|
|||
|
σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν
|
|||
|
εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του
|
|||
|
αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη
|
|||
|
την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος• τότε δε
|
|||
|
ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ώσαύτως δε, όταν
|
|||
|
αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου,
|
|||
|
σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός,
|
|||
|
αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την
|
|||
|
εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος
|
|||
|
κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον.
|
|||
|
Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον τα ύδωρ.
|
|||
|
|
|||
|
Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά των μελών
|
|||
|
του σώματος, Οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμά προς το βάθος, αμέσως
|
|||
|
κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά
|
|||
|
επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται».
|
|||
|
|
|||
|
Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν,
|
|||
|
τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και
|
|||
|
διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης
|
|||
|
αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα
|
|||
|
πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις. /5-6/7. Αλλά φαίνεται ότι
|
|||
|
δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα
|
|||
|
φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν
|
|||
|
ότι τούτο ανυψώνουσι{139} η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον
|
|||
|
τόπον της θερμότητος {140}. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και
|
|||
|
συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν
|
|||
|
φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ
|
|||
|
οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής. 8.
|
|||
|
Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής,
|
|||
|
σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων,
|
|||
|
αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν
|
|||
|
τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων
|
|||
|
των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν
|
|||
|
εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
|
|||
|
|
|||
|
9. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας
|
|||
|
αντιρρήσεις.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{139} Διότι διαστέλλει η θερμότης.
|
|||
|
|
|||
|
{140} Η επέκτασις λοιπόν ή ανύψωσις δεν εξηγείται δια του αέρος εν τη
|
|||
|
θεωρία του Εμπεδοκλέους.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον
|
|||
|
αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιν του ζώου.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε
|
|||
|
μετά τίνος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η
|
|||
|
θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος,
|
|||
|
επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι 2. Διά τούτο εις
|
|||
|
τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου
|
|||
|
τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως
|
|||
|
υπάρχει και η πρώτη ψυχή {141}, η θρεπτική. 3. O τόπος δε ούτος (ο
|
|||
|
κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του
|
|||
|
αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα {142} το
|
|||
|
μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο
|
|||
|
είναι η λεγομένη καρδία. 4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα
|
|||
|
μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του
|
|||
|
αίματος και η των φλεβών, διότι το έν υπάρχει χάριν του άλλου, ως
|
|||
|
αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα
|
|||
|
έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν
|
|||
|
διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο
|
|||
|
από τας ανατομάς των σωμάτων {143}.
|
|||
|
|
|||
|
5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ
|
|||
|
της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί
|
|||
|
ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος,
|
|||
|
διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην{144} 6. Αλλ' η
|
|||
|
φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) η μάρανσις
|
|||
|
(αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία
|
|||
|
στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα
|
|||
|
δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος)
|
|||
|
του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή
|
|||
|
λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και
|
|||
|
εις τα άψυχα{145}. Διότι τα ζώα, όταν κόπτονται δι' οργάνων ή όταν
|
|||
|
παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν. 7. Η μάρανσις όμως
|
|||
|
έρχεται εκ της πολλής θερμότατος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται
|
|||
|
υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το
|
|||
|
πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε
|
|||
|
αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήται τι,
|
|||
|
διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{141} Η θρεπτική ψυχή καλείται πρώτη, διότι η θρέψις είναι απαραιτήτως
|
|||
|
αναγκαία εις τας άλλας δυνάμεις, ενώ αύτη δύναται να υπάρχη και άνευ
|
|||
|
των άλλων.
|
|||
|
|
|||
|
{142} Ως είναι τα έντομα και τα μαλάκια.
|
|||
|
|
|||
|
{143} Ο Αριστοτέλης ανέταμε σώματα ζώων, αλλ' αμφίβολον αν και
|
|||
|
ανθρώπων. Εκ των ζώων συμπεραίνει περί ανθρώπων. Το ανθρώπινον σώμα
|
|||
|
εθεωρείτο ιερόν, και διά τούτο δεν υπεβάλλετο εις ανατομήν.
|
|||
|
|
|||
|
{144} Η φύσις διά της φυσικής θερμότητος παρέσχε και εις την θρεπτικήν
|
|||
|
δύναμιν θερμότητα.
|
|||
|
|
|||
|
{145} Εις τε την ζωικήν θερμότητα και εις το άψυχον πυρ.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων
|
|||
|
εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αναπνοής.
|
|||
|
Αμφίβια.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων
|
|||
|
τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος,
|
|||
|
είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής
|
|||
|
ταύτης {146}. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην
|
|||
|
χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταύτα τα ζώα είναι
|
|||
|
βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το έν ή το άλλο μέρος
|
|||
|
καταστρέφει την ισορροπίαν.
|
|||
|
|
|||
|
2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα
|
|||
|
έντομα{147} δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος
|
|||
|
μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης,
|
|||
|
ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι
|
|||
|
περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι,
|
|||
|
3, (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα
|
|||
|
έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες.
|
|||
|
Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον
|
|||
|
διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και
|
|||
|
καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την
|
|||
|
μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, όσα
|
|||
|
αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονος, ή οι ιχθύες
|
|||
|
διά των βραγχίων. 4. Συμβαίνει δήλα δή εις ταύτα τα έντομα όμοιον τι
|
|||
|
με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα
|
|||
|
αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του
|
|||
|
στήθους {148}. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεν προξενεί εις ταύτα ικανήν
|
|||
|
κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της
|
|||
|
τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν,
|
|||
|
όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν
|
|||
|
μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι
|
|||
|
τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και
|
|||
|
είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν
|
|||
|
έχουσι το σχίσμα τούτο. /5/6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν
|
|||
|
αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν
|
|||
|
χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτών δύναται να
|
|||
|
λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και
|
|||
|
ούτως η ιδία αυτόύ κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί
|
|||
|
τέλους όμως δεν δύναται να εξακολούθηση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν
|
|||
|
δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον. 7. O μαρασμός, όστις συνίσταται
|
|||
|
εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως
|
|||
|
αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται. 8. Ότι δε τα έντομα δεν
|
|||
|
αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα
|
|||
|
μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται
|
|||
|
πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν
|
|||
|
ψυχρόν ή λίαν θερμόν. 9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν,
|
|||
|
ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον• αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ώς
|
|||
|
λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται
|
|||
|
το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν
|
|||
|
μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
|
|||
|
|
|||
|
10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν
|
|||
|
έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα
|
|||
|
αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή
|
|||
|
έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν
|
|||
|
χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως
|
|||
|
ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν
|
|||
|
ολίγην θερμότητα.
|
|||
|
|
|||
|
11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν
|
|||
|
ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται. 12. Όσα δε ζώα δεν
|
|||
|
έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν
|
|||
|
ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{146} Φυσικής αποσβέσεως.
|
|||
|
|
|||
|
{147} Των εντόμων το αίμα είναι συνήθως άχρουν υγρόν, ενίοτε κίτρινον
|
|||
|
ή πρασινωπόν, σπανίως ερυθρόν, και ο Αριστοτέλης δεν εθεώρει αυτό
|
|||
|
αίμα.
|
|||
|
|
|||
|
{148} Ίνα επαναλάβωσι την αναπνοήν.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα.
|
|||
|
Πνεύμονες και βράγχια.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα {149}
|
|||
|
μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα {150} δε το υγρόν βοηθεί, ίνα
|
|||
|
συντηρώσι την ζωήν των. 2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα
|
|||
|
αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της
|
|||
|
αναπνοής και εκπνοής. 3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία
|
|||
|
ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία
|
|||
|
γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών) {151} και εξ εκείνων τα
|
|||
|
οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ.χ. τα πτηνά, και τα έχοντα
|
|||
|
φολίδας, λ.χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο
|
|||
|
πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης• διό
|
|||
|
ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον. 4. Αναπνέουσι
|
|||
|
δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ, ως τα
|
|||
|
υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι, και αι μύδαι και αι χελώναι,
|
|||
|
αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι {152}, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα
|
|||
|
ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις
|
|||
|
την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν. 5. Όσα
|
|||
|
όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ {153}, βράγχια δε
|
|||
|
έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα,
|
|||
|
τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και
|
|||
|
όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας {154}. Εκ δε των
|
|||
|
εχόντων πόδας έν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος
|
|||
|
κορδύλος.
|
|||
|
|
|||
|
6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον
|
|||
|
δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων πρωρισμόν έχει την κατάψυξιν την
|
|||
|
γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος• φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε
|
|||
|
και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι
|
|||
|
προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά έν
|
|||
|
όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις
|
|||
|
έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και
|
|||
|
(αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το έν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά
|
|||
|
τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως
|
|||
|
ουδέν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{149} Τα έντομα.
|
|||
|
|
|||
|
{150} Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα.
|
|||
|
|
|||
|
{151} Τα ζωοτοκούντα εν εαυτοίς είναι τα μαστοφόρα. Τα ζωοτοκούντα
|
|||
|
εκτός εαυτών είναι τα ωοτόκα.
|
|||
|
|
|||
|
{152} Τα ζώα ταύτα είναι αμφίβια.
|
|||
|
|
|||
|
{153} Εντός του σώματος των.
|
|||
|
|
|||
|
{154} Μάλλον παρά με πόδας
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε
|
|||
|
συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό
|
|||
|
όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα
|
|||
|
χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω
|
|||
|
και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται, η φύσις το στόμα διά την
|
|||
|
κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν. 2. Εις δε
|
|||
|
τα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα
|
|||
|
χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν
|
|||
|
υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως. 3. Πως δε η
|
|||
|
λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν
|
|||
|
ύστερον. 4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιον τι συμβαίνει και εις
|
|||
|
τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι{155} και εις εκείνα τα οποία δέχονται το
|
|||
|
υγρόν {156}. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την τροφήν καθ' ον χρόνον
|
|||
|
αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά
|
|||
|
είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας. 5. Διότι η
|
|||
|
αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, διά του οποίου η τροφή
|
|||
|
εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα
|
|||
|
αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα
|
|||
|
τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεν έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της
|
|||
|
συστολής (του λάρυγγος)κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν. 6. Διότι, όταν
|
|||
|
καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχείαν, ενώ τα
|
|||
|
ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν
|
|||
|
ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την
|
|||
|
επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την
|
|||
|
κατάψυξιν. 7 Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν,
|
|||
|
και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν• διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν,
|
|||
|
ώστε, αν εις ταύτην παρενέπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά
|
|||
|
μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως
|
|||
|
απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς
|
|||
|
τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδώς, διότι δεν
|
|||
|
δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{155} Και έχουσι πνεύμονα.
|
|||
|
|
|||
|
{156} Και έχουσι βράγχια.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων,
|
|||
|
μαλακίων, πολυπόδων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Δύναται τις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζώων, τα οποία
|
|||
|
ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως
|
|||
|
οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν.
|
|||
|
Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας {157}, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα,
|
|||
|
δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης. 2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το
|
|||
|
οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως,
|
|||
|
διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο
|
|||
|
και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δελφίνες μάλιστα
|
|||
|
ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται,
|
|||
|
διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις
|
|||
|
την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν. 3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να
|
|||
|
λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως {158} απορρίπτουσι
|
|||
|
το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν• διότι,
|
|||
|
όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά
|
|||
|
του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και
|
|||
|
η θέσις του αυλού, διότι δεν άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία
|
|||
|
έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει
|
|||
|
το ύδωρ. 4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα
|
|||
|
μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π.χ. τους καλουμένους
|
|||
|
καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει
|
|||
|
ανάγκην καταψύξεως• διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει
|
|||
|
αίμα• ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. Αλλά
|
|||
|
χάριν της τροφής (είναι ούτως ωργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την
|
|||
|
τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα,
|
|||
|
ως οι καρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το
|
|||
|
τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών. 5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες
|
|||
|
το ρίπτουσι διά του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης
|
|||
|
κεφαλής των.
|
|||
|
|
|||
|
6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί «ζώων
|
|||
|
ιστορίας». Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι
|
|||
|
να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν
|
|||
|
ανάγκην της καταψύξεως {159} και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν
|
|||
|
των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{157} Όπως πάντες οι ιχθύς.
|
|||
|
|
|||
|
{158} Αναγκάζονται να δεχθώσι συγχρόνως το υγρόν, όπερ εισάγεται μετά
|
|||
|
της τροφής των.
|
|||
|
|
|||
|
{159} Εξαιρουμένων των κητωδών, τα οποία έχουσι πνεύμονας και
|
|||
|
λαμβάνουσι την κατάψυξιν εαυτών εκ του αέρος.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν. —
|
|||
|
Πλεονεκτήματα ανθρώπου&.
|
|||
|
|
|||
|
1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα
|
|||
|
οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά
|
|||
|
ταύτα. 2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα.
|
|||
|
Διατί δε ζωά τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό
|
|||
|
έχουσι χρείαν αναπνοής; το αίτιον δι' ο έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα
|
|||
|
τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων• ταύτα δε κατ'
|
|||
|
ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν{160}. Διότι η φύσις τούτων είναι
|
|||
|
ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη
|
|||
|
αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις,
|
|||
|
και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά
|
|||
|
πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το
|
|||
|
άνω του στόματός του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει
|
|||
|
τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα). /3/4. Ώστε
|
|||
|
πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα
|
|||
|
ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα
|
|||
|
τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα. 5. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική
|
|||
|
αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως
|
|||
|
και πολλά μη όντα τοιαύτα• διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ
|
|||
|
γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ
|
|||
|
των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος{161}, τα δε εκ
|
|||
|
πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι'
|
|||
|
αυτά χώρας.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{160} Ου μόνον θρεπτικήν αλλά και αισθητικήν και νοητικήν.
|
|||
|
|
|||
|
{161} Τ /?/ εν τη συστάσει αυτών επικρατεί έν στοιχείον, ο αήρ, κ.λ.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.— Αναφοραί
|
|||
|
τόπων και οργανισμών.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι
|
|||
|
τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων,
|
|||
|
αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν,
|
|||
|
όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού διά μέσου
|
|||
|
στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότητας, εύρωσι σωτηρίαν.
|
|||
|
Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα. 2. Αλλ' όμως
|
|||
|
είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί
|
|||
|
της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το
|
|||
|
ύδωρ• διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε
|
|||
|
εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την
|
|||
|
ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν. 3. Προσέτι δε δεν φαίνονται
|
|||
|
τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως
|
|||
|
αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον. 4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν
|
|||
|
θερμά και ποία ψυχρά; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία
|
|||
|
δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην
|
|||
|
εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές. 5.
|
|||
|
Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας
|
|||
|
ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η
|
|||
|
φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες
|
|||
|
είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος
|
|||
|
ζώων, δεν πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και
|
|||
|
διαθέσεις αυτής. Εννοώ π.χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ
|
|||
|
κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον,
|
|||
|
διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης
|
|||
|
διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει
|
|||
|
τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το
|
|||
|
υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού. 6. Εάν λοιπόν το
|
|||
|
ξηρόν και το υγρόν {162} είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να
|
|||
|
υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν
|
|||
|
περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν
|
|||
|
(στερεόν). 7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις
|
|||
|
την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να
|
|||
|
έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι
|
|||
|
«λίαν πυρώδη». Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι
|
|||
|
ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
|
|||
|
|
|||
|
8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της ύλης {163} εις οιανδήποτε τόπον
|
|||
|
υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος• αι μεν υπάρχουσαι εις
|
|||
|
το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι
|
|||
|
είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται
|
|||
|
περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι
|
|||
|
δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος
|
|||
|
επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος.
|
|||
|
Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους
|
|||
|
τόπους τους οικείους εις εκάστην όλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς
|
|||
|
του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της όλης δύνανται να είναι
|
|||
|
εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον
|
|||
|
κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
|
|||
|
|
|||
|
9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι
|
|||
|
ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα
|
|||
|
ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα,
|
|||
|
άλλα δε δεν έχουσιν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{162} Και το θερμόν και το ψυχρόν.
|
|||
|
|
|||
|
{163} Φυτά και ζώα
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και
|
|||
|
αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη
|
|||
|
αίματος; 2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και
|
|||
|
πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των
|
|||
|
ονομαζομένων σπλάγχνων. 3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα,
|
|||
|
έχουσι χρείαν. Ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν
|
|||
|
ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το
|
|||
|
εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος.
|
|||
|
Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει
|
|||
|
λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό {164}, ενώ το
|
|||
|
ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα
|
|||
|
ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το
|
|||
|
θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ
|
|||
|
πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της
|
|||
|
ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εν τη καρδία.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{164} Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εδόξαζον ότι ο αήρ εισχωρεί διά των
|
|||
|
πόρων του δέρματος.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Αναφοραί της καρδίας προς τον πνεύμονα και τα βράγχια. Θέσις της
|
|||
|
καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονας και
|
|||
|
των βραγχίων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να
|
|||
|
ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί «Ζώων
|
|||
|
Ιστορίας». 2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως {165}
|
|||
|
ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν {166}. Την
|
|||
|
κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν
|
|||
|
ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε
|
|||
|
πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το
|
|||
|
ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξιν των εις το ύδωρ διά των βραγχίων. 3.
|
|||
|
Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει
|
|||
|
να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των
|
|||
|
ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομέρειας. Αλλ' ίνα και τώρα
|
|||
|
συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η
|
|||
|
καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους
|
|||
|
ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν• διότι η καρδία έχει την
|
|||
|
κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφαλάς αυτών.
|
|||
|
Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα
|
|||
|
χερσαία και εις τους ιχθύς {167}, η καρδία τούτων έχει την κορυφήν
|
|||
|
εστραμμένην προς το στόμα {168}. 4. Διευθύνεται δε από του άκρου της
|
|||
|
καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια
|
|||
|
συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το έν
|
|||
|
και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το
|
|||
|
άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της
|
|||
|
καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων. 5.
|
|||
|
Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται
|
|||
|
πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον
|
|||
|
οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα
|
|||
|
μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον)
|
|||
|
αποπνίγονται {169}, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά,
|
|||
|
επειδή η επαφή του αίματος {170} θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το
|
|||
|
αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία
|
|||
|
αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα
|
|||
|
δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή διά πάθημα τι ήη διά γήρας, τότε
|
|||
|
αναγκαίως αποθνήσκουσιν.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{165} Ταύτα πάντα είναι θεωρίαι του «Τιμαίου» του Πλάτωνος.
|
|||
|
|
|||
|
{166} Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγκέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει
|
|||
|
προ πάντων τον νουν. Αλλ' ο Αριστοτέλης συνταυτίζων την ψυχήν με την
|
|||
|
ζωήν εξ ανάγκης θέτει την ψυχήν εις το κέντρον της ζωής, την καρδίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{167} Οίτινες δεν έχουσι λαιμόν.
|
|||
|
|
|||
|
{168} Τούτο όμως συμβαίνει και εις τα άλλα ζώα.
|
|||
|
|
|||
|
{169} Η χημεία απέδειξεν από του τέλους του 18ου αιώνος, ότι ο υπό των
|
|||
|
ζώων αναπνεόμενος αήρ μολύνεται πληρούμενος άνθρακικού οξέος, και ούτω
|
|||
|
γίνεται πνικτικός.
|
|||
|
|
|||
|
{170} Η επαφή του αίματος αφαιρεί εκ του αέρος το οξυγόνον, και ούτω
|
|||
|
φθείρει αυτόν.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Περί Ζωής και Θανάτου. O θάνατος είναι βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός
|
|||
|
είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ
|
|||
|
γήρατος. Νοσήματα πνεύμονος.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι
|
|||
|
τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος. 2. O θάνατος δεν είναι άνευ
|
|||
|
διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. O θάνατος είναι άλλοτε μεν
|
|||
|
βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι
|
|||
|
έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις
|
|||
|
του πνεύμονος {171} είναι τοιαύτη εξ αρχής {172} και δεν είναι ιδιότης
|
|||
|
τις επίκτητος. 3. Εις τα φυτά η πορεία αύτη λέγεται αποξήρανσις, εις
|
|||
|
δε τα ζώα γήρας. O θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα
|
|||
|
τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια,
|
|||
|
αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π.χ. και τα
|
|||
|
σπέρματα των φυτών, όταν δεν έχωσιν ακόμη ρίζας. 4. Εις πάντα λοιπόν η
|
|||
|
καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την
|
|||
|
ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή.
|
|||
|
Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον {173}, το μέρος, εις το οποίον
|
|||
|
συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά
|
|||
|
είναι το μέσον μεταξύ στελέχους, και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος
|
|||
|
το ανάλογον με την καρδίαν. 5. Τινά δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει
|
|||
|
πολλά ζωικά κέντρα, ουχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο και τινα εκ
|
|||
|
των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι
|
|||
|
πολύ καλώς ωργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία
|
|||
|
αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη
|
|||
|
έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δεν είναι ωργανωμένη
|
|||
|
καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
|
|||
|
|
|||
|
6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η
|
|||
|
μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς
|
|||
|
είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο
|
|||
|
πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα άλλα, σκληρύνωνται και συν
|
|||
|
τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο
|
|||
|
πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα
|
|||
|
όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους
|
|||
|
δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης σβύνεται το πυρ (της ζωής). 7.
|
|||
|
Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος
|
|||
|
επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το
|
|||
|
περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά την διάρκειαν της ζωής, και
|
|||
|
επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος.
|
|||
|
Ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον
|
|||
|
πλέον η αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον. 8. Διά τούτο και ο κατά το
|
|||
|
γήρας θάνατος είναι άλυπος {174} και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να
|
|||
|
συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς
|
|||
|
να το αισθανθώσι παντελώς.
|
|||
|
|
|||
|
9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι'
|
|||
|
εκκρίσεων {175} ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις
|
|||
|
τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται
|
|||
|
πολύ ευρέως να διαστέλληται υψούμενος και να συστέλληται• και τέλος,
|
|||
|
όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην {176}, τελευτώσι
|
|||
|
οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{171} Ο Αριστοτέλης φαίνεται αποδίδων τον θάνατον εις αλλοίωσιν του
|
|||
|
πνεύμονος.
|
|||
|
|
|||
|
{172} Εσωτερική.
|
|||
|
|
|||
|
{173} Όρα περί Νεότητος και Γήρως.
|
|||
|
|
|||
|
{174} Ως επί πλείστον.
|
|||
|
|
|||
|
{175} Ανωμάλων και υπερβολικών.
|
|||
|
|
|||
|
{176} Της διαστολής και συστολής του πνεύμονος.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Όρισμός γεννήσεως, νεότητος} γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων
|
|||
|
αναφερομένων εις την φυσικήν θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή
|
|||
|
σβύνεται.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή {177} της θρεπτικής ψυχής με
|
|||
|
την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης• νεότης δε
|
|||
|
είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας
|
|||
|
δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος
|
|||
|
και γήρατος. 2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και
|
|||
|
ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο
|
|||
|
αιτίας ταύτας)• η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται
|
|||
|
διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως
|
|||
|
προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος. 3. Και ο μεν κατά το
|
|||
|
γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται
|
|||
|
αδύνατον να καταψύξη το ζώον. 4. Είπομεν λοιπόν τι είναι η γέννησις, η
|
|||
|
ζωή και ο θάνατος, και διά ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{177} Μέθεξις, λέγει ο Αριστοτέλης
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ιθ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να
|
|||
|
πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι{178} και εις τον αέρα οι
|
|||
|
ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις {179} γίνεται διά του ύδατος,
|
|||
|
εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των
|
|||
|
στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των. 2. θα
|
|||
|
είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους
|
|||
|
ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα• καθ' όσον τα όργανα ταύτα
|
|||
|
διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον
|
|||
|
αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν
|
|||
|
την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{178} Δια των πνευμόνων.
|
|||
|
|
|||
|
{179} Αύτη είναι η θεωρία του Πλατωνικού Τιμαίου.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Τρεις εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.&
|
|||
|
|
|||
|
1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται
|
|||
|
μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις
|
|||
|
(άτακτος κίνησις){180}, σφυγμός και αναπνοή. 2. Η πήδησις είναι η
|
|||
|
συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών,
|
|||
|
ήτις δύναται να είναι η εκκριματική ή διαλυτική {181}, ως εις την
|
|||
|
νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας {182}, και εις άλλας νόσους και έτι
|
|||
|
εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη,
|
|||
|
η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την
|
|||
|
πήδησιν συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα
|
|||
|
αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν. 3. O δε
|
|||
|
γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίον αύτη φαίνεται ότι ενεργεί
|
|||
|
πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιν, την οποίαν προξενούσι τα
|
|||
|
οιδήματα {183} μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν
|
|||
|
είναι φυσική {184}. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και
|
|||
|
γίνη πύον. 4. Το πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός
|
|||
|
γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό της θερμότητος. Τω όντι τούτο
|
|||
|
υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου
|
|||
|
κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται
|
|||
|
πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι η πτώσις του υγρού έξω
|
|||
|
του περιέχοντος αυτό (αγγείου). 5. Εις δε την καρδίαν η διά της
|
|||
|
θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η
|
|||
|
τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν
|
|||
|
μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς,
|
|||
|
διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το
|
|||
|
αίμα.
|
|||
|
|
|||
|
6. Το αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας
|
|||
|
αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι
|
|||
|
φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και διά τούτο ο σφυγμός
|
|||
|
είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η
|
|||
|
αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεωτέρους. 7. Και πάσαι αι
|
|||
|
φλέβες {185} έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι
|
|||
|
εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι
|
|||
|
φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ'
|
|||
|
όσον η καρδία τας κινεί. 8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι
|
|||
|
η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε
|
|||
|
είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.
|
|||
|
|
|||
|
***
|
|||
|
{180} Πήδησιν λέγει την ανώμαλον και άτακτον κίνησιν (παλμόν) της
|
|||
|
καρδίας, σφυγμόν, δε την τακτικήν και κανονικήν. Αλλ' η αναπνοή
|
|||
|
αναφέρεται μάλλον εις τον πνεύμονα παρά εις την καρδίαν.
|
|||
|
|
|||
|
{181} Ως είναι λ. χ. η εκ των δηλητηρίων.
|
|||
|
|
|||
|
{182} Ως συμβαίνει εις τους ανευρισμούς της καρδίας.
|
|||
|
|
|||
|
{183} Φύματα λέγει το κείμενον. Τοιαύτα είναι οι δοθιήνες. κ.λ.
|
|||
|
|
|||
|
{184} Η κίνησις όμως της καρδίας, φυσική ούσα, δεν προξενεί πόνον.
|
|||
|
|
|||
|
{185} Αι αρτηρίαι μόναι.
|
|||
|
***
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
&Πως γίνεται η αναπνοή διά τον πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της
|
|||
|
αλληλεπιδράσεως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια.—Περί
|
|||
|
υγιείας και νόσου&.
|
|||
|
|
|||
|
1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το
|
|||
|
οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι, καθώς και τα άλλα σωματικά
|
|||
|
στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν΄τροφής, και αύτη
|
|||
|
περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων. 2. Κατ'
|
|||
|
ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον
|
|||
|
είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν
|
|||
|
με τα φυσερά των χαλκείων διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι
|
|||
|
πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι
|
|||
|
διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής
|
|||
|
δυνάμεως. 3. O πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε
|
|||
|
εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και τα μέρος το περιέχον τον
|
|||
|
πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι
|
|||
|
δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει
|
|||
|
το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει
|
|||
|
εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και διά της
|
|||
|
ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω.
|
|||
|
4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και
|
|||
|
όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος
|
|||
|
συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και
|
|||
|
εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της
|
|||
|
θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ
|
|||
|
πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ο
|
|||
|
αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον
|
|||
|
πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων
|
|||
|
παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης
|
|||
|
αίματος.
|
|||
|
|
|||
|
5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε
|
|||
|
έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το
|
|||
|
ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή
|
|||
|
συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
|
|||
|
|
|||
|
6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις
|
|||
|
τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά
|
|||
|
των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να
|
|||
|
διέλθη• όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και
|
|||
|
γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το
|
|||
|
ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς
|
|||
|
δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν. 7. Διά τούτο και εις
|
|||
|
τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το
|
|||
|
αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
|
|||
|
|
|||
|
8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με
|
|||
|
την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων. 9. Περί δε της υγιείας
|
|||
|
και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου
|
|||
|
είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά
|
|||
|
τι διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενόν τι εκ διαφόρου επόψεως
|
|||
|
αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων ότι δε αυταί είναι μελέται συνορεύουσαι
|
|||
|
μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί
|
|||
|
και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ
|
|||
|
αυτής να λαμβάνωσι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανώτατοι εκ των
|
|||
|
περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις
|
|||
|
συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφεων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
|
|||
|
ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
|
|||
|
συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη
|
|||
|
(Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικές και πολιτικός λόγος) σε
|
|||
|
δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου,
|
|||
|
στην πιό σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της
|
|||
|
όργανο. O Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
|
|||
|
Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
|
|||
|
Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
|
|||
|
και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
|
|||
|
Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
|
|||
|
Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
|
|||
|
Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μία σύγχρονη σειρά
|
|||
|
εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης, γίνεται για πρώτη φορά,
|
|||
|
συστηματικά, στην Ελλάδα.
|
|||
|
|
|||
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ Τα πορίσματα των πριν απ αυτόν φυσικών και φιλοσόφων και
|
|||
|
κυρίως τα συμπεράσματα της κολοσσιαίας προσωπικής εργασίας που
|
|||
|
διατύπωσεν ο Αριστοτέλης στο έργο του αυτό. Έργο βαθύτατο και
|
|||
|
διαφωτιστικό των τότε φυσικών και βιολογικών γνώσεων. Η μετάφραση, με
|
|||
|
φιλολογική ακρίβεια και σαφήνεια οφείλεται στον Π. Γρατσιάτο.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ
|
|||
|
ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
|
|||
|
|
|||
|
|
|||
|
ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10
|