cd357843cb
git-subtree-dir: fbreader/fbreader git-subtree-split: 7abc80d12fab06b05ea1fe68a0e73ea5e9486463
4357 lines
421 KiB
Text
4357 lines
421 KiB
Text
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
|
||
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
|
||
ΦΕΞΗ
|
||
|
||
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ν. ΧΙΩΤΗ, ΟΔΟΣ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4
|
||
|
||
|
||
Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΥ
|
||
|
||
Η ΚΕΡΕΝΙΑ
|
||
ΚΟΥΚΛΑ
|
||
|
||
|
||
ΑΘΗΝΑΙΚΟ
|
||
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
|
||
|
||
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
|
||
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
|
||
1911
|
||
|
||
|
||
θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή-γιατί απλή και
|
||
λυπητερή είναι η ζωή--
|
||
. . Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και την
|
||
θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι ! . . .
|
||
Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα-και τα χείλη των νέων
|
||
που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης : γιατί και χαρά δεν
|
||
είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του ναρθή-είναι ο
|
||
άμμος πάνω από την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο
|
||
άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές
|
||
που πολλές φορές ανθίζουν προτού ναρθή η πίκρα του χειμώνα . .
|
||
.
|
||
Εσείς που θα διαβάσετε αυτήν την ιστορία θα σκεφθήτε ίσως πως
|
||
με περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσωμε τη
|
||
θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα. Αχ, όσους και να πυργώοη
|
||
η ανθρωπινή μας περιφάνεια άλικους βράχους μέσα στη ματιά του
|
||
βίου, πάντα το θλιμμένο το ποτάμι θα κυλήση κάτω απ’ τις
|
||
κλωνόγερτες ημέρες μας τα πονεμένα του νερά, βουβά κι αργά,
|
||
προς τη μεγάλη θάλασσα τη σκοτεινή που είναι η ευτυχία η
|
||
αληθινή-γιατί είναι η αιώνια αλήθεια . . .
|
||
|
||
|
||
|
||
Τo μαραμένο ρόδο.
|
||
|
||
|
||
|
||
Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε
|
||
φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την
|
||
κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή,
|
||
σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα,
|
||
για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνια της
|
||
ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας. Ήταν
|
||
αλήθεια λίγο αψηλά τα σκαλοπάτια, μα τόσο λαχάνιασμα πάλι! -
|
||
. . Κι ολοένα ανεβοκατέβαινε απ’ την αυλή στην κουζίνα κι από
|
||
την κουζίνα στην αυλή για να ξεπλύνη το μπρίκι τον καφφέ και τα
|
||
κουταλάκια της, για να τρίψη την κατσαρόλα της, σαν απότρωγαν
|
||
αυτή κι ο άντρας της, κάτω από τη βρύση που δεν έπαυε να στάζη-
|
||
γιατ' ήτονε χαλασμένος ο σωλήνας.
|
||
Μα μπαινόβγαινε κι απ'την καλή την κάμαρη, που ήτον ισόγεια
|
||
σχεδόν μ' ένα-δυο σκαλοπάτια ξύλινα - Αχ, πάλι σκαλοπάτια ! λες
|
||
βάλθηκαν κι αυτά να την κουράζουν ακόμα περισσότερο,- πότε για
|
||
να τινάξη κάτι προσκεφαλάδες με μεγάλες μάρκες που τις είχε
|
||
κεντημένα η ίδια ανεβατό, πότε για να ξεσκονίση τα χαρτένια
|
||
λουλούδια πούχε σε δυο φαρφουριά πάνω στην εταζέρα ή για
|
||
ναπλώση ένα-δυο ρουχαλάκια πούχε κάνει σαπουνιστά στη λεκάνη
|
||
και που γαλάζωναν απ’ το λουλάκι απάνω στο σκοινί• κ' έσκυβε
|
||
και σφουγγάριζε τα νερά πούχανε στάξει απ’ τα ρούχα στα σκαλιά
|
||
και στις πλάκες μπρος την πόρτα κ’ έπειτα πήγαινε ναπλώση και
|
||
το σφουγγαρόπαννο πιο πέρα από τα ρούχα στο ίδιο το σκοινί, που
|
||
ήτανε δεμένο απ' το στρόφιγγα της πόρτας σε μια μικρή ζαλισμένη
|
||
μυγδαλίτσα-γιατί δεν έφθανε ως τη μάντρα πέρα. . και κάθε φορά
|
||
πούρριχνε κάτι απάνω στο σκοινί, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα-
|
||
που δεν είχε ακόμα ανθίσει-λύγιζε ίσαμε κάτω και τιναζόταν πάλι
|
||
απάνω, απ’ του σκοινιού το τράβηγμα, με τα γυμνά κλαριά της
|
||
σηκωμένα σα χέρια στον αέρα. Αχ, τι λυπητερό πράμα να βλέπη
|
||
κανείς ένα νέο δεντράκι να λυγάη για το χατίρι ενός
|
||
σφουγγαρόπαννου ίσαμε κοντά να σπάση και να τρέμη σύγκλαρο για
|
||
πολλήν ώρα, απ’ το πόνο του!
|
||
Μα πιο λυπητερό ακόμα ήτονε να βλέπατε τη νέα γυναικούλα να
|
||
κρυφοβογκά και να σέρνεται, στραγγίζοντας στα πόδια της, χωρίς
|
||
να θέλη να τομολογήση στον ίδιο τον εαυτό της. Γιατί αν το
|
||
παραδεχόταν πως ήτον άρρωστη, ήτονε χαμένη : δε θα μπορούσε πια
|
||
να ταρνηθή ταντρός της με τόσο θάρρος και με χείλια που για να
|
||
χαμογελάσουν της σούρωναν όλο της το πρόσωπο. Εκείνος όμως την
|
||
κύτταζε με τα μάτια του τα γαλαζοπράσινα με τα μακριά ματόκλαδα
|
||
καρφωμένα πάνω της-την κύτταζε ακόμα κι όταν δεν της μίλαγε. .
|
||
.
|
||
Τι νέος που ήτον ο άντρας της και τι όμορφος !-όλο αυτό
|
||
συλλογιζόταν η άμοιρη. Κι αλήθεια πολύ πιο νέος απ’ αυτή
|
||
φαινόταν, κι όχι μόνον από τότε που τα τριαντάφυλλα στα μάγουλα
|
||
της είχανε σβύσει, που τα μάτια της δείχνανε βαθουλωμένα κ’
|
||
είχαν πεταχτή ταυτιά της, κίτρινα σα φύλλα φθινοπωρινά. Ήτονε
|
||
μικροκαμωμένος ο Νίκος, ενώ η Βεργινία ήτον αψηλή και ξερακιανή
|
||
απ’ ανέκαθε, με κάτι κοκκάλες στο πρόσωπο, με μαλλιά κοκκινωπά
|
||
κι αριά, κ’ έτσι έδειχνε τουλάχιστο δέκα χρόνια πιο μεγάλη του,
|
||
που δεν είχαν ούτε τρία χρόνια διαφορά: αυτός εικοσιδυό, κ’
|
||
εκείνη ήτον και δεν ήτον εικοσιπέντε.
|
||
Κακό πράμα ναν' η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα
|
||
της ! Τον αγαπάει μ’ άλλοιώτικη αγάπη από 'κείνονε, με μια
|
||
φωτιά πιο άγρια, σα βιαστικιά κι απελπισμένη για τη νιότη που
|
||
της φεύγει· και ο καημός αυτός, πέφτοντας μέσα στη φλόγα την
|
||
ερωτική, την κάνει κι αποθεριεύει και πίνει όλη τη γυναικεία
|
||
δροσιά. Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο
|
||
βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του καιβλέπει γύρω
|
||
του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να
|
||
χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . .
|
||
Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη
|
||
στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη
|
||
σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και
|
||
τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες
|
||
του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί. Τα ξέρετε δα τα
|
||
αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα, που
|
||
αντιπροσωπεύουν τανέβασμα στα κοινωνικά σκαλοπάτια, μα ίσως και
|
||
το ξεφύλλισμα της εργατικής οικογένειας, τα κοριτσόπουλα με την
|
||
κορδέλλα φιόγκο πίσω στα μαλλιά, με σκερτζότζικη ποδίτσα και
|
||
μπότα κουμπωτή-έτοιμα πάντα ναδράξουν το χαμόγελο που ανθίζει
|
||
σε νέα χείλια κάτω από ένα μουστακάκι.
|
||
Ήτονε να μην τονέ βρουν του γούστου τους, έτσι που περνούσε
|
||
πεταχτός και καμαρωτός με το κεφάλι πίσω, χαριτωμένα παιδί
|
||
σοβαρευούμενο, σταράτο, με κοντά μαλλιά μαύρα όλο κυματισιές
|
||
σαν από ξύλο σκαλιστό;-κι απάνω στα πηχτά μαλλιά ήτον καθισμένη
|
||
αλαφρά (σα νάτον αλήθεια πεταλούδα πούθελε να πετάξη) μια
|
||
σταχτιά πεταλούδα που τη φορούσε ατσαλάκωτη! Κ' είχε και κάτι
|
||
μικρούτσικα αυτάκια ροδοκόκκινα σαν κορίτσι και τα δόντια του,
|
||
όταν γέλαγε, ασπρίζανε σαν το ρύζι κάτω απ’ το μαύρο
|
||
μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα, που δεν εννοούσε να μεγαλώση:-
|
||
έτσι έλεγε μέσα της κάθε φορά που τον κύτταζε με λαχτάρα και
|
||
θαυμασμό για τα τόσα νιάτα, η άμοιρη η γυναίκα του. Τo στόμα
|
||
του γέλαγε καμμιά φορά, μα τα μάτια του δε γέλαγαν, παρά μόνο
|
||
ανοίγανε διάπλατα σα νανθίζανε, με κάτι παράξενες κόρες διπλές
|
||
και τρίδιπλες, γαλαζοπράσινες• και τα μακριά ματόκλαδα, ίδια
|
||
κρόσσια που γύριζαν καταπάνω, έκαναν ολόγυρα στα μάτια μιαν
|
||
αλλοιώτικη σκιά σαν από κλαδιά γερμένα σε βαθύ νερό, που σε
|
||
τάραζε περισσότερο από ματιά και σε τραβούσε σα μαγνήτης. Κι’
|
||
ακόμα πιο ομορφότερος φαινότανε σαν έβγαζε στο σπίτι το σακάκι
|
||
τον και το κολλάρο και φορούσε μια παλιά λινή μπλούζα της
|
||
δουλειάς, γιατί τότες έμενε γυμνός ο λαιμός του πούμοιαζε
|
||
ελεφαντοκόκκαλο κιτρινισμένο, ολοστρόγγυλος και απαλός όπως
|
||
σταρχαία αγάλματα των νέων θεών-αυτό όμως δεν τόξερε η γυναίκα
|
||
του: εκείνη έβλεπε μονάχα το λαιμό του χωρίς να σκέπτεται
|
||
τίποτα, με την ψυχή λυμένη. . . Αλήθεια κακό πράμα ναν’ η
|
||
γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα! Τον αγαπάει
|
||
αλλοιώτικα, με μια φωτιά πιο άγρια που της πίνει όλη τη δροσιά-
|
||
--
|
||
Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κ’ έβγαζε ταχτικά ίσαμ’ οχτώ
|
||
δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο
|
||
χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε τούδωσε ένα
|
||
πεντακοσάρικο μπροστάντζα κ’ έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που
|
||
τούλεγε η καρδιά του, να στεφανωθή τη Βεργινία. Είχε κ’ η
|
||
Βεργινία κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα
|
||
της, που την είχε αφήσει ολάρφανη σε μια δεύτερη της αξαδέρφη
|
||
πούχε μια φορά κι αυτή τον τρόπο της, μα σαν απόμεινε χήρα
|
||
έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, πούταν απόστρατος
|
||
ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή.
|
||
Καθόντουσαν τότε με τη θεια της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος
|
||
έτυχε να περνάη μια μέρα με κάτι φίλους πούχαν τα σπίτια τους
|
||
στη γειτονιά κ' είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε
|
||
καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια
|
||
του της είχαν κάνει μάγια. Τo βράδυ της έκανε ταχτικά καντάδες
|
||
με τους φίλους, στεκούμενοι όλοι μαζί μπουλούκι στην αγκωνή,
|
||
κάτω απ’ το φανάρι· μέσ' απ’ όλες τις φωνές, τις μπάσσες και
|
||
τις τσιριχτές και τις τρεμουλάντες, αυτή ξεχώριζε τη δική του
|
||
πούτον η πιο γλυκεία. . και σαν κύτταζε απ’ τη μισανοιγμένη
|
||
γρίλλια του παντζουριού, θάρρευε πως ξάνοιγε τα μάτια του να
|
||
λάμπουν κάτω απ’ τη φλόγα του φαναριού που χοροπηδούσε. . .
|
||
Έτσι παντρεύτηκαν κ' εκάμανε το σπιτικό τους.
|
||
Απ' τη μέρα του γάμου του, που πήγαιναν οχτώ μήνες τώρα, ο
|
||
Νίκος ούτε παρέες πια στα Πατήσια και στο Μοσχάτο, ούτε πιοτί
|
||
στα υπόγεια του Άϊ-Φίλιππα και της Πλάκας κοντά στα
|
||
μεγάλα βαρέλια ταραδιαστά, με τους μεζέδες απάνω στο στράτσο
|
||
απ’ το μπακάλη βουτηχτούς σταλατοπίπερο, ούτε μπιλιάρδο στον
|
||
καφενέ. Τίποτα πια! Απ’ το μαγαζί και στο σπίτι. Τον πείραζαν
|
||
οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει
|
||
βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι
|
||
έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον
|
||
κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης,
|
||
ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου:
|
||
- Νισάφι! Την έφαγες τη γυναικούλα σου, Κυρ-Νίκο· δε βλέπεις
|
||
πως εγίνηκε;
|
||
Μα δεν ήτον από του Νίκου τα φιλιά που έρρεβε η καημένη η
|
||
Βεργινία. Κάθε άλλο! Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πως
|
||
ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού της την αγκάλη, πως
|
||
ροδίζουν τα μάγουλα της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια
|
||
της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστο τα μαραμένα
|
||
τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τανθόφυλλά τους και
|
||
ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο σα να
|
||
ξεσκούν εκείνη τη στιγμή !. . . Αλλά για λίγες ώρες, αχ, για
|
||
πολύ λίγες μοναχά--Έτσι κ' η Βεργινία, άμα ερχόταν ο Νίκος της!
|
||
Ξάναβε - λες και μάζευε όσο αίμα της είχε απομείνει στις φλέβες
|
||
της, τα στερνά της χρώματα όλα στα μάγουλα της και τα μάτια της
|
||
γυάλιζαν υγρά και γινόταν πάλι όμορφη, σχεδόν όπως ήτον όταν τη
|
||
στεφανώθηκεν, εδώ κι οχτώ μήνες.
|
||
Στο σπιτάκι, πούχανε νοικιασμένα, είχανε μια μεγάλη κάμαρη στο
|
||
ισόγειο και την κουζίνα στο υπόγειο. Είχανε δική τους αυλή με
|
||
το πλυσταρειό κι όλα τα χρειαζούμενα. Α, ξέχασα ! εξόν απ' τη
|
||
βρύση που έτρεχε ολοένα, είχαν και τη ζαρωμένη μυγδαλίτσα. Τo
|
||
άλλο μισό σπίτι ήτον το όμοιο, μ' ιδιαίτερην είσοδο· και
|
||
καθότανε μια χήρα ενός δικαστικού κλητήρα με δυο κόρες της
|
||
παντρειάς.
|
||
Εικοσπέντε δραχμές πούδιναν το μήνα τι του πλέρωναν, κι ας ήτον
|
||
και βουνό, γιατί μονάχα η θέα κι ο αέρας εκεί απάνω άξιζαν όσο
|
||
να πης.
|
||
Από πάνω ο βράχος του Φιλοπάππου που, ό,τι κρύο και νάκανε τώρα
|
||
το χειμώνα, τους βαστούσε το Βορριά και τραβούσε όλες τις
|
||
αχτίδες απάνω του και σαν έκανε καλωσύνη μύριζε πέτρα λιασμένη
|
||
και μοναξιά βουνίσια και γαϊδουράγκαθο διψασμένο. Στο πλάϊ
|
||
πίσω, πυργωμένη η Ακρόπολις, κόκκινη σαν κανέλλα, ίδια κάποιο
|
||
ατίμητο αρχαίο χρυσαφικό μαυρισμένο απ’ την παλιοσύνη, με τις
|
||
δυο κολωνίτσες που ξεχωρίζουν άσπρες και λιγνές αψηλά στο
|
||
βράχο, κάτω από τα μαύρα τείχη, σα να φυλάν βάρδια μπρος απ' τη
|
||
σπηλιά της Παναγίας. Έπειτα ο Άϊ-Γιώργης, αλλοιώτικος από 'δω,
|
||
μια κανονικιά πυραμίδα ξεμοναχιασμένη σα νησί.
|
||
Ο Υμηττός, σαν κανένας υπναράς τ ρ ε λ λ ό ς (πούχει τον ύπνο
|
||
του για τρέλλα), πλαγιασμένος με τις πλάτες γυριστές, με μιαν
|
||
ατέλειωτη γαλήνη γαλάζια κ' ησκιερή στο ξάπλωμά του. Κάτω του
|
||
τα βουναλάκια του Βατραχονησιού και του Σταδίου μ’ ένα κομμάτι
|
||
απ’ το μαρμαρένιο φέγγος, με λίγη πρασινάδα στον Αρδηττό πάνω
|
||
από το Μετς, και με τα σπιτάκια των Παντρεμενάδηκων ανεβασμένα
|
||
απανωτού για να δουν έναν ανεμόμυλο στην κορφή, αφημένον έρημο
|
||
με τα φτερά βγαλμένα. Και στο στήθος αυτών των γλυκών λόφων
|
||
ένας μεγάλος μαύρος λεκές: τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου που
|
||
από μακριά φαίνονται σα να κοιμούνται ορθά, τόνα κοντά στάλλο.
|
||
. .
|
||
. . Μα δεν κοιμούνται, παρά βουίζουν όλα μαζί σιγαλά και γλυκά
|
||
σαν άρπες αλαργινές κι ονειρεμένες• και πίσω από το πιο μελανό
|
||
και πιο βουερό κυπαρίσσι κουρνιάζει κρυμμένος ο Χάρος και
|
||
βγαίνει κάθε νύχτα με τασημένιο δρεπάνι, πούχει το κρεμασμένο
|
||
απάνω στον ουρανό, κουκουλωμένος σε μαύρο ράσο ή με λουλούδια
|
||
στο κεφάλι, και σιγοπατάει στους δρόμους και καβαλλάει μάντρες
|
||
κι ανοίγει τα κλειστά παράθυρα και τις αμπαρωμένες πόρτες και
|
||
πέρνει εκείνους που κρύβουν το πρόσωπο μέσα στα προσκέφαλα για
|
||
να μην τον ιδούν κι αφήνει, γελώντας με τα δόντια δίχως χείλια,
|
||
όσους του φωνάζουνε να τους λυτρώση. Μα και μέρα βγαίνει και
|
||
τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου
|
||
τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .!
|
||
Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ'
|
||
το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι
|
||
μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον
|
||
πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’
|
||
έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.
|
||
Αχ, η θάλασσα! τώρα σα γλαυκός αχνός κι όχι σα νερό, ανεβασμένη
|
||
απάνω στον ουρανό, τώρα πάλι σαν ασπίδα χρυσή στον ήλιο: και
|
||
στης ασπίδας τον αφαλό ένα γιγάντιο μυτερό πετράδι ζαφειρένιο,
|
||
η Αίγινα με τον ιερό της κώνο. . .
|
||
Λόφοι εσείς απαλοί και πράσινοι και θάλασσα αρχαία που λάμπεις,
|
||
με τα μαύρα καράβια των καημών που σε σιγοπερπατούν! πόσα μάτια
|
||
σας έχουν κυττάξει απ’ τον παλιό καιρό, εδώ απ’ το βουνό του
|
||
Φιλοπάππου απάνω, σαν τώρα που ξαστράφτει η ομορφιά σας, κι απ'
|
||
τα αιώνια νιάτα σας άντλησαν ελπίδα για της ζωής τη χαρά! Κ'
|
||
έσβησαν όλα τα μάτια που σας αγναντέψανε, μα εσείς στεκόσαστε
|
||
αυτού και δίνετ' ελπίδα για της ζωής τη χαρά στα μάτια που θα
|
||
σβήσουν!
|
||
Κύτταζε κ' η Βεργινία από πάνω απ’ τη μάντρα της αυλής της κι
|
||
από το μόνο παράθυρο της κάμαρης της κ' έπαιρνε κουράγιο κ'
|
||
ελπίδα από τη χαρά της αλαργινής χλόης κι από της θάλασσας τη
|
||
λάμψη, τη γλαυκή κι αμάραντη, πως σαν ερχόταν το καλοκαίρι και
|
||
πιάναν οι ζέστες, θε να δυνάμωνε κι αυτή και θε να στερέωνε η
|
||
υγεία της. Έτσι της είχε πη ο γιατρός ο γυναικολόγος, πούχε
|
||
φέρει ο Νίκος όταν της ήρθε εκείνο το περιστατικό, στον τρίτο
|
||
μήνα της απάνω, που κόντεψε να πεθάνη κι από τότε δεν είχε δη
|
||
χαΐρι.
|
||
Ήρθε δυο φορές τότες ο γιατρός και της είχε δώσει κάτι στάλες
|
||
κόκκινες, πικρές φαρμάκι, να τις παίρνη, προτού να φάη και κάτι
|
||
μαύρα χάπια που έλεγε ο Νίκος πως ήτανε σίδερο για να δυναμώση
|
||
να γίνη σίδερο. Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα
|
||
γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες
|
||
και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα
|
||
ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το
|
||
νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο
|
||
ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να
|
||
δείχνη τα παχουλά του τα χέρια. Κοντά του στεκόταν ο Νίκος, το
|
||
μελαχρινό και ανδρικό αγόρι. Για κύττα τον έναν, κύττα και τον
|
||
άλλον ! Τι διαφορά ! Κ' η καρδιά της χτυπούσε πιο γλήγορα ίσαμ'
|
||
απάνω στο λαιμό από μιαν αλάλητη τρυφερότητα και παράδοση όλης
|
||
της υπάρξεως της στο γλυκόν της το Νίκο και σαν από μιαν
|
||
ελπίδα, που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα. . .
|
||
Δεν της είχε πη ο γιατρός πως την είχε σαβανώσει για πάντα
|
||
εκείνην την ελπίδα που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα:
|
||
να γίνη μητέρα. Κ' έτσι έλπιζε πάντα, άμα που θαρθή το
|
||
καλοκαίρι ναλλάξουν τα πράματα.
|
||
Κι όταν ο Νίκος την κύτταζε βαθιά με τα μεγάλα του τα μάτια σαν
|
||
άνθη που ρωτούσανε, νόμιζε πως γι' αυτό τηνέ ρωτούσαν και
|
||
χαμήλωνε τα δικά της και χλώμιαινε ακόμα περισσότερο από τη
|
||
ντροπή της που δεν ήτον ακόμα γερή σαν πρώτα.
|
||
Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι
|
||
λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε:
|
||
«Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάρα !»--
|
||
Μια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της
|
||
ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της
|
||
μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και
|
||
σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από
|
||
ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και
|
||
λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι. Έκανε τώρα να
|
||
γυρίση πίσω, λαχανιασμένη, μόλις σέρνοντας τα πόδια της, κ’
|
||
έξαφνα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γειτόνισσα απ’ τον
|
||
κάτω δρόμο, την Κερ-Αριστείδαινα, πούτον αδερφή της χήρας του
|
||
δικαστικού κλητήρα που κατοικούσε πλάϊ, κ’ ερχόταν κι αυτή να
|
||
ρίξη τα σκουπίδια της.
|
||
- Καλέ κορίτσι μου, της λέει εκείνη μόλις που την αντίκρυσε,
|
||
τρελλάθηκες, στην κατάσταση που βρίσκεσαι, να σηκώνης κοτζάμ
|
||
κασσόνι και να το κουβαλάς μισή ώρα δρόμο ! Δεν πας να δης στον
|
||
καθρέφτη τα χείλια σου πως γινήκανε! Μήστητί μου Κύριε! Δεν
|
||
παίρνεις κανένα κοριτσάκι να σου βοηθάη στη χοντρή δουλειά,
|
||
αφού δεν έχεις την υγειά σου ; Εσείς τον τρόπο σας τον έχετε.
|
||
Ναν’ καλά ο άντρας σου! Δυό νοματέοι είσαστε. Από παιδιά κι από
|
||
σκυλλιά έτσι κ’ έτσι δεν έχεις φόβο. Αυτό να το βγάλης απ’ το
|
||
νου σου. Μας τόχει πη εμάς ο γιατρός• τον αρώτησε η αδερφή μου-
|
||
Σαν άκουσ' έτσι η Βεργινία πάγωσε όλη· ο λάρυγγας της έκλεισε·
|
||
τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, θόλωσαν, οι βολβοί γυρίσανε
|
||
μέσα και φάνηκε όλο τασπράδι. . και σωριάστηκε χάμω, άσπρη σαν
|
||
το σεντόνι, απάνω στο σωρό των σκουπιδιών που έλαμπαν-
|
||
Έμπηξε η Κερ-Αριστείδαινα τις φωνές και βγήκε η αδερφή της με
|
||
τις κόρες της κ’ έτρεξαν και κάτι άλλες γειτόνισσες και τη
|
||
μπάσανε σπίτι της και με τριψίματα και ξύδια, έπειτα από
|
||
κάμποση ώρα, τη συνεφέρανε.
|
||
Σαν ήρθε το μεσημέρι ο Νίκος, τον περίμεναν απέξω από την πόρτα
|
||
του οι γυναικούλες για γα τον προφτάσουν τα μαντάτα και να του
|
||
πουν πως δηλαδή δεν κάνει καλά να την αφήνη τη γυναίκα του να
|
||
παιδεύεται με το νοικοκυριό της, αφού δεν έχει την υγειά της.
|
||
«Όλος ο κόσμος το λέει αυτό κ' είναι κρίμας, γιατ' είναι ήσυχη
|
||
γυναικούλα και φρόνιμη-μόνο που δεν έχ’ υγεία! Ο λόγος είναι να
|
||
μην πάθη κανείς κι απέ ύστερα-βλαστήματα! Εμ χάνεις τον άνθρωπο
|
||
σου, εμ βασανίζεσαι και ξοδεύεσαι στα γιατρικά !. . .»
|
||
Ο Νίκος γίνηκε κατακίτρινος σαν το φλουρί· τα μάτια του
|
||
μαύρισαν. Ευχαρίστησε τις γυναίκες για τη συμπάθεια που του
|
||
δείχνανε, μόλο που τουρχότανε να τις πνίξη με τα δύο του τα
|
||
χέρια.
|
||
Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα
|
||
μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την
|
||
αδυναμία--Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα
|
||
του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ
|
||
στένευε. Έβαλε να ζεσταθή στο καμινέτο λίγο γάλα, πούπαιρναν
|
||
κάθε πρωί απ’ την κατσίκα μιας γειτόνισσας. . έπειτα κάθισε
|
||
κοντά στο κρεββάτι και της τόδωσε της Βεργινίας να το πιεί,
|
||
ανασηκώνοντας της το κεφάλι.
|
||
Η Βεργινία ήθελε να του πη, μα δεν μπόραγε να βγάλη μιλιά-μόλις
|
||
που κατάπινε. Κύτταζε το χέρι του που κρατούσε το φλυντζάνι, το
|
||
αντρίκιο και δυνατό με τις μαύρες τριχίτσες ως απάνω στα
|
||
δάχτυλα, πούτον αγριεμένο και χονδρόπετσο απ’ τα ξύλα και τα
|
||
εργαλεία, και τώρα γινότανε σα γυναικείο, για να της δώση να
|
||
πιή και της ήρθε να το φιλήση, να το φιλήση -μα ντράπηκε-
|
||
Κι αυτός δεν της έλεγε τίποτα. Στην αρχή, καθώς μπήκε μέσα, της
|
||
είπε :
|
||
- Δεν έχεις τίποτα. Αύριο θα σου φέρω το γιατρό να σου γράψη
|
||
κανένα άλλο γιατρικό να σου περάση.
|
||
Κ' έπειτα δε μίλησε πια, παρά κύτταζε μπροστά του. . .
|
||
Είναι άνθρωποι που ζούνε σα χόρτα και κοτρώνια-ζουν και δε
|
||
μιλούνε, μόνο βλέπουν τη ζωή τους σαν τα χόρτα και τα κοτρώνια
|
||
: τη βλέπουνε σε μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερη ένταση από
|
||
εκείνους που ξεφωνίζουν και ξέρουν και λεν το τι αισθάνονται-
|
||
γιατί μπορεί και λέγεται με λόγια. . .
|
||
Κύττα λοιπόν κ’ εσύ, αγόρι μου, τον άσπρο γύρο τον κολλαριστό
|
||
του νυφικού σου κρεββατιού και μέτρα τις θηλειές της
|
||
χερόπλεχτης νταντέλλας κάτω-κάτω ! Κύττα μια μεγάλη άρρωστη
|
||
μύγα, που δεν πέθανε το χειμώνα, πως πετάει, βαριά, με βόμβο
|
||
μονότονο από το τζάμι στην πλεχτή κουβέρτα και πίσω! Ξεχώριζε
|
||
με τα μάτια σου τα πολύχρωμα κουρελάκια πούναι φτειαγμένο το
|
||
χαλάκι μπροστά στον καναπέ: τέσσερα κόκκινα και στη μέση ένα
|
||
μαύρο, τέσσερα μπλε κ’ένα μαύρο και πάλι κόκκινα με πράσινο,
|
||
και στο καθένα μια σταυροβελονιά με κίτρινο μετάξι . . .
|
||
Αχ τι στενοχώρια τι στενοχώρια !-
|
||
Όλα αυτά ειν’αιώνια μπροστά στην χαρά της ζωής! –
|
||
Κι αν τα μάτια σου αγναντεύουν φως χρυσό και καθρεφτίζουν τη
|
||
θάλασσα την μακρινή και τον ουρανό που κατεβαίνει ως μέσα στο
|
||
παράθυρό σου – από τα βάθη τους όμως αναβρύζει σκοτάδι,
|
||
σκοτάδι, σκοτάδι. . .
|
||
Την άλλη μέρα ήρθ’ο γιατρός για τη Βεργινία. Έβαλε ταυτί του
|
||
στην καρδιά της που μόλις ακουγότανε (με μισόκλειστα μάτια
|
||
κύταζε χαδευτικά την ξανθή γενιάδα του πούτον πλαγιασμένη με
|
||
φιλάρεσκη συγκατάβαση απάνω στο φτωχό στήθος της Βεργινίας)..
|
||
έπειτα έπιασε το σφυγμό. . κύτταξε τα ματόφλουδά της από μέσα
|
||
πούταν ξέχρωμα- ανασήκωσε με το δαχτυλο τα χείλια της να δη τα
|
||
γουλιά πούταν κι αυτά σχεδόν άσπρα. Είπε πως έχει μεγάλη
|
||
αναιμία και να μείνη κάμποσες μέρες στο κρεββάτι ακίνητη ως
|
||
ναναλάβη. Την εμπόδισεν εδώ και πέρα να κάνη τον παραμικρότερο
|
||
κόπο κι ούτε και να συγχίζεται. Έπειτα έγραψε κάτι καινούργια
|
||
φάρμακα : πρώτα ένα νερό κιτρινωπό σαν τσάι που θα γράφη απόξω
|
||
στο μπουκάλι «Δακτυλίτις», να παίρνη δυο κουτάλια της σούπας,
|
||
ένα το πρωί κ’ ένα το βράδυ, για τρεις μέρες το πολύ, κ' έπειτα
|
||
από λίγες μέρες ξανά δεύτερο έν' άλλο που θάχη χρώμα σκούρο
|
||
κόκκινο και θα λέη «Κολά», να βάζη από μισό κουταλάκι ή καμμιά
|
||
εικοσαριά στάλες στο κρασί της-τρία δάχτυλα κρασί μαύρο κάθε
|
||
φορά, όχι περισσότερο. Φαί δυναμωτικό κι αλαφρό : σούπα μ' αυγό
|
||
χτυπητό, λίγη μπριζόλα με το αίμα, μυαλό και σοκολάτα πλάκες
|
||
όση θέλει. Και να παίρνη πάντα τις πικρές της στάλες και τα
|
||
χάπια. Σε δύο-τρεις μέρες, είπε, θα ξαναπεράση. Συμβούλεψε κι
|
||
αυτός το Νίκο να πάρη κάποια γυναίκα στο σπίτι να νοιάζεται και
|
||
την άρρωστη, όταν θα λείπη αυτός. Ο Νίκος τον ξέβγαλε ίσαμ’ έξω
|
||
απ’ την πόρτα. Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . .
|
||
Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης.
|
||
-Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας
|
||
στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό
|
||
κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης
|
||
θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα
|
||
κοντεύη δεκαεφτά χρονώ. Η θειά μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα
|
||
. . .
|
||
Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της
|
||
κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη
|
||
λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος.
|
||
Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με
|
||
μιαν απήχηση πίσω του - τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος...
|
||
|
||
|
||
|
||
Τάσπρα μάτια.
|
||
|
||
|
||
|
||
Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.
|
||
Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα
|
||
δεκάξη, καθώς έλεγε η θειά, - ένα κοριτσάκι με κοντό
|
||
φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που
|
||
νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια
|
||
με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν
|
||
ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.
|
||
Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα
|
||
του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και
|
||
τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . .
|
||
0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο
|
||
του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. .
|
||
Ενόσω μιλούσε η θειά Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα
|
||
κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν
|
||
τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά ατά το
|
||
σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε
|
||
φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια
|
||
σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπες τους, σάμπως τα στηθάκια της
|
||
τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε
|
||
να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . .
|
||
Λαχτάρα μου!---
|
||
Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με
|
||
μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να
|
||
κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.
|
||
Σαν τα αποείπανε, σηκώθηκε η θειά Ελέγκω να φύγη φίλησε τη
|
||
Βεργινία :
|
||
- Θάρχωμαι, Βεργινίτσα μου, να σε βλέπω πιο συχνά τώρα•
|
||
να βλέπω και πως τα πάει κ' η Λιόλια. Μη σεκλετίζεσαι!
|
||
περαστικά είναι. Νά κ’ εμένα που με βλέπεις τόση κι άλλη τόση,
|
||
τα ίδια δεν τράβηξα το πρώτο χρόνο της παντρειάς μου ; θα πης
|
||
πως δεν έκανα παιδιά! - Ξορκισμένα νάναι ! Άμα έχης τον άντρα
|
||
σου, τι άλλο θέλεις ; για μπελά μόνο; . . . Κ’ εσύ, Λιόλια, το
|
||
νου σου ! να κυττάς τη Βεργινία που την είχα σαν παιδί μου-
|
||
προσεχτική και πρόθυμη σαν κορίτσι του σπιτιού. Κι ό,τι σου πή
|
||
ο Κυρ Νίκος που είν' ο καημένος κι αυτός σαστισμένος. . . Από
|
||
νοικοκυριό πια άλλο τίποτα, Βεργινίτσα μου. Την έχω στρωμένη.
|
||
Αμ τα ξέρεις δα κ' εσύ!. . . Περαστικά Κυρ Νίκο ! αυτά έχ' η
|
||
παντρειά. Μικρός-μικρός μπήκες στα βάσανα, έ-ε-έχ! Όποιος τρώει
|
||
τα καρύδια σπάνει και τα τσέφλια, Κυρ Νίκο μου-ού . . .
|
||
Και βγήκεν έξω, σκασμένη στα γέλοια για ταστείο της.
|
||
Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι-
|
||
Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα
|
||
κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση
|
||
τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και
|
||
ταυγά,. .
|
||
Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματα της απηχήσανε στα σανίδια της
|
||
κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής. Και σε λίγο ξανάρθε μέσα
|
||
και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το
|
||
λεμόνι; και πάλι τάπ-τάπ-τάπ έκαναν τα βήματα της. . . κ’ έκανε
|
||
άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα
|
||
κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της
|
||
δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της
|
||
και να τη φορέση. . .
|
||
. . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που
|
||
ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το
|
||
βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.
|
||
Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η
|
||
κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη : μια γλυκειά
|
||
ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το
|
||
κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο
|
||
πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο
|
||
της, ταναπουπουλιασμένο.
|
||
Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’
|
||
αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το
|
||
κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το
|
||
αίμα και τη νειότη της.
|
||
Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το
|
||
άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ' η κόρη ξέχρωμη,
|
||
σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα. Άνοιξε τα χείλια της τα
|
||
παννιασμένα να του χαμογελάση κ’ είδε ο Νίκος τα γουλιά σαν από
|
||
ξέθωρο, σβησμένο κοράλλι, πούκαναν τα δόντια της να φαίνονται
|
||
κατακίτρινα.
|
||
Τι λύπη ! τι λύπη !----
|
||
Κ' η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις
|
||
μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι
|
||
που καθόταν κ' έραβε και τονέ χαιρέτησε μ' ένα βυσσινύ
|
||
χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το
|
||
μέτωπο της. Και το χαμόγελο αυτό, η όψη της η ανθισμένη σα να
|
||
τον ξεκούρασαν απ’ τη λύπη του μονομιάς, σα να τούδωσαν κάποιο
|
||
θάρρος αλοιώτικο και μίαν ελπίδα αόριστη για κάτι καλό πούτονε
|
||
νάρθη, αφάνταστο.
|
||
Άθελα, εκεί που κάθησε να φάη, ακολουθούσε με το βλέμμα του τη
|
||
Λιόλια που μπαινόβγαινε κ' οι ματιές του ακκουμπούσανε
|
||
σκεπτικές στα καστανά της τα μαλλιά, που τάχε σηκωμένα πίσω
|
||
αψηλά σε μια χοντρή πλεξούδα, έπειτα πάλι έπεφταν απάνω στο
|
||
στενό της το πολκάκι, στα κουμπάκια που σπαράζανε σε κάθε
|
||
αναπνοή της. . •
|
||
Κ' η Λιόλια κάθε τόσο έλεγε με μια φωνή χαμηλή και τραγουδιστή
|
||
:
|
||
- Κυρία Βεργινία ! να σας φέρω τώρα το ζουμί σας ;. . .
|
||
Να σας κόψω τη μπριζόλα σας ; Να βάλω να ζεσταθή το γάλα
|
||
σας ή το θέλετε το βράδυ ;. . . Θα του φθάση το φαί του Κυρίου
|
||
Νίκου ή να του ψήσω και δυο αυγά;
|
||
- Πώς να δη ο Νίκος τάσπρα μάτια της Βεργινίας καρφωμένα απάνω
|
||
στο πρόσωπο του, αφού κύτταζε αλλού ; Τo περίεργο μόνο είναι
|
||
πως δεν ανταμώθηκαν οι ματιές του απάνω στης Λιόλιας το κορμί,
|
||
γιατί και της Βεργινίας τάσπρα μάτια περπατούσανε μαζί με τα
|
||
καμώματα της Λιόλιας και πήγαιναν απ’ τη Λιόλια στο Νίκο και
|
||
πίσω. . .
|
||
Ω σκεπτικά μάτια του νέου αγοριού, τί φταίτ' εσείς που
|
||
γλυκαινόσαστε, σαν ήσαστε πρώτα πικραμένα και τυφλά απ' το
|
||
σκοτάδι κ' έξαφνα αγναντεύετε ένα λουλούδι γλυκό που
|
||
σιγοκαμπανίζει μέσα στην αύρα της ψυχής σας;. . . Λάμπει πάλι
|
||
χρυσός ο ήλιος της νεότητός σας και ξυπνάει η λαχτάρα σας σαν
|
||
κάποια μοσχοβολιά πούτον κρυμμένη βαθιά-βαθιά κάτω από τους
|
||
μαραμένους μενεξέδες. . .
|
||
Κ' η Βεργινία είδε τα μάτια του αγοριού της να γλυκαίνωνται,
|
||
νανοίγουνε διάπλατα σαν άνθη στον ήλιο, όταν ακκουμπούσαν απάνω
|
||
στα μαλλιά της Λιόλιας και στα χείλια της τα υγρά κι ανοιγμένα
|
||
πάντα σαν κόκκινα ανθόφυλλα και στο πολκάκι της με τη σειρά
|
||
κουμπάκια, και δεν έβλεπε πια τίποτε άλλο απ’ όσα ήτανε γύρω
|
||
της κι απ' όλη τη ζωή που είχε ακόμα μέσα της κι απ’ όλη την
|
||
αρρώστια που της είχε ζωσμένο το κορμί της και της τότρωγε –
|
||
τίποτα ! εξόν αυτό μονάχα. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
- Πού θα τη βάλωμε να κοιμηθή, είπε η Βεργίνα του Νίκου, άμα
|
||
ήρθε το πρώτο βράδυ. Και σα ναπαντούσε γι’ αυτόν, πρόσθεσε με
|
||
βία : Στην κουζίνα είναι πλάκες και δεν έχομε στρίποδα. . ούτε
|
||
και ρούχα-
|
||
- Να πέση στο κρεββάτι μαζί σου κ' εγώ στρώνω χάμω.
|
||
Η Βεργινία κούνησε το κεφάλι της πως «όχι»-
|
||
- Τότε να στρώση την αντρομίδα μπροστά στο κρεββάτι κοντά σου,
|
||
μήπως και θέλησης τη νύχτα τίποτις. . .
|
||
- Δε φθάνουν οι κουβέρτες -
|
||
- Της δίνομε το πάπλωμα κ’ εμείς σκεπαζόμαστε με το νυφικό μας.
|
||
Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν
|
||
αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής
|
||
της. . .
|
||
Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο
|
||
μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από
|
||
ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες
|
||
και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του
|
||
γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο-κάθε μεγάλη
|
||
σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά
|
||
του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . .
|
||
Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε
|
||
φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.
|
||
Του Νίκου, πούτονε γυρισμένος κατά τον τοίχο, μόλις φαινότανε
|
||
λίγο το κατσαρό μαλλί που τόχε τούφφα πάνω απ’ το μέτωπο. Μα
|
||
της Βεργινίας το πρόσωπο ήτον όλο απόξω, σα να φοβότανε μην
|
||
πνιγή, κι άσπριζε σα μια χούφτα αφρός απάνω σ'ένα κύμα απλωτό-
|
||
αφρός που δεν ήθελε να λυώση. Και στα βάθη του αυτό το κύμα
|
||
έκρυβε τη δύναμη και την αρρώστια-κ' η αρρώστια λαχταρούσε τη
|
||
δύναμη, την κοιμισμένη. . . Και το κύμα έπεφτε από πάνω από της
|
||
Βεργινίας το αδυνατισμένο κορμί και φιλούσε της Λιόλιας, που
|
||
κοιτότανε στο πάτωμα, το γλυκό παρθενικό κεφάλι. . .
|
||
Όλη τη νύχτα τα μάτια της Βεργινίας ασπρίζανε μες στο σκοτάδι
|
||
που χύθηκε βαρύ και βουερό σαν απόσβησε το καντήλι,
|
||
ορθάνοιχτα.. κ’ έκαναν τον ίδιο δρόμο πούκαναν όλη την ημέρα:
|
||
απ’ το μέρος του Νίκου κατά το μέρος της Λιόλιας-χωρίς να
|
||
βλέπουν. . .ως που ξημέρωσε--
|
||
Και περνούσαν οι μέρες. . .
|
||
Όταν ο Νίκος τη ρωτούσε τώρα τη Βεργινία πως ήτον και της
|
||
μιλούσε με τόση γλύκα, με τόσα πολλά λόγια-αυτός που άλλη φορά
|
||
σε μιαν εβδομάδα μέσα δεν εύρισκε τόσες λέξεις να της πη-και με
|
||
μιαν ηχερή φωνή που σα νάτρεμε κρουσταλλένια κάτι χαρούμενο
|
||
μέσα της, και μονάχος του της έδινε να παίρνη τα γιατρικά της
|
||
και της μετρούσε τις στάλες σα να τις χαιρόταν κι αυτές ακόμα,
|
||
και της έκοβε τη μπριζόλα και της βαστούσε το πιάτο της σούπας
|
||
της με το χτυπητό αυγό, για να μη σηκώνη πολύ το χέρι της και
|
||
κουράζεται,-η Βεργινία κυττούσε μονάχα τα μάτια του. Και πολλές
|
||
φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ' η σούπα επάνω της, γιατί
|
||
κι αυτός κυττούσε αλλού ---
|
||
Και περνούσαν οι νύχτες. . .
|
||
Τι νύχτες ήταν εκείνες ! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο
|
||
πλευρό της; -τόσο βαθιά, τόσο βαθιά !- Γιατί δεν την έσφιγγαν
|
||
τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του
|
||
τα δικά της; - το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε
|
||
αιωνίως ;. . .Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο
|
||
προσκέφαλο της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα
|
||
χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου-
|
||
Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια
|
||
της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω-κάτω και
|
||
σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα.
|
||
Η ίδια δεν είχε πια δύναμη να τα κάνη όλ’ αυτά κ' η φωνή της
|
||
δεν μπόραγε να πη τα όσα ήθελε. . .
|
||
Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, κ' η Βεργινία κατάλαβε πως για
|
||
νάναι του Νίκου τα μάτια πάντα γλυκά σαν τώρα κ’ η φωνή του
|
||
τόσο διάτορη και κρουσταλλένια και κρυφοχαρούμενη, αυτή ήτον
|
||
πια περιττή-και κατάλαβε τότες πως δεν της χρησίμευε πια ούτε
|
||
της ίδιας να ξαναύρη την υγειά της.
|
||
Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω.
|
||
Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο
|
||
ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ' είπε να μη σηκωθή απ’ το
|
||
κρεββάτι-μα και να ήθελε, μπορούσε;--
|
||
Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. -Σαν
|
||
περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το
|
||
χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια
|
||
φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε
|
||
βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω
|
||
για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ
|
||
Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά
|
||
;» -Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και
|
||
κοιμόσαστεν ορθοί !»
|
||
Να τονέ βλέπατε πως έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο
|
||
χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα
|
||
κάμη όλα τρίψαλα ! Ο μάστορας του φώναζε: «Έ!! Νίκο ! έχει
|
||
εκατό δραμές αυτή η καρυδιά ! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώ !»
|
||
Αυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και
|
||
γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν
|
||
αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ' έξυνε κ' έγλυφε
|
||
το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον
|
||
άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του. Και
|
||
το ζεστό σίδερο φιλούσε, φιλούσε το ξύλο κι αυτό γινότανε
|
||
μαλακό και γλυκό, σα να ζωντάνευε, κι άνοιγε, σαν ταχείλι στα
|
||
φιλιά, κι έβγαιναν όλο φυλλαράκια και βλαστοί πανώριοι,
|
||
μυριοπερίπλοκοι, και ρόδια και σταφύλια, που χύνονταν όσο ένα
|
||
κέρας, και γυναίκες με βυζιά πεταχτά και Κένταυροι με τις ουρές
|
||
ορθές και με τόξα που σαϊττεύαν αόρατους εχθρούς κι
|
||
αγριάνθρωποι με τράγινα μεριά και μυτερά αυτιά και Χίμαιρες και
|
||
Σφίγγες με φτερά. . . Πόση δουλειά έβγαινε τώρα από τα χέρια
|
||
του!
|
||
Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε
|
||
όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την
|
||
Άγια Αικατερίνη κ' έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο,
|
||
για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου -
|
||
καθώς έλεγε στον εαυτό του. Μα αλήθεια ήτον πως τουρχόταν έτσι
|
||
να κουνηθή, να τρέξη, και δεν τονέ βαστούσε πια στα καπούλια
|
||
του Κωλοσούρτη να κάνη χάζι τα σκέρτσα του
|
||
Έμπαινε στο σπίτι σαν ανεμοστρόβιλος !. . βροντούσε τις πόρτες
|
||
και τις καρέκλες . . γελούσε με το καθετί και με την άρρωστη
|
||
ακόμα τη Βεργινία.
|
||
- Σα λεμόνι μου είσαι πάλι σήμερα Βεργινίτσα μου ! - θα σε
|
||
στίψω να σε κάνω λεμονάδα -
|
||
Και σε λίγο πάλι έλεγε:
|
||
- Μπα δεν έχεις τίποτις ! Απ’ την ημέρα που μπήκε η Λιόλια στο
|
||
σπίτι είσαι πολύ καλύτερα. Και τα προχτές σαν ήρθε η θειά
|
||
Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια ; Νά που γελάς κ'
|
||
η ίδια ! - γελάς, έ;!
|
||
Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο
|
||
διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια
|
||
της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα
|
||
βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς - κι αυτά ήταν τα μόνα
|
||
χρώματα πούχε απάνω της. Τo στόμα της έδειχνε κυρτωμένο σ' ένα
|
||
τόξο, που θάτον ακόμα πιο τρομερό αν ήτονε γέλοιο κι όχι κλάμα
|
||
βαστηγμένο μιας ψυχής που σπάραζε . . .
|
||
Τώρα ο Νίκος ερχόταν το απόγεμα από νωρίς στο σπίτι πολλές
|
||
φορές και δε ματάβγαινε καθόλου ύστερ’ απ' το γιόμα. Είχαν τώρα
|
||
λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα
|
||
σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις
|
||
δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες
|
||
της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία
|
||
κι αργούσε νάρθη. Έτσι έπαιρνε κι αυτός τα σχέδια του σπίτι και
|
||
καθόταν και χαράκωνε και φωτοσκίαζε κ’ έσβηνε με τη
|
||
γομμαλάστιχα ίσαμε που βράδιαζε - και δουλεύοντας σφύριζε
|
||
ακατάπαυτα, σαν τον κότσυφα. . .
|
||
Η Λιόλια περνούσε από μπροστά απ’ το τραπέζι του και
|
||
κρυφοκυττούσε τις ζωγραφιές πούφτειανε ο Νίκος. Και άμα έβλεπε
|
||
πως ο Νίκος περισσότερο αυτήν κυττούσε παρά τη μύτη του
|
||
μολυβιού του, κοκκίνιζε ως ταυτιά.
|
||
Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη
|
||
στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε
|
||
κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα.
|
||
Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην
|
||
κουζίνα. Κι από κάτω, από το υγρό και σκοτεινό υπόγειο,
|
||
ακουγότανε σε λιγάκι η φωνή της να τραγουδή κρουσταλλένια, όπως
|
||
τραγουδεί ένα καναρίνι μέσα στο κλουβί του. Μα μόλις ανέβαινε
|
||
απάνω στην κάμαρη, σώπαινε-— Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του
|
||
ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι--
|
||
Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι
|
||
αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του
|
||
τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . .
|
||
Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκου — κ’ έχωνε το
|
||
κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ'
|
||
ένα κύμα απελπισίας---
|
||
Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές ! Την Κυριακή της Τυρινής
|
||
άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα
|
||
απέξω ! Τρέχει η Λιόλια νανοίξη . . και γιομίζει από
|
||
χαρτοπόλεμο και μπαίνει ο Νίκος σκασμένος στα γέλοια πού έκαμε
|
||
τη Λιόλια και τρόμαξε. Μύριζε ο Νίκος δυνατά κρασίλας. Έπειτα
|
||
πήγε και στης Βεργινίας το κρεββάτι και την πασπάλισε κι αυτή
|
||
με τα πολύχρωμα χαρτάκια. Έτσι φαινόταν ακόμα πιο κίτρινη, σα
|
||
λείψανο μασκαρεμένο.
|
||
—Μ' ηύρε στο δρόμο η θειά Ελέγκω, είπε ο Νίκος. Θάρθη μούπε
|
||
στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από
|
||
'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει
|
||
εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε.
|
||
Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε
|
||
στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο. Γελούσε με τη Βεργινία
|
||
πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με
|
||
τη Λιόλια πού θαρρούσε πώς έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της
|
||
μέσα στο φαί της κι όλο τιναζόταν — ενώ της τάρριχνε αυτός,
|
||
χωρίς να το παίρνη χαμπάρι.
|
||
Καθώς σηκωθήκαν απ’το τραπέζι κ' έμεινε η Λιόλια μια στιγμή
|
||
γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και
|
||
της γιομίζει την πλάτη κομφετί. Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ'
|
||
έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την
|
||
κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε
|
||
μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη
|
||
Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο
|
||
τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της
|
||
στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο. Αισθανόταν το κεφάλι της
|
||
κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε
|
||
σχεδόν τρόμο -
|
||
. . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή
|
||
στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του
|
||
προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ'
|
||
έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες
|
||
-
|
||
Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.
|
||
Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα!--
|
||
Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι
|
||
φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . .
|
||
Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε---
|
||
Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια - κι ο Νίκος δεν το
|
||
πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του
|
||
κακοφάνηκε. Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω
|
||
απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε
|
||
και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση
|
||
ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του.
|
||
- Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάϊ ή καμμιανή της
|
||
κόρη να σου βαστήξη συντροφιά. Αλλά που αυτές !- αμ δε θάναι
|
||
σπίτι τέτοια μέρα!. . . Αν δεν τις βρω, να περάσω να πω της
|
||
Ευρυδίκης;. . Δεν τη θέλεις;-Μα δεν μπορείς να μείνης και
|
||
μονάχη σου ! μήπως και θελήσης τίποτα ως που να γυρίσωμε με τη
|
||
Λιόλια.,. Τάχεις όλα κοντά σου, ό,τι σου χρειάζεται; -Δε
|
||
θαργήσωμε !
|
||
Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
|
||
Σε λίγο ήρθε η Ευρυδίκη, η καπελλού (που κάλλιο να μην
|
||
ερχότανε), με κάτι τσουλούφια ως μέσα στα μάτια και με μάγουλα
|
||
μπλου αποκάτω από τη μπούδρα - μια ξεμπερδεμένη που φαινόταν
|
||
πως είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου και πολλών αντρών «νόον
|
||
και άστεα» γνώρισε. Δύο φορές ζωντοχήρα, αν θέλετε ! «Καθώς
|
||
κατήντησαν τώρα οι άντρες, έλεγε, κάλλιο να μη παντρεύεται μια
|
||
κόρη· δεν εννοούν τι θα πη γυναικεία ψυχή»,--Μα δεν την
|
||
εμπόδιζε αυτό να κάνη τη μισοκακόμοιρη : αυτή να βγη έξω τέτοια
|
||
μέρα!. . κι ο Κύριος Νίκος να μην ερχότανε να την παρακαλέση,
|
||
αυτή τόχε σκοπό νάρθη να καθήση με την αγαπημένη της τη
|
||
Βεργινία. . .
|
||
«Σιχαίνεται κανείς πια και τον εαυτό του να βλέπη τις αηδίες
|
||
του κόσμου μέρες που είναι και θέλει να πη κι ένα λόγο. Μήπως
|
||
έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες
|
||
μοναχά κ' οι γάττες. . .»
|
||
Και που να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ
|
||
μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία!
|
||
Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε - και στο
|
||
πόδι που ήτον ακόμα. Με την πλαϊνή, τη χήρα του δικαστικού
|
||
κλητήρα, στο ίδιο σπίτι πια, εξ ανάγκης: πότε για κάνα λεμόνι,
|
||
πότε για το γουδί ή την πλύστρα της σκάφης και προ πάντων για
|
||
το σίδερο, που είχ' ένα όμορφο παποράκι η Βεργινία, κι εκείνες
|
||
οι κόρες της χήρας είχαν αιωνίως κάτι «λεπτόν» να πατήσουν. Μ'
|
||
αφότου της ήρθ'εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ
|
||
αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη
|
||
καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια!. . που είχε νου πια
|
||
και δύναμη για κουβέντες -
|
||
Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η
|
||
Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες. Κι άρχισε για τις
|
||
πλαϊνές: οι δείξες, οι πείξες, που τους είχε περάσει η
|
||
ιδέα πως θε να τους άδειαζε τον τόπο η καψερή η Βεργινία, «που
|
||
να φαν τις γλώσσες τους, κ' ήταν έτοιμη η γριά - που να μη την
|
||
πω ! - να του πασσάρη μιαν απ’ τις κόρες της του Κύριου Νίκου -
|
||
και ίσως και τις δυο, τη μια με το στεφάνι και την άλλη
|
||
αστεφάνωτη - Θε μου σχώρα με!»
|
||
«Αμ τι θαρρείς ! τέτοιοι άνθρωποι έχουν ιερό και όσιο ;
|
||
άνθρωποι είν' αυτοί; Είδαν το παλληκάρι – γιατ’ είναι όμορφο
|
||
παιδί και λεβέντης ο αντρούλης σου- να τονέ χαίρεσαι! -
|
||
δουλευτής, που μπορεί να ζήση τη γυναίκα του με το κόμμοδό της,
|
||
νάχη, σα να πούμε, και τη διασκέδαση της και το λούσσο της-μη
|
||
βλέπεις εσύ που δεν έχεις τίποτα απ’ τον κόσμο-»
|
||
(Και μπρος απ’ τα μάτια της Βεργινίας φάνταξε σαν όραμα
|
||
φεγγοβόλο ένα μεγάλο άσπρο φτερό πούχε στο καπέλλο της μιαν
|
||
όμορφη κυρία, που την είδε μια μέρα να περνάη με ταμάξι απ' τη
|
||
Λεωφόρο Συγγρού . . και το φτερό ανέμιζε και κυμάτιζε μαλακά
|
||
στην αύρα σα σύννεφο που έλυωνε, σαν αφρός. . και της χάδευε
|
||
τα χρυσά μαλλιά, χωρίς ποτέ να φεύγη από κοντά τους, χωρίς να
|
||
σβήνη. . . Αχ, πόσο της άρεσε εκείνο το φτερό ! - και του τόχε
|
||
ειπή του Νίκου να της πάρη ένα όμοιο για τη Λαμπρή . . και
|
||
τώρα ! - και βούρκωσαν τα μάτια της - - )
|
||
«Περαστικά νάναι !», πρόσθεσε η Ευρυδίκη σαν την είδε που
|
||
δάκρυσε, «-και να ξοδεύεσαι και για ξένον άνθρωπο-εκείνο το
|
||
κορίτσι δα που πήρες ! Αυτά είν' τα τυχερά! Μήπως τόθελες κ'εσύ
|
||
που το πήρες; Ξέρει κανείς τι βγαίνει απ’ αυτά τα πράματα ! Την
|
||
είδα που λες τώρα δα που περνούσαν απ' το σπίτι με μια γριά.
|
||
Μια στρογγυλοπρόσωπη δεν είναι; παχουλή; μ' όμορφα μαλλιά; με
|
||
μια τραγιάσκα; Θειά της λέει είν' εκείνη η γριά - μου τόχαν πη
|
||
οι Βαλλώσαινες στην πίσω αυλή. Είναι και δική σου θειά απ’ τη
|
||
μητέρα σου; Έμ αφού έρχεται και συγγενής, καλύτερα» -
|
||
Και χαμογέλασε μ' ένα χαμόγελο πουρχόταν τα-ίσα απ’ την Κόλαση.
|
||
«Γιατί πάντα ένα ξένο κορίτσι μες το σπίτι», άρχισε παρακάτω με
|
||
καινούργιον αέρα στα πλεμόνια της, γιατί της φυσούσαν οι
|
||
διάβολοι με τα φυσερά τους, «πούναι και τόσο νέος άντρας και
|
||
καλοκαμωμένος - αλήθεια πόσα χρόνια τον απερνάς, ή σ' απερνάει;
|
||
Νάξερες, καϋμένη, πως τονέ ματιάζου-νε-ε τα κορίτσια και τι
|
||
ακούγει πίσω του!. . . Μέσ' απ’ τα μπρίζι-μπίζι μου εμένα που
|
||
να μου ξεφύγη τίποτα ! - θε να πέθαινες δέκα βολές. Να
|
||
προσέχης! - αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες
|
||
την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή.
|
||
Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!.
|
||
. .»
|
||
Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως
|
||
που βράδιασε. Την αλάλιασε την άμοιρη τη Βεργινία που της
|
||
απαντούσε με κάτι ξεψυχισμένα λόγια, με κανένα κούνημα του
|
||
χεριού, στην αρχή κ' έπειτα καθόλου πια, παρά κοιτόταν με το
|
||
πρόσωπο χαρτί βαθιά μέσα στο προσκέφαλο, κι άφηνε και της
|
||
εσούβλιζε την ψυχή και της περίχυνε το κορμί της με ζεστά λάδια
|
||
και με νερά παγωμένα - το άρρωστο της το κορμί πλάκα κάτω απ'το
|
||
γαλάζιο πάπλωμα-ως που λιγοθύμησε---
|
||
Τηνέ συνέφερε σε λιγάκι πάλι η καλή της η φιλενάδα με σπίρτο
|
||
του καμινέτου που της έτριψε τα μηλίγγια και τα χέρια. Έπειτα
|
||
κατέβηκε στην κουζίνα και ηύρε λίγη κανέλλα μέσα σ' ένα κουτί
|
||
τενεκεδένιο που ήτανε διάφορα μπαχαρικά και της έβρασ’ ένα
|
||
φλυτζάνι με λίγο πιπεράκι και της τόδωσε να πιή για να στυλώση
|
||
την καρδιά της. Από τέτοια δα άλλο τίποτα η Κυρία Ευρυδίκη -
|
||
του κάκου δεν ήτονε μαμμή ξεσκολισμένη.
|
||
Κ'έπειτα ξανάρχισε - απ'άλλη μεριά τώρα. Της φάνηκε περίεργο
|
||
γιατί να λείπη απ’ το σπίτι το κορίτσι. Τι το θέλανε ; Για να
|
||
χρειασθή σε μιαν ανάγκη ! - ε ; «Να μην ήμουν κ' εγώ και να
|
||
πάθαινες τη λιγοθυμιά ολομόναχη ! Κύριε σώσε ! Έχω μιαν ιδέα
|
||
πως πάει να ιδή το κομιτάτο !» Η Βεργινία της έκαμε «ναι» με το
|
||
κεφάλι.
|
||
- Ορίστε μας! Έμ τότες δε καθότανε σπιτάκι της μια και καλή.
|
||
Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα
|
||
πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και
|
||
καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; - όπως πήγε, ναρθή ! - τι; Και να
|
||
δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος. Αυτός δα σε
|
||
βαστάει στα χέρια - όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου
|
||
θα μπλέχτηκαν ! Οχτώ η ώρα ! . . . Αμ νισάφι πιά ! Απ’ τις
|
||
τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο
|
||
κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους
|
||
χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε
|
||
σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.
|
||
Κι ανησυχούσε αληθινά που αργούσανε, γιατί ήθελε κι αυτή να πάη
|
||
να ντυθή ατσιγγάνα για το χορό της Κασταλίας. Και τώρα πως να
|
||
την άφηνε μονάχη της τη Βεργινία που ακόμα καλά-καλά δεν είχε
|
||
συνέρθει!
|
||
Είπε που θα πεταγότανε να δη μήπως γύρισαν οι χλαίνες γιατ'
|
||
είχε και δουλειά να πάη σπίτι: μια παραγγελία βιαστικιά γι’
|
||
αύριο, ένα καπελλάκι τρέλλα, όλο παπαρούνες και πράσινα στάχυα
|
||
με τα κοτσάνια πίσω κρεμαστά, που θα το φόραγε μια από τις
|
||
μεγάλες στα Κούλουμα στην Κηφισσιά. «Σου λεν έπειτα πως τα
|
||
κάμανε στη Φρανσίν και στην Καίτη Παππά και πως τους κόστισαν
|
||
έναν κόσμο-και βγαίνουν απ’ αυτά εδώ τα χέρια. Τάφησα κ' εγώ
|
||
που λες για την τελευταία στιγμή, Γιατ’ είπα μέσα μου : ό,τι
|
||
έχω εγώ τη Βεργινίτσα μου!. . δεν πα να κουρεύωνται κ’ οι
|
||
μεγάλες και τα Κούλουμα τους. . . »
|
||
Και ξεγλίστρησε όξω απ’ την πόρτα.
|
||
Δεν πέρασ' ένα λεπτό της ώρας και νάτην πάλι μαζί με τη χήρα
|
||
του δικαστικού κλητήρα τώρα, την καλή την Κερά-Δημήτραινα με
|
||
τις τριχωτές ελιές και το ψαρύ μουστακάκι που λες και τόχε
|
||
κληρονομήσει (Αχ,- αυτό μονάχα και μια θεόρατη μαγκούρα) απ’ το
|
||
μακαρίτη. Χρυσός άνθρωπος ωστόσο αυτή η Κερά-Δημήτραινα ! Μόλις
|
||
άκουσε για τη Βεργινία, τάφησ’ όλα σύξυλα, μόλο που τώρα δα
|
||
ήτονε φερμένη πούχε πεταχτή λιγάκι στης αδελφής της να τα πουν
|
||
ένα χεράκι, κ’ έτρεξε να κάτση κοντά της και να τη συντροφέψη,
|
||
την αδικημένη την ψυχή.
|
||
- Τι σούλεγα, Βεργινία μου, πως τους φίλους σου δεν τους
|
||
ηξέρεις κι ούτε και τους οχτρούς σου! Νά η Κερά-Δημήτραινα από
|
||
‘δω με τις κόρες της, κ’ εγώ από μέρος μου-τα πάντα θυσία για
|
||
σένα!. . . Λέγαμε δα για σας τόσα καλά, Κερά-Δημήτραινα, και
|
||
για τις κόρες σας-καλή τύχη νάχουν !. . .
|
||
Κ' έφυγε η Ευρυδίκη κι απέμεινε το θύμα με τον καινούργιο
|
||
δήμιο.
|
||
Τo ξυπνητήρι στην εταζέρα έλεγ’ εννιά !-δεν ξεκολλούσε πια το
|
||
μάτι της η Βεργινία από 'κει πάνω--
|
||
Έλεγε η Κερά-Δημήτραινα, έκοβε, η γλώσσα της κ' έρραβε . . .
|
||
Κι όλο για τα κορίτσια της που δε ματαγινήκανε στον κόσμο: «η
|
||
σεμνότη τους κ' η υπακούητά τους, άλλο πράμα!-άγγελοι που τους
|
||
λείπουνε μόνο τα φτερά-ζωή νάχουν !-Και μου τις ζητήσανε, να!
|
||
(και μάζευε τα δάχτυλα, τις άκρες δέσμη, και των δυο της των
|
||
χεριών)-έτσι όπως είναι, όχι ψέμματα !-χωρίς πεντάρα προίκα . .
|
||
. Και τι ανάγκη έχουν αυτές από προίκα ; Ας είν' καλά τα
|
||
χεράκια τους που βγάζουν το ψωμάκι τους σα λίγες μες την Αθήνα,
|
||
κ' έχουν και την ομορφιά τους και την αναθροφή τους ! Πού τώρα
|
||
πια αναθροφή !-ποιάς την έχασε για να βρεθή; Πάν πια εκείνοι οι
|
||
καιροί ! Τώρα ο κόσμος έπεσε στην ξετσιπωσιά. Αμ ό,τι βλέπουνε
|
||
δα κ' οι καψερές απ’ τις μεγάλες μας που πάνε στα παλάτια και
|
||
με ταυτοκίνητα . . .»
|
||
Και γι’ αυτά κι αυτά το συλλογιζόταν η Κερά-Δημήτραινα πολύ να
|
||
τις παντρέψη τις κόρες της, γιατί τώρα καθώς κατάντησαν κ' οι
|
||
νέοι. . . «Μη βλέπεις εσύ που πίτυχες το καλό το παλληκάρι που
|
||
σου φέρνει του πουλιού το γάλα μέσα στην απαλάμη . . και πάλι
|
||
να που σ' αφήνει και μονάχη σου, άρρωστη ελεεινή, και πάει
|
||
αυτός να γλεντήση! Και που να δης άλλους να σου ζητούν το
|
||
τάλληρο καθεμέρα για τον καφφενέ, ό,τι βγάλης με τα χεράκια
|
||
σου!-κι αν δε βγάζης, κύττα να τόβρης απ’ αλλού! - και ξύλο!-Έ-
|
||
ε-έχ, αμαρτίες πούχομ’ εμείς οι γυναίκες. . .»
|
||
Η Βεργινία κουνούσε το κεφάλι της-δεν μπορούσε να της
|
||
μιλήση και γιατί να της μιλήση. . και τι να της πη ! - Κύτταζε
|
||
μόνο το ξυπνητήρι ολοένα - -
|
||
Έγινε δέκα η ώρα !-ένδεκα !-μεσάνυχτα !---Ήρθαν τώρα κ’ οι
|
||
κόρες της κλητήραινας, οι δεσποινίδες Χαρζανοπούλου, από μια
|
||
βεγγέρα πούταν παγεμένες . . να δουν τι ήθελε η μητέρα τους στη
|
||
Βεργινία τέτοιαν ώρα !-δυο σακαφλιόρες πούχαν περάσει πια τον
|
||
κάβο κ' έβγαναν τώρα μ' όλα τα παννιά στανοιχτά και στάπατα. Η
|
||
μια, η πιο μεγάλη (!) ήτονε μοδίστρα, η άλλη ασπρορρουχού
|
||
(λενζερί-μόνον λεπτή εργασία και κεντήματα για τρουσσώ) και
|
||
«κατ' οίκον» παρακαλώ-.
|
||
Μπήκανε μέσα κορδωμένες, τσιτωμένες, αλύγιστες μες τους
|
||
μοντέρνους κορσέδες (μπροστά πλάκα και την κοιλιά μέσα) που
|
||
μόνο που δεν έκαναν κρακ να τσακίσουνε σε δυο, με φούστες κλος
|
||
με πλατιές πιέτες, στους γοφούς αζουστέ και κάτω φουστανέλλα
|
||
και χωρίς πολλά μισοφόρια, βουάλ, ας το πούμε δα κρεμ, με
|
||
ποκαμισάκια ροζ, τους άγκωνες απέξω, με μοτίφ και πολλά
|
||
τρανσπαράν -και οι δυο τα όμοια σα δίδυμες· και μαύρα
|
||
βελουδάκια στα λαιμουδάκια. Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω
|
||
δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια
|
||
δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με
|
||
μπιμπίκια. Η πιο «μικρή»(!) κάπως τρωγότανε, μα η μύτη της όχι.
|
||
Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες !
|
||
Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της
|
||
πάρουν τον άντρα της !
|
||
Και να που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του
|
||
κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο
|
||
Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’
|
||
τη στενοχώρια του ! Έμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα
|
||
νέος που είναι !» Και μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η
|
||
βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού
|
||
κ' η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο,
|
||
«έπειτ' από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το
|
||
διάδοχο, κ' εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον
|
||
άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .»
|
||
Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση-
|
||
Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.
|
||
Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα !---
|
||
Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν.
|
||
- Έμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν
|
||
μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι!
|
||
Της δώσανε να πιή το γάλα της μαζί με τις στάλες τις
|
||
δυναμωτικές, της άναψαν το καντήλι κ’ έσβησαν τη λάμπα-
|
||
Ήτανε γλυκόψυχες γυναίκες.
|
||
- Αν τύχη και θελήσης τίποτα κι αργήσουνε, μας χτυπάς με το
|
||
χέρι στον τοίχο, είπε η μεγάλη δεσποινίς που την έλεγαν
|
||
Μπιμπίκα (από Βαρβάρα)· εγώ είμαι ξέρεις πολύ
|
||
αλαφροήσκιωτη. . .
|
||
Η Βεργινία να χτυπήση ! - που δεν μπόραγε δάχτυλο να κουνήση!
|
||
Τo καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της
|
||
αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.
|
||
Τάσπρα μάτια της άρρωστης έπαιρναν κάτι αναλαμπές σαν το υγρό
|
||
σμάλτο: ασπροκίτρινες, καμμιά φορά μαυροκόκκινες σαν της φλόγας
|
||
το πένθος, σταχτοπράσινες-φευγαλέες σαν πνοές-καθώς γυρίζανε
|
||
στις κόγχες τους, μέσα στο σκιόφωτο, από το μέρος της πόρτας
|
||
κατά την εταζέρα πούτον το ξυπνητήρι και χτυπούσε γλήγορα σαν
|
||
καρδιοχτύπι. . .
|
||
Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία ! - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - – - - – - - – - - – - - – - –
|
||
|
||
|
||
|
||
«Νά η Μικρούλα !
|
||
Νά η Μικρούλα ! να !»
|
||
|
||
|
||
|
||
Στις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – - - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - –
|
||
Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε
|
||
τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θειά Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το
|
||
κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’
|
||
τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη
|
||
σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια
|
||
να ρίχνη . . .
|
||
Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους
|
||
ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.
|
||
Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θειά Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο
|
||
φερμένον απ’ τα τώρα.
|
||
- Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι
|
||
αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε
|
||
μασκαράδες -
|
||
Και τούκανε τόπο η θειά Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια.
|
||
Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός!
|
||
Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν
|
||
τα λοντώ αργά, τόνα πίσω από τάλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και
|
||
τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα
|
||
με νταντέλλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές
|
||
χρωματιστές κορδέλλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες.
|
||
Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το
|
||
κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος ! Χαρτί και πόλεμος !» Τρόμπες :
|
||
«ούγου-ού-ου-ου ! !»
|
||
Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ
|
||
σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα
|
||
ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλλα των γυναικώνε σα μαούνες
|
||
φορτωμένες ! - όλα αυτά βουτηγμένα σταλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα
|
||
σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό . . .
|
||
Να κι ο Θεοδοσίου ! Ού, σαχλαμάρα ! - Μπράβο ! μπράβο ! του
|
||
φωνάζουν άλλοι - και δος του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το
|
||
δρόμο πουρχόταν. . : απάνω σ' ένα γάιδαρο τανάποδα, με του
|
||
γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια . . κ'
|
||
έκοβε μ' ένα ψαλλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον
|
||
κόσμο!. . .Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή : ΕΘΝΙΚΩΝ
|
||
ΤΑΜΥΟΝ. Πλάϊ στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ' ένας μουντζουρωμένος
|
||
παλιάτσος και τούδινε χαρτάκια από ένα πανέρι πούγραφε απέξω:
|
||
ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη
|
||
με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου
|
||
το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΌΙ. . . Και
|
||
σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές
|
||
κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη . . .
|
||
. . Και νά πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα
|
||
σηκώνοντ' ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο
|
||
στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχη στο χέρι . . . Σταναμεταξύ
|
||
«Μακεδόνες» πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και «γαμπροί»
|
||
και «νύφες» που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεββατιού
|
||
για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια .
|
||
. και ιππότες από όπερες με ισπανικά και περμαντόννες με
|
||
πορτοκαλλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του
|
||
Πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδια. . . και κάτι διάβολοι
|
||
κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλλαμπρατσέττα . . .
|
||
. . Και πάλι φωνές: «Χά !-χά !-χά ! χά!» και τρόμπες και
|
||
ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος ! εδώ ο
|
||
χαρτοπόλεμος !» και παλαμάκια . . .Κ' έξαφνα : «Να ! να το
|
||
Κομιτάτο ! Έρχονται, έρχονται ! Τo Κομιτάτο !-…»
|
||
Τι χαρά! Πώς διασκέδαζε η Λιόλια ! Και στριμωγνόταν κοντά-κοντά
|
||
στο Νίκο, γιατί κάτι άλλοι νέοι, πλάι της και πίσω της,
|
||
σπρώχνονταν απάνω της όλοι μαζί - για να βγουν πιο μπροστά στο
|
||
παράθυρο να δουν οι καημένοι κι αυτοί καλύτερα το Κομιτάτο !
|
||
. . Σ’ ατέλειωτη σειρά περνούσαν ταμάξια στολισμένα με
|
||
λουλούδια ψεύτικα κι άλλα μ' αληθινά, με κορδέλλες πολύχρωμες
|
||
που κυματίζανε στα κεφάλια των αλόγων, στις ουρές τους, στις
|
||
ρόδες. . άρματα ντυμένα με χασέδες και κόκκινο λαδόπαννο,
|
||
φορτωμένα θεούς του Ολύμπου : Ήρες, Αθηνές με δόρατα και
|
||
Αφροδίτες με χοντρά μπράτσα τριχωτά και με κάτι μόρτηδες
|
||
Ερμήδες και Ήφαιστους και Γανυμήδηδες, σα να πηγαίνανε με τη
|
||
σούστα στις Τζιτζιφιές για μπάνιο . . .
|
||
. . Να και μια παρέα ποδήλατα με χρωματιστά χαρτένια τρίγωνα
|
||
στις ρόδες. . . Και πάλι άμαξες: ωχ, μια ντιστεγκέδικη γεμάτη
|
||
μαρκησίες και καβαλλιέρους με μπερούκες άσπρες που πετούσαν
|
||
ματσάκια μενεξέδες . . . Και σταναμεταξύ πάλι κάτι
|
||
μουντζουρωμένοι με λουλάκι και όχρα, ντυμένοι με προβιές και με
|
||
κέρατα από σφαχτά στο κεφάλι (Μπρρ ! τι αηδία!) - -
|
||
Κ' εξακολουθούσε η σειρά των μασκαράτων πούχαν πάρει βραβείο
|
||
και βαστούσαν το χαρτονάκι με τον αριθμό ψηλά σ' ένα κοντάρι.
|
||
«Να κι ο πρώτος! Να κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο
|
||
! Μπράβο, μπράβο ! Εύγε ! Και του χρόνου !»
|
||
. . Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο
|
||
από άσπρα τριαντάφυλλα, με το παννάκι της τανοιχτό, στολισμένο
|
||
κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια. . και την
|
||
τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου,
|
||
και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από 'να περιστέρι
|
||
άσπρο που φτεροκοπούσε. . μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα
|
||
παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες
|
||
και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ο Έρωτας!-και κρατούσε στα χέρια
|
||
του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλλες πούτονε δεμένα τα
|
||
περιστέρια. «Α-ά-ά-α ! ! !» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε
|
||
και δος του χειροκροτήματα. . .
|
||
Η Λιόλια χτυπούσε τα χέρια της σαν τρελλή και δάκρυζε απ’ την
|
||
τόση ομορφιά, την τόση ευχαρίστηση. Ο Νίκος κοντά της! - τόσο
|
||
κοντά που δεν ανάπνεε άλλον αέρα παρά τη ζεστήν ανάσα του
|
||
κορμιού της, που σκόρπιζε ολοένα γύρω του ένα μύρο, σαν κάποιο
|
||
αέρινο και φεγγερό ρευστό, και τα μάτια του - τα παράξενα
|
||
εκείνα μάτια, τα γαλαζοπράσινα, με τις κόρες τις διπλές και
|
||
τρίδιπλες σαν άνθη και τον ήσκιο ολόγυρα που τραβούσε σα
|
||
μαγνήτης, - έπιναν κ' εκείνα τη λάμψη πούτον απάνω στα μαλλιά
|
||
και στο πρόσωπο της Λιόλιας σαν ήλιος που μεσημεριάζει απάνω σ'
|
||
ανθόφυλλα γλυκά.
|
||
Μα όχι μοναχά της Λιόλιας και τον Νίκου, παρά ολωνών τα
|
||
πρόσωπα, γύρω τους και στο δρόμο κάτω, δείχνανε σα σουρωμένα
|
||
από την ηδονή πούχαν αισθανθή, σα νάχαν κρυσταλλώσει απάνω στα
|
||
χαραχτηριστικά τους ταυλάκια απ’ τα γέλοια κι απ’ τη χαρά που
|
||
πέρασαν κι έφυγαν, έτοιμα και γι’ άλλη χαρά, μα και για πότο
|
||
ακόμα - γιατί ταχνάρια τους δεν παραλλάζουν ολότελα-
|
||
. . Πω-πω-πω! τι μεγάλα κεφάλια είναι τούτα! γατίσια, και
|
||
σκυλλίσια και γουρουνίσια και μούρες πουλιών και καβούκια από
|
||
σαλιγκάρια με κάτι σωλήνες για κέρατα που ξεπετιούνται, μια
|
||
πήχη έξω και πιτσιλίζουν τον κόσμο με κολώνια. . . Να κι
|
||
Αραπάδες και Βλάχισσες με μικρά Ελληνάκια! Να και κάτι
|
||
λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους,
|
||
νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό-ο-ο!»
|
||
. . Κυττάτέ την εκείνη εκεί ! - μια Κυρία της μόδας με σκούπα
|
||
για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες της ως τα γόνατα και
|
||
δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές κι αντρίκια
|
||
χοντροπάπουτσα λαστιχένια με ταυτιά απόξω. . .
|
||
. . Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με
|
||
μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν
|
||
τάχατις στο Φάληρο! - κι ο κόσμος τους φώναζε : «Κρύο ! κρύο !
|
||
μπούζι! » - και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και
|
||
χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλοια και φωνές και χαχαρίσματα
|
||
και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και
|
||
κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμος !» και παλαμάκια
|
||
που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την
|
||
άλλη. . .
|
||
Αχ, τι ζωή ! τι χαρά ! Τι όμορφα που είναι ! Τι όμορφα !
|
||
Κύτταζε η Λιόλια ολοένα, κύτταζε και δε χόρταινε. Γυάλιζαν τα
|
||
μάτια της απ' την προσδοκία την άσωστη και στο βάθος τους
|
||
έκαιγε μία φλόγα πηδοχαρούμενη :
|
||
- Δε θα περάση κ’ η γκαμήλα ; είπε δειλά-δειλά στο Νίκο σάμπως
|
||
αυτή μονάχα να της έλειπε από την ευτυχία της -
|
||
Την άκουσαν από πίσω κάτι νέοι, που όλη την ώρα μασσουλούσαν
|
||
πασσατέμπο, και χαχανίζανε με τους σπόρους ακατάπιωτους ακόμα
|
||
μες το στόμα τους.
|
||
Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και
|
||
δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για
|
||
τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από
|
||
σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και
|
||
της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . .
|
||
Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με
|
||
τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . .
|
||
κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν. Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’
|
||
το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε
|
||
το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυό φίλοι του Νίκου που
|
||
περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο
|
||
και σταθήκανε:
|
||
- Νίκο! Νίκο ! Ψτ ! Νίκο ! - του φώναξε ο ένας τους, ένα παιδί
|
||
χοντρομπαλάδικο, άσπρο και κόκκινο με ξανθό μουστάκι σα
|
||
χρυσαφένιο· και σαν είδε πως ο Νίκος τους ένοιωσε, τούκλεισε το
|
||
μάτι κατά τη Λιόλια, σα να τούλεγε: «Πού την πέτυχες τη
|
||
μικρούλα ; Καλά τα περνάς εσύ αυτού απάνω !»
|
||
- Ελάτ' απάνω τους φώναξε κι ο Νίκος, καταχαρούμενος. Έπιασαν
|
||
τόπο κι αυτοί στο παράθυρο, πίσω απ’ το Νίκο και τη Λιόλια, και
|
||
βοηθάγανε γερά στον πόλεμο. Πήραν κ’ έδωσαν τώρα τα γέλοια,
|
||
γιατ’ ήτανε χωρατατζήδες και με κέφια οι φίλοι του Νίκου και
|
||
δεν άφησαν ούτε μασκαρά, ούτε αμασκάρευτο να μην τον
|
||
κοροϊδέψουν.
|
||
Προπάντων εκείνος ο «χοντρέλης», καθώς τον έλεγε ο Νίκος που
|
||
τονέ φώναζε και «κολοκύθα» και «ντολμά», ήτονε σπίρτο μοναχό. Ο
|
||
άλλος φαινότανε σαν πιο ήσυχος: χλωμός με μαύρα μάτια και κάτι
|
||
φρύδια ψιλογραμμένα και καμαρωτά, με λίγο μαύρο μουστακάκι σα
|
||
σκιά και τα χείλια πεταχτά και γυρισμένα καταπάνω, συμπαθητικός
|
||
πολύ. . - μα σούτον κι αυτός ένα σιγανό ποτάμι ! Τα μάτια του
|
||
δεν ξεκολλούσαν απ’ της Λιόλιας το πρόσωπο, απ’ το ζουμερό
|
||
κορμί της, απ’ τα καμώματα της όλα. . .
|
||
. . Κ’ εκείνη ήτον ίδια παπαρούνα μ' ανοιγμέν’ ανθόφυλλα,, απ'
|
||
τα γέλοια κι απ'τη διασκέδαση, ίδια παπαρούνα φλογόφεγγη που
|
||
δεν ηξέρει τι κόκκινες λαχτάρες ανάβει γύρω της στα χόρτα του
|
||
κάμπου -στα ψιλόχορτα του κάμπου τι ανατριχίλες σκορπίζει
|
||
πύρινες. .
|
||
Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτη ο κόσμος. . . Τα δέντρα του
|
||
δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια,
|
||
ήτονε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλλες απ' τα σερπαντέν
|
||
μπλεγμένες στα κλαδιά τους - λες κ' είχαν τώρα δα σηκωθή απ’
|
||
τον ύπνο με τα μαλλιά τους στα χαρτιά για κατσαρά. Άρχισε να
|
||
βαραίνη τώρα ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε
|
||
γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά--
|
||
- Ο ήλιος έκατσε, δεν πάμε να κάτσωμε κ’ εμείς σε κανένα
|
||
ζαχαροπλαστείο; ξεροστάλιασα στα πόδια μου! - είπε ο
|
||
«χοντρέλης» που τον έλεγαν Περικλή κ’ ήτονε μαραγκός.
|
||
Κ’ έτσι έφυγαν όλοι μαζί, αφού πρώτα ηύραν και χαιρέτησαν και
|
||
τη θειά Ελέγκω πούτονε χωμένη μέσα στο γυναικομάνι και
|
||
γλωσσοκοπανούσε . . . Τους θύμησε η Θειά Ελέγχω, του Νίκου και
|
||
της Λιόλιας, να μην αργήσουνε να πάνε σπίτι και να της φιλήσουν
|
||
και τη Βεργινίτσα. . .
|
||
Κάτω στο δρόμο ο κόσμος είχε σκορπίσει και κυλιότανε γλήγορα
|
||
κατά πάνω και κάτω σα νερό που ξετρέχει σ' ένα δίχτυ από
|
||
αυλάκια, τόνα μέσα στάλλο . . . Φώναζαν οι πουλητάδες :
|
||
«Πασσατέμπο ! Φυστίκια αρμυρά !» . . . «Αρωματικόν Σέν-Σέν,
|
||
πάρτε να μοσχοβολάτε- μια πεντάρα !» . . . «Μπανανούτσες !
|
||
μπανανούτσες απ’ την Αμέρικα !» . . . «Μαστίχα ! καλή μαστίχα
|
||
για τα παιδιά ! » - και περνούσε αψηλό το κοντάρι με το
|
||
στριφογυριστό μαντζούνι τάσπρο και τριανταφυλλί. . .
|
||
Μασσουλούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά καθώς πηγαίνανε στο
|
||
δρόμο και τα τσέφλια απ' τα φυστίκια που πατιόντουσαν κάνανε σα
|
||
στράκες και σαν πιστολάκια!. . . Αγόρασε κι ο Περικλής μια
|
||
δεκάρα Σέν-Σέν και μοίρασε σ' όλους. . .
|
||
Στο ζαχαροπλαστείο στην Ομόνοια που πήγανε, ως που να τους
|
||
σερβίρουνε, με τόσον κόσμο πούχε μαζευτή, νύχτωσε.
|
||
. .Όσην ώρα μείνανε, δεν έπαψε ο άλλος φίλος, ο χλωμός και
|
||
συμπαθητικός, πούτον τυπογράφος και λεγότανε Μίμης - κι όλο
|
||
κύτταζε μ' ένα βλέμμα βαθύ κι αλλοιώτικο τη Λιόλια - να του
|
||
πιπιλίζη του Νίκου το μυαλό για έναν «οικογενειακό χορό» που θα
|
||
γινόταν απόψε στις εννιά στο χοροδιδασκαλείο τους στην
|
||
Καπνικαρέα, που πήγαιναν ταχτικά από παιδιά με το Νίκο. Είχανε
|
||
λέει μοιρασμένα πάνω από εκατό εισιτήρια και κανένα σχεδόν δεν
|
||
τους επιστράφηκε - «. . και να δης και τάλλο, πρόσθεσε, που
|
||
δεν έχει ματαγίνει: εξόν απ’ τοργανέτο φέραμε και βιολιά, ένα
|
||
πρώτο, δυο δεύτερα, μια βιόλα, ένα κοντραμπάσσο και δυο
|
||
μαντολίνα για να παίζουν τα βαλς. («Χοντρά τα κόβει ! » είπε
|
||
μέσα του ο χοντρέλης.) Ξέρεις άλλο πράμα να σου το λέω κι άλλο
|
||
να χορέψης με τα βιολιά: πετάει η ψυχή τανθρώπου ! Θόναι
|
||
τρέλλα!. . . Ο Δάσκαλος λέει πως αυτός ο χορός θα μείνη στα
|
||
χρονικά της πρωτευούσης ! - Όχι γι’ άλλο τίποτα, μόνο για να
|
||
ευχαριστηθή κι ο Δάσκαλος, που σ' αγαπάει τόσο και σ' είχε
|
||
πάντα τον καλύτερο, πρέπει ναρθής απόψε με τη Δεσποσύνη απ'
|
||
εδώ, καθόσαστε λιγάκι και φεύγετε. . .»
|
||
Κι ο χοντρέλης ο Περικλής απ’ την άλλη τη μεριά βόηθαγε κι
|
||
αυτός, λέγοντας πως μια και βρέθηκαν όλοι μαζί, έπρεπε ο Νίκος
|
||
να μην τους χάλαγε το χατίρι, αφού μάλιστα κ' η Δεσποινίς ήθελ'
|
||
ευχαριστηθή πολύ - όσο δεν το φανταζότανε...
|
||
Η Λιόλια έτρωγε την πάστα της, κόβοντας με το κουταλάκι μικρές-
|
||
μικρές μπουκίτσες, μα ταυτί της τόχε στην ομιλία του χορού. Σαν
|
||
άκουσε να την ονοματίζουν για να πήγαινε στο χορό, έσκυψε το
|
||
κεφάλι της ίσαμε το πιατάκι κι άλλαξ’ εκατό χρώματα -
|
||
Ο Μίμης, που όσο μιλούσε της έρριχνε κι από μια ματιά κατάμαυρη
|
||
και γυαλιστερή και την κύτταζε ακόμα με τα πρισμένα χείλια του
|
||
τα ηδονικά, είπε τότε:
|
||
- Σας αρέσει ο χορός Ματμαζέλ; Βάζω στοίχημα, θα χορεύετε σα
|
||
νεράιδα ! Σας αγκαζάρω απ' τα τώρα για ένα βαλσάκι. . . Ελάτε,
|
||
πέστε δα κ' εσείς του Νίκου να σας κάμη τη χάρη !. . για ένα
|
||
γυράκι μονάχα. . . Φεύγετ’ αμέσως!. . .
|
||
Η Λιόλια όλο και ξεροκοκκίνιζε κ' έμενε σκυμμένη . . . Με μιας
|
||
σήκωσε ταθώα και γλυκά της μάτια που οι κόρες τους ήτανε
|
||
χρυσαφένιες σαν τα τζίτζιφα και κολυμπάγανε μες το ασπράδι, το
|
||
υγρό και μπλου, σα μέσα σ' ένα πέλαγος αυγινό, σε κάποιον
|
||
ουρανό χλωμό. . - κι ανεβασμένες στα μεσούρανα απόμεναν
|
||
κρυμμένες ως τη μέση κάτω απ' τα ματόφυλλα, σα να δειλιάζανε να
|
||
χύσουν όλο τους το φως -
|
||
. . Σήκωσε τα χρυσά της μάτια η Λιόλια κατά το Νίκο, μα δεν
|
||
είπε τίποτα, παρά, λες και τρόμαξε απ’ την αντιφεγγιά που είδε
|
||
να πέση στου Νίκου το πρόσωπο, ξανάσκυψε απάνω στο πιατάκι της.
|
||
. και ψάρευε κάτι ψιχουλάκια με την άκρη του κουταλιού της. .
|
||
.
|
||
- Θέλεις, Λιόλια, να χορέψης λιγάκι; την αρώτησε ο Νίκος.
|
||
Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι
|
||
«όχι».
|
||
- Δε θαργήσωμε - ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του
|
||
αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο
|
||
ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος
|
||
σκοπός της ζωής του. - Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία
|
||
και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . .
|
||
Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο
|
||
κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα
|
||
μάτια ! - Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα
|
||
γύρο μοναχά - τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !.
|
||
. . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσε με, αν θέλης μα πάρε με
|
||
μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια
|
||
φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα
|
||
μικρή, πολύ μικρή - μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .»
|
||
Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της. Μα ο Νίκος άκουγε κι άλλα
|
||
δικά του μαζί μ'εκείνα που τούλεγε η Λιόλια. . κ' ήτον τόσο
|
||
τρομερά απ'την πολλή τους γλύκα αυτά που άκουγε, τόσο
|
||
αβάσταχτα, που πετάχτηκε απάνω ορθός-
|
||
- Πάμε, πάμε ! είπε, τινάζοντας τα ψίχουλα απ’ το πανωφόρι του.
|
||
Δε χάνεται ο κόσμος για ένα γύρο. . . Ας ήν' καλά οι Κύριοι που
|
||
μας βάλανε στα αίματα. . .
|
||
Φώναξαν οι δυο φίλοι, καταχαρούμενοι, το γκαρσόνι και πλέρωσε ο
|
||
Μίμης και βγήκαν έξω όλοι μαζί βιαστικοί, αφήνοντας να
|
||
προσπεράση η Λιόλια που βαστούσε ένα ροζ σαλάκι στο χέρι και
|
||
πήγαινε με την τραγιάσκα της την μπλε-μαρέν σαν όνειρα μένη. .
|
||
.
|
||
Μόλις κάμανε λίγα βήματα, θυμήθηκαν πως έπρεπε να μασσήσουν και
|
||
μια στάλα, πριν απ’ το χορό.
|
||
- Τι, με μια πάστα θα με περάσετε ! είπε ο χοντρέλης γελώντας.
|
||
- Θες να φας τίποτα, Λιόλια, ρώτησε ο Νίκος.
|
||
Μα δεν ήθελε η Λιόλια: είπε που δεν πεινούσε.
|
||
- Πάμε, πάμε! - φώναζαν οι φίλοι κ' έπιασαν το Νίκο απ’το
|
||
μπράτσο, ο καθένας από μια μεριά, και τον τραβούσαν. . .
|
||
- Ένα μεζεδάκι κ’ένα κρασάκι! είπε ο χοντρέλης. Ας μη φάη η
|
||
δεσποινίς Λιόλια, τρώμε εμείς το μερδικό της, ας τσιμπήση
|
||
μοναχά λιγάκι. . .
|
||
- Όλο και τσιμπήματα βλέπω έχεις στο νου σου, έκαμε ο άλλος, με
|
||
τανασηκωμένα χείλια- ο συμπαθητικός ο Μίμης, ο κιτρινόμαυρος,
|
||
που υπόφερε ο άνθρωπος πολύ απ’ την ομορφιά των κοριτσιών. . .
|
||
Γέλασαν κ'οι τρεις νέοι, κυττάζοντας κρυφά-ο καθένας χώρια κι
|
||
αλλοιώς και για λογαριασμό του-τη Λιόλια που πήγαινε δυο βήματα
|
||
μπροστά ντροπιασμένη, τη Λιόλια που πήγαινε στο χορό, σκυφτή
|
||
απ’ τη χαρά της πούτανε μεγάλη σα λύπη . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Άργησαν πολύ στο «Ξενοδοχείον και Οινοπωλείον Παντός Έθνους»
|
||
μέσα στου Καλαμιώτη που ξεπέσανε μόλις βγήκαν απ' την οδόν
|
||
Αγίου Μάρκου--
|
||
Κάτι σκαλιά κατέβαιναν κάτω . . .
|
||
Ήταν αρκετοί εκεί μέσα και κύτταζαν κατά το μέρος των νέων με
|
||
το ντροπαλό κορίτσι. . .
|
||
Δεν ήθελε να φάη η Λιόλια - μόνο έκανε σβόλους με το ψωμί που
|
||
τότριβε ανάμεσα σε δυο της δάχτυλα και με την παλάμη απάνω στο
|
||
χοντρό τραπεζομάντιλο, το λεκιασμένο, που θάτονε μια φορά
|
||
άσπρο. . . Μετά πολλά πήρε κ' έφαγε έν’αυγό σκληρό μ’ αλάτι και
|
||
χοντροκομμένο πιπέρι και τσίμπησε μια πηρουνιά φρικασσάδα απ’
|
||
το πιάτο του Νίκου. . . Με χίλια στανιά νακκουμπήση τα χείλια
|
||
της σ' ένα δάχτυλο ρετσίνα που της έβαλε στο ποτήρι ο Μίμης και
|
||
πούλεγε ο Νίκος, σα μερακλής που ήτον, πως ήτονε φίνα γιατί
|
||
«έκανε άμμο».
|
||
Τη διαλαλούσε τη ρετσίνα του τραγουδιστά ο κάπελας κοντά στην
|
||
πόρτα, καθώς έπιανε στόνα χέρι πέντε-πέντε μαζί τα ποτήρια όπου
|
||
γράφανε στον πάτο: ΠΙΕ ΤΟ ΟΛΟΙ και τα ξέπλενε με κρότο απάνω
|
||
στον τζίγκο του μπάγκου του και τα γέμιζε πεντάρικα και
|
||
δεκάρικα απ’ τα εκατοστάρια και τις μισές π' ανέβαζαν
|
||
ακατάπαυτα οι μπακαλόγατοι απ’ το υπόγειο, γκρεμοτσακιστά με
|
||
ποδοβρόντι στην ασκάλα:
|
||
«Πώ-πω-πω ! μωρ' τ' είν' ετούτη! -
|
||
Μέλι-γάλα-και μπαρούτη !. . .»
|
||
Τo «γκαρσόνι» σα να πούμε - ένα παιδί γιομάτο και
|
||
κοκκινομάγουλο, με τα μανίκια του ποκαμίσου του ανασκουμπωμένα
|
||
με τα λάστιχα και μπροστά του μια σκούρη ποδιά δίμιτη που
|
||
έσταζε απ’ τη βρώμα - μόλις έκανε από’να θέλημα στα διάφορα
|
||
τραπέζια και πάλι ερχόταν κοντά κι ακκουμπούσε το χέρι του με
|
||
τα χοντρά κόκκινα δάχτυλα, τα πρισμένα απ' τις χιονίστρες και
|
||
μαυρονυχάτα, στην άκρη του τραπεζιού τους και τους κύτταζε
|
||
πούτρωγαν και τη Λιόλια που δεν έτρωγε. . κι άκουγε τις
|
||
κουβέντες τους και τη Λιόλια που δε μιλούσε. . και γελούσε μ'
|
||
όλο του το πρόσωπο. . .
|
||
Πέρα σ' ένα τραπέζι άστρωτο τραγουδούσαν κάτι παιδιά εργατικά :
|
||
«Τρυγώνα μου περήφανη !. . .»
|
||
Απ’ την άλλη μεριά, εκεί που βάθαινε το μαγαζί, πίσω απ’ την
|
||
καμάρα, τρεμοστέναζε σιγαλά μια κιθάρα που τη βαστούσε στα
|
||
γόνατα του ένας ναύτης σκυμμένος τρυφερά απάνω της. Ένας
|
||
σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί»,
|
||
πολίτης, με το παλτό ριχμένο στην πλάτη και τη σταχτιά
|
||
ρεμπούπλικα με τα δυο δάχτυλα -θλίψη στο κεφάλι πίσω, να παίρνη
|
||
αέρα η αφέλεια, καθόντουσαν κοντά του στο μακρύ τον μπάγκο
|
||
μπρος το τραπέζι, με τόνα χέρι στο ποτήρι, και λέγανε με
|
||
σεκλέτι και μεράκι, κυττάζοντας ο ένας τον άλλονε στο στόμα: «.
|
||
. . που είναι άσπρη και-αι παχειάαα !. . .» - «Άιντε ρε και το
|
||
σκότωσες!», είπε, καμμιά φορά, κόβοντας το βλαμάκη του, ο πιο
|
||
τεχνίτης. . .
|
||
Και μέσ' από το βόμβο που έκαναν τα τραγούδια κ’ οι κουβέντες,
|
||
με τις γροθιές χτυπητές στα τραπέζια, και τα καπάκια των
|
||
τεντζερέδων και τα μαχαιροπήρουνα, που τα ρίχνανε σωρό μες το
|
||
θερμό, και το ψωμομάχαιρο πούκοβε τα πεντάρικα και τα δεκάρικα
|
||
ψωμιά και τα μισοκάρβελα απάνω στη σανίδα, και των μουστερήδων
|
||
οι παραγγελίες κ' οι φωνές των σερβιτόρων που ξεφώνιζαν απ’ την
|
||
άλλη άκρη τη «μια στιφάδο !» και τη «μια πατάτες γιαχνί !» και
|
||
το «ένα κουνουπίδι !» και «οι μαρίδες να γίνη ζωμόν!» και
|
||
«πιάσε μία κούπα αποσταμένο», καθώς τόθελαν οι παλαιοί οι
|
||
μερακλήδες, και τις «μισές» και τις «οκάδες» για τους
|
||
κρασοπατέρες, ξεχώριζε κάθε λίγο, σαν του κόκκορα ο ψαλμός μέσ'
|
||
απ’ τη χλαλοή του κοτετσίου, το διάτορο και καμπανιστό
|
||
λιανοτράγουδο του κάπελα :
|
||
«Πω-πω-πω ! μωρ' τ’ είν' ετούτη ! -
|
||
Βάζει δόντια του φαφούτη!. . .»
|
||
Τι απλή που φαινόταν η ζωή, τι ζεστή και τι γλυκειά ανάμεσα σ'
|
||
αυτούς τους αφελείς ανθρώπους !
|
||
Δεν ήπιατε ποτέ σας γάλα απ’ το βυζί της αγελάδας; Δεν ήπιατε
|
||
ποτέ σας νερό απ' τη δασοκρήνη που σιγοκελαϊδεί μέσα στα
|
||
πολυτρίχια ; Δεν καθήσατε στο ησκιερό κατώφλι, αποσταμένοι απ’
|
||
την ανηφοριά του δρόμου ; Κάτω απ'τον πεύκο δεν εγείρατε τον
|
||
αγαθό, που απλώνει τα γέρικα του κλώνια με τις τρεμοβελόνες,
|
||
τις ηλιοστάλαγες κι ανεμοτραγουδίστρες να σας περισκεπάση απ'
|
||
το κακό του Κόσμου; - Έτσι αισθάνεται όποιος περνάει απ’της
|
||
ζωής αυτής το μονοπάτι. Έτσι αισθανόνταν κ' οι τρεις οι νέοι
|
||
εκεί που τρώγανε με τη Λιόλια στο πλευρό τους, στο μαγαζί που
|
||
απηχούσε απ’ τα τραγουδάκια και τις κουβέντες των εργατικών
|
||
παιδιών κι απ'του κάπελα τον κοντό ψαλμό για τη ρετσίνα . . και
|
||
γι' αυτό παρακάθησαν κοντά στη ρετσίνα «πούκανε άμμο» και δεν
|
||
το κατάλαβαν πως ήτον κοντά δέκα η ώρα σαν κινήσανε για το χορό
|
||
τους στο χοροδιδασκαλείο της Καπνικαρέας . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
|
||
Από κάτω, απ' τη σκάλα που ανέβαιναν, ακουγόταν τοργανέτο
|
||
πούπαιζε και το σύρσιμο των ποδιών που χόρευαν. . .
|
||
Όταν άνοιξαν την πόρτα για να μπούνε στη σάλα που μαύριζε από
|
||
κεφάλια σαλευούμενα, χύθηκαν έξω μαζί με μια ζεστή μπούχα και
|
||
τους αγκάλιασαν οι χαρούμενοι ήχοι της «Μικρούλας», που όλος ο
|
||
κόσμος την τραγουδούσε τότε και δεν ήτον οργανέτο που να μη
|
||
σαλτάριζε τσιριχτή μέσ’ απ’ την κοιλιά του και μόρτης που να μη
|
||
σφύριζε, με τα χέρια βαθιά στις τσέπες, τον πρόσχαρο σκοπό της
|
||
. . .
|
||
Μερικοί νέοι, που στεκόντουσαν κοντά στην πόρτα, τραγουδούσαν
|
||
τα λόγια, εκεί που χόρευαν οι άλλοι, και κρατούσαν το τέμπο με
|
||
το πόδι:
|
||
|
||
|
||
Να η Μικρούλα !
|
||
Να η Μικρούλα ! να ! –
|
||
Αυτή που έρχεται,
|
||
Η παχουλή-ή !
|
||
Να η Μικρούλα !
|
||
Να η Μικρούλα! μπουμ ! -
|
||
Αυτή που έρχεται
|
||
Η στρουμπουλή ! μπουμ·μπουμ ! - -
|
||
|
||
Έτσι ταλλάζανε για πιο αστείο και σε κάθε «μπουμ» δος του μια
|
||
με το τακούνι. . .
|
||
Η Λιόλια που δεν έβγαινε απ' τα ξεροκοκκινίσματα, μόλις το πήρε
|
||
ταυτί της έκαμε να φύγη, γιατί θάρρεψε πως γι' αυτήν τόλεγαν οι
|
||
νέοι. Ο Νίκος και οι φίλοι του ξεκαρδιστήκανε στα γέλοια. . .
|
||
Ήρθαν και τους πήραν τα καπέλλα και τα παλτά τους. Ο Δάσκαλος
|
||
τους χαιρέτησε με χαρά και μόνο που δεν τονέ φίλησε το Νίκο:
|
||
«Μωρέ κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε ! Μωρ' τι γίνηκες Νίκο !.
|
||
. . » Καλωσόρισε και τη Λιόλια σφίγγοντας της το χέρι με μεγάλη
|
||
φιλία. . .
|
||
|
||
|
||
|
||
Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά !
|
||
|
||
|
||
|
||
. . Και δεν είδε πια τίποτ'άλλο η Λιόλια γύρω της, ούτε τις
|
||
μυρσίνες πούτανε στολισμένα τα κάδρα του Βασιλέα και της
|
||
Βασίλισσας, του Διαδόχου και της Σοφίας, ούτε τις μικρές
|
||
σημαίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι σε σκοινιά τεντωμένα, ούτε
|
||
τα ζευγάρια, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι μαζί, που χόρευαν
|
||
την πόλκα, άλλοι στρωτή γερμανικά, άλλοι πηδηχτή γαλλικά, κι
|
||
όλοι με τόσο πάθος και χτυπώντας απ' την πολυκοσμία τις πλάτες
|
||
ο ένας απάνω στον άλλονα σαν ξαπολυμένες βάρκες σ' ανεμόδαρτο
|
||
λιμάνι. . . Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως
|
||
μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους
|
||
είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες
|
||
ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό - είδε το φέγγος
|
||
των ματιών που την αγκάλιαζε κ' είδε και τα δυο τα χέρια να
|
||
σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν. . και τους συνεπήρε το
|
||
ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή -όπως
|
||
ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις
|
||
γλυκειές τις πεταλούδες. . .
|
||
Πώς χόρευ' η Λιόλια με το Νίκο !. . .
|
||
. . Σαν κάνανε εκείνα τα λίγα βήματα «φεν-ντε-σιεκλ» στις
|
||
στροφές, εκεί που γώνιαζε η σάλα, έπεφταν κ’ οι δυο μπροστά μ'
|
||
όλο τους το κορμί, με τα κεφάλια κάτω, σα να θέλανε να
|
||
γκρεμιστούνε χεροπιασμένοι σε μιαν άβυσσο ευτυχίας, σε μια
|
||
θάλασσα, κάτω βαθιά, με κύματα γλαυκά και σαν αξύπνητα που μόνο
|
||
το τραγούδι τους έφθανε ως απάνω. . . Πατ !-πατ !! πατ!!!
|
||
-- χτυπούσε το πόδι του στα τρία βήματα τόνα πιο χτυπητό από
|
||
άλλο, ο Νίκος, σαν το νέο το άλογο, από υπερδύναμη ζωή κι
|
||
αβάσταχτη χαρά. . . κ’ έπειτα έκανε μια γλήγορη στροφή και
|
||
γύριζε κατά πρόσωπο της Λιόλιας να τη δεχτή στο στήθος τον., .
|
||
Κι αυτή έπεφτε απάνω του με μια κίνηση σα λυμένη, όλο πάθος και
|
||
παράδοση, χυνότανε, μ' ένα σκέρτσο αλλοιώτικο, απ' το πλάϊ μ’
|
||
όλο το κορμί της και το στήθος μπροστά, το απαλό και ζεστό, που
|
||
έπαλλε απάνω στο δικό του, μέσα στα χέρια
|
||
του . . .
|
||
Δε φορούσε σήμερα το στενό της το πολκάκι, η Λιόλια, με τη
|
||
σειρά κουμπάκια: είχε βάλει τη φουστίτσα της τη σταχτιά από
|
||
αλπαγά, κοντή-κοντή, μ' ένα ποκαμισάκι κρεμ μαλακόχυτο όλο
|
||
σούρες, που της άφηνε το στήθος ελεύθερο, και στη μέση μια ζώνη
|
||
μουσαμαδένια κι αυτή σταχτιά· και πίσω στα μαλλιά της είχ’ ένα
|
||
φιόγκο από κορδέλλλα μεταξωτή σκούρη πορτοκαλλιά, πούκανε σα
|
||
μιαν απόχρωση των μαλλιών της των καστανών που χρύσιζαν . . .
|
||
Χρύσιζαν τα μαλλιά της μες τα φώτα σα μάλαμα παλιό ζεστόχρωμο
|
||
και τα σγουρά τους ταναφυσούσε ο απαλόθερμος αέρας όπως η αύρα
|
||
αναφυσάει τα ψιλόχορτα του κάμπου. . . Τα μάτια της έλαμπαν !
|
||
Ήτονε ροδοκόκκινη κ' ιδρωμένη σα νάτρεχε στους ήλιους κ' έτσι
|
||
έμοιαζε ρόδο που ό,τι έχει ανοίξει μ' όλα του τα φύλλα ένα
|
||
μεσημέρι του Απρίλη. Μα το στόμα της έκανε μια καμπύλη σαν
|
||
κλάμα και δεν καταλάβαινες πως γέλαγε παρ’ απ’ τη γλύκα που
|
||
φώλιαζε σε κάτι λακκάκια και μέσα στις γωνιές των χειλιών της
|
||
κι απ’ τα μαργαριτάρια που φέγγριζαν ανάμεσα στων χειλιών της
|
||
τα υγρά κι ανοιγμένα ανθόφυλλα.
|
||
. . Κι ο Νίκος έσκυβε απάνω στα μαλλιά της: το πρόσωπο του
|
||
ήτονε χλωμό σα να φωτιζόταν από μέσα και στη χλωμάδα αυτήν τα
|
||
μάτια του ξεχώριζαν ακόμα πιο σκούρα μες τα ματόκλαδα, σα βαθύ
|
||
νερό σκιασμένο από κλαριά...
|
||
. . Κάθε φορά που την άρπαζε τη Λιόλια σαν απ’ τον εαυτό της
|
||
χαμένη στην αγκαλιά του, έσφιγγε τα χείλια τον για να μην
|
||
πετάξη η άχνα της ψυχής του, ξεροκατάπινε με το καρύδι
|
||
πηγαινοερχάμενο από κάτι αλάλητο που τούκανε το σάλιο κόμπο και
|
||
τούκλεινε το λαιμό, έρριχνε πίσω το κεφάλι, σάμπως να του
|
||
ταρπάζη ο πόθος αποπίσω, στα δυο του τα χέρια, και να του το
|
||
γύριζε τανάστροφα φιλιώντας του το στόμα. . .
|
||
« Παντεσπάνι ! Παντεσπάνι ! » -φωνάζανε μερικοί πούχανε βαρεθή
|
||
πια να περιμένουν την πόλκα να τελειώση για να βρουν κι αυτοί
|
||
ντάμα. Από ντάμες δα άλλο τίποτα, καθιστές γύρω στους
|
||
καναπέδες, μα να που έτυχε να χορεύουν όλες οι όμορφες κ'οι
|
||
καλύτερες χορεύτρες . . και δεν πάνε στα κουτουρού οι
|
||
χορευταράδες, μόνο κάθονται να δουν πρώτα κ' έπειτα διαλέγουνε.
|
||
- Δεν έχει παντεσπάνι! είπ' ο Δάσκαλος, μπαγιάτεψε πια κ’ έγινε
|
||
παξιμάδι. - Βάλ' τη «Ρεζάν», Μηνά ! - φώναξε του παιδιού που
|
||
γύριζε τοργανέτο.
|
||
. . Και πάλι, χωρίς να ξαποστάσουνε μια στάλα, έσυρε ο Νίκος
|
||
τη Λιόλια. . . Να βλέπατε το πόδι του το νεανικό κι αντρίκιο,
|
||
το χαριτωμένο μαζί και δυνατό, που ξέχωρα φανέρωνε το πλάσμα το
|
||
πλουσιόβλαστο κι ανθισμένο πούτον ώρα του τώρα να καρπίση- πως
|
||
πατούσε το σανίδι ολόσωμο, ριζώνοντας το νέο δεντρί, και
|
||
σηκωνόταν πάλι ανάερο μ' ένα τίναγμα ελαστικό και πάλι έπεφτε,
|
||
στριφογυριστό στον αστράγαλο, βαστάζοντας όλο το κορμί στις
|
||
μύτες του κ’ έρριχνε γοργότρεχο τη φτέρνα πίσω και
|
||
γλυστροσερνότανε σα χέλι-λες κ’ είχε ζωή ολόδικιά του και χαρά
|
||
- το πόδι !. . . Μα κι όλο τάλλο το κορμί: τα μπράτσα κ' οι
|
||
ώμοι, οι πλάτες, η μέση κι ο λαιμός - τι τέλεια κι αρμονικά
|
||
πούχαν τα κουνήματα τους, χώρια το καθένα και τόνα μέσα στάλλο
|
||
και πάλι όλα μαζί -σα να φιλιούνταν αναμεταξύ τους, σα νάνθιζαν
|
||
τώρα δα, ξαναγεννημένα σ' ένα λουτρό χρυσόρρευστο από φως και
|
||
ηδονή, σε ζωή τρισμάκαρη . . .
|
||
Και η Λιόλια - το κοριτσάκι με το κοντοφούστανο τανεμιστό, με
|
||
τα τρεμόχαρα στηθάκια που κρυφοζούσαν μες ταέρινο ποκαμισάκι
|
||
ίδια χλωμά ροδάκινα κάτω απ’ τη φυλλωσιά στο βραδυνό ταγέρι, με
|
||
τα χείλια σα στόμα λουλουδιού που σιγανοίγει να φιλήση τον ήλιο
|
||
- έπεφτε απάνω του σαν ένα πράμα λευκό κι απαλό, σαν πιτσούνι
|
||
άσπρο που με τα πούπουλα του του σκέπαζε το νου. Έτσι έλυωνε
|
||
του Νίκου η ψυχή κι όλο το κορμί του άνοιγε σε μύρια στόματα
|
||
για μύρια το καθένα του φιλιά. . . .
|
||
Κι όχι μονάχ’ αυτοί οι δυο. Ολ' αυτά τα κορμιά που
|
||
στριφογύριζαν αγκαλιαστά - το κάθε ζευγάρι σα μέσα σ’ ένα δικόν
|
||
του σίφουνα μεθυσιού και φρένας - ζούσαν τώρα μιαν άλλη ζωή,
|
||
τόσο βαθειά, που άγγιζε σχεδόν με πόνο την ψυχή τους, με γλυκό
|
||
σφάχτη, κ' έπαιρνε τη λάμψη της και τη φορούσε κ’ έφεγγε. . .
|
||
- Τo «μαρινάτο !» το «μαρινάτο!», φωνάζανε τώρα μερικοί που δεν
|
||
χόρευαν άλλο παρά βαλς (έτσι τόχε βγάλει ένας δεκανέας των
|
||
Πυροσβεστών από το άχτι του, γιατί όλο αυτό κοπανούσανε στα
|
||
χοροδιδασκαλεία και δεν μπαγιάτευε ποτέ του σα το μαρινάτο
|
||
ψάρι) -
|
||
- Όχι! Όχι! «Τα παιδάκια» ! - πολεμούσαν άλλοι να τους
|
||
μουλώξουνε με τις φωνές τους - Όχι το «μαρινάτο!» Όχι! Ό-οχι!
|
||
«Τα παιδάκια» ! «Τα παιδάκια» ! και δυο-τρεις αρχίσανε τα
|
||
τραγουδάνε δυνατά, για να μην τους περάση το πείσμα εκεινών:
|
||
|
||
Τα παιδάκια μου, γι’ ακούστε
|
||
να σας πω μια συμβουλή!. . .
|
||
|
||
Έξαφνα χτύπησ' ο Δάσκαλος τα χέρια κ' έπαψε τοργανέτο κ'έπιασαν
|
||
τα βιολιά (Να λοιπόν πούτον αλήθεια όταν τόλεγε ο Μίμης!). . .
|
||
Πώς περνάει, το καλοκαιριάτικο μεσημέρι, ένα φρίκιασμα πάνω απ’
|
||
τα φύλλα του δάσους. . μ' ένα θρόισμα μυριόφωνο βαθύ σαν από
|
||
κάποια θάλασσα αλαργινή, βαρυστέναγη; - έτσι πέρασε μιαν
|
||
ανατριχίλα αλάλητη πάνω απ' όλα τα κορμιά τα ολόθερμα με το
|
||
πρώτο κατέβασμα των δοξαριών, πούβγαλαν κάτι τραβηγμένους ήχους
|
||
βαθιούς και στριγγούς μαζί. . . Φως κάτασπρο στις αμίλητες
|
||
πέτρες, γέλοια των κυμάτων στην αμμουδιά, των άγριων
|
||
περιστεριών γέλοια στις δέντρινες κουφάλες, σίδερο πληγωμένο
|
||
που ξεφωνίζει, ρόδα μαυροπόρφυρα του πόθου και ήσκιος σε νάρκη
|
||
βαθιόμαβια με τις φτερούγες ριχμένες πάνω απ’ το κεφάλι - και
|
||
σαν τι δε μοιάζουν οι λαχτάρες των χορδών !. . . Και με τη
|
||
γοργάδα και το θάμπωμα της αστραπής που σχίζει μαυρόγυαλον
|
||
ουρανό, έπεσαν οι ήχοι αυτοί στων ανθρώπινων κορμιών το πιο
|
||
βαθύτερο «είναι» και ξέσυραν, αποσχίζοντας τις ίνες της ψυχής,
|
||
κάτι ολάνθιστο, με σπαραγμό μαγευτικό . . κ' έπειτα χύθηκαν
|
||
τις πλάτες κάτω τις ζεστόχνουδες, φως ανατριχιαστό, και
|
||
σιγοστάλαξαν κόμπο-κόμπο στα στήθη σαν κάποιο υπέργειο μύρο
|
||
τραγουδιστό που σε λιγάκι ξεχείλισε, έγινε πέλαγος. . .
|
||
Τσιριχτές φωνές έβγαζαν τα νέα παιδιά, γιατ’ οι καρδιές τους
|
||
πνίγονταν από ηδονή, Αχ, από ένα μεγάλο κύμα ηδονής. . . Κ’
|
||
εκείνοι ακόμα πούχαν αποστάσει να χορεύουν και πηγαίνανε να
|
||
καθήσουν, ξαναπετάχτηκαν απάνω και ζευγαρώθηκαν πάλι στο φτερό
|
||
και ριχτήκανε μες του χορού το κύμα. . .
|
||
Τo σγουρό μαλλί του Νίκου που τούσκιαζε το μέτωπο, στεκόταν
|
||
ανάερο. . άσπρο το μέτωπο του, λαμποκοπούσε μυστικά σαν κάποιο
|
||
αρχαίο μάρμαρο που αστράφτει ηλιοφιλημένο ψηλά σ' έναν έρημο
|
||
κάβο, κυττάζοντας τη θάλασσα. . .
|
||
Η Λιόλια κάθε φορά που μες την αγκαλιά του Νίκου περνούσε κοντά
|
||
απ'τα βιολιά, της φαινόταν πως παίζανε για χάρη της πιο δυνατά,
|
||
με πιότερο πόθο παίζανε, με πιότερη φρένα γλυκερή- γι'αυτήνα
|
||
μοναχά πια βαθιά και πιο επίμονα ξέσερναν τις φωνές τους, σα να
|
||
θέλανε να την κάμουν κάτι να πιστέψη:
|
||
«Νέα είσαι κι όμορφη κ' ευτυχισμένη!» - της έλεγαν. . . Μα όχι
|
||
αυτό μονάχα: κάτι άλλο πιο γλυκά ακόμα κι από της ομορφιάς την
|
||
ευφροσύνη και της νιότης κι απ’ το καθετί στον κόσμο, κάτι άλλο
|
||
πιο αβάσταχτο θέλανε να της ειπούν - που δεν το πίστευε. . και
|
||
μεθούσε απ’ την πολλή χαρά της – ενώ δεν το πίστευε!. . και
|
||
της έρχονταν τα δάκρυα απ' την ευτυχία - γιατί κόντευε να το
|
||
πιστέψη!. . .
|
||
Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά! - σφάχτες της ψυχής ! Τι μας
|
||
κάνετε εμάς των νέων !
|
||
Μαγεμένες είν' οι χορδές σας, οι βγαλμένες απ’ τα ωραία ζώα που
|
||
σιγοπερπατούνε στις χορταριές τις κρυφομύριστες απ’ το χαμόμηλο
|
||
και τον άγριο δυόσμο (. . τα είδατε πως κυττούνε, Θλιμμένα από
|
||
της ζωής την ομορφιά;) . . . Γλυχοποτισμένες είν’ οι χορδές σας
|
||
με της ζωής την όμορφη τη θλίψη. . , Όλα τα παλιά τραγούδια των
|
||
νέων που έζησαν και τώρα έχουνε σβήσει για πάντα και τα δάκρυα
|
||
απ’ τον παλιό καιρό, εσείς τα τραγουδάτε, βγάζοντας τα μέσ’ από
|
||
το χάος της ζωής και μέσ’ απ’ την ψυχή μας. . . . . . . . . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
. . . . . . . . .
|
||
Όταν ήρθ' η καντρίλλια, οι φίλοι του Νίκου βρήκαν ευκαιρία να
|
||
ζητήσουν της Λιόλιας ο καθένας τους κι από ένα χορό. Ο Μίμης
|
||
της θύμησε πως την είχε αγκαζάρει για ένα βαλς κ’ ήτον αυτό,
|
||
είπε, πουρχόταν τώρα. Δεν πρόφθασε νανοίξη το στόμα της και
|
||
πάλι τους χώρισε το ρέμα. . .
|
||
Τι εξαίσιο πράμα ωστόσο αυτές οι καντρίλλιες!-ίδια η ζωή!. . .
|
||
Σαν κάποιος μάγος κ’ εξορκιστής ο Δάσκαλος χτυπούσε τα χέρια
|
||
του ξεφωνίζοντας λόγια παράξενα που μοιάζανε γητέματα και
|
||
ξόρκια : «Μπαλανσέ-βο-νταμ!»-«Σασσέ-κρουαζέ!»-και περνούσαν τα
|
||
γυναικεία λουλούδια μπρος απ’ των αγοριών τα μάτια που
|
||
μεγάλωναν πιο φεγγερά από πρώτα . . και σελάγιζαν, πάνω από
|
||
τάνθινα κεφάλια, του αγορίσιου πόθου τάστρα, του πόθου του
|
||
κυπαρισσένιου-γιατ’ ίδια νέα κυπαρίσσια ταγόρια αψηλοστέκουνε
|
||
στυλωμένα σ' ολοστρόγγυλους και δυνατούς δίδυμους κορμούς. . .
|
||
«Φραππέ» !-κ’ ήτον ο θρίαμβος της Χαράς και της Ζωής: Α! να τις
|
||
που περνούν κ' οι δυο αγκαλιασμένες (τι σπάνιο πράμα !) μέσ'
|
||
από μια θάλασσα ανθρώπινη, πολύβουη απ’ τάσπρα χέρια που
|
||
χτυπιούντ' αναμεταξύ τους σαν αφρισμένες κυματοκορφές, απάνω σ'
|
||
ολόχρυσο άρμα, ζεμένο σε λευκό τέθριππο σαν από φως γενάμενο
|
||
κρέας, και με την ίδια τη θεά την Ήβη πίσωθ' ορθή για Νίκη που
|
||
κρατάει τα χρυσά στεφάνια. . . «Σαιν» !- και γύριζε η αλυσσίδα
|
||
η ζωντανή, δεμένη και λυτή, περνούσε σαν άνθινο όνειρο που δε
|
||
σβήνει, σαν άρωμα που όλο φεύγει κι όλο μένει, περνούσε-
|
||
κομπολόϊ ανθρώπινο μες τα χέρια ταόρατα της συλλογισμένης
|
||
Μοίρας. . . Κ' οι κόμποι του ήταν αφροσταλίδες απ’ την ατέρμονη
|
||
θάλασσα της πλάσης σαν κ' εκείνα τα δάκρυα του Ωκεανού τα
|
||
θρομπισμένα στο κεχριμπάρι που σιγοκυλούνε με μουσική στης Ζωής
|
||
τον έρημο γιαλό (ώ πένθιμα φωτισμένον από ένα μεγάλον κόκκινον
|
||
ήλιο !), που έχουνε μέσα τους το θλιβερό μύρο του άπατου βυθού
|
||
και της αλαργινής κυματιάς την ανεμόφερτη λαχτάρα και
|
||
τραγουδιστή βουή. . . Και ζούσαν αυτές οι στάλες του σάρκινου
|
||
αφρού και τρεμοσάλευαν κ' έφεγγαν η καθεμιά τους μ' ένα φως
|
||
κρυμμένο μέσα της. . . Και πότε αποτραβιούνταν οι κόμποι απάνω
|
||
στο σκοινί πούτον το αίμα το άλικο, το ζεστό, γοργότρεχο από
|
||
πόθο, νεροσυρμή του πόθου ακράτητη κοχλακιαστή μέσα στην
|
||
ανθισμένη σάρκα, πότε μαζεύονταν όλοι μαζί μέσα στη χούφτα της
|
||
Μοίρας τη φριχτή που τους έπαιζε-αλλού έχοντας το νου της. . .
|
||
Κ' έξαφνα σαν κομπολόι σκόρπισαν. . .
|
||
Κ' έπειτα απ’ του Μάγου τα χείλη απήχησε η μαγική λέξη;
|
||
«Προμενάτ» !-και δυο-δυο τα γητεμένα πλάσματα έκαναν τον κύκλο
|
||
της ζωής το χορευτή, σκιρτώντας απάνω στο λιβάδι της αιώνιας
|
||
νεότητος. . και περιχυμένο ήτον το λιβάδι απ’ τον απαλόφλογο
|
||
ήλιο της χαράς. . κ' ήτον αυτός η σύνθεση ενός τραγουδιού
|
||
αναβρυσμένου απ’ όλα τανθρώπινα κορμιά που τώρα ζούσανε βαθιά
|
||
σαν άνθη και σα ζώα. . . Έπαλλαν τα στήθη και τρεμούλιαζαν της
|
||
σάρκας οι κυρτογραμμές και τα πρόσωπα έβγαζαν ένα φέγγος σαν
|
||
τανοιχτά παράθυρα το καλοκαίρι όταν απέξω είναι ο χρυσός ο
|
||
ήλιος και τα φύλλα τα πολλά, κόμες πράσινες ανεμιστές που
|
||
αναδεύονται απαλά και μυστικά θροΐζουν, κ'οι καρποί που
|
||
γλυκοφεγγρίζουνε σ'απόσκια γλαυκά και τα μεγάλα άσπρα νέφαλα τα
|
||
στρογγυλεμένα, σαν από αέρινο μάρμαρο πελεκητό, που ασάλευτα
|
||
ονειρεύονται πίσω απ’τις πλάτες των βουνών. . . Και καθώς
|
||
πηγαίνανε σκιρτώντας ρυθμικά κάτω από μιαν ανίδωτη βέργα, τα
|
||
μαγεμένα πλάσματα, ανασαίνανε βαθιά κ' η πνοή τους έλεγε:
|
||
«Είμαστε νέοι, νέοι, νέοι και γεροί! και ωραίοι! και δε μας
|
||
μέλλει γιατί γυρίζομε και που πάμε . . και που πάμε . . και δε
|
||
μας μέλλει αν πέθαναν εκείνοι που μας γέννησαν και τα μικρά
|
||
ταδερφάκια μας αν έσβησαν. . . Εμείς πάντα θα γυρνούμε, θα
|
||
γυρνούμε, γιατ’ είμαστε όμορφοι και νέοι και δε μας μέλλει ! δε
|
||
μας μέλλει ! δε μας μέλλει ! που κ' εμείς θε να πεθάνωμε-γιατί
|
||
δεν το πιστεύομε !. . .»
|
||
Κι όχι μόνο των νέων ανθούσε και τραγούδαγε η ψυχή. Αχ, να
|
||
βλέπατε κάτι γέρους σαράβαλα και κάτι χοντρές πενηντάρες που
|
||
στο σπίτι τους θα βογκούσαν απ’ τη μια καρέκλα στην άλλη -πως
|
||
σήκωναν τα πόδια τους αψηλά και πηδούσανε σαν τις κατσικούλες!
|
||
Μια προπάντων, χοντρή σα δέκα απ’ τις εγγόνες της που χορεύανε
|
||
γύρω της, ήτονε θεός να τηνέ βλέπης: τρανταζόταν ολόσωμη σα
|
||
βαρέλα ξεχαρβαλωμένη και τα προγούλια της πηγαινόρχουνταν πέρα-
|
||
δώθε σα λάστιχα, μα το πρόσωπο της, κάτω από τις ζάρες και τις
|
||
κρεατοελιές, άστραφτε από χαρά και νιάτα-ναι από νιάτα, γιατί
|
||
εκείνην την ώρα ήτονε δεκαεννιά χρονών: σωστά δεκαεννιά χρονών-
|
||
ούτε μια μέρα παραπάνω . . . Να κ’ ένα κουκλάκι μια σπιθαμή, με
|
||
κάτι γαμπίτσες ψιλούλες σαν τα καλαμάκια μες τις άσπρες
|
||
κάλτσες: η κόρη του δασκάλου, τεσσάρων πέντε χρονών, που τη
|
||
χόρευε ένας αψηλός νέος, πρώτος χορευτής, σκυμμένος ίσαμε κάτω
|
||
και κρατώντας την απ’ τα δυο τα χεράκια, όπως χορεύουν τα
|
||
κορίτσια τις κούκλες τους μες τις αυλές. Όλους τους χορούς λέει
|
||
τους ήξερε και δεν άφηνε χορό να μην τονέ χορέψη με τους πιο
|
||
ωραίους καβαλλιέρους. Ο νέος, γερμένος απάνω στο κουκλάκι, το
|
||
γλυκοκύτταζε και του χαμογελούσε, σα νάβλεπε μέσα του την
|
||
όμορφη κοπέλλα που θα γινότανε μια μέρα, κ' η μαϊμουδίτσα
|
||
σήκωνε απ’ το βάθος καταπάνω του τα μάτια της, σα νάτον ο
|
||
αγαπημένος της- και μόνο τα μπόγια τους που δεν ταιριάζανε. . .
|
||
Αλήθεια η ψυχή τανθρώπου δεν έχει χρόνια παιδιάτικα, ούτε και
|
||
γεροντάματα κάτω απ’ τα χιόνια των μαλλιών και τις ζάρες που
|
||
σταφιδιάζουν τις ωραίες ρόγες: ολάνθιστη γεννιέται και νέα
|
||
πάντα μένει και σβήνει, χωρίς να ξεφυλλίση, μ' όλη της τη λάμψη
|
||
σαν τη συνονόματη της, τη χρυσοφτέρουγη «Ψυχή». . .
|
||
Πνίγηκε η Λιόλια απ’τα γέλοια σαν είδε το μικρό να χορεύη
|
||
κοντά της με τόση σοβαρότητα και να κάνη ρεβερέντσα στον
|
||
καβαλλιέρο του με τόνα ποδαράκι πίσωθ’ ανασηκωτό . . κ' εκεί
|
||
που γέλαγε, τέλειωσ’ ο χορός κ' ήρθε τρέχοντας να την πάρη απ
|
||
τα χέρια του Νίκου ο Μίμης. . .
|
||
- Άσε μας ντε κ'εμάς λιγάκι να μυρίσουμε κορίτσι!- τούπε αυτός
|
||
με πίκα.
|
||
Τον κύτταξε ο Νίκος με κάποιο σοβαρό και σα λίγουλάκι άγρια, μα
|
||
δεν είπε τίποτα.
|
||
- Τι με κυττάς;-ξαναείπε ο Μίμης που έβραζε μέσα του απ’όλο το
|
||
βράδυ κ’ ήτον κίτρινος σαν το φλουρί-δε σ’ αρέσουμε ;
|
||
- Σα να μη στέκης αυτού καλά μου φαίνεται-είπε ο Νίκος και πήγε
|
||
με τη Λιόλια στο βάθος της σάλας να την τραττάρη μια λεμονάδα
|
||
στον μπουφφέ: ένα τραπέζι μακρύ που τούχανε φορέσει ένα κόκκινο
|
||
φουστάνι από λαδόπαννο. . .
|
||
Σε λίγο άρχισαν πάλι τα βιολιά κι ο Μίμης πήρε τη Λιόλια να
|
||
χορέψουνε. . . Δε μίλησε ο Νίκος, μα είδε τη Λιόλια να τον
|
||
κυττάζη με κάτι μάτια σα να τον αρωτούσανε μ' απορία θλιμμένη :
|
||
«Γιατί αφήνεις να με πάρη αυτός από κοντά σου !;. . .»
|
||
Του ήρθε να κάμη ένα σάλτο να την ξαναρπάξη απ’ τα χέρια του
|
||
Μίμη. Μα εκείνη τη στιγμή τον έπιασε κάποιος απ’ τον αγκώνα:
|
||
ένας φίλος που τώρα ότι είχ’ έρθει κ' ήτον όλο χαρά που τον
|
||
εύρισκε εδώ-ο Ντίνος-ένα παιδί γλυκό με δυο μάτια σαν ελίτσες
|
||
που δεν άφηναν καθόλου ασπράδι στις άκρες, ψηλούτσικος, με μια
|
||
μέση τόση δα, που περπατούσε ίσιος-ίσιος σα λαμπάδα. Τον έπιασε
|
||
που λες στην κουβέντα κ’ έτσι ο Νίκος, χωρίς νακούη τι τούλεγε
|
||
ο Ντίνος, έβλεπε από μακριά τη Λιόλια που τη χόρευε ο Μίμης. .
|
||
. Και σαν επίτηδες ο Μίμης έκανε μικρούς-μικρούς τους γύρους
|
||
του κι όλο κατά την άλλη μεριά της σάλας, για να μην περνάη
|
||
κοντά απ’ το
|
||
Νίκο. . .
|
||
Τώρα που την έβλεπε τη Λιόλια μακριά του, σε χέρια αλλουνού κ'
|
||
εκείνονε να γέρνη αποπάνω της και να πίνη με τα μάτια του το
|
||
φως της ομορφιάς της, τώρα του φάνηκε πως για πρώτη φορά την
|
||
έβλεπε. . . Ως τα τώρα είχε μεθύσει με το ζεστό μύρο του
|
||
κορμιού της σαν από κρασί μοσχάτο (Αχ, όχι ! από βαρύ κρασί με
|
||
ζάχαρη και κανέλλα), είχε γλυκαστή η ψυχή τον με τα ολόδροσα
|
||
της νιάτα σαν απ’ τον πεπονιού τη δροσερή τη γλύκα, είχανε χάρη
|
||
τα μάτια τον ιόν ήλιο που ήτον πεσμένος μέσα στα μαλλιά της σα
|
||
μέσα σ’ άγριο μέλι του βουνού, σκοτεινό. . το στόμα της,
|
||
λιγωμένο ρόδο με βυσσινύ χαμόγελο, λουλούδι της ψυχής που
|
||
έβγαζε αμίλητο τραγούδι-λαχτάρα κι αγωνία μαζί- όπως όλων των
|
||
λουλουδιών τα στόματα-: πάντα το αισθανότανε να φυλλοτρέμη μέσα
|
||
τον, μα τις πεσισσότερες φορές στα χείλη του απάνω . . και τα
|
||
μάτια της με τις τζιτζιφένιες χάρες που μοιάζανε νησάκια
|
||
ηλιοφίλητα σε πέλαγος γαλατένιο την αυγή, απονύχτερα άστρα σε
|
||
κάποιον ουρανό χλωμό, αυτά τον παίρνανε μαζί τους κάθε φορά που
|
||
ήθελε ταντικρύσει, όπως παίρνει ο ουρανός το σύννεφο κ’ η
|
||
θάλασσα το καράβι-στην αγκαλιά τους. . . Όλ’ αυτά τα αισθανόταν
|
||
ο Νίκος ως τα τώρα, μα τώρα μόνο κατάλαβε, ότι τα αισθανόταν-μα
|
||
και πάλι τα αισθανόταν όλα μαζί, θαμπά και μπερδεμένα . . .
|
||
Έβλεπε όμως τώρα αληθινά, ένα-ένα, αυτά τα χαρακτηριστικά που
|
||
ήτανε γι' αυτόν άλλες τόσες κρήνες ηδονής αλάλητης. Και συνάμα
|
||
κατάλαβε βαθιά μες την ψυχή του πως ήτανε δικά του, ολόδικά
|
||
του, κατάβαθα δικά του, περισσότερο από κάθε άλλο πράμα πούχε
|
||
δικό του στον κόσμο, περισσότερο δικό του κι απ’ τον ίδιο τον
|
||
εαυτό του. . .
|
||
Κάτι θολοπόρφυρο νεφέλωσε στα μάτια του μπροστά, σα λιβάνι
|
||
πυρωμένο που τον τύφλωνε, τονέ ζάλιζε, τούρριχνε μια φλόγα
|
||
σκοταδερή μέσα στο μυαλό του--
|
||
Η Λιόλια πέρα στην άλλη άκρη της σάλας χόρευε με την καρδιά της
|
||
. . .
|
||
Περνούσαν άλλα ζευγάρια μπροστά απ’ το Νίκο : ένας
|
||
κοκκινοπρόσωπος μ' ολοστρόγγυλο σαγόνι και μακρυά μουστάκια
|
||
κρεμαστά, το στόμα ανοιχτό να παίρνη αέρα (ίδιος κι
|
||
απαράλλαχτος μπαρμπούνι), κρατώντας στην αγκαλιά του μια
|
||
γεροντοκόρη στεγνή και σουβλερή, με το πηγούνι και τη μύτη σαν
|
||
τρυπάνια, που κύτταζε το μπαρμπούνι της σαν μπεκάτσα
|
||
ερωτοχτυπημένη και ξεροτηγανισμένη . . . Παραπίσω ένας αψηλός
|
||
νέος ξεσταχιασμένος, σα φραντζόλα μακρουλή της μπίρας, με μια
|
||
μικρή κοντοστούπα που έμοιαζε μποτίλλια : απάνω στενή μ' ένα
|
||
κεφαλάκι σαν καρφίτσα και κάτω φούσκα απ’ τα κολλαριστά
|
||
σαγκουλιά του φουστανιού της· και σήκωνε τα δυο της χέρια η
|
||
μποτίλλια, σαν ταχυρένιο σκοινάκι της μποτίλλιας του «Κιάντι»,
|
||
για να πιαστή απ’ το λαιμό της φραντζόλας που χοροπηδούσε
|
||
καμαρωτή, αλύγιστη κι άψητη. . . Ένας μασκαρεμένος Βεδουίνος
|
||
μαυρογενάτος, με τριχιές ολόγυρα στο κεφάλι, είχε τυλιγμένη
|
||
μέσα ατά μπουρνούζια του μια σα δασκάλα και σα σκουπόξυλο και
|
||
με τα μαλλιά σα σκούπα - και φανταζόταν ίσως τώρα αυτή πως
|
||
πετούσε απάνω σ' ένα αραβικό άλογο, κλεμμένη από 'να «Βασιλέα
|
||
της ερήμου» . . .
|
||
Τι γελοίοι που ήταν όλοι τους με την ευτυχία τους σα σορόπι
|
||
πασσαλειμμένη στα μούτρα τους που αποθέωνε ακόμα και την
|
||
ανοστιά τους ! - Τουρχόταν του Νίκου να τους δείρη απ’ το θυμό
|
||
του--
|
||
Πέρασ' έν' άλλο ζευγάρι: ένας σγουρομάλλης νέος, καλοκαμωμένος
|
||
με τα πόδια κολώνες και τους ώμους χυτούς, ίδιος έφηβος
|
||
αρχαίος. . και ταχείλι του έσταζε φως ολόγλυκο (όπως όταν
|
||
σιγοπέφτη το μέλι απ’ το κουτάλι) απάνω στανθισμένο κεφάλι της
|
||
ντάμας του που ήτον ξανθιά σα στάχυ ώριμο και με μάτια σκούρα
|
||
μπλου σαν κύανοι. . . Κύτταξε ο Νίκος να δη τη Λιόλια:. .
|
||
χόρευε πάντα στην πέρα άκρη με το Μίμη. . . Κάτι της έλεγε ο
|
||
Μίμης κι αυτή γελούσε, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάϊ για να μην
|
||
αποδειχτή πως γέλαγε, μα ο Μίμης έσκυβε και αυτός απ' το ίδιο
|
||
μέρος και πιο χαμηλά για ναδράξη το γέλοιο της. . .
|
||
Η καρδιά του Νίκου μονομιάς έσφιξε σα χουφτιασμένη στα νύχια
|
||
ενός όρνιου !. . κ' οι μεγάλες του μαβιές φτερούγες τούπαιρναν
|
||
την αναπνοή) - - Η Λιόλια τώρα ξέσπασε στα γέλοια: ίσως για
|
||
κάτι μασκαράδες που χόρευαν κοντά τους-κ’ ήτον κι ο Περικλής ο
|
||
χοντρέλης μαζί - ή επειδή είχαν κουτουλήσει ράχη με ράχη με μια
|
||
παχειά, τετράπαχη, που την έσερνε ένα αδύνατο παιδί λαχανιαστό
|
||
σαν το σκυλλί που γυρίζει απ’ το κυνήγι. Δες πως γλάρωναν τα
|
||
μάτια της απ’ την ευχαρίστηση. Μα και το παιδί δεν απόδειχνε
|
||
καμμιά δυσαρέσκεια, μόνο που ήτον ιδρωμένο και ξεφυσούσε, γιατ'
|
||
ήτον ο χορός, ο μάγος ο χορός που ξετύλιζε τη χοντρή ψυχούλα
|
||
απ’ τα πάχητα και την έκανε συλφίδα. . . Αχ, τι χαρά που χει η
|
||
ζωή!., μα τι λίγο που βαστάει! -γιατ' είναι μοναχά ο άμμος πάνω
|
||
απ’ την πέτρα που τονέ σκορπάει ο αγέρας. . .
|
||
-Τι έπαθες καλέ, φώναξε ο Ντίνος, βλέποντας το Νίκο έξαφνα να
|
||
χάνεται-
|
||
Εκείνην τη στιγμή χύθηκε μες τη σάλα μια παρέα μασκαράδες με
|
||
φωνές, με χοροπηδήματα, με σκουντιές, με χαλασμό κόσμου : του
|
||
Κουτρούλη το πανηγύρι έγινε εκεί μέσα. Τα βιολιά που τσιρίζανε
|
||
λούφαξαν. Ο χορός σταμάτησε -
|
||
Ο Νίκος τινάχτηκε απάνω κι ώρμησε μέσα στο σωρό να βρη τη
|
||
Λιόλια. Ήτανε χωμένη μέσα σ’ ένα μπουλούκι μαζί με το Μίμη, που
|
||
τη βαστούσε ακόμα μες την αγκαλιά του κ' έδιωχνε τους
|
||
μασκαράδες που κάνανε σαν το μελίσσι γύρω της . . .
|
||
Όταν αντίκρυσε η Λιόλια το Νίκο, έβγαλε μια φωνίτσα σαν ένα
|
||
μικρό λυγμό-που δεν έδειχνε χαρά ήτον ή κλάμα; Ο Νίκος την
|
||
έπιασ' απ’ το μπράτσο και την τράβηξε καταπάνω του· έπειτα
|
||
γύρισε απότομα και κρατώντας το χέρι του προφυλαχτικά πίσω απ’
|
||
την πλάτη της, άνοιγε δρόμο μεσ' απ’ τον κόσμο με τα γόνατα και
|
||
τους αγκωνές, με σκουντιές και σπρωξίδι, με τα «μπαρντόν» και
|
||
«συγνώμη» και «λίγο τόπο περικαλούμε», κατά την πόρτα. . .
|
||
Ο Μίμης έμεινε κόκκαλο--Έπειτα έκανε να τρέξη το κατόπι, μα έλα
|
||
που τα είχαν ιδεαστή όλα τα τρεχούμενα οι μασκαράδες και τονέ
|
||
ζώσανε στη μέση, σάμπως να θέλανε να βγάλουν απάνω του το άχτι
|
||
τους για την κερήθρα πούχανε χάσει. . .
|
||
Εκεί που έβαζε ο Νίκος το παλτό του, με το Δάσκαλο κοντά που
|
||
βγήκε να βοηθήση της Λιόλιας και να τους χαιρετήση, νά σου κι ο
|
||
Μίμης, κίτρινος σαν το θειάφι, πούρθε να ζητήση το λόγο-:
|
||
-Βρε συ!-του λέει του Νίκου με χολόπνιχτη φωνή-πως τραβάς το
|
||
κορίτσι μέσ' απ’ τα χέρια μου πριν να τελείωση ο χορός; -
|
||
-Άιντε από 'δώ χαζέ! δε Θα σου δώσω λόγο!-του αποκρίθηκε ο
|
||
Νίκος, που κι αυτός τάραζε σύσωμος από θυμό, σαν το καπάκι του
|
||
τέντζερη που αφρίζει στη φωτιά.
|
||
Πετάχτηκε στη μέση ο Δάσκαλος, γιατί μυρίστηκε την τσίκνα:
|
||
-Δεν είχε πια χορό· εγώ τον έπαψα το χορό, καθώς είδα που
|
||
μπήκαν οι μασκαράδες.
|
||
- Ποιανού δε θα δώσης λόγο ρε !-φώναξε ο Μίμης αγριεμένος.
|
||
Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει
|
||
ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο
|
||
Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο
|
||
Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη
|
||
Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της
|
||
το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας -
|
||
- Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’
|
||
τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’
|
||
το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια
|
||
της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον
|
||
κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο
|
||
ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα.
|
||
- Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα
|
||
ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . .
|
||
- Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο
|
||
σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω.
|
||
- Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του
|
||
φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των
|
||
μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . .
|
||
Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε
|
||
μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι. Ένας τους στάθηκε στη
|
||
μέση του δρόμου και κατάβρεξε τη σκόνη-
|
||
Η Λιόλια στριμωγνόταν κοντά στο Νίκο-είχε βαρειά καρδιά. . .
|
||
Όταν βγήκανε στου Μακρυγιάννη, τους έζωσε το πηχτό σκοτάδι κ' η
|
||
ερημιά----Κρύωνε η Λιόλια, έτρεμε η ψυχή της. . πήγαιν' ένα
|
||
βήμα πιο πίσω απ’ το Νίκο τώρα. . . Δε μιλούσαν ολότελα : ό,τι
|
||
είχανε να πουν, τόπανε στο χορό με τα μάτια τους. .
|
||
κι αυτά πούχαν ειπωμένα, τώρα τους έκλειναν το στόμα—όσο
|
||
κοντεύανε σπίτι, ανάσαιναν πιο βαθιά κ' οι δυο τους, σα
|
||
λαχανιασμένοι-ίσως νάτον απ’ τον ανήφορο και το πολύ τρεχιό !
|
||
Λίγο πριν να φθάσουνε στην πόρτα τους, καθώς ήτανε βουτηγμένοι
|
||
στο σκοτάδι και στη βουνίσια μοναξιά, ο Νίκος έξαφνα, γύρισε,
|
||
έπιασε τη Λιόλια απ’ το κεφάλι και τη φίλησε- - - - - - - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
. . Στην κάμαρη το καντήλι ήρεμο έφεγγε κ' έρριχνε μια γλυκειά
|
||
θλίψη απάνω στο γαλάζιο ατλάζένιο πάπλωμα. . .
|
||
Της Βεργινίας το πρόσωπο ήτονε γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά. Τo
|
||
κορμί της μόλις ξεχώριζε, πλάκα κάτω απ’ το πάπλωμα-ακίνητο--
|
||
Κοιμόταν- - -
|
||
Η Λιόλια-η φιλημένη Λιόλια-ξεγλύστρησε σα σκιά πίσω απ’το
|
||
κρεββάτι . . τράβηξε αποκάτω απ’ τον κρεββατιού το γύρο που
|
||
τάχε μπόγο απ’ την ημέρα τα ρούχα του ύπνου κ' έστρωσε το σελτέ
|
||
της. . . και, κουβαριασμένη αυτού χάμω, γλήγορα-γλήγορα γδύθηκε
|
||
από μέσ' απ’ το πάπλωμα. . και πια δε φάνηκε--
|
||
Ο Νίκος τραβήχτηκε στην άλλη άκρη, για να μην ξυπνήση τη
|
||
Βεργινία. . . Εκεί που έκανε να πέση στο στρώμα ανασηκώνοντας
|
||
προσεχτικά το πάπλωμα, γύρισ' έξαφνα η Βεργινία το κεφάλι της:
|
||
κ’ είδε τότες ο Νίκος να λαμποκοπούνε στο φως του καντηλιού τα
|
||
ματόκλαδα της από στάλες διαμαντένιες σαν κ’ εκείνες που
|
||
βλέπεις ύστερ’ από βροχή, κάποιο ξαστερωμένο σουρούπωμα,
|
||
στακράφυλλα των δένδρων, στης ακακίας και της «Κλαίουσας» τα
|
||
φύλλα που είναι βαρειές απ’ το πολύ το φέγγος κι ολόφεγγες απ‘
|
||
το θλιμμένο βάρος. . μα οι στάλες δε θέλουνε να πέσουν-
|
||
Τα προσκέφαλα ήτανε μούσκεμα πέρα ως πέρα από τα δάκρυα.
|
||
Εξαγριώθηκε μονομιάς ο Νίκος. Ο πόθος του νέου κοριτσιού, πούχε
|
||
φουντώσει μέσα του, αρνιόταν της Βεργινίας την ύπαρξη - κι αυτή
|
||
βρισκόταν εδώ μπροστά του, ολοένα μπροστά του, ζωντανή και
|
||
ξύπνια ολοένα, ολοένα μ’ άγρυπνη την πίκρα της που της είχ'
|
||
έρθει απ’ αυτόν!. . κ' η πίκρα της αυτή περίχυνε με χολή το
|
||
λαχταραστό λουλούδι της ψυχής του και το φαρμάκι στάλαζε απ’
|
||
τις ρίζες, μολύβι στην καρδιά του, θειάφι αναμμένο στα σωθικά
|
||
του, που τον έπιανε λύσσα να σπαράξη τον εαυτό του - αφού απ’
|
||
αυτόν ερχόταν το κακό που υπόφερνε· μα κ' εδώ πάλι αιτία ήτον
|
||
αυτή, πούτον ολοένα ξύπνια και ζωντανή μπροστά του, που του
|
||
σπάραζε το στήθος με την άγρυπνη της πίκρα τη σταλμένη απ’
|
||
αυτόν τον ίδιο -
|
||
- Δεν κοιμάσαι! - της κάνει με θυμό. Τι κλαις μωρή ; γρουσούζα!
|
||
Σκοτωμένο μ' έφεραν και κάνεις έτσι δα; Δεν υποφέρνεσαι, το
|
||
ξέρεις για όχι; Ζωή είν’ αυτή! Να μην το κουνήση πια κανείς από
|
||
'δώ μέσα ! - σωστό νοσοκομείο το κάμαμε !-- Μηδά τόθελα εγώ που
|
||
άργησα; Να, μ' έμπλεξαν κάτι φίλοι, δε μ' αφήσανε να φύγω : με
|
||
κοροΐδεύανε για την παντρειά μου - και με το δίκιο τους - που
|
||
τα μπλάστρωσα και γίνηκα νταντός και νοσοκόμος!. . .
|
||
Μόλις άκουσε τη μιλιά του η Βεργινία, στέγνωσαν τα δάκρυα της
|
||
και με μια φωνή σαν πνοή που προσπαθούσε να βάλη και λίγο
|
||
γέλοιο μέσα στο παράπονο της, του είπε:
|
||
- Φοβήθηκα μήπως δεν ξανάρθης!-και πάλι τα μάτια της αρχίσανε
|
||
να τρέχουν. . .
|
||
Μα ο Νίκος δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα, μόνο έλεγε παρακάτω:
|
||
- Έπειτα ήξερα που είχες την Ευρυδίκη κοντά σου: μούπε πως θα
|
||
κάτση να σου κάνη συντροφιά ίσαμε που να γυρίσουμε. . Ως που
|
||
να το καταλάβωμε, πέρασε η ώρα.-Το περισσότερα έμεινα για χάρη
|
||
τον κοριτσιού, που τόχομε τώρα ένα μήνα μανταλωμένο εδώ μέσα
|
||
και δεν είδε μέρα Θεού: ήθελε νάκανε ένα γύρο το κορίτσι και το
|
||
λυπήθηκα. - Θέλεις να σου δώσω τίποτα να πιής;-την αρώτησε
|
||
βλέποντας την που ξεροκατάπινε.
|
||
Και σηκώθηκε. Δρασκέλισε το λοφάκι πούκανε το κορμάκι της
|
||
Λιόλιας κάτω απ’ το πάπλωμα. . και της έδωσε να πιή λίγο γάλα.
|
||
- Θα σου φέρω αύριο πάλι το γιατρό να δούμε τι θα κάνουμε ! -
|
||
της είπε τελευταίο. -
|
||
Έπειτα ξανάπεσε κι αποκοιμήθηκε στο λεφτό. Η αναπνοή του
|
||
σερνότανε βαρειά και βαθειά, ροχάλιζε σχεδόν-που δεν τόκανε
|
||
ποτέ του. . .
|
||
Κάτω απ’ τα πάπλωμα της Λιόλιας κάτι τάραζε. . τρεμοσάλευε: η
|
||
Λιόλια έκλαιγε μ’ αναφυλλητά. . Έκλαιγε για τη δυστυχισμένη τη
|
||
Βεργινία, για το φιλί του Νίκου που της έκαιγε ακόμα στα χείλια
|
||
κι ως μέσα στην ψυχή της, έκλαιγε για τα χορό που τέλειωσε και
|
||
για τα βιολιά που έπαιζαν πιο δυνατά και πιο γλυκά μόλις
|
||
πήγαινε κοντά τους και τώρα σβήσανε για πάντα - γιατί άμα σβήση
|
||
κάτι και πεθάνη, για πάντα πεθαίνει!--
|
||
Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε:
|
||
Να η Μικρούλα!
|
||
Να η Μικρούλα ! να!
|
||
Αυτή που έρχεται,
|
||
Η παχουλή-η! -
|
||
κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της
|
||
φαινόταν πως έλεγε:
|
||
Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια !
|
||
Έλα πάμε στο βουνό -
|
||
Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια !
|
||
Έλα πάμε στο βουνό ! –
|
||
|
||
Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι !
|
||
Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι
|
||
Πάω μονάχος, πάω μονάχος.
|
||
Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . .
|
||
Αχ πόσο πολύ το ήθελε !--
|
||
Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά:
|
||
Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια !
|
||
Έλα πάμε στο βουνό -
|
||
Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια !
|
||
Έλα πάμε στο βουνό ! -
|
||
|
||
Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! –
|
||
Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! –
|
||
Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια !
|
||
Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .
|
||
|
||
Έτσι της έλεγε ο σκοπός του Λανσιέ, μα το ίδιο της έλεγαν και
|
||
του Νίκου τα μάτια, καθώς χόρευε στην αγκαλιά του, πούταν
|
||
καρφωμένα απάνω της και τα αισθανότανε να λάμπουνε σαν άστρα
|
||
απάνω στα μαλλιά της και μέσα της να καίη η αντιφεγγιά τους. .
|
||
. Τo στόμα του ήτονε μισάνοιχτο κ’ έφεγγαν τα δόντια του και
|
||
στο πρόσωπο της φυσούσε η ζεστή πνοή του! Πώς την έσφιγγαν τα
|
||
δάχτυλα του γλυκά κάτω απ’ τις αμασχάλες!. . .
|
||
|
||
Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια !
|
||
Πάμε, πάμε στο βουνό ί. . .
|
||
|
||
Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές
|
||
φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- - -
|
||
- - Αποκοιμήθηκε- - - - - - - - - - - -
|
||
Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την
|
||
Λιόλια . . .
|
||
Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε
|
||
να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το
|
||
μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη
|
||
αγωνία που του στερεύει η ανάσα - και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο,
|
||
έσβησε - - -
|
||
Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία! - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - - - - -
|
||
|
||
|
||
|
||
Ο κάμπος με τα λούλουδα
|
||
|
||
|
||
|
||
Ναι δεν πέθανε-μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία
|
||
του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η
|
||
αδικημένη, πόθησε να πετάξη !. . . Μα δεν ξεψυχούσε-
|
||
Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε
|
||
ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της
|
||
ζωής. Ταυτιά της βούιζαν ολοένα σα μια θάλασσα μακρινή, σα
|
||
λεύκες που αναδεύει ο αγέρας όλα τους τασημένια φύλλα (: Αχ,
|
||
νόμιζε πως βρίσκεται πάντα στις Παράγκες, στα μισά του δρόμου
|
||
που πάει στον Περαία, που βγήκανε μια Κυριακή μεσημέρι με το
|
||
Νίκο απ' ταμπέλια του Μοσχάτου, κ' έκλεινε ίσα-ίσα μήνας
|
||
πούχανε στεφανωθή, και κάθησαν κ' έφαγαν οι δυο τους στο
|
||
δροσό!). . . Κ’ έξαφνα άκουγε-αισθανόταν, παρά που άκουγε-κάτι
|
||
κλαγγίσματα σαν από χορδές που σαΐττευαν και σαν άρπες μέσα στο
|
||
μυαλό της, τόσο δυνατά που θάρρευε πως θα την ξεσήκωναν ολάκερη
|
||
να την πάρουνε να φύγουν. . και πάλι σαν κουδουνάκια: ντίγκι-
|
||
ντίγκι-ντίγκι-ντίγκ ! - που κόβανε μονομιάς - . . και καμπάνες
|
||
βαρούσανε σιγά και βαριά σαν επιτάφιος κι όλο της λαλούσανε :-
|
||
«Βεργινία!. . τι τυραννία!-Βεργινία !. . τι τυραννία !-
|
||
Βεργινία! Βεργινία! Βεργινία!» . . . (Δικός της ήτον αυτός ο
|
||
επιτάφιος;) Πολλές φορές έπεφτ' ένα βάρος στο στήθος της που
|
||
νόμιζε πως της έρριχναν ένα βουνό χώμα απάνω της (οι
|
||
νεκροθάφτες!) κ' η καρδιά της φτεροκοπούσε τότε σαν τρομαγμένο
|
||
πουλί μέσα στο κλουβί. . . Μα μόλις πούκανε νανασηκώση λιγάκι
|
||
το κεφάλι, χτυπούσαν τα μηλίγγια της σα νάταν αποκάτω σφυριά
|
||
που κάρφωναν το κιβούρι της . . .
|
||
Κι όμως μ' όλα αυτά δεν πέθαινε—
|
||
Έκλεινε μονάχα τώρα σχεδόν ολημέρα τα μάτια της και δεν τάνοιγε
|
||
παρά μόνο τη στιγμή που έμπαινε ο Νίκος στο σπίτι σα να μάζευε
|
||
όλη τη δύναμη της ζωής, που της απόμεινε, στα μάτια της για'
|
||
κείνην τη μια στιγμή, για να μπορέση να τον αγκαλιάση όλονε με
|
||
τα μάτια της που σε λίγο πια δε Θα τονέ βλέπανε, να τονέ φιλήση
|
||
με τα μάτια της, αφού δεν τονέ φίλούσε πια στα χείλη --- κι
|
||
ούτε θα τονέ φιλούσε πια ποτές παρά μόνο νεκρή!-για κείνην τη
|
||
μια στιγμή μονάχα όταν έμπαινε στο σπίτι. . . Έπειτα τα
|
||
ξανάκλεινε πάλι - γιατί άλλο δεν ήθελε να ιδή---
|
||
Ο Νίκος ύστερ' απ' εκείνην τη νύχτα της απόκριας έδειχνε
|
||
αλλοιώτικος, ήτον ανόρεχτος, χολιασμένος, νευριασμένος: δε
|
||
μίλαγε σχεδόν ολότελα κι όταν έλεγε τίποτα φώναζε κι απόπαιρνε
|
||
και τη Λιόλια ακόμα. Έπινε περισσότερο τώρα στο φαί κι όξω απ'
|
||
το σπίτι. . . Όταν ήτονε σπίτι,- έπεφτε σαν κουρασμένος και
|
||
σκοτισμένος στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, με
|
||
το πρόσωπο μες τόνα χέρι, ώρες ολόκληρες - λες και περίμενε
|
||
κάτι που αργούσε νάρθη--Μα μέσ’ απ’ τα δάχτυλα του κύτταζε τη
|
||
Λιόλια που καθότανε σε μιαν άκρη κι όλο κάτι έρραβε, σκυφτή κι
|
||
αμίλητη, με βαρειά καρδιά: την κύτταζε αλλοιώτικα τώρα ο Νίκος,
|
||
επίμονα, καυτερά τόσο που του στέγνωναν τα μάτια, σα ναντλούσε
|
||
απ' τα βάθη του κορμιού του όλη τη λαύρα της νεότητός του και
|
||
να της την έχυνε με τις ματιές του απάνω της να την κάψη . .
|
||
δεν κύτταζαν πια τα νιάτα του την ομορφιά της, όπως πρώτα, παρά
|
||
η σάρκα του η μαυρειδερή τη ροδινή της σάρκα . . και μόλις
|
||
πούθελε κουνηθή λιγάκι η Λιόλια μες την κάμαρη, την
|
||
κρυφαγκάλιαζαν κάτι γλήγορες ματιές που ξάστραφταν κ' έσβηναν
|
||
σαν τις αχτίδες του ήλιου στον καθρέφτη που πιάνει τα πουλιά .
|
||
. και κιτρίνιζε ο Νίκος και τα ρουθούνια τον φτεροκοπούσαν. .
|
||
. Κ' η Λιόλια. χωρίς να βλέπη τις ματιές του, τις αισθανόταν
|
||
απάνω της, σ’ όλο το κορμί της: εκεί που στεκόταν, ενόσω
|
||
περπατούσε, κοκκίνιζε ως τις ρίζες των μαλλιών της, ίδρωνε, της
|
||
βάραιναν τα βήματα της, η βελόνα της έτρεμε στο χέρι...
|
||
Ένας αέρας της ψυχής βαρύς και πνιγερός, γεμάτος βαστηγμένον
|
||
πόνο και πόθο και κρυφή φλόγα, περίζωνε αυτούς τους τρεις
|
||
ανθρώπους που ζούσανε δεμένοι στης Μοίρας τους τις αλυσσίδες. .
|
||
.
|
||
Ο γιατρός, πούρθε πάλι μιαν απ’ αυτές τις μέρες, βρήκε τη
|
||
Βεργινία πολύ χειρότερα: διάταξε να της δίνουν κάθε τόσο ζουμί
|
||
από κρέας κοπανιστό βρασμένο στην μποτίλλια, να της βάζουνε
|
||
ζεστές μποτίλλιες στα πόδια, έγραψε κάτι άσπρα χάπια
|
||
μικρούτσικα για την καρδιά, να παίρνη τρία την ημέρα, είπε να
|
||
πάρουν αιθέρα νάχουνε στο σπίτι, αν τύχη και πάθη καμμιά
|
||
λιγοθυμιά. . να τη σκεπάζουν καλά και ναφήνουν το παράθυρο
|
||
ανοιχτό ίσαμ’ που να πέση ο ήλιος . . να της βράσουν Κίνα με
|
||
Βαλεριάνα να πίνη ταχτικά δυο φορές την ημέρα . . . Τι να της
|
||
δώση-δεν είχε άλλο πια! - Α, και για τη νύχτα, σαν του είπε ο
|
||
Νίκος πως δεν την πιάνει ύπνος, γιατί ότι ώρα και αν ξυπνούσε
|
||
αυτός την εύρισκε με τα μάτια της γαρίδα, έγραψε κάτι σκονάκια
|
||
υπνωτικά «Σουλφονάλ», να παίρνη από ένα στις οχτώ η ώρα και
|
||
τότε θα την παίρνη ο ύπνος κατά τις ένδεκα και θα κοιμάται
|
||
ίσαμε το πρωί. . . «Ώλλ ράΐτ ! Καλή όρεξη ! - αντιχαίρετε !»
|
||
Έκανε τώρα κάτι μέρες χαρά Θεού! Ο κουτσο-Φλέβαρος στην Αθήνα,
|
||
όταν θέλη, ξέρει και γίνεται απ’ όλους τους μήνες ο πιο όμορφος
|
||
- μάλιστα τις τελευταίες του μέρες : λες και το κάνει επί τούτο
|
||
για να δείξη πως αν δεν τούλειπε λιγάκι μπόϊ, θάτον ο Μάιος των
|
||
Μαίων!. . . Τι γλύκα ήτον εκείνη στον αέρα! Τι χρυσάφι απαλό
|
||
χυμένο σ' όλες τις μάντρες, στους βράχους του Φιλοπάππου και
|
||
των λατομείων παρακάτω, με τις επιγραφές από ασβέστη, στα ορθά
|
||
ξεροκότσανα των γαϊδουράγκαθων που μπουμπούκιαζαν ! Πώς μύριζαν
|
||
οι πέτρες και το χώμα χαρούμενο στον ήλιο ! με μια μυρουδιά
|
||
δυνατή, βαθειά, μυστηριώδικη που αναδεύει ταθρώπινο κορμί απ’τα
|
||
σπλάχνα του και το σηκώνει ηδονικά έξω απ’ τον εαυτό του, το
|
||
κάνει χώμα και πέτρα και χόρτο και το μεθάει με τη χαρά του
|
||
Χάρου . . . Έτσι όλο το βουνό ανάσαινε ως μέσα στης άρρωστης
|
||
της Βεργινίας την κάμαρη . . . Τo μισοφέγγαρο, σαν ασημένια
|
||
φέτα από πεπόνι, στον ουρανό περπάταγε,. και κάθε τόσο έβγαιναν
|
||
ολόγυρα κάτι αχνά συννεφάκια σαν προβατάκια στο βοσκό κοντά . .
|
||
και πάλι, παιχνιδιάρικα, σκόρπιζαν . . .
|
||
Κ' η θάλασσα απ’ αλάργα σαν όνειρο γλαυκό μέσα σε ρόδινον αχνό
|
||
λαχτάρας, έστελλνε την άγια της πνοή στη παλιά της φιλενάδα την
|
||
Αθήνα - όπως εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια που από μακριά
|
||
κυττάζονται με πόθο. . . Οι λόφοι κ' οι κάμποι-σα χυμένοι
|
||
ολόγυρα και σα να βόσκουν ασάλευτοι στα πόδια τον Παρθενώνος
|
||
(πουν' το ηλιόκαλο παιδί, καθισμένο σ' ένα βράχο, του γέρω-
|
||
τσοπάνη του «Τρελλού» του υπναρά με τις πλάτες ολοένα
|
||
γυρισμένες)-είναι τόσο απέραντα πράσινοι, τόσο δροσερά
|
||
χλοϊσμένοι που γλυκαίνονται τα μάπα να τους βλέπουν και
|
||
φουσκώνουν τα στήθη απ’ τον πόθο της ζωής του κοπαδιού και της
|
||
χορταριάς, που έχει απομείνει ακόμα μέσα μας, βαθιά, απ’ τα
|
||
παραμυθένια χρόνια. . .
|
||
Σα γάλα έμπαινε η γαλανή ανάσα τουρανού μέσα στη κάμαρη της
|
||
άρρωστης και της χάδευε τάσπρο πρόσωπο της ταχάδευτο και της
|
||
φιλούσε τα κόκκινα της τα μαλλιά που άλλος κανένας δεν τα
|
||
φιλούσε. . . Σπίνοι και καρδερίνες κελαϊδούσανε στο βουνό...
|
||
Μια ησυχία κι ακινησία και διαφάνεια κρέμονταν έξω στον αέρα,
|
||
σα να βαστούσαν την αναπνοή τους, που κάθε κρότος ακουγότανε
|
||
δυνατά και με απήχηση: κάτι σιδερικά κλάγγιζαν κάπου μακριά
|
||
σ'ένα γιαπί: νταγκ-καντ ! νταγκ-καντ --ξαναρχόταν πίσω ο ήχος.
|
||
. . Χαλιά τινάζανε σε κάποια μάντρα: ταπ-πατ! ταπ-πατ! τωπ-πωτ
|
||
!. . . Σκυλλιά γαύγιζαν. . . Κόττες κακκαρίζανε μέσ' απ’ τις
|
||
αυλές-τόσο κοντά που θάρρενε κανείς πως ήτανε μέσα στην κάμαρη,
|
||
κάτω απ’ το κρεββάτι. . . Καμμιά φορά έφθανε κ’ η φωνή κανενός
|
||
γαϊδάρου καθώς περνούσε πέρα κατά τον Μακρυγιάννη, με το μανάβη
|
||
αποπίσω τον τραγουδιστή, και συναπαντιότανε με κάποιο συνάδερφο
|
||
φορτωμένον κι αυτόνα με τα κοφίνια τριζούμενα ρυθμικά και
|
||
ντραντανιστά μαζί με την μπαλλάτζα στο δρόμο πούπαιρναν απ’ τις
|
||
ξυλειές. . . Και κάθε τόσο το κλασικό για την Αθήνα αγκομαχητό
|
||
του Κ ω λ ο σ ο ύ ρ τ η, του Β ρ α κ ά του Μ ί χ α τ η ς Γ α
|
||
ρ γ α ρ έ τ α ς (: όπως θέλετε πέστε τόνα, γιατί τόσα ονόματα
|
||
έχει όσ’ άχτια τούχει ο κόσμος κι όλα ταξίζει, αφού τάβγαλε με
|
||
τον ίδρωτα του), που θυμίζει τα λαϊκά με τον κοσμάκη κρεμασμένο
|
||
σα σταφύλια, τα μπάνια στις Τζιτζιφιές και παραπέρα στην
|
||
αμμουδιά τα κάρρα στην αράδα και τα τσιριχτά των γυναικώνε με
|
||
τις άσπρες ποκαμίσες τις ανεμιστές και με τα κόκκινα σαλάκια
|
||
και τους ωραίους γυμνούς άντρες καβάλλα σταλόγατά τους, σαν
|
||
κένταυροι, μέσα στα, μακρόσυρτα κύματα που αφρίζουνε σ’ άσπρα
|
||
γαϊτάνια . . . .
|
||
Μα όλη αυτή της ζωής η χαρά και του ήλιου το χάδι κ' η γλύκα
|
||
τουρανού δεν το δύνονταν, Αχ!, για να σκορπίσουν τη σκοτεινή
|
||
λαχτάρα που έκανε τις ψυχές εκείνων των τριών αμίλητες να
|
||
σπαράζουν--
|
||
Ένα μεσημέρι χρυσό και γαλάζιο, που ο ήλιος είχε μπη όλος,
|
||
μεθυσμένος, μέσα στην κάμαρη και κυλιότανε στα σανίδια του
|
||
πατώματος κ' έπαιζε με τις αράχνες στις γωνιές του ταβανιού κι
|
||
ακόμα και με τη χλωμάδα της Βεργινίας, που κιτρίνιζε σα φλουρί
|
||
παλιό σβησμένο, κ’ έπαιζε και μέσα στα μαλλιά της Λιόλιας, που
|
||
ζεστοφέγγανε σαν το πυρρόχρυσο μέλι μέσα στο κουτάλι, και στου
|
||
Νίκου το λαιμό, που έδειχνε αχνός και μουντός σαν αραποσίτι
|
||
ώριμο γαλατερό - μόλις αποφάγανε - ,νά σου κι ανοίγει η πόρτα
|
||
και μπαίνει μέσα η θειά Ελέγκω, βαλαντωμένη απ’ το δρόμο,
|
||
ξαναμμένη, με την μπελερίνα ξεκούμπωτη. . .
|
||
- Καλημερούδια σας και με τις υγείες σας ! Μωρέ καλοκαίριασε,
|
||
παιδιά μου, με τα σωστά του ! Χαρά Θεού είν' εδώ όξω ! Να μην
|
||
ήμαστε τόσο μακριά, θα μ' είχατε καθεμέρα εδωνά που θα με
|
||
βαριούσαστε να με βλέπετε.- Ωχ, Χριστούλη μου ! ταξίδι ολάκερο
|
||
απ' τη Βάθεια ίσαμ' εδώ πάνω . . ξέρω κι εγώ, τη συνείθισα
|
||
εκείνη τη γειτονιά και δεν μπορώ να πιάσω σπίτι αλλού.
|
||
- Πώς είσαι, Βεργινίτσα μου ; Τώρα να δης, πως θα πάρης απάνω
|
||
σου : σε μια-δυο μέρες θάσαι περδικούλα !-Ε ! πως τα πάτενε με
|
||
τη Λιόλια ; πάντα καλά, έ ; σας ευχαριστάει ; βγαίνει δουλειά
|
||
απ’ τα χέρια της ;. . . Αμ’ κ’ έτσι πρέπει !-η καλή νοικοκυρά
|
||
από κορίτσι φαίνεται -
|
||
Ο Νίκος δε μίλησε ολότελα --
|
||
Μα η Βεργινία, κυττάζοντας το Νίκο, έβαλε τα δυνατά της για να
|
||
μιλήση σαν από μέρους του: άνοιξε τα χείλια της σ’ένα ξέθωρο
|
||
χαμόγελο μέσ' από τάσπρα της τα γούλια, που της σούρωσε όλο της
|
||
το πρόσωπο κ' έδειξε σα μορφασμός, κ’ είπε :
|
||
--Ωραία ! ωραία !
|
||
Γύρισ' η θειά Ελέγκω να δη τη Λιόλια που στεκόταν ορθή,
|
||
χαμοβλεπούσα, κ' έκανε να κόψη με το δάχτυλο μια κλωστή πούχε
|
||
ξεφτίσει απ’ το γαζί της ποδιάς της. . . Δεν τάξερε η Κερά
|
||
Ελέγκω, για το χορό, γιατί απ’ την Κυριακή της Τυρηνής δεν ήτον
|
||
ξαναφερμένη.
|
||
- Τ’ έχεις Λιόλια; σα βαρετή μου φαίνεσαι !. . κι ο Κυρ Νίκος
|
||
δεν έχει όρεξη σήμερα. . . Δε βγαίνεις λιγάκι όξω Κυρ Νίκο μου
|
||
να κάνης καμμιά βόλτα, μόνο όλο μέσα-όλο μέσα και στη δουλειά !
|
||
Τώρα πούμ’ εδώ, κάθουμ' εγώ και κάνω της Βεργινίας συντροφιά.
|
||
Αμ τούτο πια είνε μαράζωμα, καθώς κάνεις! Άκου μ' εμένα που σου
|
||
λέω ! Αλήθεια, να δης, Βεργινία μου, πούθελε σήμερις ναρθή μαζή
|
||
μου κ' η Κυρία Ουρανία, η κόρη δα της σπιτονοικοκυράς μου - μια
|
||
μονάχη την έχει - νάρθη λέει να μαζέψη λουλούδια στην Καλλιθέα,
|
||
μα είχανε κάποιονα στο τραπέζι και δεν μπόρεσε να ξεφύγη - δεν
|
||
την άφησε η μητέρα της. Νάβλεπες κορίτσι ! (και κουνούσε το
|
||
χοντρόπαχό της χέρι η θειά Ελέγκω, το κατακόκκινο απ' τις
|
||
μπουγάδες) - κορίτσι με τα ούλα του, αυτή η Ουρανία - Νινί τη
|
||
λένε στο σπίτι: που ναύρης άκρη, καθώς τα φτειάγνουν τώρα τα
|
||
ονόματα - κι όμορφη που λες σαν το κρύο το νερό !. . μόνο που
|
||
τα μαλλιά της τα κάνει κ' εγώ δεν ξέρω, όχι σα νέα, κορίτσι
|
||
πράμα πούναι, μόν' έτσι παλαιικά, κατά τ’ς αρχαίες που τάχανε
|
||
μια φορά κ' έναν καιρό : καταμπίτ χαμηλά τα φέρνει απ’ το πλάι
|
||
που δε βλέπεις αυτί ολότελα, λιγουλάκι μόνο την ακρίτσα - ας
|
||
ήναι!. . . Αλλά καρδιά να πης ! καταδεχτικιά όσο παίρνει., και
|
||
ξέρει και γράμματα πο-ολ-λά
|
||
- ούλοι τις δάσκαλοι τις ξαπερνάει: γαλλικά λέει, ρούσσικα,
|
||
εγγλέζικα, αμερικάνικα, μηδά ξέρω κ’ εγώ - όσες γλώσσες έχει ο
|
||
κόσμος, όλες τις μιλάει! Και να μη θέλη να παντρευτή ! με δυο
|
||
σπίτια πούχει-κι άσε πια το ρουχικό και τ’ασημικό και τα
|
||
διαμαντικά της μάννας της, σπιτικό παλάτι ολάκερο! Να πης πως
|
||
δεν της φανερώθηκε η τύχη της ; - τηνέ ζητήξανε, μάτια μου, οι
|
||
καλλίτεροι αξιωματικοί νά ! σαν τ' ς αγγέλοι, ένας γιατρός (καν
|
||
δυο), ένας δικηγόρος απ’ την Πάτρα, ένας άλλος απ’ τ' Ανάπλι,
|
||
τρεις από 'δώ - όσους ξέρω 'γώ -και δεν είν' πια και μικρή !
|
||
Έχει λέει τα βιβλία της και δεν της χρειάζονται τα βάσανα : όλο
|
||
και μ' ένα κίτρινο βιβλίο στο χέρι - στο παραθύρι ολημερίς και
|
||
διαβάζει και τα γράφει κιόλας κι απατή της οληνύχτα με το φως.
|
||
. . Άλλο πάλι τούτο. . . Τα τι βλέπει κανείς όσο γερνάει !. . .
|
||
Καμμιά φορά τα πολλά τα γράμματα πιότερο βλάφτουν παρά που
|
||
ωφελούν,. . Απ' τα χτες το βράδυ που της είπα πως θε να'ρθω
|
||
εδώ έξω μούπε πως θαρχότανε μαζί κ' ήτον όλο χαρά, γιατί θέλει
|
||
λέει να στολίση την κάμαρη της με τα λουλούδια του κάμπου, για
|
||
να καταλάβη πως ήρθ' η άνοιξη, μα εμένανε δε με βολούσε να την
|
||
περιμένω να τελειωθούνε με τον ξένο, γιατί ως που να πάω και
|
||
νάρθω πάει βράδιασε κ' ήθελα να κάτσω λιγάκι πιο πολύ να σε ιδώ
|
||
που ο’ αποθύμησα. . .
|
||
Η Βεργινία απ' όλα αυτά που της αράδειαζε η θειά Ελέγκω δεν
|
||
άκουγε σχεδόν τίποτα. Τα μάτια της μονάχα είχανε ζωηρέψει από
|
||
μιαν ασυνείθιστη ζωή και δύναμη, σαν από μια μεγάλη απόφαση για
|
||
ζωή και θάνατο. . κάθε τόσο άνοιγε το στόμα της και το
|
||
ξανάκλεινε άφωνη. . τέλος πάντων, μόλις έπαψε το ροδάνι της
|
||
θειας Ελέγκως, είπε με στερεή και ήσυχη φωνή που ακούστηκε
|
||
παράξενη για την ηρεμία και ένταση της από τόσον καιρό που δεν
|
||
είχε πια μιλήσει--
|
||
- Να πάη η Λιόλια με το Νίκο, θειά Ελέγκω, να σου κόψουνε
|
||
λουλούδια -
|
||
Και σώπασε-κ' έκλεισε τα μάτια της σα να κουράστηκε απ’ την
|
||
προσπάθεια και σάματι νάσβησε η λαμπάδα πούφεγγε μέσα στο μυαλά
|
||
της ή για να μην ιδή τη λάμψη στο πρόσωπο του Νίκου ύστερ’ απ’
|
||
αυτά τα λόγια.
|
||
-Καλά λες, πουλάκι μου! Καλή 'ναι η ιδέα σου! Τώρα πούμαι κ’
|
||
εγώ εδώ να πάη κι ο Κυρ Νίκος να πάρη λιγουλάκι αέρα. Χαρές που
|
||
θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να
|
||
σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας
|
||
των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου,
|
||
τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το
|
||
κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια,
|
||
για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με
|
||
το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε - να τα βάλη στα πιάτα. . .
|
||
Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που
|
||
το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . .
|
||
Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε
|
||
τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα
|
||
κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρα
|
||
πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι. Με
|
||
τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα
|
||
λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . .
|
||
Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε
|
||
πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η
|
||
Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για
|
||
λουλούδια. Μα δεν ξεθαρρευότανε να σηκώση τη ματιά του κατά τη
|
||
Βεργινία. . και χωρίς να κυττάξη μέσα, είπ' ένα δυνατό «Αντίο
|
||
σας!» και βγήκε κι αυτός έξω. . . Μα η Βεργινία είχε κλείσει τα
|
||
ματόφυλλά της σα να μην ήθελε να δη πια τίποτα-σα να μην ήθελε
|
||
να δη στα μάτια του Νίκου εκείνην τη λάμψη πούτον άλλη φορά
|
||
δική της, πούτον το φως της ζωής της και τώρα της έκαιγε την
|
||
ψυχή, γιατί έφεγγε για μιαν άλλη.
|
||
- Να μην αργήσετε !-τους φώναξε αποπίσω τους, ανοίγοντας την
|
||
πόρτα, η Κερά Ελέγκω, γιατί θα νυχτώσω κ' έχω να βάλω τα ρούχα
|
||
στο νερό-. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Περπατούσαν, ο ένας μακριά από τον άλλον. Η Λιόλια κύτταζε τα
|
||
χαλικάκια που ξεκυλούσαν μπροστά της. . . Πήρανε πρώτα το δρόμο
|
||
κατά πλάτος του βουνού ίσαμε ταφημένα καμίνια. . . Έπειτα
|
||
κατρακύλησαν τον πέτρινο κατήφορο, σαν τα κατσίκια που ροβολούν
|
||
κάτω τις πλαγιές σκιαγμένα απ’ το μεσημεριάτικον τρόμο του
|
||
βουνού.. διάβηκαν το ξερό ρέμα του Ιλισσού, γεμάτο μικρολίθαρα
|
||
που γυαλοκοπούσαν κι άσπρα χοντρά κοτρώνια που λιάζονταν,
|
||
καθιστά ολόγυρα σα ζώα, κ’ έβγαζαν έναν αχνό φλομωμένο που
|
||
τρεμοσάλευε. . . Προσπεράσανε μερικά μαντρωμένα χαμόσπιτα και
|
||
τα Σφαγεία . . . Όσο προχωρούσαν, τόσο το βήμα τους άνοιγε,
|
||
γινόταν πιο ελαστικό-λες κ’ έπεφτε ένα βάρος κομμάτια-κομμάτια
|
||
από πάνω τους. Και σάμπως να χαλάρωνε ολοένα κάποιο δέσιμο
|
||
πούχε σφιχτοζώσει την ψυχή τους, μια γαλήνη ξαστέρωνε τα
|
||
πρόσωπα τους, τα μάτια τους ανοίγανε διάπλατα και λαμπερά και
|
||
πηγαίνανε νακκουμπήσουν το φως τους, γλυκασμένο, ολόγυρα: στους
|
||
κοκκινοφλέβηδες βράχους των λατομείων που στέκονταν εκεί με τις
|
||
γνώριμες τους φυσιογνωμίες, σα φίλοι που περιμένουν, και τους
|
||
βλέπανε νάρχωνται από μακριά. . στις ασβεστωμένες μάντρες με
|
||
τις ρεκλάμες για γάντια και καπέλλα και κάλτσες πλεχτές που
|
||
ξεφωνίζανε βουβά με θεόρατα γράμματα μες τη σιγαλιά του βουνού
|
||
και της κάψας. . στα χορταράκια του δρόμου που γλυκοζούσαν
|
||
κρυμμένα μες τις πέτρες. . στα μαυρισμένα τα καμίνια. . . Όπως
|
||
τα καμίνια που ταφήναν πίσω τους, έτσι κάτι μαύρο μέσα τους
|
||
ξεμάκραινε, απόμενε πίσω, σα να μην είχε δύναμη να τους
|
||
ακολουθήση παραπέρα προς το φως το ξέχυτο και τα λουλούδια. . .
|
||
. . Κ' έξαφνα μπροστά τους άπλωσαν οι καταπράσινοι κάμποι της
|
||
Καλλιθέας με τα μυριόχρωμα λουλούδια! Α ! τότε λύθηκε πια
|
||
ολότελα η βασκανιά κ' οι ψυχές τους αναγάλλιασαν . . . Η Λιόλια
|
||
έγινε αγνώριστη. Άρχισε να τρέχη έξαφνα ακράτητη, σα
|
||
νάχε κάμη φτερά, μέσα στα γρασίδια. . . . Έσκυβε κ' έκοβε ένα
|
||
λουλούδι και πάλι σηκωνότανε γλήγορα κ’ έτρεχε και ξανάσκυβε
|
||
παρακάτω, σα να την έστελνε τόνα λουλούδι στάλλο με μαντάτα, ή
|
||
λες και φοβότανε μήπως φύγουν από 'κει που στέκονταν ή
|
||
μαραθούν-και δεν τα προφθάση. . . Ο Νίκος ερχόνταν αποπίσω με
|
||
το βήμα ανοιχτό, κρυφοπηδούμενο, με το πρόσωπο σαν ανθισμένο
|
||
από μίαν ευτυχία πούχε ξεσκάσει μονομιάς απ’ όλα τα
|
||
μπουμπούκια: κάθε τόσο, άθελα το κορμί του έκανε μπροστά να
|
||
τρέξη μαζί με τη Λιόλια, να πάη κοντά της-μα πάλι σιγάλευε τα
|
||
βήματτα του λες και τα βάραινε η πολλή χαρά - --
|
||
Τρέχε, κοριτσάκι! τρέχε ! και σκύβε βαθιά στο χώμα και μάζευε
|
||
τα λουλούδια της χαράς σου, μήπως και σου μαραθούν και δεν τα
|
||
προφθάσης!. . . Και πάλι τρέξε ! Σε κυνηγά η μοίρα σου· κ' εκεί
|
||
που πας τρέχοντας, πάλι θα τηνέ βρης να σε περιμένη. . .
|
||
Αχ, η μοίρα των κοριτσιών! αλάλητη ευτυχία είναι ή χαλασμός ;-ή
|
||
και τα δυο μαζί !. . .
|
||
Κόβε λουλούδια, κοριτσάκι, κόκκινα λουλούδια σαν το αίμα των
|
||
παρθένων και σα χείλια που τα ματώνουν τα φιλιά ! Μάζευε
|
||
κίτρινα άστρα σαν τουρανού, γιατί σε λίγο η ψυχή σου θα γίνη
|
||
ουρανός κι αυτά θα τη φωτίσουνε! Γέμιζε την ποδιά σου άσπρους
|
||
ανθούς για στεφάνι σταθώο μέτωπο σου, μα ξεφύλλισε τους πάλι,
|
||
γιατί δε θα προκάμης να το φορέσης . . και τάνθινα γαλανά
|
||
ματάκια, σκύβε και παίρνε τα στην αγκαλιά σου προτού σε ιδούν
|
||
και κλάψουν. . . Μα σαν αγνάντεψες από μακριά ανθισμένες
|
||
μυγδαλιές, στάσου και κρύψε το πρόσωπο σου μες τα χέρια σου,
|
||
γιατί δεν πρέπει να τις ιδούν τα μάτια
|
||
σου . . .
|
||
Και συ πούρχεσαι το κατόπι αγόρι ολόλαμπο από νιάτα και
|
||
λαχτάρα, δεν ξέρεις πως είσαι ο ήλιος που τρέχει να πιάση το
|
||
σύννεφο ταπαλό και που σαν το φθάση πέρα στις βουνοκορφές και
|
||
ταγκαλιάση, φλογοκαίγετ’ όλος ο ζαφειρένιος κάμπος κι ο ήλιος
|
||
γίνετ' ο Βασιλιάς τουρανού και πέφτει και πνίγεται στη μεγάλη
|
||
θάλασσα του πόθου του;
|
||
Χαμήλωνε τώρα ο ήλιος. Ο λόφος της Καστέλλας ακόμα φεγγοβολούσε
|
||
κατακίτρινος σα θειάφι. Μα τα σπίτια της Καλλιθέας κι ο
|
||
ελαιώνας, πιο πίσω, και στο βάθος πέρα το κόκκινο βουνό του
|
||
Δαφνιού, το θαμνωμένο σαν από δασειά ορμή εφηβική, παίρνανε
|
||
τώρα μια γλύκα τριανταφυλλένια. Η θάλασσα του Φαλήρου και της
|
||
Αίγινας ήτονε βαθιά μαβιά, σα νάχε μεστώσει ο πόθος της. Ο
|
||
αέρας ήτονε μαλακός, γεμάτος ρευστό χρυσάφι σαν κρασί γλυκό της
|
||
Κύπρου. . .
|
||
Όταν, έτσι τρέχοντας, πέσανε μέσα σε κάτι λίμνες από ανεμώνες
|
||
κόκκινες σαν αίμα-γιατ’ είχανε γεννηθή απ’ τον Άδωνη το αίμα-η
|
||
Λιόλια ξεφώνισε απ’την αναγάλλιασή της (που από 'κείνην τη
|
||
βραδιά του χορού σχεδόν η φωνή της δεν είχε ακουστή):
|
||
- Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο, ελάτε ! Εδώ ελάτε να δήτε πόσες
|
||
έχει. Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλωμε με το χώμα ! Για
|
||
κυττάξτε καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη!-κι όλα τα κεφαλάκια
|
||
τους μαζί !. . .
|
||
Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους
|
||
μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερρίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν
|
||
χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τί κόκκινα που ήταν και τα δικά
|
||
τους τα χείλια-και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά! Και
|
||
παρακάτω ηύραν άλλα πάλι κιτρινολούλουδα που φέγγανε σαν άστρα
|
||
μες τα χόρτα. . κι απ' αυτά έκοβαν, έκοβαν και γέμιζαν τις
|
||
αγκαλιές τους και τάστρα έγερναν απάνω στα στήθη τους για να τα
|
||
φωτίσουν. Και πάλι πετούσε η Λιόλια πιο πέρα και μάζευε γαλανά
|
||
ματάκια άνθινα, που την κυττάζανε λυπητερά και σα δακρυσμένα,
|
||
και γέμιζε την ποδιά της όλο μαργαρίτες, χωρίς νάχη καιρό να
|
||
τις ξεφυλλίση, κ' έτρεχε κ’ έκοβε κάτι ασπρολούλουδα σ' αψηλά
|
||
κλωνιά που ανθίζανε δέσμες-δέσμες κ' ήτανε γεμάτα μέλισσες. . .
|
||
Δεν τα χωρούσε πια η αγκαλιά της κ' η ποδιά της τα λουλούδια κι
|
||
ανασήκωνε και τη φουστίτσα της και φάνηκε το μισοφοράκι τάσπρο
|
||
χιόνι κ' η παχουλή γαμπίτσα της. Μια μέλισσα την είδε έτσι και
|
||
πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια
|
||
απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη,
|
||
γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. (Μέλισσα ! μικρέ θεέ, χωρίς να
|
||
κεντρίσης, ρίχνεις τη σαΐτα σου !) Ο Νίκος άνοιξε τα χέρια του
|
||
να τσακώση τη μέλισσα . . . Μα του ξέφυγε., και πάλι έπιασ’ η
|
||
Λιόλια το τρεχιό μέσα στα λουλούδια. . και κάθε λίγο του
|
||
φώναζε του Νίκου από μακριά νάρθη να βγάλη ένα όμορφο άνθος με
|
||
τη ρίζα. . . Οι πεταλούδες, πούχανε γεννηθή εκείνες τις ημέρες,
|
||
ζήλεψαν τα λουλούδια της ή την πήρανε γι’ αδερφή τους, έτσι που
|
||
πετούσε από άνθος σ’ άνθος κ’ έσκυβε αποπάνω τους· κ’ έξαφνα
|
||
τους ήρθε να παίξουνε μαζί της και μαζεύτηκαν όλες σωρό γύρω
|
||
απ’ το κεφάλι της που χρύσιζε, με βουβά φτεροκοπήματα σαν πνοές
|
||
άσπρες και κίτρινες και γαλάζιες και κόκκινες - σαν άνθη και
|
||
φλόγες που πετούσαν. . . Βαφτίστηκε η Λιόλια κ’ έχανε για να
|
||
τις διώξη, γελώντας νευρικά από φόβο μαζί και χαρά· μα δεν τα
|
||
κατάφερνε με τόνα χέρι που ανέμιζε το σαλάκι, ίδιο συννεφάκι
|
||
τριανταφυλλί - γιατί με τ’άλλο βαστούσε τα λουλούδια μες τη
|
||
φούστα της : οι πεταλούδες δεν το φοβούνταν ολότελα το
|
||
συννεφάκι το ρόδινο, παρά νομίζανε πως έπαιζε κι αυτό μαζί τους
|
||
και με τόση περισσότερη ορμή έπεφταν απάνω της, ως που έφθασε ο
|
||
Νίκος και τις σκόρπισε με το καπέλλο του κ' έπιασε μια μεγάλη
|
||
κόκκινη με κάτι σα μάτια παγωνιού στα φτερά της και την τρύπωσε
|
||
μέσα στης Λιόλιας τα μαλλιά. . . Και πήγανε παραπέρα ως πίσω
|
||
απ’ τα σπίτια της Καλλιθέας και πιο κάτω απ' τις φυλακές, ίσαμ’
|
||
εκεί παρχίζει ο ελαιώνας. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχ!» κ’ έπεσε
|
||
μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το
|
||
σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα. Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση
|
||
κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι
|
||
αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο,
|
||
ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα,
|
||
έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του
|
||
φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . .
|
||
Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα:- θυμήθηκ'
|
||
εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα
|
||
τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρα της; - ή έτρεμε καταπώς τρέμει
|
||
το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν
|
||
ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που
|
||
κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς
|
||
βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη - όχι πια να τρέχη μοναχά, μα
|
||
να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το
|
||
χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . .
|
||
Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από
|
||
χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα
|
||
στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές
|
||
αχτίδες. Αμυγαλιές ήταν-τέτοιον καιρό που όλες έχουνε σχεδόν
|
||
ξανθίσει!-μην ήταν οι αδερφάδες τους οι γκοριτζιές κ’ οι
|
||
αγριοκορομιλιές, πούναι πιο τεμπέλες; ή μήπως τις είχε πάρει ο
|
||
ύπνος τις μυγδαλιές κι αργήσανε νανοίξουν τανθινά τους μάτια
|
||
απ’ τα βαθιά ονείρατα του χειμώνα! Άλλες δεν ήταν πουθενά :
|
||
αυτές μονάχα ανθίζανε σ’ όλον τον κάμπο . . κ' ήταν παγεμένες
|
||
όλες μαζί κ' έσμιγαν τα κλαριά τους από πάνω ως κάτω σαν πηχτά
|
||
χιονισμένα από τάνθη. . .
|
||
Στάθηκε η Λιόλια θαμπωμένη, άφωνη!. . κ' έπειτα σα να την
|
||
τραβούσε αυτή η λάμψη η γλυκειά : προχώρησε με βήματα αργά και
|
||
με μάτια μαγεμένα. . .
|
||
Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές έτοιμες να
|
||
χορέψουν. . . Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσα τους άνοιγε ένα
|
||
ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί απόμονα πανάψηλα χορτάρια
|
||
και λουλούδια μύρια. Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν
|
||
ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κ’ έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο
|
||
κι ούτε καν ο ουρανός απ’αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι,
|
||
πούμοιαζε κούνια ή κρεββάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο Θόλο
|
||
πούκαναν τα ολάνθιστα κλαριά. Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό
|
||
δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η
|
||
Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ
|
||
ε ς του απάνω κόσμου.
|
||
Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος ατά μάτια του
|
||
κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι! Και γιατί
|
||
να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη
|
||
το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι
|
||
. . .
|
||
Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές
|
||
. . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις
|
||
μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που
|
||
την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε
|
||
από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . .
|
||
Λιόλια μου! Λιόλια μου! Τo Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσης, αφού
|
||
έτρεχες να μη σε πιάση, κι ούτε να του φωνάξης κρυμμένη μες
|
||
τανθινό σου άντρο:
|
||
-Ελάτε, Κύριε Νίκο! να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρωμε μαζί μας
|
||
!
|
||
Κ' έφθασε ο Νίκος, σχεδόν προτού καλά-καλά ναποτελειώση το λόγο
|
||
της-ο Νίκος που μια δύναμη θεϊκή, βγαίνοντας απ’ τα έγκατα του
|
||
κορμιού του, μα και συνάμα ερχόμενη απέξω του, τον έσπρωχνε,
|
||
αμάχητη, λες και τον τραβούσε απ’ τα μαλλιά με μια γλυκειά
|
||
οδύνη λιγωμένη που τούλυνε τα μέλη, μα και τούδινε μιαν
|
||
υπερδύναμη φτερωσιά, αλλόκοτη, άγνωστη ως τα τώρα, αλάλητη,
|
||
υπέργεια . . . Έφθασε ο Νίκος και παραμέρισε κι αυτός τα βάτα
|
||
και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και μόλις βρέθηκε κάτω απ'
|
||
τον άνθινο θόλο, ξέχασε κι αυτός όλον τον άλλο κόσμο: και την
|
||
κάμαρη της αρρώστιας την πνιγμένη από τον πόνο, και τασπρισμένα
|
||
μάτια της Βεργινίας και τον εαυτό του ακόμα-και δεν είδε άλλο
|
||
μπροστά του, παρά τη λαχτάρα του πούχε ανθίσει και
|
||
γλυκοτραγουδούσε. . κι αγκάλιασε τη λαχτάρα του και κυλίστηκε
|
||
μαζί της στο λουλουδιασμένο στρώμα. . .
|
||
Τι φωνή ηδονής και φρίκης ήτον αυτή πούσχισε τον ήσυχο αθέρα!.
|
||
. .
|
||
Ίσαμε πού νακούστηκε !. . .
|
||
Και γιατί νακουστή, αφού πνίγηκε μες τα φιλιά που αιμάτωσαν τα
|
||
χείλια σαν τις ανεμώνες ; Και βούιζαν οι μέλισσες
|
||
πεσμένες απάνω στα ανθισμένα χιόνια σα νάταν τα δέντρα όλα μαζί
|
||
μια θεόρατη κυψέλη . . κ' έσμιγαν οι μυγδαλιές τανθόφυλλά
|
||
τους, τα διάφανα σαν από μετάξι, τόσο κοντά τόνα μες τάλλο που
|
||
έκαναν έναν πηχτόν τοίχο πιο αδιαπέραστο κι απ' των φρουρίων
|
||
την πέτρα για την ευδαιμονία των ανθρώπων. . και το μύρο των
|
||
ανθών είχε μεθύσει τον αέρα και τον κρατούσε σε μια νάρκη,
|
||
ασάλευτο σαν κάποιο χαμόγελο απάνω στο λαχταριστό στόμα μιας
|
||
παρθένας κοιμισμένης. . .
|
||
Μια ξαφνική ανατριχίλα πέρασε πάνω απ' τάσπρα λουλούδια -
|
||
τρομάρα ή αναγάλλιασμα;. . και μια βροχή απ’ανθόφυλλα έχεσε
|
||
μαλακά: να σκεπάση με μυρωμένο χιόνι τους δυο ανθρώπους που
|
||
τους είχε πάρει η Μοίρα τους στην αγκαλιά της---
|
||
Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Μια βαθιοκόκκινη πένθιμη αντιφεγγιά και
|
||
κάτι μακρόσυρτοι μαύροι αχνοί σα σχισμένα κρέπια, κρεμαστά από
|
||
ψηλά, άπλωναν πίσω απ’ το λόφο της Καστέλλας κι απ’τα βουνά του
|
||
Δαφνιού πούχαν τώρα γίνει απόμακρα, μουντά, μολυβόμαβια, σα
|
||
σκιές απ’όνειρα σβυσμένα. Απάνω στου Υμηττού την ησκιογάλαζη
|
||
κάππα είχε ρίξει η βραδυνή θλίψη το μενεξεδένιο πέπλο της . .
|
||
και του καημού τα γιούλια άνθιζαν και σιγοτραγουδούσανε μες την
|
||
αμιλησιά της κοιμισμένης πέτρας. Μονάχα ο Παρθενών,
|
||
προβάλλοντας πίσω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γλυκοπύρωνε με τη
|
||
θύμηση των φιλιών του ήλιου σαν αποθεωμένος. . .
|
||
Έκανε ψύχρα τώρα. Ένας άνεμος βραδινός πλάγιαζε το χορτάρι
|
||
πούπαιρνε κάτι γυαλάδες σταχτιοκόκκινες και κερασογάλαζες απ’
|
||
τα χρώματα της μαγεμένης σούρπας, της γλυκόθλιβης. Τα λουλούδια
|
||
κρύωναν κ' έκρυβαν τα κεφαλάκια τους μέσα στα χόρτα. . άλλα
|
||
καμπανίζανε λυγώντας απάνω στα ψηλά κλωνιά τους, ξέχρωμα κ'
|
||
ησκιερά μες το περίχυτο ασήμι του μουχρώματος. . . Γυρίζανε
|
||
σπίτι, περπατώντας γλήγορα-αυτός μπροστά κι αυτή πιο πίσω,
|
||
φορτωμένη ακόμα με τα λουλούδια που τάσφιγγε στο στήθος της
|
||
(αυτή τα βάσταγε, γιά την είχανε σηκώσει αυτά στην αγκαλιά τους
|
||
και την πήγαιναν ;)-τα λουλούδια που ήταν τώρα μαραμένα και
|
||
γεμάτα ήσκιο. Ήταν κλαμένη, η Λιόλια, ξαναμμένη, ξεμαλλιάρα μ'
|
||
ανθόφυλλα μυγδαλιάς μέσα στα μαλλιά της, και πήγαινε με το
|
||
κεφάλι σκυφτό, σκεπασμένο με το τριανταφυλλί σαλάκι της, σα
|
||
νάτον κι αυτή η ίδια ένα από τα κομμένα άνθη, τα μαραμένα και
|
||
γεμάτα ήσκιο. Ο Νίκος βαστούσε ένα μεγάλο κλαδί μυγδαλιάς στο
|
||
χέρι σαν τρόπαιο και στο πρόσωπο του, καθώς κύτταζε μπροστά του
|
||
κι αψηλά, έπεφτε λίγη λάμψη απ' το θρίαμβο του Παρθενώνος που
|
||
σιγοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου...
|
||
Καθώς ανέβαιναν τον τελευταίο ανήφορο πούβγαινε πίσω απ’ το
|
||
σπίτι τους βλέπουνε να ξεπροβάζη απ’ τη γωνιά της μάντρας τους,
|
||
η θειά Ελέγκω σε μεγάλες φούριες. . . Άμα τους είδε, ξεφώνισε,
|
||
σβαρνίζοντας τον κατήφορο :
|
||
- Μπράβο σας ! Έμ δεν είπαμε δα και να νυχτωθούμε ! Τρέχω να
|
||
προφτάσω τον Κωλοσούρτη - δεν μπόρεσα να κάτσω πιο πολύ, γιατί
|
||
έχω να μουσκέψω κάτι ρούχα και να σηκωθώ δυο ώρες νύχτα : μια
|
||
πλύση τρικούβερτη ! στης κυρίας Αθανασάκη-την ξέρετε δα, πουν'
|
||
ο άντρας της στο υπουργείο, πήρε προίκα αυτή πολλή . . καλέ
|
||
πουχ’νε το σπίτι στη ρούσσικια εκκλησία!-ας ήναι!. . . Μπρέ-
|
||
μπρέ-μπρέ-μπρέ ! Για μένα τα κουβαλήσατε όλα τούτα! Καλέ τι σας
|
||
ήρθε; όλο τον κάμπο πήγατε να σηκώσετε! Νά, τόσα σώνουνε: λίγα
|
||
κίτρινα κι απ’ αυτά εδώ τα κόκκινα, ναίσκε αυτά θα της αρέσουν
|
||
της Κυρία-Ουρανίας, και μερικά από τάσπρα- πού να τα σέρνω!. .
|
||
. Μάννα μου! τι όμορφα ετούτα τα μικρούλια, τα γαλανούλικα !. .
|
||
. Έ ! σώνουν πια -
|
||
- Αυτές εδώ είναι ανεμώνες-είπε σιγαλά η Λιόλια. . κ' είναι
|
||
βγαλμένες με το χώμα. Να στις βάλωμε μες το μαντιλάκι σου, θεια
|
||
Ελέγκω;. . .
|
||
-Πάρε κ' ένα κλωνάκι μυγδαλιά, θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος: για
|
||
σένα τις κόψαμε. . .
|
||
- Όχι να μην κουβαλάω τώρα δέντρ' ολάκερα! Θα με βγάλη όξω ο
|
||
εισπράχτορας-ξέρεις αυτοί δε χωρατεύουν. . . Κάθομαι και
|
||
χασομεράω και θα μου φύγη ο τρεχιόδρομος. . . Νά τον ! ακούτε;,
|
||
πλάκωσε κιόλας ο Βράκας. . . Γεια σας παιδιά μου ! νάχετε την
|
||
ευκή μου! Τη εβδομάδα που θα μας μπη, πάλι εδώ θα μ'έχετε. . .
|
||
Αμέτενε γιατ' είναι μονάχη της η καψερή η Βεργινία!. . .
|
||
Και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο, φορτωμένη μιαν αγκαλιά
|
||
λουλούδια, η θεια Ελέγκω, σα βαρέλι που κυλούσε απ’το βουνό και
|
||
καθώς κατρακυλούσε, γύρισε και ξαναφώναξε :
|
||
- Λιόλια, όπως είπαμε, τη δουλειά σου και τη Βεργινία- τα μάτια
|
||
σου τα δυό !. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Ο Νίκος κ’ η Λιόλια με τανθισμένα τους κλαριά και με τα
|
||
λουλούδια, που τους απόμεινεν ολάκερη αγκαλιά, μπήκανε στην
|
||
κάμαρη τη σκοτεινιασμένη απ’ τη σταχτερή τη σούρπα-σα νάμπαινε
|
||
η ολόφεγγη και μυρωμένη άνοιξη. Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη
|
||
δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά
|
||
ολόγυρα. Έτσι κ' η άνοιξη, η χλοϊσμένη, θλίβεται βαθιά σα
|
||
μαυροσυννεφιάση ο αχνογάλανος ουρανός--
|
||
Όταν ξαναείδε ο Νίκος τη Βεργινία στο κρεββάτι της, άσπρη κ'
|
||
έρημη μέσα στο σκιόφωτο-αισθάνθηκ' ένα χύμα από εσπλαχνία να
|
||
ξεχειλίζη μέσα του: από όλη την ευτυχία των νιάτων και της
|
||
ζωής, αυτή δεν είχε τίποτα ! κι αυτός τα είχε όλα-κι ακόμα και
|
||
το λίγο εκείνο πούτονε δικό της της τόχε κλέψει, αφού της είχε
|
||
πάρει πίσω τον εαυτό του πούτον το μόνο της καλό. Τούρθε τότε
|
||
να της δώση κι αυτηνής λίγα από 'κείνα που του περίσσευαν : τα
|
||
κομμένα και μαραμένα λουλούδια του κάμπου αφού αυτός είχε μέσα
|
||
του όλον τον ανθισμένο κάμπο αμάραντο για πάντα. . . Πήρε τα
|
||
λουλούδια απ’ τα χέρια της Λιόλιας και πήγε κοντά στο κρεββάτι
|
||
της Βεργινίας.
|
||
- Νά Βεργινία ! σου φέραμε και σένα λουλούδια· δώσαμε αρκετά
|
||
και της θειάς Ελέγκως, που την ηύραμε εδώ απόξω. Πήγαμε ίσαμε
|
||
κάτω στου Ρουφ. . εκεί έχει τα περισσότερα, γι’ αυτό αργήσαμε-
|
||
Και της τα σκόρπισε απάνω στην κουβέρτα. . .
|
||
Κ' έπειτα σα νάθελε, ξέχωρ' απ’ τα λουλούδια να της δώση πάλι
|
||
και λίγο απ’ τον εαυτό του-από ‘κείνο που της πήρε το πιο
|
||
πολύτιμο ! έγειρε αποπάνω της, κοντά στο πρόσωπο της...
|
||
Η Βεργινία, όταν τον είδε νάρχεται κοντά της με τα λουλούδια,
|
||
είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, σαν από τρόμο, και τα
|
||
ξανάκλεισε, καθώς της τάρριχνε τα λουλούδια απάνω στο κρεββάτι,
|
||
σα για να μην τα ιδή. Μα εκεί που ο Νίκος έσκυβε αποπάνω της,
|
||
έξαφνα σήκωσε τόνα χέρι της, το σκελεθρωμένο και διάφανο της
|
||
χέρι που οι γαλάζιες φλέβες του φεγγρίζανε σαν κάτω από
|
||
κιτρινισμένο τσιγαρόχαρτο, και με μια δύναμη, αφάνταστη για το
|
||
σύντριμμα που ήτον, τον έσπρωξε κατάστηθα . . και τούπε με
|
||
κακία:
|
||
- Φύγε από 'δώ ! μυρίζεις ήλιο !. . αυτά να μου τα βάλης όταν
|
||
Θα με θάψης-και γύρισε το κεφάλι της απ' την άλλη μεριά.
|
||
Ο Νίκος τραβήχτηκε πίσω, απότομα.
|
||
Τα λουλούδια απομείνανε σκόρπια για πολλήν ώρα απάνω στο
|
||
κρεββάτι της Βεργινίας, σαν απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο
|
||
νεκροστολίζοντας μια ζωντανή . . .
|
||
Η Λιόλια, μόλις μπήκανε μες την κάμαρη, κατέβηκε στην κουζίνα
|
||
και δεν ξανανέβηκε παρά μόνο σαν έφερε να φαν ψωμί. Ήρθε με τα
|
||
μάτια που δεν ανοίγανε στο φως, με τη μύτη πρισμένη, με το
|
||
στόμα ένα γύρο κατακκόκκινο απ' τα κλάμματα, τριαντάφυλλο
|
||
βυσσινύ ξεφυλλισμένο, με τα μαλλιά της μέσα στα μούτρα, απ'
|
||
όπως ήτον πεσμένη με το κεφάλι στη γωνιά κάποιου τραπεζιού-
|
||
- Μάσ’ τα λουλούδια απ’ το κρεββάτι !- της είπε σε λιγάκι ο
|
||
Νίκος . . .
|
||
Τα μάζεψε η Λιόλια, αμίλητη, τα όμορφα λουλούδια της που τάχε
|
||
κόψει με τόση χαρά και που τώρα κοίτοναν ξέψυχα κι αυτά σαν
|
||
απάνω σ’ ένα νεκροκρέββατο . . . Μα κ' η Βεργινία δεν είπε λέξη
|
||
κι ούτ' άνοιξε τα μάτια--
|
||
- Πέτα τα όξω στην αυλή !-ξαναείπε ο Νίκος. . . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Αυτήν τη νύχτα κοιμόταν η Βεργινία βαθιά-γιατ’ είχε πάρει
|
||
υπνωτικό αποβραδύς για πρώτη φορά. Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο
|
||
Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της
|
||
Βεργινίας. Αυτό που τόσον καιρό λαχταρούσε η Βεργινία με
|
||
καρδιοβόρι: το χέρι του αγαπημένου αντρός που πάει ψάχνοντας
|
||
ναγγίξη την ποθερή γυναικεία σάρκα-τη σάρκα
|
||
πουν ολόδικιά του. . που γι’ αυτόν είν' έτσι απαλή και
|
||
πουπουλένια, για να σβήση μέσα της. . που γι' αυτόν ζη κι
|
||
ανθίζει, για να τονέ μεθύση με τη θερμή και μυρωμένη ανάσα της-
|
||
αυτό το χέρι το λαχταριστό της ήρθε της Βεργινίας εκείνο το
|
||
πουρνό. . . Αχ, μα και που ήρθε - δεν ήτονε δικό της ! - -
|
||
Ξύπνησε η Βεργινία ολότρομη ! - πόνεσε το κοκκαλιασμένο στήθος
|
||
της απ’ την αντρίκια ορμή και δύναμη του ερωτιάρικου χεριού:
|
||
σπαρτάρισε ολάκερη και ξεφώνισε αχνά (από τρομάρα ή από πόνο ή
|
||
από χαρά ;). . . Κι ο Νίκος, με τα μέλη ακόμα λυμένα απ’ τη
|
||
γλυκειά πρωινή νάρκη, ξύπνησε κι αυτός απ’ της Βεργινίας το
|
||
λάγγεμα και το ξεφωνητό. . . Μα σαν έννοιωσε κάτω απ’ τα
|
||
δάχτυλα του το ξυλιασμένο στήθος της άρρωστης, κρύωσε όλος και
|
||
μαζεύτηκε κουβάρι και γύρισε απ’ την άλλη τη μεριά. . .
|
||
Την άλλη μέρα το μεσημέρι γύρισε ο Νίκος μαζί μ' ένα λούστρο
|
||
κουβαλώντας σ’ ένα καροτσάκι δυο στρίποδα και κάτι σανίδες κ'
|
||
ένα στρώμα και ρούχα του ύπνου.
|
||
- Πήγα και τα πήρα από 'να φίλο μου που τάχε περισσευούμενα,
|
||
είπε της Βιργινίας καθώς τα φέρνανε με το λούστρο μέσα στην
|
||
κάμαρη. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να
|
||
κοιμάσαι ήσυχη -
|
||
Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την
|
||
ύπαρξη--
|
||
Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η
|
||
απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την
|
||
αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας. Τo δειλινό η Λιόλια κατέβηκε
|
||
στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε
|
||
χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν
|
||
κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του
|
||
μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους. Όλα έδειχναν, απάνω
|
||
τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι
|
||
θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει
|
||
άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο
|
||
ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια
|
||
έτοιμα να ξεσκάσουν. Έλυσε η Λιόλια το σχοινί που ήτανε δεμένο
|
||
απάνω στη μυγδαλίτσα και την τυραννούσε και το πέρασε πίσω απ'
|
||
το σωλήνα της βρύσης που ξέβγαινε λιγάκι απ' τον τοίχο της
|
||
μάντρας. Έπειτα έσκυψε να δη τι απόγιναν τα λουλούδια που τάχε
|
||
ρίξει τάλλο βράδυ μέσα στη γούρνα. . . Σε λίγο βρεθήκανε δυο
|
||
πιατάκια μ' ανεμώνες κόκκινες και γαλάζιες, βγαλμένες με το
|
||
χώμα, καθώς κ’ ένα κλαδί μυγδαλιάς (από 'κείνες εκεί του κακού
|
||
του κάμπου !), ολόδροσο κι ανθάτο, απάνω στον κομμό. . .
|
||
Πέρασ' άλλη μια μέρα, ωραία και γλυκόζωη, σαν τις άλλες. Ότι
|
||
είχαν αποφάει. Η Λιόλια είχε βγη να καθήση στα σκαλοπάτια μπρος
|
||
την πόρτα της αυλής. Τo φεγγάρι ήτονε βγαλμένο νωρίς: ήτον
|
||
πανσέληνος εκείνην τη βραδιά. . . Ο Νίκος έδωσε της Βεργινίας
|
||
το σκονάκι για τον ύπνο, που έκανε δυο-τρεις ώρες ως να
|
||
ενεργήση. Έξω ήτανε μέρα απ' του ολόγιομου φεγγαριού τη λάμψη
|
||
και μύριζε καλοκαίρι-από 'κείνες τις καλοκαιριάτικες βραδιές
|
||
που κάνουν τη ζωή παραμυθένια. . . Ποιος μπορεί να μείνη μέσα
|
||
στην κάμαρη τέτοια βραδιά ;- έτσι κι ο Νίκος έσβυσε το φως, για
|
||
ναποκοιμηθή πιο εύκολα η Βεργινία, κι άνοιξε την πόρτα της
|
||
αυλής κι άνοιξε όλο του το στήθος στη φεγγερή γαλήνη πούτον έξω
|
||
και στη δροσερή ανάσα τη μοσχόβολη της κοιμισμένης πλάσης. .
|
||
έπειτα έγειρε πίσω του την πόρτα και κάθησε κι αυτός στο
|
||
σκαλοπάτι που καθόταν η Λιόλια. Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί
|
||
καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ'
|
||
αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: - κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη
|
||
του σκαλοπατιού - -
|
||
Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα
|
||
ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που
|
||
ολόγυρα στο πρόσωπο του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς
|
||
άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο,
|
||
μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά
|
||
γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα
|
||
σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα
|
||
γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν
|
||
έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα --
|
||
φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό
|
||
περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της
|
||
Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και
|
||
κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε
|
||
στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα,
|
||
όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και
|
||
λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ'
|
||
εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . .
|
||
Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με
|
||
τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- - Κύτταζε η
|
||
Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη τον ποτάμιου που
|
||
κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης
|
||
ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’
|
||
αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως
|
||
τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να
|
||
πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα
|
||
σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα - το
|
||
γλαυκόφεγγο - το γλυκοϋπνιασμένο. . .
|
||
Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο
|
||
πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο
|
||
ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως
|
||
από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε
|
||
μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν
|
||
έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι. Σα να
|
||
φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω
|
||
απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες
|
||
της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα
|
||
πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; - ή μην ήθελε και να
|
||
δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω
|
||
απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή
|
||
πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως
|
||
είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα
|
||
μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του
|
||
φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό
|
||
πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη - λες και ζωντάνεψε το
|
||
φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με
|
||
τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα
|
||
κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα
|
||
το θυρόφυλλο- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που
|
||
βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το
|
||
κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα
|
||
λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας
|
||
του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα
|
||
καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλα του- κ' η καρδιά της
|
||
πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε
|
||
κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο
|
||
γάλα στη μητέρα. Απ’ την ημέρα πούχαν πάει στα λουλούδια δεν
|
||
είχε σηκώσει τα μάτια της απάνω του απ’ το φόβο μήπως απαντήση
|
||
τα φριχτά μάτια της Βεργινίας που ξεφώνιζαν, άλαλα, από καημό
|
||
κι απελπισία. . περισσότερο όμως ακόμα φοβότανε μήπως
|
||
αντικρύση τα δικά του μάτια! Τώρα που σα συνεπαρμένος απ' τη
|
||
γοητεία της φεγγαρίσιας ευτυχίας είχε γείρει στον κόρφο της να
|
||
κοιμηθή, τώρα τον κύτταζε άφοβα, τώρα τον φιλούσε όλονε με τα
|
||
πρωτοξύπνητα γυναικεία μάτια της, τον άντρα τον αγαπημένο. Τι
|
||
ζεστά που μύριζαν τα γλυκά μαλλιά του! σαν κάτι ζωντανό και
|
||
δυνατό που της ήτονε φόβος μαζί και λαχτάρα. Αχ, τα στήθια της
|
||
νάλυωναν ήθελε κάτω απ’ αυτό το βάρος που λίγο της φαινότανε
|
||
για την αγάπη της. Κι ολοένα περισσότερο βυθιζότανε στην
|
||
ευδαιμονία αυτής της θωριάς, βούλιαζε ολάκερη, χανόταν. . ως
|
||
που τα μάτια της κλείσανε σαν από μιαν ηδονή κι έναν πόνο
|
||
αβάσταχτα για την ψυχή της--
|
||
Και τα μάτια της είδαν τότες πως σηκώθηκαν απ' το σκαλοπάτι και
|
||
βγήκαν έξω στο δρόμο μαζί με το Νίκο-πιασμένοι απ’ τα χέρια -
|
||
και κατέβηκαν απ’ το βουνό τους κάτω στον κάμπο με τα λουλούδια
|
||
πούχαν πάει τις προάλλες . . και πέρασαν όλον τον κάμπο και
|
||
μπρος απ' της Καλλιθέας τα σπίτια που ήταν τυλιγμένα μες
|
||
τασημένια μαλλιά τον φεγγαριού τα ξέχυτα και - πάντα
|
||
χεροπιασμένοι με το Νίκο - ανεβήκανε σ' εκείνο τολοστρόγγυλο το
|
||
βουναλάκι-προτού νανοίξη ο κάμπος για τις Τζιτζιφιές-πούχει
|
||
στην κορφή του την εκκλησίτσα της Αγια-Σωτήρας. . . Εκεί στο
|
||
βουναλάκι απάνω στεκόταν το φεγγάρι• μα δεν τόβλεπαν καθώς
|
||
ανεβαίνανε, γιατ' ήτον κρυμένο πίσω απ’ την εκκλησίτσα. Μόλις
|
||
όμως έφθασαν απάνω στην εκκλησιά, ξεπρόβαλε και τους έλαμψε μες
|
||
το πρόσωπο τόσο που θάμπωσαν τα μάτια τους. . .
|
||
- Καλωσορίστε !-τους είπε το φεγγάρι. Τι γινήκατε τόσον καιρό ;
|
||
Κανείς δεν έρχεται να με ιδή εμένα που είμαι ολομόναχο πάνω στα
|
||
βουνά. Τόσα μάγια κάνω εγώ των ανθρώπων: μπαίνω στις κάμαρες
|
||
τους και τους φιλώ τα μάτια, πέφτω μες τις στέρνες τους και
|
||
ξαπλώνομαι στα δρομάκια των περβολιών τους και σκαρφαλώνω
|
||
μάντρες και γέρνω απάνω στις οξώπορτές τους και ξενυχτώ στα
|
||
σκαλοπάτια : μόνο και μόνο για να βγούνε να με ιδούν· μ’ αυτοί
|
||
μ' αφήνουν ολομόναχο απάνω στο βουνό μου. Τώρα που ήρθατε εδώ
|
||
πάνω θα πάμε μες την εκκλησιά: εγώ θα σας στεφανώσω. . . Και
|
||
καθώς μίλαγ' έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος
|
||
κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του,
|
||
για να το ιδούν: Τι άσπρο πούτον το φεγγάρι και τι λυπημένο ! -
|
||
σαν τη Βεργινία. Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το
|
||
πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα
|
||
μεγάλο «Αχ !» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο
|
||
Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε
|
||
απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η
|
||
πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το
|
||
φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι. Μα μες στην άσπρη λουρίδα του
|
||
φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το
|
||
νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς
|
||
μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση
|
||
το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα
|
||
τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.
|
||
Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της
|
||
Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει
|
||
σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ;- - - - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
- Παναγία μου! Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το
|
||
κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν
|
||
ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε
|
||
μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε;
|
||
Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την
|
||
είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη
|
||
Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο
|
||
ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . .
|
||
Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ
|
||
την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που
|
||
βρισκόταν και τι του γινόταν. Με τες φωνές της Λιόλιας, που
|
||
απηχούσανε στριγγά στη γλυκόϋπνη σιγαλιά της νύχτας, ήρθε στον
|
||
εαυτό του : τα μάτια του άδραξαν τη φριχτή ζουγραφιά, την
|
||
ολόφεγγη, εκεί μπροστά του στο κατώφλι της κάμαρης, και σα μιαν
|
||
αστραπή πέρασε μέσ’ απ’ το μυαλό του και σα μια στιλετιά μέσ'
|
||
απ’ την καρδιά του.
|
||
- Βεργινία !-έβγαλε μια φωνή βραχνή, πνιγμένη, σα μέσ' από
|
||
κάποιο πηγάδι. . . Δε μ' ακούς, Βεργινία ! Τ' είναι μωρή τούτα
|
||
που μας κάνεις; Βεργινία !-και γονατιστός χάμω σκουντούσε το
|
||
κατάψυχρο κορμί της, το κάτασπρο μες τάσπρο του το νυχτικό, πιο
|
||
άσπρο και πιο κρύο κι απ’ τασημένιο φως του φεγγαρίσιου
|
||
ποταμιού που τόχε πάρη στην αγκαλιά του.
|
||
- Ελάτε, Κύριε Νίκο να τη σηκώσουμε, να την πάμε στο κρεββάτι
|
||
της! φώναζε η Λιόλια με μια φωνή που κολυμπούσε μες τα κλάματα.
|
||
. . Αχ, τώρα τι να κάνουμε ! τώρα τι να κάνουμε! Αχ, Κυρία
|
||
Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου ! δεν ακούτε ; ελάτε να σας
|
||
σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο ! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! -κ'
|
||
έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το
|
||
κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους
|
||
και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από
|
||
δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της
|
||
αυλής. . .
|
||
Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία - σαν πούπουλο
|
||
!-και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι. Έπειτα ο Νίκος έψαξε κ’
|
||
ηύρε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα πάνω στον κομμό και τάνοιξε
|
||
κάτω απ’ τη μύτη της. Μα η Βεργινία δεν κουνήθηκε. Της έσταξε
|
||
λιγάκι στα μηλίγγια της και της τάτριψε. Της έτριψε και τα
|
||
χέρια μ' όλη του τη δύναμη ως που ρόδισαν αχνά. Ήρθ' η Λιόλια
|
||
με παννιά στα χέρια που έβρεχε με ξύδι και της τάβαλε της
|
||
Βεργινίας στο κούτελο και μπροστά στα ρουθούνια. . . Έπιασ’ ο
|
||
Νίκος κ' έσταξε ένα-δυο σταλαγματιές αιθέρα μες το στόμα της
|
||
που ήτανε μισάνοιχτο.-Τίποτα !
|
||
- Πάω να φέρω γιατρό ! είπε· είν' ένας εδώ κοντά στου
|
||
Μακρυγιάννη : αυτός έρχεται ότι ώρα του 'πης. Κάνε ό,τι
|
||
μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! - αυτά
|
||
μας έλειπαν. . . Έφθασα. . .
|
||
- Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε
|
||
θρηνιάρικα η Λιόλια.
|
||
Μα ο Νίκος είχε γίνει αέρας--
|
||
Σαν απόμεινε η Λιόλια μονάχη της, πήγε σε μια γωνιά της κάμαρης
|
||
κι άρχισε, απ’ το φόβο κι απ’ τη συγκίνηση της, να σκούζη σα
|
||
μικρό παιδάκι: παιδάκι ήτον ακόμα το κακόμοιρο το κορίτσι και
|
||
δεν τούχαν τύχει ποτέ του τέτοια φοβερά περιστατικά. Αυτές τις
|
||
μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή
|
||
ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της
|
||
μπόρας. . .
|
||
Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ' έβγαλε ένα
|
||
βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από
|
||
κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ' αιματωμένες τις
|
||
φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . .
|
||
Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της:
|
||
-Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι;-φώναξε, γέρνοντας απάνω
|
||
της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή. Τι μας κάνατε!
|
||
Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να
|
||
μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε!
|
||
Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το
|
||
μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια
|
||
και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά
|
||
πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο.
|
||
Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια. Άρχισε να τρέχη μέσα στην
|
||
κάμαρη που τη φώτιζαν αλλόκοτα, τραγικά παλεύοντας, δυο
|
||
αποφεγγιές: του φεγγαριού το κρύο τασήμι που μοιάζει με το φως
|
||
των ματιών του Χάρου κ' η κιτρινάδα της λάμπας: ίδια
|
||
αρρωστημένη φλόγα της ανθρώπινης ζωής. Ολομόναχο το κοριτσάκι,
|
||
αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. .
|
||
έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι
|
||
της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω ;
|
||
- Βεργινία μου ! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου!-
|
||
έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του
|
||
αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και
|
||
πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . .
|
||
Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς
|
||
είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που
|
||
την καταμούσκεψε. Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη
|
||
ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να
|
||
χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας. Αχ, αυτές
|
||
οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’
|
||
απ’ όλο αυτό το κακό ;
|
||
- Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα ! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει ! --
|
||
ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’
|
||
το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγε—Δεν μπορούσε να
|
||
βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά : κι αν πέθαινε η
|
||
Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη;-κ' έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις
|
||
κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της
|
||
φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε
|
||
η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.
|
||
Δεν ήτον ο κομψευόμενος και ο μοσχομυρισμένος, ο γυναικολόγος
|
||
και γυναικάκιας πουρχόταν πάντα: αυτός καθότανε στην άλλη άκρη
|
||
της Αθήνας κι ούτ' έβγαινε τέτοιαν ώρα απ’ το σπίτι ναρθή εδώ
|
||
έξω. Ήτον ένας γιατρός της συνοικίας που απ' το πρωί ως το
|
||
βράδυ και τη νύχτ' ακόμα έτρεχε στη φτωχολογιά - ένας τύπος
|
||
πλακιώτικος: μια μαύρη ρεμπούπλικα χωμένη ίσαμε ταυτιά, κάτι
|
||
παντελόνια φαρδιά και μακριά που σέρνονταν πίσω κατασκονισμένα
|
||
πάντα, ακόμα και το πρωί πούβγαινε απ’ το σπίτι, μια μαγκούρα
|
||
θεόρατη και μια φάτσα ίδιο γουλί με τρύπες-τρύπες το πετσί σα
|
||
σουρωτήρι, αγύριστη αιωνίως που θύμιζε κάτι παλιά ξυστριά
|
||
αλογίσια. Σα δικαστικός κλητήρας φαινόταν αυτός ο γιατρός, σα
|
||
μεσίτης ή εργολάβος οικοδομών-κι όμως τέτοιος πούτον πολύ τον
|
||
αγαπούσε ο κοσμάκης. Πολλά πράματα δεν ήξερε, μα έπαιρνε και
|
||
λίγα: ένα διπλό και καμμιά φορά και πενήντα λεπτά. Πάντα
|
||
παρηγοριά είναι ο γιατρός-κι αυτό είν' περισσότερο στην
|
||
αρρώστια για το μικρόν τον κόσμο.
|
||
Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι
|
||
απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της
|
||
Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε
|
||
ταυτί του στο στήθος. . .
|
||
- Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη. Έχετ' αιθέρα -είπε με
|
||
μια φωνή βραχνή σα ραϊσμένο πιθάρι-
|
||
Έσταξε λίγο αιθέρα μες το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν εκεί
|
||
δα από πρωτύτερα που τόχε φέρει η Λιόλια και προσπάθησε να της
|
||
δώσει να πιή, ανασηκώνοντας της το κεφάλι.
|
||
-Δεν καταπίνει !-Ένα κουταλάκι μικρή!-και της έρριξε από λίγο
|
||
μες το στόμα.-Έχει κτυπήσει και στο κεφάλι, είπε, δείχνοντας
|
||
ένα πρασινωπό καρύδι πούχε φανή άξαφνα, λίγο αιματωμένο, απάνω
|
||
απ' ταριστερό μηλίγγι της.- Βάλ’ ένα παννάκι βρεμμένο εδώ πάνω
|
||
!-έγνεψε της Λιόλιας.
|
||
Ο Νίκος τούχε πη του γιατρού για την αρρώστια της Βεργινίας στο
|
||
δρόμο πούρχονταν, και για την κούρα που της είχε κάνει ως τα
|
||
τώρα ο άλλος ο γιατρός ο γυναικολόγος που τον είχε συστήσει ο
|
||
μάστορας του γιατ' είχε λέει κάνει θάματα στη γυναικάδερφη του.
|
||
. και γι’ αυτό τον έφερνε ακόμα εξακολουθητικώς, ειδεμή και
|
||
βέβαια θάπαιρνε του λόγου του πούτον και της συνοικίας. Αλλά
|
||
μια κ’ είχε αρχίσει!. . κ’ έπειτα ο καθείς λέει πως να περάσ’
|
||
όπως κι όπως η αρρώστια. . .
|
||
- Πού την ηύρε τη δύναμη και κατέβηκε απ' το κρεββάτι !-είπε
|
||
τώρα ο γιατρός-αφού έχει τόσον καιρό να σηκωθή και σε τέτοια
|
||
χάλια που βρίσκεται ! Απ' την πολλή αδυναμία είναι που δεν
|
||
μπορεί να συνέρθη: τα νεύρα της έχουν ξεχαρβαλωθή ολότελα-
|
||
Μήπως και ταράχτηκε ;-μην είδε τίποτα και τρόμαξε;
|
||
Σαν άκουσ’ έτσι η Λιόλια, ξάστραψε κάτι μες το νου της:
|
||
ξαναείδε την ολόχυτη λάμψη του φεγγαριού στο κατώφλι με τη
|
||
Βεργενία πεσμένη μέσα της σαν πνιγμένη και την πόρτα την
|
||
ανοιχτή και στο σκαλοπάτι της ανοιχτής πόρτας είδε τον εαυτό
|
||
της και το Νίκο κοιμισμένο με το κεφάλι του ακκουμπηστό στον
|
||
κόρφο της. . . Α ! τότε κατάλαβε-γιατί ως τα τώρα απ’ την
|
||
τρομάρα και την ταραχή δεν είχε τόπο η ψυχή της για τίποτ'
|
||
άλλο— Κι όχι κατάλαβε, παρά αισθάνθηκε μες τα θολά βάθη του
|
||
γυναίκειου είναι τις, ταθώο το κοριτσάκι, πως κάτι τρομερό είχε
|
||
γίνει, τόσο τρομερό που έφθανε για να σκοτώση μια γυναίκα και
|
||
πως γιαυτό πέθνησκε τώρα η Βεργινία---ζαλίστηκε, τα γόνατα της
|
||
λύθηκαν και πιάστηκε απ’ το κρεββάτι να μην πέση-
|
||
«Κρακ» έκαμε κάτι κάτω απ' τα πόδια του Νίκου εκεί που πήγε να
|
||
κάμη ένα βήμα πιο πέρα. . έσκυψε να το σηκώση ήτον το κουτί με
|
||
τα σκονάκια (πούχε πάρει η Βεργινία απ’ τον κομμό), πατημένο
|
||
πήττα.
|
||
Ο γιατρός σταναμεταξύ είχε βγάλει απ' την τσέπη του μια σύριγγα
|
||
κ’ έκαιγε τη βελόνα της απάνω απ'το γυαλί της λάμπας. . .
|
||
- Πώς βρέθηκε το κουτί εδώ χάμω ; - ρώτησε ο Νίκος τη Λιόλια-
|
||
εγώ τόχα αφήσει απάνω στον κομμό !-
|
||
Στεκόταν τώρα η Λιόλια ακκουμπησμένη στο κρεββάτι, άφωνη, και
|
||
κύτταζε το γιατρό με μεγάλα μάτια, γεμάτα βαστηγμένα δάκρυα. .
|
||
το στήθος της ανασηκωνόταν κάθε τόσο από ξέμακρα αναφυλλητά
|
||
βουβά που της τρεμούλιαζαν το σαγόνι και το κάτω χείλι: έτσι
|
||
αστράφτει πίσω απ' τα βουνά, ύστερ' από βροχή και κάποια βράδυα
|
||
του καλοκαιριού, από αντάρες που δεν ακούς το βόγκο τους.
|
||
-Νά, κυρ Γιατρέ, της δώσαμε απ’ αυτό το υπνωτικό σήμερα, μπας
|
||
και την πείραξε; αρχινίσαμ' απ’ τα χτες: γιατί δεν κοιμόταν τη
|
||
νύχτα ολότελα· ο γιατρός είπε πως το περισσότερο είν' η
|
||
αγρύπνια που την αδυνατίζει και της τόγραψε.
|
||
- Αηδιές ! πολύ άσχημα. . είναι, βλέπεις, τώρα και το
|
||
ναρκωτικό που τη βαστάει σ' αυτήν την θέση. Τι γράφει απάνω;.,
|
||
αριθμό έχει μονάχα. . πουν' η ρετσέτα;
|
||
-Την κρατήσανε στο φαρμακείο.
|
||
Άνοιξα’ ένα σκονάκι ο γιατρός κ' έβαλε στη γλώσσα του και
|
||
χτύπησε τα χείλια του. . σήκωσε τους ώμους και κρέμασε το κάτω
|
||
χείλι τον, σα νάθελε να πη: «ξέρω κ' εγώ τι κουραφέξαλα είνε
|
||
αυτά !»
|
||
-Τώρα ό,τι είναι είναι! Σταθήτε να κάμουμε μια στιγμή την
|
||
ένεση. Έλα εδώ εσύ μικρή!-είπε, γεμίζοντας τη σύριγγα μ’
|
||
αιθέρα-άνοιξε το ποκάμισο της Κεράς σου και σκούπισε λίγο το
|
||
μέρος εκεί κοντά στην καρδιά μ' ένα μαντηλάκι. Στάσου να σου
|
||
στάξω καλύτερα λίγο αιθέρα. . έτσι !. . .
|
||
-Αχ, κυρ Γιατρέ: Τι! Θα της τρυπήσετε την καρδιά με τη βελόνα;-
|
||
φώναξ’ η Λιόλια με τρόμο, έτοιμη να ξαναρχίση τους θρήνους . ..
|
||
-Μη φοβάσαι! δεν τρυπάω εγώ τον κόσμο. . μόνο σα την τσιμπήσω
|
||
λιγάκι απέξω απέξω, πιο λίγο από μια μέλισσα
|
||
(μέλισσα! μέλισσα ! που ήτονε μια μέλισσα που ήθελε να την
|
||
τσιμπήση ;-συλλογίστηκε η Λιόλια κ' έξαφνα είδε μπροστά της τον
|
||
κάμπο με τα λουλούδια και τάραξε σύσσωμη)
|
||
. . οι νέοι οι γιατροί, οι πολύξεροι, που γράφουν τα μοντέρνα
|
||
τα ναρκωτικά, τις κάνουν τις ενέσεις στο μπράτσο ή στο πόδι-
|
||
γύρισε κ’ είπε κατά το Νίκο, ο γιατρός, εκεί που έχωνε τη
|
||
βελόνα στο κίτρινο πετσί της Βεργινίας (πετσί και κόκκαλο!-
|
||
ανατρίχιασε ο Νίκος που την είδε)-εγώ τις κάνω κοντά στην
|
||
καρδιά και ξέρω τι κάνω. . .
|
||
Έπειτα τη σκέπασε τη Βεργινία και κάθησε στην καρέκλα να δη την
|
||
ενέργεια.
|
||
Εκεί δα, νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η γειτόνισσα η
|
||
Χαρζανοπουλίνα, η χήρα του δικαστικού κλητήρα, με τη μια της
|
||
κόρη την πιο μεγάλη, πούτον η αλαφροήσκιωτη-αν νεγκλιζέ. Η γριά
|
||
τουλάχιστο πάντα ήτονε γριά κι άσχημη σα μάγισσα, μα της «νέας»
|
||
τα χάλια καθώς ήταν άφτειαχτη και στη φυσική της κατάσταση δε
|
||
μολογιούνται. Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα έν οίκω μη εν
|
||
δήμω !» Τι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης
|
||
γαλοπούλας μέσ' απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το
|
||
κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια ! τι χρώμα σαν
|
||
το κυδώνι !- άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με
|
||
τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα
|
||
κατσάρια! . . .
|
||
-Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά. Είπα
|
||
κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’
|
||
έπαθε τίποτα η Βεργινία;» Μου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές,
|
||
κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η
|
||
καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι
|
||
καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε
|
||
σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή
|
||
του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς
|
||
πετάχτηκ’ απάνου. Μάλιστα η Μπιμπίκα μου πρώτη τον κατάλαβε-
|
||
αυτή, καλέ μου, ακούει και το χορτάρι που φυτρώνει!: «Μαμάκα
|
||
μου ! μου λέει, κάτι έπαθε η Βεργινίτσα και φέραν τον καλό
|
||
γιατρό». Εξ αρχής αυτό έπρεπε, Κυρ Νίκο μου ! Εμείς πάντα το
|
||
λέγαμε. Μα είπα κ' εγώ στα κορίτσια: «άστε, μην ανακατευόσαστε
|
||
στου άλλου το διάφορο· εδώ είναι περί ζωή και θάνατο βλέπεις:
|
||
νάχης έπειτα και την ευθύνη!.••»
|
||
-Και βέβαια είναι πολύ λεπτότατα πράγματα αυτά-αχνολάλησε η
|
||
Δεσποινίς Μπιμπίκα.
|
||
-Και τι έχει, Κυρ Γιατρέ μου, η Βεργινούλα μας;-συλλογίστηκε
|
||
τώρα μόλις να ρωτήση η γριά-καμμιά λιγοθυμιά πάλι. Αμ τις
|
||
προάλλες πούμαστε φερμένες εγώ με τις κόρες μου και μας έμεινε
|
||
στα χέρια μισήν ώρα, ξερή !. . ήτονε μονάχη της- ήτον και η
|
||
Ευρυδίκη-γύρισε και ρώτησε την Μπιμπίκα-ας είναι . . . αν δεν
|
||
ήμαστεν εμείς. . είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε-γυναίκες
|
||
ολομόναχες-πήγα να παλαβώσω. . είναι και η ευτύνη ξέρεις !
|
||
γιατί έπειτα σου λέει άλλος-
|
||
- Άσ' τα τώρα, Κυρά Χαρζανοπούλου! είπε ο γιατρός, σταθήτ’ απ’
|
||
το κρεββάτι!. . σταθήτε από 'κεί δα!. . μη μου κλείνετε το
|
||
φως να δούμε τι θα κάνουμε. . .
|
||
Έπιασε πάλι το σφιγμό της Βεργινίας με το ρωλόϊ στο χέρι. .
|
||
έβαλε ταυτί του στην καρδιά της. . . Έπειτα έχυσ' αιθέρα στα
|
||
χέρια του και της έτριψε τα μηλίγγια. . της έτριψε τα χέρια
|
||
και τα πόδια. . .
|
||
Έξαφνα άνοιξε η Βεργινία τα μάτια της και το στόμα της άρχισε
|
||
ναναπνέη αργά. . . Κ’ η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο βαθειά.
|
||
. το στήθος της ανασηκωνότανε σα να φούσκωνε απομέσα του ένα
|
||
κύμα να ξεσπάση. . .
|
||
Ο γιατρός γύρισε να δη το Νίκο που στεκόταν πίσω του,
|
||
ακκουμπηστός στο κρεββάτι: σούρωσε τα χείλια του και τανέβασε
|
||
ως τη μύτη του. . .
|
||
Ο Νίκος έβλεπε της Βεργινίας τα καμώματα μ’ όλη την ψυχή του
|
||
χυμένη στα μάτια του. . .
|
||
Ακουγόταν τώρα η αναπνοή της Βιργινίας σαν ανάλαφρο ροχαλητό
|
||
ανθρώπου βαριοϋπνιασμένου. . άνοιγε το στόμα της και τάφηνε
|
||
λίγην ώρα ανοιχτό. . . και το ξανάκλεινε αργά, παράξενα σα μ’
|
||
ένα μηχανισμό, αλλοιώτικα από άνθρωπο: όπως τα ψάρια που τα
|
||
πετάει το κύμα στο γιαλό. . κι ολοένα πιο πολύ το στόμα της
|
||
άνοιγε και πιο πολλήν ώρα έμενε ανοιχτό, στυλωμένο τώρα, σαν
|
||
πόρτα που δεν ξαναπέφτει να κλείση. . .
|
||
Η Λιόλια κύτταζε με το κλαμένο πρόσωπο της ξαστρωμένο πάλι, σαν
|
||
κρυφοχαρούμενη πούβλεπε τη Βεργινία νανοιγοκλείνη το στόμα, να
|
||
ξαναζωντανεύη. . .
|
||
- Τι κάνει έτσι, γιατρέ; τ' είν' αυτό που κάνει ; φώναξε ο
|
||
Νίκος του γιατρού με τρόμο-
|
||
- Δεν είν' καλά η γυναίκα σου !--
|
||
Η Χαρζανοπουλίνα κ' η κόρη της που στέκονταν εκεί κοντά,
|
||
κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους κ' η γριά κούνησε το χέρι της σα
|
||
νάλεγε για κάποιον πως έφυγε και πάει:
|
||
- Δεν τη βλέπεις, Κυρ Νίκο μου ; δεν τη βλέπεις που τελειώνει
|
||
και σ' αφήνει γεια;
|
||
. . .Τα μάτια της Βεργινίας είχαν ανοίξει διάπλατα: κύτταζαν
|
||
αχνά και ξέξασπρα το Νίκο, κατάματα. . κι όλο άνοιγαν πιο
|
||
πολύ, σα να θέλανε να βγουν απ’ τις κόγχες τους να πεταχτούν
|
||
απάνω του, κ’ οι κόρες τους μεγαλώνανε σκοτιδιασμένες σα δυο
|
||
βαθειές τρύπες. . .
|
||
- Βεργινία !!-ξεφώνισε ο Νίκος. . . Βεργινία μου!!.. κ'έπεσε
|
||
γονατιστός, μ’ έναν πνιγμένο λυγμό, μπροστά στο κρεββάτι και
|
||
της έπιασε το χέρι--
|
||
. . Οι δυο βαθειές τρύπες των ματιών της Βεργινίας αποπάνω απ’
|
||
το κεφάλι του Νίκου μαυρίζανε σαν πηγάδια—Άξαφν’ άνοιξε η
|
||
Βεργινία το στόμα της ακόμα περισσότερο και δεν το ξανάκλεισε
|
||
πια-τα μάτια της θολώσανε-σα να πέρασ’ ένα σύννεφο ψηλά, ένας
|
||
αχνός αποπάνω τους-κι απόμειναν εκεί δα, ορθάνοιχτα, στυλωμένα
|
||
απάνω στο πρόσωπο του Νίκου---
|
||
Ο γιατρός σηκώθηκε:
|
||
- Δεν είχε δύναμη η καρδιά της-είπε. Έβαλε ταυτί του στο στήθος
|
||
της. . έπειτα έβγαλε κ' είδε το ρωλόϊ του., και της έκλεισε τα
|
||
μάτια. . .
|
||
|
||
[Έως εδώ έκαμε τας διορθώσεις του έργου του ο συγγραφεύς. Ο
|
||
εξαφνικός θάνατος του εσταμάτησε το έργον και αι κατόπιν
|
||
διορθώσεις έγιναν σύμφωνα με την πρώτην έκδοσιν.]
|
||
|
||
- Ζωή σε λόγου σου, είπε σκουντώντας το Νίκο απ’ τον ώμο. Σαν
|
||
είδε που δεν κουνήθηκε ο Νίκος από κει πούτονε γονατιστός με το
|
||
πρόσωπο απάνω στο χέρι της Βεργινίας, τον έπιασε με τα δυό του
|
||
χέρια απ’ τις αμασχάλες και τονέ σήκωσε ορθόν.
|
||
- Έλα, άντρας είσαι! Αυτά έχει ο κόσμος. Καλύτερα που ησύχασε-
|
||
δεν είχε πια ζωή μέσα της. Αν θέλης αύριο περνάς για την άδεια-
|
||
Καθώς σηκώθηκε ο Νίκος και ξανάρριξε μια ματιά απάνω στο νεκρό
|
||
πρόσωπο της Βεργινίας και κατάλαβε πως όλα τέλειωσαν πια,
|
||
τούρθε στρόφιλος και πήγε να πέση. Τον κράτησε ο γιατρός, πριν
|
||
να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά
|
||
τους.
|
||
- Τον καημένο το νέο !-είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’
|
||
απ' τα φυλλοκάρδια της.
|
||
Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο.
|
||
Έβγαλε ο Νίκος και του'δωσ' ένα τάλληρο.
|
||
- Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε- και τόβαλε στην
|
||
τσέπη του.
|
||
Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της
|
||
γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας:
|
||
|
||
« Αχού, Βεργινία μου ! τι κακό που σούρθε !
|
||
Αχού, περιστεράκι μου! και που μας αφήνεις !»- -
|
||
|
||
και το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της
|
||
σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας--
|
||
Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη...
|
||
Ήτον αργά πια. Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα:
|
||
ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο-
|
||
ίδιο μάτι πούχει κλάψει--
|
||
Κ’ η Λιόλια;
|
||
Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το
|
||
κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. .
|
||
και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να
|
||
την προσέχη. . .
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα
|
||
με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη:- ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και
|
||
ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος
|
||
στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη--
|
||
κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με
|
||
την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν
|
||
τόσες γυναίκες στο λείψανο! Τόσον καιρό που ζούσε η άμοιρη η
|
||
Βεργινία, ψυχή δε ρώταγε γι’ αυτήν και τώρα που πέθανε, τρέξανε
|
||
σαν τα κοράκια- άφησε πια τις Χαρζανοπουλίνες, μάννα και κόρες,
|
||
και την αδερφή της γριάς, την Κερ-Αριστείδαινα, και την Κυρία
|
||
Ευρυδίκη : αυτές δα ήταν απ τις πρώτες, σπιτικές σα να πούμε,
|
||
στα μέσα και στα έξω. . και πήγαιναν πίσω απ’ την κάσσα
|
||
κολλητές, σα συγγενείς. . . Τo Νίκο τον είχε πιάσει μπράτσο ο
|
||
μάστορας του ο Πρίαμος κι απ’ την άλλη μεριά ο Περικλής. Ήτανε
|
||
φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του
|
||
Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που
|
||
σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο
|
||
σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο
|
||
Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’
|
||
τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ
|
||
Μπάμπης. Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη
|
||
θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες
|
||
σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν
|
||
παιδί της. Φορούσε ακόμη η Λιόλια το φορεματάκι πούχε σαν
|
||
πρωτοήρθε με μια μαύρη μπέρτα αποπάνω κ' ένα παλιό καπέλλο
|
||
πένθιμο με μαύρα σταφύλια, που τόχε παρμένα η θειά Ελέγκω απ’
|
||
τη σπιτονοικοκυρά της, και που την έκανε σα μεγάλη γυναίκα. . .
|
||
Πήγαινε η Λιόλια με βουρκουμένα μάτια, σκυφτή κάτω απ’ το βαρύ
|
||
καπέλλο. . . Ένα χάος ήτονε στο μυαλό της απ’ τα χτες τη νύχτα
|
||
:. . φέρανε μιαν κάσσα άσπρη με κάτι χρυσοχάρτινα σειρήτια και
|
||
τριανταφυλλάκια πάννινα και κάτι αγγέλους και δυο χέρια
|
||
χεροπιασμένα από πάφυλα, καρφωμένα απάνω στο καπάκι. . γέμισε
|
||
το σπίτι γυναίκες. . η γριά-Κλητήραινα με τις κόρες της
|
||
μπαινόβγαιναν., της πήραν τα κλειδιά να βγάλουν καφέ και
|
||
ζάχαρι. . έσυραν το κρεββάτι (Αχ ! το κρεββάτι με τη νεκρή τη
|
||
Βεργινία) στην άκρη--Ίσαμε πούρθε η θειά Ελέγκω και την πήρε
|
||
στην αγκαλιά της δεν είχε που νασταθή, που να κλάψη.
|
||
--«Όλο μες τα πόδια μας βρίσκεται αυτό το τζάτζαλο! Δε σηκώνει
|
||
το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα. Πώς τα σιχαίνομαι αυτά τα
|
||
χαραμοψώμικα ! - τάχα συγγενής, κι' ο Θεός να σε φυλάη. . .»,
|
||
είπε η Μπιμπίκα σε μιαν άλλη που διόρθωνε τη Βεργινία μαζί με
|
||
την Ευρυδίκη. . . «Έχει και μούτρα και κλαίει! Αυτό που δεν
|
||
ήθελε !», φώναξε η Ευρυδίκη αποπίσω απ’ το δυστυχισμένο το
|
||
κορίτσι, για να τακούση, καθώς έβγαινε να πάη στην αυλή να
|
||
κρυφτή απ’ τα μάτια τους. . . .
|
||
Της έβαλαν της Βεργινίας το νυφιάτικό της το κρεμ κι αποκάτω
|
||
απ’ την πλάτη της τα στέφανα του γάμου: Αχ! σα σφαγμένο αρνί
|
||
λύγισε το νεκρικό κορμί της με το κεφάλι πεσμένο πίσω καθώς την
|
||
πιάσανε να τηνέ βάλουνε στην κάσσα - τη στιγμή που ξαναρχότανε
|
||
μέσα η Λιόλια--Την κάσσα την απίθωσαν απάνω στο τραπέζι - στο
|
||
τραπέζι πούτρωγαν καθεμέρα και που τόχαν τώρα τραβηγμένο μες τη
|
||
μέση. . η Ευρυδίκη πήρε τα λουλούδια που ήταν απάνω στον κομμό
|
||
στα πιατάκια (τα λουλούδια της!) και τις μυγδαλιές, όλ’ ακόμα
|
||
δροσερά κι ολάνθιστα, και στόλισε το φέρετρο με πολύ γούστο.--
|
||
Δε βάσταξε η Λιόλια και ξαναβγήκε στην αυλή να ξεφωνίση. . .
|
||
Δε φάγανε μεσημέρι. Κάποιος πήρε το Νίκο έξω. Η θειά Ελέγκω
|
||
έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα
|
||
σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια. Οι
|
||
γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην
|
||
κάμαρη τη νεκρική όλο κ' έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θειά
|
||
'Ελέγκω νταβραντισμένη κ' έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι:
|
||
δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις
|
||
ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε!
|
||
- Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές!
|
||
- «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα
|
||
κόλλυβα !», είπε η θειά Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το
|
||
μαυροζούμι της.
|
||
Πως κάπνιζαν οι δυο μικρές κίτρινες λαμπάδες! - η μια στο
|
||
καντηλέρι κ' η άλλη μες τη μποτίλλια - στο κεφάλι και τα πόδια
|
||
του νεκρού - με κάτι αψηλές φλόγες σκούρες πούχανε μέσα τους
|
||
ένα μεγάλο μάτι μελανό και κυττάζανε σοβαρά : γέμισε η κάμαρη
|
||
με μια βαρειά πένθιμη μυρουδιά απ’ αγιοχέρι κ’ έσταζαν απ' τα
|
||
κεριά παχιά δάκρυα κίτρινα σα χολή απάνω στην κάσσα και στο
|
||
τραπέζι κι ως που να πέσουν πάγωναν απανωτά και γίνονταν κάτι
|
||
κρεμαστές πλεξούδες : δάκρυα κοκκαλιασμένα. . .
|
||
«Κλαγκ !-πλιάτς !» έκαμε το κανάτι γεμάτο νερό πούσπασ' η θειά
|
||
Ελέγκω έξω απ’ την πόρτα την ώρα που σήκωναν το λείψανο μέσ’
|
||
απ’ τους γαλάζιους αχνούς του λιβανιού. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Μέσα σε μαρτιάτικα σύννεφα σκόνης-(Τo ξέρετε δα πως το Μάρτη
|
||
στην Αθήνα παντρεύετ’ ο άνεμος με τη σκόνη και μέρα νύχτα
|
||
έχουνε φρενιασμένο κυνηγητό από δρόμο σε δρόμο, από σπητιού
|
||
αγκωνή σ’ αγκωνή-χωρίς να τους κόφτη έναν παρά για τον κόσμο
|
||
που τους βλέπει-και βγαίνουν απ’ την πολιτεία και παίρνουν τους
|
||
μεγάλους δρόμους τους εξοχικούς ως πέρα στα βουνά και στη
|
||
Θάλασσα κάτω!)-μέσα σε τέτοια ζωντανά σύννεφα σκόνης που τα
|
||
δυνάστευε, περίτρομα απ την ίδια τους λαχτάρα, η ποθερή ορμή
|
||
τανέμου, ανέβαινε το μαύρο ανθρώπινο μπουλούκι τη λεωφόρο
|
||
Συγγρού. . και τα εξαπτέρυγα πήγαιναν πλαγιαστά ενάντια του
|
||
ανέμου ίδια κατάρτια καραβιού. . και τα ζωντανά σύννεφα, που
|
||
τανάδευε ανίκητη φρένα, πηγαίνανε μαζί με τη συνοδεία των
|
||
ανθρώπων που περπατούσανε να πάνε στο μαντροπερίβολο του Χάρου,
|
||
λες και τους σπρώχνανε να πάν πιο γλήγορα - γιατί Χάρος και
|
||
γάμος τους ήταν ένα. . . Του Νίκου του πόναγαν τα μάτια-απ' τον
|
||
άνεμο και τη σκόνη, ή από δάκρυα που δεν είχε κλάψει. . . Εκεί
|
||
που τον πήγαιναν οι φίλοι κι ο αέρας τον έσπρωχνε από πίσω μαζί
|
||
με της νεκρής το φέρετρο, αισθανότανε σα μια συνέχεια της ζωής
|
||
που πέρασε με την πεθαμένη, αυτός ορθός κι αυτή πάντα
|
||
ξαπλωμένη-ζωντανός και νεκρή!-πάντα αυτός ορθός κι αυτή
|
||
κοιτάμενη -ήθελε δεν ήθελε. . όπως στη ζωή, έτσι και τώρα στο
|
||
θάνατο! Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας
|
||
το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη
|
||
πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και
|
||
κοντά της έσερνε η Θειά Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . .
|
||
Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού
|
||
με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη
|
||
δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. .
|
||
του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο θεός
|
||
ημών! Δόξα σοι ο θεός!» και πως μ’ αυτό ήθελε να πη σαν από
|
||
μέρος του: «Δόξα το θεό!». . . Ο άνεμος έμπαινε κάτω απ’ τάσπρα
|
||
φελόνια των παππάδων και τα φούσκωνε. . και ταναποδογύριζε
|
||
αποπάνω απ’ τα καλυμαύχια τους και τους κουκούλωνε. . κ’
|
||
έτρεχαν κάθε τόσο εκείνοι πούρχονταν αποπίσω να πιάσουν
|
||
τανεμιστά παννιά σα φλόκκους να τα κατεβάσουν: ίδιοι μασκαράδες
|
||
με σεντόνια του φάνηκαν του Νίκου άξαφνα οι παππάδες και τούρθε
|
||
να γελάση δυνατά. . . Καθώς έβγαιναν απ’ τη λεωφόρο Συγγρού,
|
||
πέσανε μέσα σε μια σειρά άμαξες κλειστές που γύριζαν απ’ άλλη
|
||
κηδεία. Στάθηκαν ταμάξια να προσπεράση το λείψανο της
|
||
Βεργινίας: από μέσ' απ’ ταμάξια κύτταζαν κλαμένα μάτια και
|
||
χέρια σηκώθηκαν και κάμανε σταυρούς κ' έβγαλαν καπέλλα για τη
|
||
Βεργινία του!. . . . Τότε τούρθαν τα δάκρυα του Νίκου κ'
|
||
έκλαψε με παιδακίσιο αναφυλλητό που του τάραξε όλο το κορμί,
|
||
γιατί συλλογίστηκε πως έχασε τη γυναίκα του που τη λυπούνταν κ'
|
||
οι ξένοι μες ταμάξια : αλήθεια ήτονε σπουδαίο πράμα να χάση
|
||
κανείς τη γυναίκα του!
|
||
- Μην κάνης έτσι, κοτζάμ άντρας!-του είπε ο φίλος του ο Ντίνος,
|
||
που τον είχε πιάσει τώρα αυτός στη θέση του Περικλή.
|
||
Κι ο μάστορας απ’ την άλλη μεριά του λέει :
|
||
- Αυτή τώρα πια γλύτωσε κι' ησύχασε. . . σάματις που θα πάμε κ'
|
||
εμείς !-Δε λες καλά που δε σ' άφησε κάνα παιδί, νάχης τώρα
|
||
ντράβαλα στο κεφάλι σου.
|
||
Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’
|
||
τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της.
|
||
. η σκόνη πηδούσε χούφτες - χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και
|
||
της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο
|
||
για τον ερχομό της. . .
|
||
Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του
|
||
Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!...
|
||
-Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι
|
||
σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα-
|
||
παιδί πράμα!
|
||
-Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ
|
||
αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον
|
||
άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη. Μου τόπε
|
||
έμεναν η Ευρυδίκη η καπελλού που ήτανε φιλενάδες. . .
|
||
-Ποιος τα λέει αυτά-πετάχτηκε αποπίσω τους μιαν άλλη, μια
|
||
κιτρινιάρα με καπέλλο: Εγώ σας λέω πως δε θα πέθαινε η
|
||
σχωρεμένη μήτε σε δέκα χρόνια μέσα, μόνο την έφαγε το μαράζι-
|
||
-Πού δεν έκανε παιδί; ε;-τοχω ακουστά κι αυτό-
|
||
-Τι παιδί και ξεπαιδί!-παιδιά έχει το βρεφοκομείο όσα θέλεις. .
|
||
ο λόγος είνε για το κορίτσι. . .
|
||
-Για ποιό κορίτσι λένε;--γύρισε πίσω της και ρώτησε μυστικά μια
|
||
που πήγαινε μπροστά κ' είχε ταυτιά της πίσω, μια στεγνή και
|
||
λιγνή σα στέκα μπιλιάρδου.
|
||
-Από μικρή κι από κοντή να φοβάσαι, είπε η πλαϊνή αυτηνής που
|
||
πρωτομίλησε.
|
||
- Για τη Λιόλια δα λένε-κρυφολάλησε η χοντρή, απαντώντας στην
|
||
ερώτηση της στέκας.
|
||
- Αμ δεν τάβλεπε θαρρείς η μακαρίτισσα ! είπε δυνατά η
|
||
κιτρινιάρα-αυτή έσκασε απ’ το κακό της. . .
|
||
Πιο πέρα η Μπιμπίκα έλεγε στη γυναίκα του μπακάλη:
|
||
-Αυτή σου είν' από ‘κείνες: Ο Θεός να φυλάη ταντρόγυνα!. . .
|
||
Κι ως πέρα πίσω φθάσανε τα κρυφολαλήματα των γυναικών που
|
||
χύνονταν, ίδια νερά από βρύσες αφημένες ανοιχτές, τον κατήφορο.
|
||
. (κ' οι ανοιχτές κάνουλες πούτρεχαν ακατάπαυτα ήταν οι
|
||
Χαρζανοπουλίνες κ' η Ευρυδίκη). . και τα ποταμάκια τα νερά
|
||
έφερναν ένα γύρο τη Λιόλια, που βρισκότανε σαν απάνω σε νησί,
|
||
καθώς πήγαινε ανίδεη με τη θεια Ελέγκω, σκονισμένη,
|
||
ανεμορσυμένη. . . κι όχι νερά ήταν, παρά δόντια λύκων
|
||
αστράφτανε μέσ' απ' αχνισμένα στόματα ολόγυρα απ’ το θύμα,
|
||
έτοιμα να το σπαράξουν. . . Πίσω-πίσω περπατούσε μια
|
||
χοντροκοπιά, με δυσκολία, βαρειανασαίνοντας κι αγκομαχώντας. .
|
||
κι άξαφνα το μυρίστηκε πως κάτι λεγόταν αυτού μπροστά και
|
||
μάζεψε τα ξύγκια της κ' έτρεξε κι αυτή να σμίξη το κοπάδι των
|
||
λύκων. . κ’ έφαγε τα λυσσιακά της ως που να πιάση από'να λόγο
|
||
άκρες μέσες. . .
|
||
-Καλέ για την Όλια λέτενε!-μπήκε κι αυτή στην κουβέντα -ο
|
||
κόσμος τόχει τούμπανο. . .
|
||
-Λιόλια τη λεν, όχι Όλια!
|
||
-Τo ίδιο κάνει!-μια σαραντάρα δεν είναι; την ξέρω εγώ από
|
||
καιρό. . και να δήτε το τι μούπανε για κάποιον άλλον, που τάχει
|
||
λέει και με τους δυο κ' έχει και δυο παιδάκια λέει ο άλλος-
|
||
Κι ως που να μπούνε στην εκκλησία, ο κόσμος σταλήθεια τόχε
|
||
τούμπανο. . .
|
||
«Δεύτε τελευταίον ασπασμόν. . », έβγαλε ο ψάλτης μια ψιλή φωνή
|
||
απ’ τη μύτη, που ξεπετάχτηκε, σαλευούμενη σαν τους χαρτένιους
|
||
αϊτούς όταν παίρνουν τη φόρα τους, ίσαμ' απάνω στο θόλο με τους
|
||
φεγγίτες κι από κει ξανάπεσε κάτω και φτεροκόπησε σα νυχτερίδα,
|
||
πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, μες τη γυμνή εκκλησία που
|
||
απηχούσε. Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ' είχε ρίξει
|
||
αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε
|
||
εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση. Μα δεν
|
||
είχε το νου του· μόνο σαν έπεσαν τα μάτια του απάνω στα μαλλιά
|
||
της Βεργινίας τα κόκκινα κι αριά, πούταν τώρα σταχτιά απ’ τη
|
||
σκόνη κι αναμαλλιασμένα, θυμήθηκε το προσκέφαλο του κρεββατιού
|
||
τους που ακκουμπούσαν τα κεφάλια και των δυονών τους κ' η
|
||
πεθαμένη πέρναγε τα δάχτυλα της μέσα στα δικά του τα μαύρα και
|
||
πηχτά μαλλιά και του τα χάδευε και τούξυνε το κεφάλι - και τότε
|
||
ξαναβούρκωσαν τα μάτια του. . . Έκλαιγε η θειά Ελέγκω με
|
||
ξεφωνητά εκεί που φιλούσε. Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το
|
||
κλάμα!-βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για
|
||
ξαστέρωμα. Πήγε κ' η Λιόλια και φίλησε μ' αναφυλλητό και τα
|
||
χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα
|
||
και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . .
|
||
|
||
|
||
|
||
Ο γυναικοκαυγάς.
|
||
|
||
|
||
|
||
Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ'ένα σωρό πέτρες. Ένα-δυο
|
||
αγριολούλουδα απόμειναν ολόγυρα σταπορριχμένο χώμα που
|
||
ξανασκέπασε τον ανοιγμένο λάκκο. . και τρεμοπαλεύανε στον
|
||
άνεμο. . .
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
- Να δης, Κυρά γειτόνισσα, που πριν τους έξη μήνες, θάχουμε
|
||
καινούργια παντρολογήματα-είπε η Ευρυδίκη στη Χαρζανοπουλίνα,
|
||
καθώς περνούσε η συνοδεία απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου-βράδυ
|
||
πια - από δυο-τρεις μαζί, σκόρπιοι εδώ κ' εκεί. . .
|
||
- Και πως το λες αυτό Κερά μου ; Μη σου πέρασε η ιδέα πως θα
|
||
σου κάνουμε χαλάστρα ; Εγώ τις κόρες μου δεν τις έχω για τον
|
||
τυχών. . κι ούτε ψοφούμε γι' άντρα σαν κάποιες άλλες,
|
||
λυσσασμένες. .
|
||
- Είπα εγώ τίποτα; άλλο πάλι τούτο ! γι' άλλο πράμα πήγαινα να
|
||
σου μιλήσω: μα όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται !
|
||
- Αυτό που σου λέω 'γώ! κ' εμείς άχερα δεν τρώμε ! Εγώ, Κερά
|
||
μου, σε βλέπω και σ’ ακούγω κι ας κάνης την όσια Μαρία -και μη
|
||
θαρρής πως δε μαθεύουνται. .
|
||
- Σα βάζη κανείς τη μύτη του παντού μυρίζεται και τις πομπές
|
||
του-
|
||
-. . μόνο να κυττάξης να τα τριτώσης γλήγορα, γιατί όσο περνάει
|
||
η μπογιά σου. . .
|
||
- Μαμά ! έλα πάμε σπίτι, γιατί δεν τις ανέχομαι τις
|
||
προστυχάντσες - φώναζε η Μπιμπίκα που είχε τα νεύρα πολύ
|
||
«λεπτότατα». . .
|
||
. . Και τραβήξανε, μάννα και κόρες, μπροστά με φούργια σαν
|
||
τρεις ξυλόκοττες ερεθισμένες. . .
|
||
- Τι έπαθαν αυτές οι κανκάγιες και ξεφωνίζουνε-γύρισε κ' είπε ο
|
||
μάστορας του Νίκου που πήγαινε μπροστά μαζί του και τούλεγε για
|
||
κάτι μαόνια που τα περίμενε τούτη τη βδομάδα ναρθούν από το
|
||
Τριέστι. . .
|
||
Γυρίσανε στο σπίτι η θειά Ελέγκω με τη Λιόλια και με μια
|
||
γειτόνισσα, τη γυναίκα του Κυρ Γιώργη του Καψοκέφαλου, του
|
||
παπλωματά. Τo Νίκο τον πήραν οι φίλοι απ’ του Μακρυγιάννη, να
|
||
πάνε να φάνε σ' ένα μαγαζί στην Πλάκα. Η Ευρυδίκη απόμεινε πιο
|
||
κάτω, στο σπίτι της, για να μη συναπαντηθή με τις
|
||
Χαρζανοπουλίνες. Αυτές είχανε γίνει καπνός απ’ τη γέφυρα του
|
||
Νεκροταφείου-
|
||
Απέξω απ’ την πόρτα του σπιτιού ήταν τα κομμάτια του σπασμένου
|
||
κανατιού λες κ' ήταν τα συντρίμμια απ' τη ζωή της Βεργινίας.
|
||
Αχ, τι κάμαρη ήτον τούτη! Που η πάστρα και η ταχτοποίηση που
|
||
κρατούσε η Λιόλια ! Τους ξανάρθαν τα κλάματα, της Λιόλιας και
|
||
της θειας Ελέγκως, σαν είδαν την ανακατοσούρα και ταδειανό
|
||
κρεββάτι της Βεργινίας, σπρωγμένο σε μιαν άκρη. . Έπιασ' η θειά
|
||
Ελέγκω με τη γειτόνισσα, που ήτανε μια καλή γυναικούλα
|
||
πονόψυχη, να συγυρίσουνε λιγάκι, ναερίσουν το κρεββάτι. Εκεί
|
||
που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της
|
||
τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες.
|
||
Έγινε η θειά Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά
|
||
τους, είπε της Λιόλιας:
|
||
- Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!
|
||
Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . .
|
||
Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να
|
||
ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη.
|
||
Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως
|
||
να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα. Μα η Κερά Ελέγκω
|
||
δεν ήξερε καμώματα.
|
||
- Ζωή σε λόγου σας!-χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η
|
||
Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα
|
||
ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε:
|
||
- Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα
|
||
ρουχαλάκια σου!
|
||
- Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! -
|
||
αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θειά Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να
|
||
κυττάξη.
|
||
- Αμή βέβαια! καλά κάνεις! Μιαν ώρ' αρχύτερα. Είσαι φρόνιμη
|
||
γυναίκα· γιατί ξέρεις ο κόσμος είναι κακός και λέει πολλά...
|
||
- Και ποιος έχει να πη τίποτις για το κορίτσι; οι
|
||
παλιοπατσαβούρες;
|
||
- Αρωτάς ;! Τα τι σέρνει μονάχα εκείνη η Ευρυδίκη, η
|
||
αντροχωρίστρα, η μουντζουρωμένη!. . και που 'σαι ακόμα !
|
||
Κάλλιο λέει να σου βγη το μάτι, παρά τόνομα !
|
||
Δε βάσταξε η θειά Ελέγκω απ’ την τόση υποκρισία :
|
||
- Του λόγου σου, Κερά μου, που ξέρεις να μιλάς για τους άλλους
|
||
να κυττάξης να μη βγη τώ δικώνε σου των κοριτσιών τόνομα που θα
|
||
πης για τη Λιόλια μου.
|
||
- Των κοριτσιών μου ; ! Και ποιά είσαι εσύ που θα πιάσης τις
|
||
κόρες μου στο στόμα σου αυτάδισα !
|
||
- Εγώ τις κόρες σου στο στόμα μου !; - φτου σας !
|
||
σουρλουλούδες!
|
||
- Σ' εμένα καλέ λες τέτοια λόγια ; ξεφώνισε σαν παγώνι η γριά
|
||
Χαρζανοπουλίνα, πούχε κιτρινίσει απ’ το κακό της σαν τη ζαφουρά
|
||
κ’ η ελιά της είχε ξεπεταχτή ολόρθη - σουρλουλούδες εμείς!
|
||
Ξέρεις πια ‘μαι ‘γώ ; Παλιοκούφταλο ! Ξεδοντιάρα ! Ίσια κι
|
||
όμοια γινήκαμε τώρα με τις ξενοπλύστρες, τις κουρβλούδες ! Καλά
|
||
λεν : «Όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα τον τρων οι κόττες !».
|
||
Μπα που κακό συχισμό και ταραμό νάχης, όπως με σύγχυσες!
|
||
Αχρόνιαγη. . . Μα θα σου δείξω 'γώ με ποιάν έχεις να κάνης!. .
|
||
και χύθηκ' έξω απ’ την πόρτα.
|
||
Μόλις είχε φύγει, ξανανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η
|
||
Ευρυδίκη, πούχ' έρθει σούρπα σούρπα να δη τι θα γίνη με τη
|
||
Λιόλια; θα φύγη; θα κάτση ;
|
||
-Του λόγου σου, Κερά μοδίστρα, είσαι πούβγαλες τα λόγια για το
|
||
κορίτσι;-πετάχτηκε απάνω της η Κερά Ελέγκω, μόλις την είδε,
|
||
μανιασμένη καθώς ήτον απ' την άλλη. Κύττα καλά, κακομοίρα μου,
|
||
γιατί στο ξερριζώνω αυτό το τσουλούφι το λιγδιασμένο ! Ακούς
|
||
εκεί! Σςς!-
|
||
-Τι έπαθε τούτη! Λύσσαξες κυρούλα μου; Σα λύσσαξες να πας στον
|
||
Παμπούκη! Τι λόγια μου λογιάζεις αυτού πέρα;
|
||
-Μας τάπε, να τώρα δα, εδωνά που στέκεσαι, η φιλενάδα σου η
|
||
πλαϊνή-αμ «όμοιος τον όμοιο κ' η κοπριά στα λάχανα!» -εκείνη
|
||
ντε πούχει τις δυο πανούκλες, φωτιά να τις κάψη!. . .
|
||
-Αυτή σούπε για μένα; Να σου φέρω μαρτύρους-πόσους θέλεις;-τα
|
||
τι έλεγε στο δρόμο που πηγαίναμε τη νεκρή;. . . Κερά
|
||
Γιώργαινα!-γύρισε κατά την παπλωματού-έτσι καλό νάχης! να χα-α-
|
||
ρής το στεφάνι σου και τα παιδιά σου ! Πες! τι έλεγε η
|
||
Χαρζανοπουλίνα; -εκεί δανά ήσουν κ' εσύ-πως τάχα πήγαν ο Κυρ
|
||
Νίκος με το κορίτσι και βραδιαστήκανε στην Καλλιθέα τάχα για
|
||
λουλούδια-τους είδανε λέει αυτές απ’ το παντζουράκι, εκεί που
|
||
γύριζαν. . Και μόλις το πήρε λέει χαμπάρι η σχωρεμένη: πως
|
||
είχανε δηλαδή. . εμ καταλαβαίνεις δα. .
|
||
(-Φτού-ού! Σκύλλες!-έκαμε, πνιγμένη από αγανάχτηση, η θεια
|
||
Ελέγκω.)
|
||
-. . αυτό δα φαίνεται κι απ’ τα μάτια!. . πλάνταξε η καψερή
|
||
απ’ το κακό της!
|
||
Η Λιόλια είχε κρυφτή πίσω απ’ το κρεββάτι και βαστούσε το
|
||
πρόσωπο της μες τα χέρια της.
|
||
-. . Τέτοια λέγανε-στα μάτια μου!-όχι θα μου πουν εμένα!. . .
|
||
Αμ αυτές έχουνε βγάλει μπυοφύτη απ’ τη σκασίλα τους που δεν
|
||
ξεψυχούσε μιαν ώρα αρχύτερα η σχωρεμένη--για να πιάσουν το
|
||
παλληκάρι στα βρόχια τους κι ολημερίς άναβαν κεριά-να μην δω
|
||
καλή μέρα! ξέρω 'γώ τι σου λέω: τάξερε κ' η δυστυχισμένη, μου
|
||
τάλεγε μια μέρα με την ψυχή στα χείλη. . .
|
||
Ω, συφορά! Νά σου ξαναμπαίνει άξαφνα η Χαρζανοπουλίνα με τις
|
||
δυο της κόρες τώρα και με την αδελφή της την Αρίστείδαινα για
|
||
επικουρία. Πώς τα φέρνει έτσι ο Θεός για να γίνωνται τα μεγάλα
|
||
πράματα σαν από μονάχα τους!
|
||
Από καιρό μπουμπούνιζε, μα τώρα ξέσπασε!. . .
|
||
-Τι φωνές ήταν εκείνες! τι βρισιές! τι μαλλιοτραβήγματα. Τι
|
||
ήταν του Ομήρου οι ήρωες μπροστά σ’ αυτές τις γυναίκες που
|
||
μάχονταν: αγκώνας με στήθος, νύχι με μάγουλο, δόντι με κρέας,
|
||
κλωτσιά με κοιλιά!
|
||
Αν εβγήκανε ζωντανές απ’ αυτόν το γυναικοκαυγά οι
|
||
Χαρζανοπουλίνες κ' η Ευρυδίκη, ήταν που τους παραστέκονταν
|
||
κάποιες καινούργιες ελληνικές θεότητες της Κουτσομπολιάς και
|
||
της Κακογλωσσιάς:-έκαναν κ' οι άλλες το μέρος τους, και
|
||
προπάντων της θειάς Ελέγκως οι γροθιές καθώς ήταν απ’ τη σκάφη
|
||
δε χωρατεύανε, μα πιο κατώτερα πάντα, σαν την ομηρική την
|
||
πλέμπα ολόγυρα στους ήρωες. . .
|
||
Η Λιόλια έτρεξε με τις φωνές έξω στο δρόμο. Άκουσαν οι γυναίκες
|
||
στις αυλές-πουν' ταυτί τους μαθημένο-και βγήκανε στις πόρτες•
|
||
μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο
|
||
ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν
|
||
ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχο τους να κάνουν
|
||
ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες,
|
||
γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια!-Τα χάλια τους !. . να
|
||
τις βλέπατε πως ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη
|
||
δική τους!. . . Βγήκε κ' η Ευρυδίκη, νικήτρια ! Μα η νίκη της
|
||
ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος : τίποτα δε βρισκόταν απάνω
|
||
στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί. Τη βάλανε στη
|
||
μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο
|
||
τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια,
|
||
με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει.
|
||
. . Πήρε κ' η θειά Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που
|
||
την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι
|
||
και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της
|
||
Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή!. . .
|
||
Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος. Βρίσκει την πόρτα κλειστή.
|
||
Εκεί που χτύπαγε, έφθασε η γειτόνισσα και τούφερε το κλειδί και
|
||
του τα πρόκαμε όλα με το νι και με το σίγμα. Πολύ του
|
||
κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή-
|
||
μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του--
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την
|
||
έρημη. . . Στη θειά Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ
|
||
αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή. Έτρωγε όξω, σ' ένα
|
||
μαγαζί της Πλάκας μαζί με το Ντίνο. . . Η γριά η Χαρζανοπουλίνα
|
||
του ζήταγε καθεμέρα το κλειδί για ναρχότανε με τις κόρες της να
|
||
τούφτειαγνε το κρεββάτι του. . να του συγύριζε την καμαρούλα
|
||
τον. Δε θέλησε ο Νίκος να τους αποδείξη τίποτα για όσα γίνηκαν
|
||
και τους τόδινε το κλειδί. . Σιγά-σιγά αρχίσανε να τονέ
|
||
φέρνουνε βόλτα : κάτι καλημερούδια πονετικά, πίσω ατ’ το
|
||
παντζουράκι, κάτι χαμόγελα ροδοζαχαρωμένα, κάποιος κεσές κυδώνι
|
||
μπελτέ να γλυκαίνη το παιδί το στόμα του κάθε πρωί. . . Η γριά
|
||
δα τόχε απ’ ανέκαθε μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι για την
|
||
προκοπή και την αξιάδα του. . και κάθε τόσο να του λέη για τη
|
||
σχωρεμένη τη Βεργινία που στάθηκε άτυχη να μην τονέ χαρή
|
||
τέτοιον αντρούλη που της χάρισε ο Θεός. . και πετούσε κι από
|
||
'ναν πούντο για τη Λιόλια που καλύτερα να μην ερχόταν ολότελα:
|
||
όχι πως τα πίστεψε αυτά πούβγαλε εκείνη η φτειασιδωμένη, η
|
||
διπλοχωρισμένη, η παλιογλωσσού η Ευρυδίκη, αλλά γιατί να δίνης
|
||
αφορμή. . . Νά, αυτό το λιγοστό που της έκανε της Βεργινίας η
|
||
μικρή, τάχα δε θα τόκανε κ' η Μπιμπίκα της- πούναι και τόσο
|
||
ψυχοπονετικιά! και χωρίς κανένα έξοδο. Ό,τι και νάναι, το
|
||
σπιτικό θέλει πάντα νάχη άνθρωπο με το νου στο κεφάλι αποπάνω
|
||
του, να ξέρη τη λάτρα του νοικοκύρη. . . Και «χά ! - χά ! - χά
|
||
! -χά !», ξεκαρδιζότανε στα γέλοια εκεί που θυμόταν το τι είχαν
|
||
πη για τη Λιόλια πως θα την έπαιρνε λέει γυναίκα του, ο Κυρ
|
||
Νίκος ! Σου λεν οστόσο κάτι πράματα!-σε καλό τους !. . . Του
|
||
Κυρ Νίκου-να περάση δα πρώτα λίγος καιρός, να ξεχαστούν οι
|
||
πίκρες !-τούπρεπε κορίτσι με μόρφωση, να την έχη σύντροφο, για
|
||
καμμιά συμβουλή, για ό,τι λάχη, να μη ντρέπεται να την πάη και
|
||
πουθενά, να ξέρη να του αναστήση τα παιδάκια του. Αυτά είναι
|
||
πια τυχυρά . . .
|
||
Τα μυρίστηκε ο Νίκος.
|
||
Κι' αυτά ίσα-ίσα του άναψαν πάλι τον πόθο για τη Λιόλια. . και
|
||
τις άφηνε να λεν και να φτειάγνουν οι Χαρζανοπουλίνες, μόνο και
|
||
μόνο γιατί μ' αυτά κι αυτά πύρωνε μέσα του ο πόθος για τη
|
||
Λιόλια.
|
||
Τον έπιανε κ’ η Ευρυδίκη απ’ την άλλη τη μεριά και τονέ
|
||
καλαναρχούσε για τις τρεις καρακάξες, ψέλνοντας τους τα κακά
|
||
της μοίρας τους, πως τάχατις αυτές σκότωσαν τη Βεργινία μετά
|
||
λόγια και με τα μάγια που της κάνανε για να τον περιλάβουν το
|
||
νιό στα βρόχια τους· έλεγε και για τη Λιόλια τα όσα σέρνει η
|
||
σκούπα, μα με τα ίδια προσεχτικά λογάκια σαν τις άλλες· και'κεί
|
||
που την πετούσε τη σαΐττα της, τούρριχνε και τον Νίκου μια
|
||
ματιά, πούλυωνε το μολύβι μέσα στην κουτάλα να το χύσης στο
|
||
νερό να δης τη μοίρα σου !
|
||
Τα κατάλαβε κι απ’ αυτήν τη μεριά, ο Νίκος.
|
||
Και μ' αυτά ίσα-ίσα φούντωσε τώρα μέσα στην καρδιά τον ο πόθος
|
||
του κοριτσιού, ξεχείλησ' η λαχτάρα τον για τη Λιόλια.
|
||
Ήτον ολομόναχος στην κάμαρη το βράδυ. . κοιμότανε στο κρεββάτι
|
||
πούχε πεθάνει η Βεργινία (μόνο τις δυο πρώτες νύχτες κοιμήθηκε
|
||
όξω με το Ντίνο). . . Κάθε τόσο του φαινόταν πως θε νάβλεπε το
|
||
λοφάκι πούκανε της Λιόλιας το κορμί κάτω απ’το πάπλωμα της,
|
||
χάμω μπροστά στο κρεββάτι. . έβλεπε πάλι μπροστά του τον κάμπο
|
||
μετά λουλούδια. . αισθανόταν τολόθερμό της στήθος σαν
|
||
πουπουλένιο απάνω στο δικό του και την πνοή της στο στόμα του
|
||
σαν την άχνα του ζεστού ψωμιού. . πάλι έμπαινε σταυτιά του η
|
||
φωνή της, εκείνη η φωνή η αξέχαστη κάτω απ’ τις μυγδαλιές και
|
||
μέσα στο αίμα του έτρεχε η ίδια φλόγα η γλυκειά και τούλυνε τα
|
||
μέλη. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Σε δέκα αέρες μέσα πήγε στης θειας Ελέγκως και πήρε τη Λιόλια
|
||
και την έφερε στο σπίτι.
|
||
|
||
|
||
|
||
Τo μουντό τραγούδι.
|
||
|
||
|
||
|
||
Πώς την κατάφερε τη θειά Ελέγκω κι άφησε τη Λιόλια ;
|
||
Της είπε πως θα την πάρη γυναίκα του; ή θέλησε το κορίτσι για
|
||
να πάη μαζί του;
|
||
Σαν ακούστηκε στη γειτονειά πως ξαναήρθε η Λιόλια στο σπίτι του
|
||
χηρευάμενου απάνω στα εννιάμερα της σχωρεμένης! - βγήκαν οι
|
||
γυναίκες στις πόρτες τους απ’ αγνάντια και με τα δυο τους τα
|
||
χέρια τραβούσαν τα μάγουλα τους κάτω απ’ τη ντροπή τους. . . Οι
|
||
Χαρζανοπουλίνες αμπαρώθηκανε μην τους χυθούν τα μάτια που θε
|
||
νάβλεπαν τη μουντζούρα πλάϊ τους. . . Η Ευρυδίκη έστριφε
|
||
ολόγυρα της σαν το φίδι που κυνηγάει την ουρά του. . . Μόνο η
|
||
πονόψυχη η Κυρά Γιώργαινα ερχότανε να δη τη Λιόλια κ’ η θειά
|
||
Ελέγκω-μα σπάνια κι αυτή. Ήθελε ο Νίκος να πιάση κάμαρη αλλού,
|
||
μα χρώσταγε τρία νοίκια και δεν μπορούσε να φύγη πριν να πάρη
|
||
κάτι λεφτά που τούμεναν απ’ τη δουλειά του. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Η Λιόλια ήταν τώρα γυναίκα του Νίκου.
|
||
Η Ζωή της Λιόλιας έπιασε άλλο δρόμο τώρα - άλλαξε το σκοπό της
|
||
τον τραγουδιστό. .
|
||
Η ζωή είναι τραγούδι που σβύνει- - Η ζωή είναι ποτάμι που κυλά.
|
||
. .
|
||
Πως τρέχει ένα νεράκι πούρχετα, απ’ το βουνό ήσυχο και
|
||
κελαϊδιστό και στέκεται και βλέπει τον ήλιο και σιγοκυλάει μέσ’
|
||
απ’ τον κάμπο και γλυκοκουβεντιάζει με τα λουλούδια που το
|
||
χαιρετούν κι έξαφνα φθάνει στην άκρη ενός γκρεμού και πέφτει
|
||
αφρίζοντας σε δάκρυα βουερά κάτω σε μια λίμνη κοιμισμένη και
|
||
χάνεται στασάλευτά της βάθη τα μαυροπράσινα ;-πως κάνει φτερά
|
||
το τραγούδι της ψυχής που λαχταρά και πετιέται κυματιστά πάνω
|
||
απ’ τα σχοίνα και τις κορφές των πεύκων και πάνω απ’ τα κίτρινα
|
||
σπαρτά σαν τη σιταρίθρα και άξαφνα βγαίνει ένα σύννεφο μπροστά
|
||
στον ήλιο της ζωής και το τραγούδι μουντώνει και γίνεται βαρύ
|
||
κι αργό με τη φωνή γονατισμένη ; -έτσι και της Λιόλιας η ζωή
|
||
τώρα μονομιάς απ' τη βουή του πόνου έπεσε σε βάθη κοιμισμένα-
|
||
έτσι και το τραγούδι της ζωής της απ’ τον ήσκιο βάρυνε,
|
||
μούντωσε και τσάκισε--
|
||
Απ’ την ημέρα που ξαναπάτησε το πόδι της στην κάμαρη πούχε
|
||
πεθάνει η Βεργινία, σκοτείνιασ' η ψυχή της: ζούσε σα μέσα σε
|
||
κάποιον από 'κείνες τις συννεφιασμένες νύχτες, τις ασάλευτες
|
||
και ναρκωμένες, με περίχυτο ένα φως χλωμό απ’ το πνιγμένο το
|
||
φεγγάρι. . . Κ’ έτσι πέρασε η ζωή της εφτά μήνες χωρίς να βγη
|
||
απ’ αυτό το ησκιόφωτο. . κάτω απ’ το παντοτεινό πέπλο το
|
||
συννεφένιο η θλιμμένη αποφεγγιά του βάραινε περισσότερο την
|
||
ψυχή της παρά νάκανε σκοτάδι-
|
||
Αυτό το συννεφένιο πέπλο ήτον ο ήσκιος της Βεργινίας--
|
||
Κι όπως ανοίγουν που και που τα νέφελα και φαίνεται το φεγγάρι
|
||
που ταξιδεύει λυπημένο κι αμίλητο σ' ένα πέλαγος έρημο, πίσω
|
||
απ’ ασημένια αέρινα βουνά κι αυτά πάλι κλείνουνε στο διάβα του
|
||
και το πνίγουν-έτσ' ήτον και τις λίγες φορές που κουνήθηκε η
|
||
ψυχή της απ' τη νάρκη ναναλάμψη σε χαρά η θλίψη.
|
||
Μα κι αυτό το φεγγάρι της ψυχής της, όπως και τάλλο τουρανού
|
||
ήτονε γι' αυτήν πάντα το πρόσωπο της Βεργινίας, το κάτασπρο-
|
||
από τότες που την είχε πλανέψει από πάνω στο βουναλάκι. . .
|
||
Έξω ήτον καλοκαίρι: ήλιος ασπρόφλογος παντού . . βαθιά γλαυκή
|
||
πέρα η θάλασσα που έστελνε κάθε απομεσήμερο δροσερές πνοές κ’
|
||
έδερναν ταπλωμένα ρούχα στις αυλές. . φρούτα. . τραγούδια τη
|
||
νύχτα μες τους δρόμους που ανοίγανε λιγωμένη αγκαλιά στου
|
||
φεγγαριού το σιγαλινόν ύπνο, τον ασημένιο. . λουλούδια. .
|
||
κελαιδήματα πουλιών. . σύννεφα μεγάλα σαν τρικάταρτα καράβια μ'
|
||
άσπρα παννιά σαν κάτεργα παλιά, ασάλευτα στις ράχες των βουνών,
|
||
και καμμιά φορά σα Δράκοι κι αρχαίοι Θεοί που μπουμπούνιζαν
|
||
πάνω απ’ τον Πάρνηθα και τον Υμηττό . . . Και μ' όλ' αυτά η
|
||
Λιόλια - κι όχι μονάχα η Λιόλια, μα κι ο Νίκος, ζούσανε μαζί σα
|
||
μέσα σ' ένα υπόγειο που τους βάραινε το χαμηλό ταβάνι στο
|
||
κεφάλι κι ο αέρας ο βαρύς στο στήθος--
|
||
Από 'κείνο το βράδυ που την είχε ξεγελάσει το φεγγάρι δε
|
||
λαμπάδιασε πια η ψυχή του κοριτσιού-όσο και να την έσφιγγε ο
|
||
αγαπημένος της μέσα στα δυνατά του χέρια - ολοδικήν του πια!-
|
||
ολόδικός της ! - μ' όση φλόγα και να κόλλαγε τα χείλια του στα
|
||
δικά της. (Αχ, εκείνο το κρεββάτι ! - της Βεργινίας το φριχτό
|
||
κρεββάτι!). . . Μα ούτε κι ο Νίκος δεν ξανάνοιωσε απ’ τη ρόδινη
|
||
της σάρκα την ίδιαν άλαλη τη ευτυχία ολάκερου του είναι του που
|
||
τη θύμισή της την είχε πάρει μαζί του απ’ τον κάμπο, σα
|
||
μοσχοβολιά λουλουδένια αστέρευτη, και που ξεχείλιζε μέσα του
|
||
ακόμα πιο υπερδύναμη τις πρώτες δέκα μέρες πούμεινε στην κάμαρη
|
||
μονάχος του - μονάχος με τη λαχτάρα του. . . Και το περισσότερο
|
||
αισθανόταν αυτός απάνω του το σκοτεινό βάρος το πεσμένο στην
|
||
ψυχή της Λιόλιας κ’ έτσι καταλάβαινε πως κ' η δική του η καρδιά
|
||
ήτονε μολύβι κι απάνω στη φλόγα των νιάτων του έπεφτε μια
|
||
στάχτη--
|
||
Άρχισε να μένη έξω απ’ το σπίτι το βράδυ αργά, να γυρίζη
|
||
ζαλισμένος απ’ το κρασί, καμμιά φορά και μεθυσμένος.
|
||
Τσακωνότανε συχνά πυκνά με τους φίλους και με τους γνωριμιούς
|
||
του -το περισσότερο για τη Λιόλια, που κάθε τόσο του πετούσαν
|
||
κι από 'να λόγο-και ξέσκαγε στη Λιόλια μ' αγριομιλήματα και
|
||
σπρωξιές. . . Δεν ήτον ευχαριστημένος κι από λεφτά, γιατί του
|
||
πήγανε πολλά για το λείψανο, στα φάρμακα και στο γιατρό που δεν
|
||
τον είχε πληρωμένον ως τα τώρα. . κι ο μάστορας του δεν
|
||
ευκολυνότανε να του δώση κι άλλη μπροστάντζα. . .
|
||
Μια βραδιά ανταμωθήκανε με το Μίμη- εκείνον το μαυροκίτρινο με
|
||
τανασκουμπωμένα χείλια που κυνηγούσε τη Λιόλια κ' είχανε
|
||
μαλλώσει στο χορό της απόκριας• δεν είχαν ξανασμίξει από
|
||
κείνην τη νύχτα. Καθόντουσαν ο Νίκος, ο Ντίνος κι άλλοι τρεις
|
||
σε μια ταβέρνα, υπόγειο, κατά την Άγια Αικατερίνη- που την είχε
|
||
κάποιος άλλος φίλος τους, ο Γιάννης πούχε κάμει τραπεζιέρης στο
|
||
«Άστυ»-και κουτσοπίνανε μ' ένα κιθαρόνι συντροφιά· είχανε βάλει
|
||
κ' ένα μπούτι με πατάτες στο φούρνο για μεζέ που μύριζε όλο το
|
||
μαγαζί: θάχανε σουρώσει ίσαμε μιάμιση οκά ο καθένας τους. Νά
|
||
σου άξαφνα ο Μίμης που κατεβαίνει τις ασκάλες. Του φωνάζουν οι
|
||
φίλοι του Νίκου, πούτον και δικοί του, να τον κεράσουνε-γιατί
|
||
δεν τόξεραν πως ήταν ψυχραμένοι με το Νίκο. Χαιρέτησε ο Μίμης
|
||
κ’ ήρθε κ’ έκατσε. Ο Νίκος τον πήρε αψήφιστα το χαιρετισμό.
|
||
Άρχισαν οι φίλοι να του λεν του Μίμη για την κακοριζικιά του
|
||
Νίκου που πήγε κ' έκλεψε ένα κορίτσι σαν το κρύο το νερό-ενού
|
||
μηνός απόχηρος με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλλο!-και το
|
||
κρατάει λέει τώρα κλειδωμένο μες την κάμαρη γιατί φοβάται μην
|
||
του φύγη. Μεθυσμένοι ήταν και τάλεγαν αρπαχτά ταστεία. Ο Μίμης
|
||
κιτρίνισε, όπως το συνείθιζε άμα ταραζότανε, μάλιστα για
|
||
κορίτσι:
|
||
- Μπας και τη λένε Λιόλια; είπε-
|
||
- Αυτό νακούγεται! η Λιόλια, η περίφημη!-πετάχτηκ’ ένας απ’ την
|
||
παρέα. Ποιος μας τάλεγε τις προάλλες ;
|
||
Τούρθε πολύ άσχημα του Μίμη. Τα θυμήθηκε όλα. Ίσως και νάλπιζε
|
||
ακόμα πως Θα τη συντύχαινε καμμιά φορά πουθενά τη Λιόλια.
|
||
- Δε χρειαζότανε δα και μεγάλη φιλοσοφία! αυτό φάνηκε ξαρχής!-
|
||
είπε, γελώντας περιπαιχτικά.
|
||
Ο Νίκος ξεροκατάπινε: απ' τους άλλους τα δεχόταν τα λόγια για
|
||
τη Λιόλια, απ’ το Μίμη τούτανε φαρμάκι. Εκεί που σήκωσαν όλοι
|
||
τα ποτήρια να τσιγκρίσουνε, δίνει μια της κούπας του Μίμη
|
||
τανάστροφα και του την πετάει απ’ το χέρι. . Ως που να πης
|
||
«Αχ»!- αρπάχτηκαν κιόλας!
|
||
Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι
|
||
στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την
|
||
ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το
|
||
σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα
|
||
τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν
|
||
έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα
|
||
γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε
|
||
να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του
|
||
και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε
|
||
χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη
|
||
αναπνοή για πολλήν ώρα - -
|
||
Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής
|
||
απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.
|
||
Και πάλι πήρε αλλοιώς το σκοπό το μουντωμένο τραγούδι της ζωής
|
||
της: πιο βαθιά κρυμμένο ακόμα, σαν κάτω από νερά στον ήλιο,
|
||
κάτω από στάχια θημωνιές αψηλοστιβαγμένες, που πνίγουν τη φωνή
|
||
του γρύλλου αποκάτω τους, που ρίχνουν ήσκιο φωτεινό και πέφτει
|
||
το ξανθό το μεσημέρι και κοιμάται. . - έτσι καθώς έμενε τώρα η
|
||
Λιόλια, ώρες αλάκερες, καθιστή στην καρέκλα με τα χέρια λυτά
|
||
στην ποδιά της, ασάλευτη, λες και κοιμότανε μ' ανοιχτά τα
|
||
μάτια. . καθώς σταματούσε άξαφνα εκεί που δούλευε και στύλωνε
|
||
τα μάτια μπρος της, με τη ματιά της κατά μέσα της σα να
|
||
κρυφόβλεπε στα βάθη του είναι της κάποιο μυστήριο που
|
||
βλάσταινε, που την τρόμαζε η σιγαλινή ζωή του, μα και που
|
||
φοβότανε μην το ξυπνήση από τανθισμά του το τρομαχτικό. . .
|
||
Περνούσαν οι μέρες της τώρα σαν όνειρο, σβηστές, γλήγορες κι
|
||
αργές ατέλειωτες: μέσα στο ίδιο πάντα κι ατέλειωτο όνειρο
|
||
περπατούσε και δούλευε στο σπίτι, μιλούσε του Νίκου σιγαλά και
|
||
φοβισμένα. . θωρούσε τον ουρανό τον καταγάλανο, τον
|
||
καλοκαιριάτικο, κ’ έπεφτε μέσα του σα μέσα σε μια θάλασσα και
|
||
χανόταν. . . Καμμιά φορά που σέρνονταν τα σύννεφα στη ράχη του
|
||
Υμηττού, της φαίνονταν ερπετά που άχνιζαν, ερχάμενα απ’ τη
|
||
θάλασσα για να τη φαν, και ξεφώνιζε τρομαγμένη-σα μέσα σ'
|
||
όνειρο. . . Κ' εκεί που ήτον ολομόναχη όλην την ημέρα, άκουγε
|
||
να παίζη μακριά στον κάτω δρόμο ένα οργανέττο-πούχε δη που το
|
||
γύριζε ένας κουλοχέρης κ' ένας άλλος νέος χτικιάρης έτρεχε και
|
||
μάζευε τις πεντάρες-κ' έπαιζε τόσο χαρούμενα τραγούδια και
|
||
χορούς σαν κ' εκείνο το βράδυ στο χορό - σα μέσα σ’ όνειρο. . .
|
||
Και σα νύχτωνε έβλεπε τάστρα στη μαυροπράσινη σκοτεινιά
|
||
τουρανού, που θέλανε να δούνε μέσα της με μάτια γυαλιστερά και
|
||
κρύα-σαν της Βεργινίας - και μερικά ήταν κόκκινα σουβλερά. . κι
|
||
όταν είχε φεγγάρι, έκλεινε τα μάτια της περίτρομα να μην το δη,
|
||
μα πάλι τάνοιγε άθελα, λες και της τάνοιγε εκείνο με τα χέρια
|
||
του, και τότε το κύτταζε, το κύτταζε : κ' ήτον το πρόσωπο της
|
||
Βεργινίας πάντα μέσα του, το χλωμό με τα κόκκινα μαλλιά και την
|
||
έβλεπε με φοβερά μάτια ως μέσα στα σπλάχνα της. . και
|
||
λιγοθυμούσε καμμιά φορά κι απόμενε εκεί δα. . ως που
|
||
συνερχόταν πάλι ολομόναχη-σα μέσ' απ’ όνειρο. . .
|
||
Είχαν περάσει τρεις μήνες απ’ το θάνατο της Βεργινίας. . .
|
||
Και πάλι πήρε άλλο σκοπό το τραγούδι της ζωής της (να δήτε τι
|
||
σκοπό που πήρε!), πάντα μουντωμένο καθώς ήτον, μα μ' έναν αχνό
|
||
γαλάζιο σαν του λιβανιού χυμένον τώρα μέσα του, με κάτι σα
|
||
φτερουγίσματα εκείνων των αγγέλων των σκαλιστών στα τέμπλα
|
||
κάποιωνε ρημοκκλησιών, σα βήματα απάνω σε πλάκες ηχερές, σα
|
||
λάμψες από μάτια αγίων στυλωμένα και σα λυπητερό χαμόγελο της
|
||
Παναγίας ασάλευτο. . .
|
||
Είδε ο Νίκος την κατάσταση της Λιόλιας προχωρημένη πια: το
|
||
κορμάκι της το κοντυλογραμμένο κι απαλό που ξεχείλωσε, που
|
||
βάρυνε με τη μέση ανοιχτή, με το στομάχι της πάντα σαλευούμενο,
|
||
τα προσωπάκι της το λουλουδένιο σαν πρισμένο και
|
||
κοκκινολεκιασμένο, που χλώμιαινε κάθε τόσο απ’ τις λιγούρες και
|
||
τις αποθυμιές, έβλεπε τα μάτια της, τα γλυκά τα τζίτζιφα, σαν
|
||
άστρα τώρα βουτηγμένα μέσα σ' όνειρο συννεφένιο, να γεμίζουν
|
||
άξαφνα δάκρυα για πόνους και καημούς ανείδωτους που της
|
||
στέλνανε μηνύματα τις πίκρες τους. . κι άλλαξε ολότελα τρόπο
|
||
μαζί της, γιατί γέμισε η καρδιά του από εσπλαχνία και
|
||
περηφάνεια -- απ’ την εσπλαχνία και την περηφάνεια του
|
||
αρσενικού του ζώου -για τα όσα υπόφερνε απ’ αυτόν το γλυκό
|
||
κορίτσι. Και συλλογίστηκε μες την τίμια και περήφανη καρδιά του
|
||
πως δεν έστεκε ναδικήση παραπέρα το πλάσμα που του παραδόθηκε
|
||
όλο για γυναίκα του, χωρίς νάν' αυτός ο αληθινός της άντρας.
|
||
Ηρθε κ' η θειά Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά,
|
||
γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου:
|
||
- Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας,
|
||
αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι
|
||
το κορίτσι. . .
|
||
Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές
|
||
που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα
|
||
αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.
|
||
Βγήκε η άδεια για το γάμο με κάποια συρταφέρτα όμως για το
|
||
λίγον καιρό πούχε περάσει απ’ τη θανή της Βεργινίας: τα
|
||
φρόντισε όλα, με το μέσο ενός διάκου που γνώριζε στη Μητρόπολη,
|
||
ο Περικλής ο χοντρέλης, που τάχε χαλασμένα τώρα κι αυτός με το
|
||
Μίμη κ' ήθελε και καλά και σώνει να γίνη αυτός κουμπάρος.
|
||
Έλαμψε πάλι για λίγον καιρό το φεγγάρι-το λυπημένο πάντα -στον
|
||
ουρανό της Λιόλιας : έβλεπε γύρω της πάλι γλυκό φως ασημένιο
|
||
και γλαυκό-όσο δεν τα σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό της ψυχής
|
||
της• μα μόλις που τα σήκωσε κι αγνάντεψε το φεγγάρι, ήτον η
|
||
Βεργινία που την κύτταζε. . .
|
||
Είπε ο Νίκος με τον Περικλή να κάμουν τη στεφάνωση κάτω στην
|
||
Καλλιθέα, στην εκκλησίτσα της Άγια-Σωτήρας πάνω στο βουναλάκι,
|
||
για πιο ρομάντζα. Μα η Λιόλια δε θέλησε με κανέναν τρόπο: την
|
||
έπιασαν τα κλάματα με νευρικά ξεφωνητά και λιγοθυμιές που είδαν
|
||
κ’ έπαθαν ως που να την ησυχάσουν : (Αχ, εκεί δεν είχαν πάει;-
|
||
στο βουναλάκι απάνω, με το Νίκο ντροπιασμένοι, τότε που τους
|
||
πλάνεψε το φεγγάρι - εκείνην τη φριχτή βραδιά; εκεί δεν ήτον η
|
||
Βεργινία, κρυμμένη πίσω απ’ την εκκλησίτσα, μέσα στο φεγγάρι;).
|
||
. .
|
||
Τους πήρε λοιπόν ένα πρωί ο Περικλής, χωρίς να πη που θα τους
|
||
πάη, λέγοντας τους μόνο κάθε τόσο, εκεί που πηγαίνανε με το
|
||
τραμ των Πατησιών: «Θα δήτε! θα δήτε σε τι όμορφο μέρος που θα
|
||
σας πάω-θα μου πήτε και μπράβο!. . τάχω όλα έτοιμα!». . και
|
||
τους πήγε, μαζί με τη θειά Ελέγκω και το Ντίνο, έξω στην
|
||
Κυψέλη, πέρ' απ’ το ρέμα που περνάει πίσω απ’ τη Σχολή των
|
||
Ευελπίδων και το Ιππικό. Εκεί παραόξω, που μόλις κάνουν πως
|
||
αρχίζουν τα Τουρκοβούνια, απάνω σ' ένα λόφο ολοστρόγγυλο κι
|
||
ανοιχτόν απ' όλες τις μεριές, όλο θυμάρι και βοτάνια του
|
||
βουνού, άσπριζε μιαν εκκλησίτσα εξοχική, με τη μάντρα της και
|
||
το καμπαναριό της σα μοναστηράκι: λες και τους γλυκοκαρτερούσε
|
||
να παν, καθώς ανέβαιναν απ' το Πολύγωνο τον άσπρο δρόμο της
|
||
Σχολής και μέσ'απ’ τα τρόχαλα της ρεματιάς. . . Άφησε ο
|
||
Περικλής το κουτί με τα στέφανα και τις λαμπάδες μέσα στο χαρτί
|
||
στη φύλαξη του εκκλησιάρη κ' έτρεξε, να ειδοποιήση τον παππά
|
||
που καθόταν εκεί κοντά, πίσω απ’ το Εφηβείο και που τούχε
|
||
μιλήσει με σύσταση απ’ το διάκο. Μα δεν είχε ακόμα κατεβή απ’
|
||
το βουνάκι και του φώναξε ο Νίκος με τον Ντίνο να σταθή ναρθούν
|
||
μαζί του. . . Ως που να γυρίσουν, καθήσαν οι γυναίκες στο
|
||
προαύλιο απάνω σε κάτι παλιές κολώνες μαρμαρένιες, πλαγιασμένες
|
||
χάμω, απ’ τον παλιό καιρό πούτον ο νάρθηξ όλο κι από τέτοιες,
|
||
καθώς τους είπε ο εκκλησιάρης. Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’
|
||
το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’
|
||
τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν
|
||
κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη
|
||
πρωινή δροσιά. Μα κάτω τα περιβόλια των Πατησιών ως τον Πύργο
|
||
της Βασιλίσσης και τους κάμπους πέρα του Μενιδιού, παραδώθε τα
|
||
Σεπόλια κ' η Κολοκυθού, ο ελαιώνας κι ολόγυρα τα βουνά του
|
||
Δαφνιού τα κοκκινοχώματα κι ο Πάρνης που τραβάει την ψυχή στα
|
||
ψηλώματά του και στις βελουδόμαβιες κλεισούρες όλα ε1χαν
|
||
αρχίσει να ψήνωνται στον ήλιο. . κ’η Αθήνα που ξεχειλούσε με τα
|
||
μύρια της τα σπίτια πίσω απ’ τον Άη-Γιώργη και τα νταμάρια, λες
|
||
και τάπερνε όλα σβάρνα, είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από
|
||
αχνόν κιτρινοκόκκινο που κάποτε-κάποτε κάνανε φτερά σαν
|
||
πουλάκια κάτι πνιγμένοι ήχοι ως εδώ έξω. . κ΄έβγαζε απομέσα
|
||
της η Ακρόπολις, χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε
|
||
η θάλασσα πέρα κάτω με τα μαύρα κατάρτια του Πειραιώς σαν
|
||
τσίνουρα στο μάτι της και με την αέρινη την Αίγινα, ψηλά στον
|
||
ουρανό, σαν όνειρο. . .
|
||
Σηκώθηκαν τώρα, η θειά Ελέγκω με τη Λιόλια, να πάνε
|
||
νανασπαστούνε στην εκκλησιά. Μα δεν είχε εικόνες: ήτον όλη
|
||
ασβεστωμένη!-μόνο στο τέμπλο το ξύλινο που στέκονταν πάνω
|
||
απ’την Ωραία Πύλη δύο άγγελοι σκαλιστοί, μαυρειδεροί, καμμιά
|
||
φορά χρυσωμένοι, ήταν ένας Άρχων Γαβριήλ κ' ένας Άϊ-Γιάννης ο
|
||
Πρόδρομος μ' ένα καντηλάκι αναμμένο ο καθένας μπροστά του.
|
||
Κρύωσε η ψυχή της Λιόλιας εκεί που πατούσε στις πλάκες τις
|
||
ηχερές, σαν είδε την εκκλησιά έτσι γυμνή, σαβανωμένη μες το
|
||
σεντόνι του ασβέστη. Γύρισε κ' η Κερά Ελέγκω, πούχε το λόγο
|
||
πάντα στα χείλη, κ' είπε του εκκλησιάρη:
|
||
- Δε μου λες πατέρα; χάθηκε κανένας χριστιανός να βάλη να
|
||
ζουγοαφίσουνε λιγάκι τους τοίχους, να φτειάξη καμμιάν εικόνα,
|
||
νάχη ο κόσμος νανασπάζεται, να φέρνη κι από κανένα τάξιμο ;
|
||
|
||
|
||
|
||
Οι ασβεστωμένοι Άγιοι
|
||
|
||
|
||
|
||
. .Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ' ένα
|
||
πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι
|
||
όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια
|
||
ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα
|
||
σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και
|
||
τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον
|
||
τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που
|
||
κύτταζαν κ' οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα. Και τους είπε
|
||
τότε, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο για τη θάμαξη που θάκαναν και με
|
||
μιαν ομιλία που τους φάνηκε πως άκουγαν το διάκο να διαβάζη το
|
||
Ψαλτήρι, πως η Παναγία αυτή που δεν υπάρχει ομοία της εις όλην
|
||
την οικουμένην ήρθε μόνη της κ’ εζωγραφίσθη μέσα σε μιαν καμάρα
|
||
ως είδος χάλασμα απ’ τους χρόνους των Εθνικών κ’ έπειτα εκτίσθη
|
||
η εκκλησία από αμνημονεύτων αιώνων· και κάτω απ’ τον ασβέστη
|
||
είναι όλο και Άγιαι Εικόνες ιστορημέναι δια χειρός των αγγέλων
|
||
και ωσάν να είχαν κατεβή οι Άγιοι κατά σάρκα εκ των ουρανίων
|
||
σκηνωμάτων εν όλη των τη δόξη και λαμπρότητι και στέκουν ορθοί
|
||
κατά σειράν και τάξιν, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του θρόνου της
|
||
Παναχράντου Χριστοτόκου· επειδή παλαιόθεν δεν υπήρχε το τέμπλον
|
||
και ο ιερός ναός ήτον αδιαίρετος καθώς η μία Καθολική και
|
||
Αποστολική Εκκλησία. . . Και πήρε δρόμο, ο γέρος εκκλησιάρης,
|
||
έτσι για τον εαυτό του, σα να διάβαζε ένα παλιό συναξάρι, χωρίς
|
||
να προσέχη αν τον καταλάβαιναν οι δυο γυναίκες που τον ακούγανε
|
||
μανοιχτό το στόμα και με σταβρούς η θειά Ελέγκω κάθε τόσο. .κ’
|
||
έπειασε να τους αναφέρη για την παλιά ιστορία: γιατί ασβέστωσαν
|
||
την εκκλησία και πως απόμειν’ έτσι ασβεστωμένη και δεν την
|
||
ανιστορούσε ο Παππά-Βουλέτης που ήτον ιδιοκτήτωρ - όπως του
|
||
τάχε διηγηθή η μητέρα του που εχρημάτισεν οικονόμος του
|
||
γέροντος Παππά-Βουλέτη, θείου προς πάππου του τωρινού και
|
||
πρώτου κτήτορος, εκ Σφακιών της Κρήτης, ο και αγοράσας αυτός
|
||
τον ιερόν ναόν για χίλιες σφάντζικες κ' ήταν και κελλιά πολλά
|
||
με μάρμαρα λαμπρά, διότι ήτον μοναστήρι σεβασθείς υπό των
|
||
Τούρκων δια θαύματος της μεγαλόχαρης, ώστε έπεσαν κ’ οι άπιστοι
|
||
Αγαρηνοί κ' επροσκύνησαν την θαυματουργόν Εικόνα της. . κι
|
||
ακόμη φαίνονται οι κολώνες και τα μάρμαρα οπού ήτον άλλοτε. . .
|
||
Έτυχε και πέθανε η Παππαδιά του πρώτου Παππά-Βουλέτη και αυτός
|
||
συμβουλευθείς από τον Πειρασμόν, επήρε στο μήνα μέσα μιαν
|
||
εξαδέρφισσάν της χήραν πολλά καλλίμορφον στο σπίτι του και ο
|
||
τότε Μητροπολίτης τον έκαμε αργόν για ένα χρόνο. Όταν ήλθε το
|
||
πλήρωμα του χρόνου, ηθέλησε κατόπιν πάλι δια να λειτουργήση,
|
||
όμως οι Άγιοι όλοι εν χορώ τον απηρνήθησαν, δηλαδή, τον
|
||
αγριοκύτταζαν ωσεί εν πυρί και ρομφαία: ο Άγιος Γρηγόριος ο
|
||
Θεολόγος και ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Ελευθέριος σήκωσαν
|
||
ο καθένας τους το βαρύ Ευαγγέλιον όπου εκρατούσαν να του το
|
||
ρίξουν κατακέφαλα· ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος σήκωσε το ραβδί
|
||
με τον σταυρόν να τον πατάξη• ο Άγιος Μηνάς κ' οι Άγιοι
|
||
Θεόδωροι και ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος κέντρισαν
|
||
τάλογά τους να τον ποδοπατήσουν και να τον λογχίσουν· η Αγία
|
||
Αικατερίνη κ' η Αγία Βαρβάρα κ' η Οσία Πελαγία απέστρεψαν το
|
||
πρόσωπον τους απ' αυτού. Τότε ο Σατανάς εσυμβούλευσε πάλιν τον
|
||
Παππά-Βουλέτην, επειδή τον κυρίεψε παντάπασι ο μεγαλύτερος
|
||
Παππάς, και αυτός με την πρόφαση νανακαινίση τον ναόν εκ βάθρων
|
||
ασβέστωσε τας Αγίας Εικόνας-
|
||
-Χριστέ και Παναγιά ! το μέγα Σου Έλεος ! -ξεφώνισε η Θειά
|
||
Ελέγκω περίτρομη, με το στόμα μια πήχη ανοιχτό για τα όσα
|
||
άκουγε, κι άρχισε τους σταυρούς τώρα γλήγορους κι απανωτούς,
|
||
εξόν που σε κάθε όνομα Αγίου πούβγαινε απ’ τα χείλια του
|
||
εκκλησιάρη είχε κάμει κι από έναν αργά-αργά λέγοντας μέσα σ'
|
||
ένα βαθύν αναστεναγμό: «η χάρη σου !. . .»
|
||
- Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον,
|
||
εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, - ο Θεός κ' η Παναγία να ελεήσουν
|
||
την ψυχή του! -και ο μικροανεψιός του, τωρινός Παππά-Βουλέτης
|
||
χρηματίσαντος μαχητής της Κρήτης και λοχίας, έλαβε την
|
||
ιερωσύνην και πήρε την εκκλησίαν και θέλησε δια νανιστορήση
|
||
πάλιν τον ναόν με τας Αγίας Εικόνας. Οι Άγιοι όμως δεν τον
|
||
άφησαν. . . Ηθέλησε δια να αντιγράψη την Πλατυτέραν των Ουρανών
|
||
μεγαλώσαντος το ιερόν: να φέρη την Αγίαν Τράπεζαν στη μέση,
|
||
όπως το κανονικόν, δια να περιφέρεται ο ιερεύς, επειδή τώρα
|
||
είναι μες τον τοίχο, κάτωθεν της θαυματουργού Εικόνας όπως
|
||
αρχαιόθεν. Αλλ’ η Παναγία δεν τον ηυδόκησε. . . Ήλθαν οι
|
||
καλύτεροι ζωγράφοι των Αθηνών και εξ όλης της Ασίας και της
|
||
Σμύρνης, και μάλιστα δύο μοναχοί από το Άγιον Όρος διάσημοι εις
|
||
τον κόσμον κ’ εκοπίασαν και απηύδησαν: τα πινέλα τους έσπαζαν
|
||
κομμάτια κ’ έπεφταν οι τρίχες, τα χρώματα έσβηναν, τα χέρια
|
||
τους εκόπτοντο ωσάν με το μαχαίρι. Ο εις εξ αυτών ηθέλησε δια
|
||
να ξύση τον ασβέστη και παράλυσε από το ένα μέρος--
|
||
- Κύριε σώσον! έλεγεν η θειά Ελέγκω κ’ η Λιόλια έπεφτε απάνω
|
||
της μ’ ανατριχίλες κ’ έρριχνε φοβισμένες ματιές στους άσπρους
|
||
τοίχους. . .
|
||
- Έχει πολύ μεγάλους Αγίους η εκκλησία μας ! είπε ο
|
||
εκκλησιάρης, με κατάνυξη. . . και μη θαρρήτε πως επειδή δεν
|
||
φαίνονται κάτω από τον ασβέστη δεν υπάρχουν εδώ εις τον ναόν
|
||
πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, δεν θέλουν δια να βλέπουν
|
||
τας κακίας των ανθρώπων και αποστρέφονται από τα όμματα των
|
||
Βεβήλων του κόσμου. . . Όταν έρχεται λείψανο σεβάσμιο, κανένα
|
||
γεροντάκι εν αρετή βιώσας καλοσύνες εν ονόματι Κυρίου ή γυναίκα
|
||
κάνοντας οβολόν της χήρας στους φτωχούς ή που στεφανώνεται
|
||
καμμιά τίμια κόρη Παρθένος του Χριστού, τότε ο ασβέστης στους
|
||
τοίχους γίνεται ανάριος-ανάριος και φαίνονται τα μάτια των
|
||
Αγίων ωσεί αστέρες του στερεώματος και τα χέρια τους ωσάν κρίνα
|
||
του αγρού που ευλογούν. . και εις τον θρόνον της εν μέσω την
|
||
χορείαν των Αγίων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων η Ύπεραγία ημών
|
||
Δέσποινα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, λάμπων ωσεί πύργος
|
||
δυσθεώρητος ευλογεί μαζί με τον γλυκύτατον Χριστόν. . .
|
||
Του είχαν έρθη τα δάκρυα τον εκκλησιάρη από τη φτερωμένη έξαρση
|
||
πούδινε στην ψυχή του η αγία Πίστη. . κ’ έβγαλε τα γυαλιά του
|
||
και σκούπισε τα κοκκινογυρισμένα μάτια του με το μανίκι του.
|
||
Τον είδε η θειά Ελέγκω κ' άρχισε να κλαίη κι αυτή και σήκωσε
|
||
την άκρη του φουστανιού της απ' την ανάποδη και φύσηξε τη μύτη
|
||
της.
|
||
- Μια φορά, είπε πάλι μ’ ένα κρυφό αναγάλλιασμα στη φωνή του,
|
||
ανήμερα της Αγίας Γεννήσεως του Χριστού αρρώστησε ο ψάλτης ο
|
||
δεξιός-τον αριστερό τον κάνω εγώ - και δεν είχαμε δια να γίνη
|
||
Λειτουργία ειμή μόνον ένας μαθητής του Σχολείου που δεν ήξερε
|
||
να ψάλλη. . κ’ έξαφνα γέμισε η εκκλησία ουράνιους ψαλμούς και
|
||
το εκκλησίασμα των πιστών έπεσαν όλοι στα γόνατα καθώς οι
|
||
εθνικοί στρατιώται και ο Εκατόνταρχος εις την Αγίαν Ανάστασιν
|
||
του Σωτήρος ημών. . .
|
||
Άκουγε η θειά Ελέγκω κλαίγοντας από χαρά πια, άκουγε κ' η
|
||
Λιόλια σαν παγωμένη τώρα από μιαν ακατανίκητη ανησυχία κ’ έναν
|
||
τρόμο κρυφό. . .
|
||
Γυρίσανε σταναμεταξύ οι τρεις νέοι με τον Παππά-Βουλέτη), έναν
|
||
άντρα ίσαμ’ εκεί πάνω με μια μεγάλη ψαριά γενειάδα, κατάμαυρη
|
||
ολόγυρα στο στόμα, με χοντρά φρύδια σπαθωτά σαν του κοράκου το
|
||
φτερό και μάτια γιαλιστερά σαν κάρβουνο σχιστό, που να
|
||
τούβγαζες το καλυμαύχι και να τούβαζες μαντήλι μαύρο στο
|
||
κεφάλι, Θα νόμιζες πως βρίσκεσαι στο Θέρισο.
|
||
Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θειά Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά
|
||
απ’ τη συγκίνηση της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί
|
||
γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα
|
||
χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους
|
||
μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να
|
||
ευλογούν. Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν
|
||
άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά
|
||
τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε
|
||
πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το
|
||
κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την
|
||
κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπο της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο
|
||
σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. .
|
||
κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την
|
||
ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -
|
||
-αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . .
|
||
Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα
|
||
τουρανού της ψυχής της. . .
|
||
Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η
|
||
Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά
|
||
μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας
|
||
ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα
|
||
χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θειά Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές
|
||
και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο
|
||
αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα
|
||
καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της
|
||
Βεργινίας τη φρικτή-
|
||
. . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της
|
||
ψυχής-
|
||
Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη
|
||
σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι. Ήτον αυτού δα, για την καλή
|
||
της τύχη, κ'η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο
|
||
περέχημα-η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα:
|
||
αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε
|
||
δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την
|
||
πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την
|
||
παραστάθηκε. . . Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.
|
||
Τόπιασε η Κερά Γιώργαινα στα χέρια της το παιδί που γεννήθηκε
|
||
χωρίς πνοή: χλωμό-χλωμό, σαν από κερί ασπροκίτρινο με τα
|
||
χειλάκια του και ταυτάκια του και τα δαχτυλάκια των ποδιών και
|
||
των χεριών του μελανιασμένα, μαβιοκόκκινα. . . Τo χτύπησε η
|
||
Κερά Γιώργαινα πίσω στις πλάτες και στις πατούνες, το τράνταξε,
|
||
του πέταξε νερό στο μουτράκι του με το στόμα της. . και σα δεν
|
||
ανάσαινε μ' όλ' αυτά, του φύσηξε δυνατά μέσα στο στοματάκι τον
|
||
και μονομιάς φταρνίστηκε. . και σιγά-σιγά ρόδισε, μα μόλις-όσο
|
||
ροδίζει εν’ άσπρο τριαντάφυλλο-κ’ έζησε. . κι άρχισε να κλαίη
|
||
αχνά, καθώς μπήκε στη ζωή. . .
|
||
Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαμένο, σαν κούκλα πούβγαζε και
|
||
λίγη φωνή άμα τηνέ ζουλούσαν. . .
|
||
-Κοριτσάκι είνε Λιόλια μου, μα ότι και νάναι να σου ζήση και
|
||
σπιτονοικοκυρά! Δεν έχει τίποτα· μόνο λιγουλάκι χλωμούλι πουν’
|
||
εξ αιτίας που γεννήθηκε πριν τον καιρό. Αυτή θέλει όλο και στα
|
||
ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . .
|
||
Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε
|
||
από το πλυσταρειό, κ' έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που
|
||
το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και
|
||
τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε
|
||
με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από
|
||
καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι...
|
||
Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη,
|
||
χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θειά Ελέγκω κοντά της,
|
||
γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι
|
||
γερή και δυνατή που ήτον. . .
|
||
Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι
|
||
της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί:
|
||
κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα
|
||
γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’τις δικές της
|
||
γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες - γιατί άλλο δεν είναι να
|
||
τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από
|
||
λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ
|
||
Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής
|
||
κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα. Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες -που
|
||
δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ'
|
||
ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν
|
||
περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά
|
||
και σου χρειάζεται κ' εσένα η βοήθεια ταλλουνού! - και πέσανε
|
||
μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που
|
||
τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το
|
||
ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι
|
||
πούχε φέρει απ' το σπίτι - κ' έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της
|
||
και το κοντό της :
|
||
- Χριστέ μου ! για παιδί. Καλέ τι γατί 'ναι τούτο ; !
|
||
- Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου ! δεν είναι για ζωή ! Μπά-
|
||
μπα-μπα-μπά- μπα !
|
||
- Αμή λίγο τόχεις ; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι
|
||
καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου ! πότε πέθανε η Βεργινία ;
|
||
- Είχε δώδεκα ο Μάρτης. Τώρα έχομε, πόσες Οχτώβριο, δώδεκα του
|
||
μηνός (και μετρούσε γλήγορα τους μήνες στα δάχτυλα, απομέσα
|
||
της): δεν έκλεισαν καλά-καλά εφτά μήνες.
|
||
- Καταλαβαίνεις τώρα ;! Ζωντανή ήτον ακόμα καλέ η μακαρίτισσα,
|
||
ζωντανή και τάβλεπε. . Αχ, κακό που την ηύρε!. . . Πώς τα
|
||
βαστάς, Θε μου, τα κεραμίδια ξεκάρφοτα-ά ;. .
|
||
- Για δες το καλέ τι κίτρινο πούναι, πετάχτηκε μια γεροντοκόρη
|
||
σταφιδιασμένη με φριζέ και με σάρπα στο κεφάλι. . ίδια κερένια
|
||
κούκλα!
|
||
- Για να δω κ' εγώ ποιά είν' αυτή η κερένια κούκλα; φώναξε μια
|
||
κοντή που τάκουσε καθώς έμπαινε στην πόρτα κ'έσπρωχνε τις άλλες
|
||
που στέκονταν πάνω απ’ το κεφάλι της Κερά Γιώργαινας για να δη.
|
||
- Κερένια κούκλα ! καλά λες ! Μωρ' τ’είναι τούτο; Μπααά!
|
||
Κι άξαφνα πετιέται μια ξεμπερδεμένη που ήτον η πρώτη κ’η
|
||
καλύτερη μέσα στο συρφετό, μια φιλενάδα της Ευρυδίκης (που την
|
||
είχε στείλει εκείνη επί τούτο για να της πη τα μαντάτα), με
|
||
μεγάλη μυστικότη, να μην ακούση η Λιόλια:
|
||
- Καλέ δε βλέπετε που μοιάζει της μακαρίτισσας; !
|
||
- Κάλε-κάλε-κάλε! ίδια ! ίδια η Βεργινία, φτυστή! είπε ένα
|
||
γραΐδιο με φακιόλι.
|
||
- Μπώ-μπώ-μπώ!!! έκαναν οι άλλες, η Βεργινία !!
|
||
- Για δες κατάρα!
|
||
- Εκ Θεού! Εκ Θεού!
|
||
- Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα !
|
||
- Αμ τα μάτι! τί σου λέει το μάτι;
|
||
- Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια!. . . Η
|
||
Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η
|
||
Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα
|
||
πράματα-αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι
|
||
τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις
|
||
ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν
|
||
πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπο της.
|
||
. κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . –κι η καρδιά της είχε γίνει
|
||
κρούσταλλο. . .
|
||
Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της
|
||
ζήτησε το παιδί. Της τόφερε η Κερά Γιώργαινα, σα μουδιασμένη
|
||
τώρα κι αυτή απ’ τα όσα είχε ακούσει. Χωρίς να τηνέ ρωτήση τι
|
||
έλεγαν οι γυναίκες, κύτταζε η Λιόλια, κύτταζε το παιδί,
|
||
βούλιαζε τη ματιά της μέσα στην κερένια σάρκα του, λες κ’ ήθελε
|
||
να βγάλη απομέσα κάποιο φριχτό μυστικό πούχανε δη εκείνες,
|
||
ψηλαφούσε με τη ματιά της το προσωπάκι το χλωμό, σα νάθελε να
|
||
μαζέψη αποπάνω του τα λόγια των γυναικώνε: μαυράδια που το
|
||
λέρωναν. . κ' έξαφνα εκεί που κύτταζε πέρασε μπρος απ’ τα μάτια
|
||
της ένα χλωμό φεγγάρι και φώτισε του παιδιού το πρόσωπο. . και
|
||
τότε είδε. . και κατάλαβε κ' έβγαλε μια φωνή - και λιγοθύμησε.
|
||
. .
|
||
Αυτή η ματιά του φεγγαριού ήτον πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες.
|
||
. .
|
||
Σαν ήρθ' ο Νίκος σπίτι, μεσημέρι περασμένο, ήτον κατακίτρινος:
|
||
του τάχαν προφτασμένα οι γυναίκες τα γεννητούρια του παιδιού
|
||
του και πως δεν ήτονε για ζωή, εφταμηνίτικο καθώς ήτον και
|
||
καλύτερα, γιατί και να ζούσε δεν θα το χαιρόταν ούτ’ αυτός ούτ'
|
||
η Λιόλια επειδής που μοιάζε πολύ της μακαρίτισσας. Έτσι είναι
|
||
αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το
|
||
σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . .
|
||
Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια
|
||
παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν
|
||
πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί,
|
||
με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν
|
||
ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη
|
||
Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε
|
||
μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους -κ’ έσκυψε το κεφάλι
|
||
σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . .
|
||
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.
|
||
Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν
|
||
φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της. Δεν ήθελε
|
||
με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι
|
||
τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το
|
||
περισσότερο, το ξερνούσε:-θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον
|
||
κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν
|
||
πια. . .
|
||
Σαν ήρθε η θειά Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε
|
||
απελπισμένα το κεφάλι της.
|
||
Έτσι του βγήκε σ' όλην τη γειτονιά τόνομα : «η κερένια κούκλα».
|
||
Κι όσο περνούσαν οι μέρες, η Κερένια Κούκλα αντί να μεγαλώνη,
|
||
ζάρωνε, αδυνάτιζε, γινόταν πιο κερένια. . . Έφερε ο Νίκος τον
|
||
παιδίατρο κ' είπε πως είναι ατροφικό.
|
||
Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια
|
||
σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον
|
||
ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . .
|
||
Και την έσφιγγε η Λιόλια - που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες -
|
||
την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα
|
||
κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους. Μα συνάμα την αγαπούσε
|
||
πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το
|
||
σπλάχνο, το παιδί της - την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα,
|
||
υπερφυσικά : Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι
|
||
της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε
|
||
στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο!. . κ’
|
||
έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε
|
||
η άλλη απάνω σ' αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι
|
||
τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί
|
||
έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά
|
||
σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και
|
||
τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το
|
||
στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε
|
||
κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης. . .
|
||
|
||
|
||
|
||
Τα τρία κεράκια
|
||
|
||
|
||
|
||
Είχαν περάσει είκοσι μέρες απ’ τη γέννηση της Κούκλας.
|
||
Ένα δειλινό, εκεί που καθόταν και θωρούσε το παιδί της με την
|
||
ψυχή της όλη απάνω του, πήρε μιαν απόφαση μεγάλη : Μόλις φάνηκε
|
||
στην πόρτα η Κερά Γιώργαινα πουρχόταν πάντα, κάθε που άδειαζε
|
||
λιγάκι απ’ το σπιτικό της, να ρίξη μια ματιά, την παρακάλεσε να
|
||
μείνη με το παιδί ως που να γυρίση που θα πεταγότανε κάπου
|
||
εδωνά, για μισή ώρα το πολύ.
|
||
-Πού θα πας τέτοιαν ώρα ! άβγαλτη ασαράντιστη ; τώρα σε λίγο
|
||
νύχτωσε-
|
||
Δεν ήθελε να της πη• έπειτα είπε τάχα πως θα πήγαινε σε μια
|
||
γυναίκα πούξερε γιατροσόφια για τα παιδιά, που της την είχε
|
||
ονοματίσει η θειά Ελέγκω τις προάλλες που ήτονε φερμένη. . .
|
||
Μπαμπουλώθηκε σ' ένα μεγάλον μποξά και βγήκε όξω. . . Σούρπα-
|
||
σούρπα έφθασε στο Νεκροταφείο : -περνώντας απ’ την εκκλησία
|
||
πήρε τρία κεράκια πεντάρικα, χωρίς να μπη μέσα-γιατ' ήτον
|
||
ασαράντιστη . . ίδιο φάντασμα πέρασε κάτω απ’ τα σκοταδερά
|
||
κυπαρίσσια ταμίλητα κι ανάμεσα απ’ τα μνήματα που ασπρίζανε σαν
|
||
κουκουλωμένα με σεντόνια, που κυττάζανε σα νάταν το καθένα τους
|
||
κι από ‘να μεγάλο μάτι άσπρο. . και βγήκε ως έξω πέρα στην πιο
|
||
άγρια μοναξιά, στην πιο Θλιμμένη ερημιά του μαντροπερίβολου του
|
||
Χάρου : εκεί πουν’ οι τάφοι οι καινούργιοι κ' οι φτωχοί-χωρίς
|
||
θλίψη δένδρινη γερμένη αποπάνω τους. . χωρίς λουλούδι αφημένο
|
||
από χέρι. . και μέσα σ’ όλους αυτούς, τους τάφους, που τίποτα
|
||
δεν τους αγκαλιάζει, ηύρε τον τάφο της Βεργινίας (πως να τον
|
||
ξεχάση !): ένας μαύρος σταυρός και μες το χώμα, στημένο ορθό,
|
||
ένα σπασμένο κανάτι κι απάνω σ' ένα τουβλάκι μαυρισμένο λίγη
|
||
στάχτη από καμένο λιβάνι, απ’ την ευχή πούχε διαβασμένα ο Νίκος
|
||
στους έξη μήνες της θανής της. . . Τι άγρια που μαύριζε ολόγυρα
|
||
του μες την ερημιά ο σταυρός ! πως ξεφώνιζαν απελπισμένα τάσπρα
|
||
γράμματα πούγραφε απάνω: -«Βεργινία Ρώτα, ετών 26» μες το
|
||
φωτοσκότιδο της αμίλητης της σούρπας! «Βεργινία Ρώτα!» (κι
|
||
αυτήν την έλεγαν τώρα «Λιόλια Ρώτα»-με του Νίκου τόνομα κ' οι
|
||
δυο τους!). . φώναζαν τα γράμματα, φώναζαν, μα δεν ακουγόταν η
|
||
φωνή τους, γιατί αυτά τα ίδια κατάπιναν τις κραυγές τους. .
|
||
και κυττάζανε με βουβά μάτια κάτασπρα. . και γύρω στο πόδι του
|
||
σταυρού ήταν κάτι αγριολούλουδα κίτρινα που ταράζανε στην
|
||
ασημένια βραδινή ψυχρίτσα σα να περνούσε κάθε τόσο ένα παγωμένο
|
||
χεράκι αποπάνω απ’ τα κεφαλάκια τους και να τα πλάγιαζε με
|
||
σιγαλινή ανατριχίλα- στην ίδια θέση από τότε που την έθαψαν. .
|
||
.
|
||
Έβγαλε η Λιόλια τα τρία κεράκια κάτω απ’ τον μποξά της και
|
||
τάναψε σ’ ένα καντηλάκι που τρεμόσβυνε πιο πέρα σ' έναν τάφο με
|
||
ξύλινα κάγκελλα, πούχε μια φωτογραφία ενός νέου κάτω από γυαλί,
|
||
και τάχωσε μες το μαλακό το χώμα: ένα του παιδιού της, ένα του
|
||
Νίκου, κ' ένα δικό της. . . Κ' έπεσε γονατιστή στο χώμα,
|
||
μπροστά στο σταυρό σε μετάνοια, με το κεφάλι χάμω, κουκουλωμένη
|
||
όλη μέσα στον μποξά που αποκάτω του έδειχνε το κοντυλογραμένο
|
||
της κορμάκι τσακισμένο απ’ της ψυχής το πονεμένο λύσιμο σαν τις
|
||
μυροφόρες τις γονατιστές κάτω απ’ το Σταυρωμένο.
|
||
-Βεργινία! Βεργινία ! φώναξε μέσα στο χώμα, Βεργινία ! λυπήσου
|
||
με, μη μου πάρης το παιδί μου!. . . Βεργινία, εγώ δεν το θέλησα
|
||
για να πεθάνης! παρ' τον ήσκιο σου αποπάνω μου! Λυπήσου μοναχά
|
||
το Νίκο που τον αγαπούσες, γιατί θαρρωστήση. Μη μας πάρης το
|
||
παιδί μας!. . . Θα του βγάλω τόνομά σου γιατί σου μοιάζει. .
|
||
αχ, γιατί μου τόκαμες αυτό! Μη μου το πάρης τουλάχιστο! Θα σου
|
||
ανάβω ένα κερί κάθε μέρα ως που να μεγαλώση. Δε φταίμ’ εμείς!-η
|
||
Μοίρα μας έτσι το θέλησε. Βεργινία ! Βεργινία ! άκουσε με,
|
||
Βεργινία ! Νά, σου άναψα ένα κερί για τον καθένα μας, για να
|
||
μας λυπηθής. . .
|
||
Έτσι φώναζε με τη φωνή πνιγμένη μες το χώμα και το πότιζε με
|
||
δάκρυα για το Νίκο που τονέ λυπόταν καθώς έλεγε τόνομά του,
|
||
καθώς έλεγε πως θαρρωστούσε, με δάκρυα και για το τάξιμο το
|
||
φρικτό πούχε κάμει να βγάλη του παιδιού της τόνομα της
|
||
Βεργινίας. . .
|
||
Κ’ έξαφνα εκεί που ξεφώνιζε με το κεφάλι κάτω, της φάνηκε πως
|
||
άκουσε μια βαθειά φωνή αλλοιώτικη απομέσα της που βούιξε, σα
|
||
θάλασσα μες ταυτιά της:
|
||
«Όλα τα θέλεις, αχόρταγη ! και το σπίτι μου και τον άντρα μου
|
||
και το παιδί μου; Είναι δικό μου το παιδί! -τόσον καιρό το
|
||
λαχταρούσα και το περίμενα. . η ψυχή μου τόχει γεννημένα πριν
|
||
ναρθής εσύ να μου πάρης την ευτυχία μου! Όλη μου την ευτυχία
|
||
εσύ μου την επήρες!»
|
||
Σήκωσε η Λιόλια περίτρομη το κεφάλι της κ' είδε το μαύρο σταυρό
|
||
αμίλητο που την κύτταζε μ' άγρια απελπισία με τα γράμματα του
|
||
σα μια σειρά άσπρα μάτια. . έρριξε τα μάτια της στα κεριά: το
|
||
κεράκι του παιδιού είχε λυώσει ως κάτω κ’ η φλόγα του έβγαινε
|
||
ακόμα μέσ' από το χώμα σα να την ρουφούσε αυτό. . έκαιγε και το
|
||
κεράκι του Νίκου με μια φλόγα πλατειά, πεσμένη ανάποδα με το
|
||
κεφάλι κάτω, πούγλυφε, ίδια μια γλώσσα πύρινη μέσ' απ’ τα μαύρα
|
||
χνώτα της καπνιάς, το κερί και τανάλυνε σε κίτρινους θρόμπους
|
||
και το λύγιζε κουλούρα. . μα το δικό της το κερί ήτον άγγιχτο,
|
||
σβηστό, όπως τόχε ανάψει. . . Πετάχτηκε ορθή!
|
||
-Δεν τόθελε το κερί της η νεκρή! Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το
|
||
κερί του παιδιού! και του Νίκου!--Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να
|
||
γυρίση να κυττάξη πίσω. . .
|
||
Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε
|
||
σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα
|
||
της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε
|
||
γεννημένο η ψυχή της- --
|
||
Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια. Η Κερά
|
||
Γιώργαινα είχε φέρει τον Παππά να βαφτίση το παιδί, γιατί
|
||
φοβήθηκε πως θα τελείωνε--είχανε μαζευτή κ’ ένα δυο γυναικούλες
|
||
της γειτονιάς που άμα ακούν τέτοια ραΐζει η καρδιά τους (γιατί
|
||
και ποιά δεν τάπαθε !) και τρέχουνε να ξενολυπηθούνε, να δουν
|
||
και ταλλουνού τις πίκρες. . .
|
||
Ότι είχε τελειώσει η βάφτιση.
|
||
- Τι όνομα του βγάλατε ; ρώτησε λαχανιασμένη η Λιόλια.
|
||
- Ευτυχία, είπε ο Παππάς, να σας ζήση 1
|
||
- Έτσι για το καλό, πρόσθεσε η Κερά Γιώργαινα. Είχα δα, η
|
||
κατακαημένη, και τη μεγάλη μου κόρη Ευτυχίτσα, που την έχασα
|
||
πρόπερσυ, μακάρι να της έμοιαζε !-
|
||
- Αχ! φώναξε η Λιόλια, και τόχα τάξει να το βγάλω Βεργινία !-μα
|
||
τώρα πάει πια-τώρα ξέρω πως δε θα ζήση-
|
||
. . και το πήρε στα χέρια της να το φιλήση κ' εκείνην τη στιγμή
|
||
το παιδί άνοιξε τα κερένια του ματόφυλλα και φάνηκαν τα ματάκια
|
||
του αναποδογυρισμένα σα να κύτταζε τη μητέρα του με τασπράδι,
|
||
όπως έκανε η Βεργινία. . .
|
||
-. . το ξέρω 'γώ! Το ξέρω!-ξαναφώναξε πιο δυνατά η Λιόλια με
|
||
τρόμο κι άρχισε να ταράζη σύσσωμη. . . μου τόπε η νεκρή ! μου
|
||
τόπε. . μου τόπε!-το κεράκι του!. . το ρούφηξε. . .
|
||
. . Και το παιδί μ' ένα μικρό σπασμό ξεψύχισε-κ' η Λιόλια
|
||
λιγοθύμησε. . .
|
||
Όταν ήρθε ο Νίκος, πιο ύστερα, έπεσε η Λιόλια απάνω του
|
||
κλαίγοντας κ' έμεινε πολλήν ώρα με το κεφάλι κρυμμένο στο
|
||
στήθος του. . με τα δυο της τα χέρια του ψηλαφούσε το κεφάλι
|
||
του, τους ώμους του-λες κ’ ήθελε να βεβαιώση πως ήτονε ζωντανός
|
||
αυτός τουλάχιστο, αυτός ο μόνος θησαυρός της!. . . Κι ο Νίκος
|
||
με βουρκωμένα μάτια της χάδευε τα μαλλιά. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Μέσα σ' ένα δισκάκι, στρωμένο με μια πετσέτα άσπρη χιόνι μαζί
|
||
με δυο πορτοκάλια που τους είχαν μπηγμένα μοσχοκάρφια, μ’ ένα
|
||
στεφανάκι από λουλουδάκια κέρινα ολόγυρα στο κερένιο κεφαλάκι
|
||
με τα κόκκινα μεταξωτά μαλλάκια, την πήγαν την άλλη
|
||
μέρα την Κερένια Κούκλα να την παραχώσουν. Τo δισκάκι με την
|
||
κούκλα το κρατούσε ο Περικλής ο κουμπάρος, μπροστά, και πίσω
|
||
έρχονταν ο Νίκος με τη Λιόλια, η θειά Ελέγκω, η Κερά Γιώργαινα,
|
||
ο Ντίνος κι άλλοι δυο φίλοι κ' ένα-δυο γειτόνισσες που δεν
|
||
μπορούν ποτέ να λείψουνε σαν και το Μάρτη απ 'τη σαρακοστή· μα
|
||
έλειπαν οι γλωσσοφαγάνες αυτήν τη φορά. Αν δεν έβλεπες το
|
||
σταυρό και τον Παππά, δε θάλεγες πως ήτονε λείψανο. Σα να
|
||
πήγαιναν τάμμα στην εκκλησία : λαμπάδα σε κανέναν Άγιο
|
||
θαματουργό, κάποιο είδωλο από πολύτιμο κερί ζυμωμένο με μύρα κι
|
||
αλόη για κάποια θεϊκή λύτρωση-έτσι έδειχνε ο δίσκος, ο
|
||
στολισμένος με τα πορτοκάλλια και τα γαρούφαλα, με τανθρώπινο
|
||
το κερί πλαγιασμένο μέσα του. . .
|
||
Και σταλήθεια το κερί, το βγαλμένο απ’ τα βάθη του είναι τους
|
||
κι απ’ της ψυχής τους τον πόνο και τον πόθο, το πήγαιναν τώρα ο
|
||
Νίκος κ' η Λιόλια να ταπιθώσουνε στα πόδια της νεκρής της
|
||
Βεργινίας, που ο ήσκιος της ζητούσε δικαιοσύνη. Της είχε τάξει
|
||
η Λιόλια τόνομα του παιδιού της, της είχε τάξει κ’ ένα κεράκι
|
||
κάθε μέρα για τη ζωή του-και τώρα της πήγαινε το ίδιο τα παιδί
|
||
της, της ψυχής της όλο το κερί: λαμπάδα να την εξιλεώση, για να
|
||
ησυχάση, για να πάρη τον ήσκιο της από πάνω τους. . .
|
||
Χρυσογάλαζο ήτον το προμεσήμερο του Νοεμβρίου-ακόμα βαστούσε το
|
||
καλοκαιράκι τ’ Άϊ-Δημητρίου: ο αέρας ήτον αλαφρός και με χυμένη
|
||
μέσα του μια γλύκα μαλακή σαν κουρασμένη αλάλητη-όπως είναι το
|
||
γέλοιο σε θλιμμένα χείλη-που τέτοια δεν την έχει η άνοιξη. . .
|
||
Έκλαιγε η Λιόλια εκεί που πήγαινε πίσω απ’ το δίσκο, μα τα
|
||
δάκρυα πάνω στο πρόσωπο της έλαμπαν ίδια δροσοσταλίδες σε
|
||
τριανταφυλλένια ανθόφυλλα. . .
|
||
Οι άντρες μιλούσανε με το Νίκο κι αναμεταξύ τους ζωηρά και μόνο
|
||
που δε γελούσαν. . .
|
||
Όταν έβαλαν την Κερένια Κούκλα μες το χώμα, στα πόδια του τάφου
|
||
της Βεργινίας, ο μαύρος ο σταυρός που τον είχανε δη καθώς
|
||
έρχονταν από μακριά να τους κυττάζη με ματιάν ασάλευτη άγρια κι
|
||
απελπισμένα, σα να μαλάκωσε στις κόψες των γραμμών του, σα να
|
||
γλύκανε λιγάκι η φρίκη του : ο ήλιος έπεφτε τώρα επάνω του και
|
||
τόσο γυάλιζε η μαυρίλα του που δε φαινόταν πια μαύρος· το
|
||
φρεσκοσκαμμένο χώμα μύριζε όπως όταν τσαπίζουν ταμπέλια· τα
|
||
κίτρινα αγριολούλουδα στη ρίζα του σταυρού άνθιζαν ήρεμα και
|
||
χρυσίζανε σαν άστρα. . . Σα να ευχαριστήθηκε η νεκρή μέσα στον
|
||
τάφο της, σα να χαμογέλασε ο ήσκιος της και το χαμόγελο αυτό να
|
||
περιχύθηκε ολόγυρα. . .
|
||
Στο γυρισμό ήταν όλοι ακόμα πιο χαρούμενοι. Της Λιόλιας τα
|
||
δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θειά Ελέγκω που τα λέγανε
|
||
με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να
|
||
της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε
|
||
δυο πετσετάκια.
|
||
Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε
|
||
γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν
|
||
πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη. Ένας κούρκος
|
||
φούσκωνε και γουργούλιζε απάνω στο χωματένιο ψήλωμα το
|
||
χλοϊσμένο που πάει μαζί με το δρόμο, απ’ τη μια .μπάντα, ίσαμε
|
||
τη γέφυρα του Ιλισσού: από τις γαλάζιες βραχόπετρες της
|
||
Καλλιρρόης ακούγονταν καθαρά οι κόπανοι των γυναικών
|
||
που’πλεναν. . . Κάτι κατσίκες έβοσκαν στα χόρτα του ψηλώματος
|
||
πούχανε γεμίσει πάλι καινούργια λουλουδάκια. . . Μες τη μέση
|
||
του δρόμου ένας κόκκορας με τις κόττες του σκαλίζανε μες τις
|
||
φρεσκοπεσμένες καβαλλίνες κι ο κόκκορας έκανε κακκαρίσματα
|
||
ντελαλητά για το κάθε κριθαράκι που τους εύρισκε, φωνάζοντας
|
||
τις ναρθούνε να το τσιμπήσουν. . .
|
||
Απέξω από ‘να μπακάλικο ήτανε βγαλμένα κάτι σιδερένια τραπέζια
|
||
και καρέκλες κ' ένας-δυο ήταν καθισμένοι κ' έπιναν.
|
||
- Πάμε να πιούμ' ένα κρασάκι έτσι στο ποδάρι; φώναξε ο Περικλής
|
||
ο χοντρέλης-τώρα βγήκε το καινούργιο κρασί κι αυτός εδώ παίρνει
|
||
τις καλύτερες μουστιές, γιατί σου λέει πριν να πας στον άλλον
|
||
κόσμο, τσούξε και μια γουλιά της προκοπής!...
|
||
Γέλασαν όλοι με ταστείο του χωρατατζή του Περικλή και κανείς
|
||
δεν είπε όχι και μπήκαν όλη η συντροφιά στο μαγαζί κ’ ήπιαν από
|
||
'να κρασάκι. Τι κρασί ήτον εκείνο! - σα λιακάδα χύθηκε στα
|
||
σωθικά τους. Ήπιε κ' η Λιόλια ένα δαχτυλάκι που της το
|
||
επιβάλανε στανικώς ο Νίκος κι ο Περικλής έτσι για δυναμωτικό,
|
||
πουν απ’ το κάθε φάρμακο καλύτερο. Της θειάς Ελέγκως το
|
||
πρόσωπο, το κόκκινο και πλατύ, άνοιξε πια σαν παπαρούνα το
|
||
μεσημέρι.
|
||
Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με
|
||
τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το
|
||
δρόμο: τα βήματα τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,,
|
||
αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι
|
||
τους. Τo πρόσωπο του Νίκου έδειχνε σαν κάποιες βραδιές που
|
||
ξαστερώνει ολότελα ο ουρανός και γίνεται γυαλί: κύτταζε της
|
||
Λιόλιας τα μαλλιά και του φάνηκε πως χρυσίζανε στον ήλιο σαν
|
||
ποτές άλλοτε και το χείλι της που μισάνοιγε απ' τον κόπο του
|
||
δρόμου, το χείλι της ταβυσσινύ, του φάνηκε για δάγκωμα. . .
|
||
Σήκωσ’ η Λιόλια τα μάτια κ' είδε το φεγγάρι ψηλά πάνω απ’ τα
|
||
κεφάλια τους. Μα δεν ήτον το φεγγάρι το φριχτό, το ασημένιο, με
|
||
το πρόσωπο της Βεργινίας μέσα του, παρά ήτονε σαν από άσπρο
|
||
χαρτί διάφανο και πήγαινε μαζί τους, κρατώντας ίσο βήμα,
|
||
σανάθελε να παραβγή στο τρέξιμο ως το σπίτι ή σα να τους
|
||
έδειχνε το δρόμο. . και τα λουλούδια τα νεοανθισμένα, που
|
||
απαντούσανε στις άκρες του δρόμου, τους γνεύανε με το κεφάλι,
|
||
όλο και γνωστικό χαμόγελο σα νάλεγαν πως τόξεραν κι αυτά πως
|
||
τώρα όλα πια είχαν περάσει. . .
|
||
Όταν φθάσανε στο σπίτι κι αποχαιρέτησαν τους φίλους, έσφιξε ο
|
||
Νίκος τη Λιόλια μες την αγκαλιά του και της είπε:
|
||
- Ας ξημερώση τώρα πια και για μας μέρα Θεού, Λιόλια μου!. . .
|
||
Άμα πάρω κάτι λεφτά, σε μια-δυο μέρες, θα πάω να σου πάρω ένα
|
||
κρεββάτι πούχω δη στην Άγια Ερήνη, σιδερένιο άσπρο λακέ με
|
||
σούστα, που δεν τόχει καμμιά - θα σαστίσης! -να φύγη πια η
|
||
γουρσουζιά από πάνω μας!. . .
|
||
Κ' η Λιόλια, στο στήθος του απάνω, έκλεισε τα μάτια της για να
|
||
πιάση αυτό τόνειρο κάτω απ’ τα ματόφυλλά της, να μην της φύγη.
|
||
. .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Κ' η Μοίρα άκουσε τα λόγια του Νίκου κ' είπε:
|
||
|
||
Ας ξημερώση και για σας μια μέρα, παιδιά μου, γιατί γλήγορα
|
||
πάλι θα βραδιάση για πάντα--
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
|
||
Πέρασε η ημέρα--
|
||
Την άλλη μέρα εκεί που περίμενε η Λιόλια το μεσημέρι το Νίκο
|
||
πούχε αργήσει κ' είχε κρυφή χαρά μέσα της πως ίσως να πήγε
|
||
κιόλας για το καινούργιο κρεββάτι, χτύπησε η πόρτα δυνατά κι
|
||
αλλόκοτα (έτσι πάντα χτυπάει η πόρτα για νάμπη μέσα η Μοίρα)
|
||
και παρουσιάστηκαν ο Περικλής με το Ντίνο, - κ' ένας
|
||
χωροφύλακας στεκόταν απόξω,-χλωμοί πανιασμένοι, με κάτι μάτια
|
||
που κάνανε να φύγουν απ' όλες τις μεριές σαν πουλιά που
|
||
φτεροκοπούν. . και την πήραν τη Λιόλια να την πάνε σε μιαν
|
||
άμαξα πούχε σταθή παρακάτω στην αρχή τανήφορου, να την παν. . .
|
||
που την ήθελε ο Νίκος: την πήρανε σχεδόν ανασηκωτή, σα
|
||
χτυπημένη κατακέφαλα από 'να ρόπαλο, χωρίς να της αφήσουν καιρό
|
||
να καταλάβη καλά-καλά τι της έλεγαν έτσι λαχανιαστά, με τα
|
||
λόγια τους τσακισμένα κομμάτια -κομμάτια, τι την ήθελε ο Νίκος
|
||
έξω απ' το σπίτι;-ποιός Νίκος καλέ;- μόλις που πρόφθασε να ρίξη
|
||
ένα σάλι στο κεφάλι με χέρια πετούμενα σαν ψάρια που
|
||
σπαρταρούν. . .
|
||
Περάσανε μέσα από 'να μπουλούκι γυναίκες και παιδιά (πούχανε
|
||
βγη σωρός απ' τις πόρτες κ' είχανε μαζευτή γύρω σταμάξι και
|
||
ρωτούσανε με χέρια σαλευούμενα και χτυπητά στα γόνατα και με
|
||
ξεφωνητά πνιγμένα τον άμαξα, πούχε τα χέρια στις τσέπες. . και
|
||
ρωτούσαν το χωροφύλακα, που κατέβαινε τον κατήφορο σοβαρός, με
|
||
το πιλίκιο στον' αυτί κι ανεβήκανε σταμάξι-κι ο χωροφύλακας
|
||
μαζί. . . .
|
||
Εκεί που πήγαινε ταμάξι, ο Περικλής που μόλις βαστούσε τα
|
||
δάκρυα του (ο Ντίνος ήτον άλαλος σαν πέτρα-) της είπε της
|
||
Λιόλιας για το Νίκο. . της Λιόλιας που γόγγυζε σιγά-σιγά και
|
||
σάλευε όλη από 'δω κι από 'κεί σα νάθελε να φύγη απ’ ταμάξι κι
|
||
απ’ τον εαυτό της. . της ξαναείπε για το Νίκο, πως χτύπησαν το
|
||
Νίκο. . ο Μίμης ο μπαγάσας, που του ζητούσε αφορμή τόσον καιρό
|
||
πούχαν ξαναμαλλώσει δυο φορές ως τώρα. . για το τίποτα. . στην
|
||
ταβέρνα, εκεί πούχανε μπη οι τρεις τους, ο Νίκος, ο Ντίνος κι
|
||
αυτός ο ίδιος για ‘να κρασάκι απ’ το καινούργιο στο ποδάρι,,
|
||
.επειδή τούπε λέει «ζωή σε λόγου σου!» για την γυναίκα του, την
|
||
πρώτη, και για το «μπασταρδάκι» του κι ο Νίκος σήκωσε το χέρι
|
||
του. . .
|
||
Και ταμάξι σταμάτησε. .
|
||
. . κ’ ήτον ένα μεγάλο περιβόλι με πορτοκαλλιές και με κάτι
|
||
μεγάλα κυπαρίσια, γεμάτο χλωμούς ανθρώπους με τα νυχτικά -τους,
|
||
με χέρια φασκιωμένα, μαντηλοδεμένους, μπαμπουλωμένους μέσα σε
|
||
κάτι βελέντζες σα φαντάσματα πληγωμένα που περπατούσαν ξυπόλητα
|
||
με παντούφλες. . .
|
||
. . Κύτταζε γύρω της η Λιόλια με μάτια που δεν έβλεπαν.
|
||
. . κ’ έπειτα ήταν κάτι μεγάλες σκάλες και την ανέβασαν που
|
||
τρίκλιζε, με το μικρό το βογκητό πούκανε ολοένα-σα νάτον αυτό
|
||
τώρα η αναπνοή της, σα να τη σήκωνε αυτό και να την πήγαινε. .
|
||
. . και την πέρασαν από κάτι μακριούς διαδρόμους κ' ήτανε
|
||
φωτισμένοι αυτοί με γκάζι μέρα μεσημέρι κ’ εκεί ήτον όλο νέοι
|
||
καλοντυμένοι με τα καπέλλα στο κεφάλι και με μπαστούνια στα
|
||
χέρια και κάτι άλλοι ξεσκούφωτοι με μακριές λινές ποκαμίσες-κι
|
||
όλοι τους κάπνιζαν και μιλούσαν όλοι μαζί δυνατά και της έκαναν
|
||
τόπο να περάση κυττάζοντάς τη μες το πρόσωπο. .
|
||
. . κ' έπειτα βρέθηκε σε μια μεγάλη σάλα όλο κρεββάτια-
|
||
κρεββάτια μ' άλλα πάλι άσπρα φαντάσματα και μερικά απ’ αυτά
|
||
βογκούσανε δυνατά καθώς περνούσε. .
|
||
. . κ’ έπειτα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα κρεββάτι, στην άλλη άκρη,
|
||
κ' εκεί απάνω ήτον τανάσκελα ο Νίκος με τα μαύρα του κατσαρά
|
||
μαλλιά βρεμμένα που ξεχειλούσανε μέσ'από κάτι άσπρα
|
||
μαντήλια κ' ήτον κίτρινος σαν αγιοκέρι κ' είχε ανοιχτά τα μάτια
|
||
κι ανοιχτό το στόμα και ροχάλιζε κ' έβγαζε κάτι κόκκινους
|
||
αφρούς και δυο άντρες με μπλούζες του ανασήκωναν το κορμί με το
|
||
χέρι κάτω απ’ τη ράχη. .
|
||
. . και μόλις πήγε κοντά αυτή. .
|
||
•• και μόλις πήγε κοντά αυτή. . σ' αυτό το κρεββάτι που
|
||
κοιτόταν ο Νίκος-
|
||
. . γιατί ήτον ξαπλωμένος αυτού ο Νίκος; τι ήταν αυτά τα
|
||
μαντήλια που τούσφιγγαν το κεφάλι!. . τι έβγαινε απ’ το στόμα
|
||
του Νίκου !-
|
||
. . πετάχτηκε απάνω ο Νίκος και ξανάπεσε βαρύς--
|
||
Κι αυτή άνοιξε τα μάτια της σα νάθελε να του τα πετάξη απάνω
|
||
του, σα νάθελε να βγη αλάκερη μέσ' απ’ τα μάτια της να πέση
|
||
απάνω στο κορμί του· κ' είδε τότες ένα φεγγάρι πελώριο
|
||
μαυροκόκκινο που ήτον η πύρινη γλώσσα του κεριού πούχε ανάψει,
|
||
για το Νίκο στον τάφο της Βεργινίας, η ίδια η φλόγα που έτρωγε
|
||
το κεράκι μέσ' απ’ τα μαύρα χνώτα της καπνιάς, που τώρα είχε
|
||
θεριέψει κ' είχε πεταχτή στον ουρανό!. . και ξεκόλλησε απ' τον
|
||
ουρανό το πελώριο μαυροκόκκινο φεγγάρι κ' έπεσε απάνω της και
|
||
τη σώριασε χάμω—
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - -
|
||
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - -
|
||
- Γυναίκα του νάν' άραγε, είπε περαστό διάδρομο ένας νέος από
|
||
‘κείνους με τις λινές ποκαμίσες σε κάτι άλλους-πούχε περάσει η
|
||
Λιόλια από μπροστά τους.
|
||
- Δεν πιστεύω! αυτή είναι κοριτσάκι:-έτσι θα την έχη.
|
||
- Κουφέτο ! Πού πάν και σου τις ξετρυπώνουν αυτοί οι
|
||
κουτσαβάκηδες: όλο και τον καλύτερο μεζέ!. . .
|
||
- Τέτοιους θέλουν αυτές• άμα πετύχουν κανέναν από μας, σου λεν
|
||
αμέσως : «Θα με πάρης!» και νάσου βγαίνει ο αδερφός με το
|
||
μαχαίρι στα δόντια-κι ο Παππάς πίσω απ’ την πόρτα !. .
|
||
- Κομματάκι ωστόσο! θα παρηγορηθή εύκολα-μια και μπήκε στο
|
||
δρόμο ! είπε με κάποιαν κρυφήν ελπίδα ένα γιατρουδάκι
|
||
αμούστακο. . .
|
||
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
|
||
Πάνω στη Γαργαρέτα είχαν απομείνει οι γυναίκες ένα κουβάρι
|
||
αναμαλλιασμένο-και κύτταζαν κατά το μέρος πούχε φύγει η άμαξα.
|
||
. .
|
||
- Δε στάλεγα εγώ, Κυρία Ευρυδίκη μου, είπε η Χαρζανοπουλίνα της
|
||
παλιάς της έχθρας, πως κακό τέλος θε να πάρη αυτός ο Νίκος;
|
||
εμένα ποτέ δε μ' άρεσε αυτό το παιδί !. . .
|
||
- Δε λες καλά που. . . είπε η Ευρυδίκη και σταμάτησε--
|
||
Καλέ είδες, Κυρά Χαρζανοπουλίνα μου, εκείνο το γουρσούζικο ! να
|
||
ξεκληρίση ολόκληρη φαμελιά : γυναίκα, άντρα και παιδί σ' ένα
|
||
χρόνο μέσα !. . .
|
||
Κ' οι δυο κόρες της Χαρζανοπουλίνας έκαμαν :
|
||
- Αχ!-
|
||
- Αχ!--
|
||
|
||
ΤΕΛΟΣ
|