cd357843cb
git-subtree-dir: fbreader/fbreader git-subtree-split: 7abc80d12fab06b05ea1fe68a0e73ea5e9486463
5712 lines
526 KiB
Text
5712 lines
526 KiB
Text
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
|
||
|
||
|
||
Βιογραφικόν σημείωμα [1]-[16]
|
||
Κεφάλαιο Α’ Καταγωγή και οικογένεια Εμμ. Ροΐδου [17]-[38]
|
||
Κεφάλαιο Β’
|
||
Ο βίος τον Εμμανουήλ Ροΐδου
|
||
Ι. Τα έτη της παιδικής και νεανικής ηλικίας. — Η
|
||
μετάφρασις Του «Οδοιπορικού» [39]-[45]
|
||
ΙΙ. Η εν Αθήναις οριστική εγκατάστασις.— «Η
|
||
Πάπισσα Ιωάννα». [46]-[75]
|
||
ΙΙΙ. Από της «Παπίσσης» εις τον «Ασμοδέον»
|
||
(1866—1875) [76]-[94]
|
||
ΙV. Τα έτη του αγώνος. —Ο «Ασμοδαίος» και η
|
||
πολιτική. —Ο «καυγάς» περί συγχρόνου Ελληνι-
|
||
κής ποιήσεως. —Η Εθνική Βιβλιοθήκη. [95]-[112]
|
||
V.Τα έτη της μεγάλης παραγωγής. —Αι επιθεωρή-
|
||
σεις της «Ώρας» και η άλλη κριτική και δημοσι-
|
||
ογραφική δράσις. —Ο Ροΐδης μεταφραστής. —Ο
|
||
Ροΐδης διηγηματογράφος. —Το γλωσσικόν
|
||
ζήτημα και τα «Είδωλα». [113]-[129]
|
||
VI. Η Δύσις [130]-[139]
|
||
Παράρτημα
|
||
ΣΥΡΙΑΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
|
||
Ψυχολογία Συριανού συζύγου.
|
||
Ιστορία ενός σκύλου [140]
|
||
Ιστορία μιας γάτας. [141]-[142]
|
||
Το ξεστούπωμα.
|
||
Το παράπονο του νεκροθάπτου.
|
||
Ιστορία ορνιθώνος.
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
|
||
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
|
||
ΦΕΞΗ
|
||
|
||
|
||
|
||
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ
|
||
ΕΡΓΑ
|
||
|
||
ΣΥΡΙΑΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
|
||
|
||
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
|
||
Δ. ΠΕΤΡΟΚΟΚΚΙΝΟΥ και Α. Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ
|
||
|
||
-Εμμ. Ροΐδης (βιογραφικόν σημείωμα Α. Ανδρεάδου).
|
||
-Ψυχολογία Συριανού συζύγου.
|
||
-Ιστορία ενός σκύλου.
|
||
-Ιστορία μιας γάτας.
|
||
-Το ξεστούπωμα.
|
||
-Το παράπονο του νεκροθάπτου.
|
||
-Ιστορία ορνιθώνος.
|
||
|
||
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
|
||
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
|
||
1911
|
||
|
||
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
|
||
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΙΩΤΗ ΓΛΑΣΤΩΝΟΣ 4
|
||
|
||
|
||
|
||
[ΕΙΚΟΝΑ: ΕΜΜ. ΡΟΪΔΗΣ ΕΦΗΒΙΚΗΝ ΗΛΙΚΙΑΝ]
|
||
|
||
|
||
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
(ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ)
|
||
|
||
|
||
Δια του παρόντος τόμου άρχεται η έκδοσις των Έργων του Εμμανουήλ
|
||
Δ. Ροΐδου. Η συστηματική συλλογή των έργων του συγγραφέως της
|
||
«Παπίσσης» το μεν εξαντληθέντων, το δε εγκατεσπαρμένων, διά να μη
|
||
είπω τεθαμμένων, εν παντοίοις περιοδικοίς, ημερολογίοις και
|
||
εφημερίσι, ανταπεκρίνετο εις γενικήν απαίτησιν, διότι ολίγοι είναι
|
||
οι μη αισθανόμενοι την ανάγκην να γνωρίσωσι κάπως αρτιώτερον το
|
||
έργον του δικαίως λογιζομένου ως του μεγαλειτέρου νεωτέρου έλληνος
|
||
κριτικού και λογογράφου [1]. Προβαίνοντες όμως, τη προθύμω και
|
||
αμερίστω αρωγή μεγάλου και φιλοπροόδου εκδοτικού οίκου, εις την
|
||
ανά χείρας έκδοσιν, ο κ. Δημήτριος Πετροκόκκινος και εγώ,
|
||
ωρμήθημεν και εξ άλλου συναισθήματος, οικογενειακής δηλονότι
|
||
ευλαβείας, officii pietatis, προς τον θανόντα εξάδελφον και θείον.
|
||
Όντως κρύφιος, αλλά βαθύς πόθος του Εμμανουήλ Ροΐδου υπήρξε
|
||
πάντοτε να ίδη συνειλεγμένα τα έργα, άτινα μετά τόσης αγάπης και
|
||
επιμελείας είχε φιλοτεχνήση και ων η δημοσίευσις θα κατεδείκνυε
|
||
την ποικιλίαν της παραγωγής του, την ενότητα των διεπουσών τας
|
||
κρίσεις του γενικών ιδεών, προ παντός δε ότι υπήρξε χρονολογικώς ο
|
||
πρώτος μεριμνήσας εν τω πεζώ λόγω περί ύφους και καλιλογίας [2],
|
||
ως και ο πρώτος συστηματικώς εισηγηθείς τας νέας περί ποιήσεως και
|
||
γλώσσης ιδέας.
|
||
|
||
Δια τούτο από του 1885, κατ' εποχήν δηλαδή, καθ' ην ουδέ καν το
|
||
ήμισυ των όσων αφήκεν είχε παραγάγη [3], έδωκε προθύμως [4] εις
|
||
τον τελειόφοιτον Δ. Σταματόπουλον την άδειαν να εκδώση τα «Πάρεργα
|
||
του», ων δυστυχώς μόνον τον έτερον των δύο τόμων ους υπέσχετο
|
||
ετύπωσεν ο εκδότης. Βραδύτερον δε η ιδέα της συλλογής των «Απάντων
|
||
του» δεν έπαυσαν απασχολούσα αυτόν, ως δεικνύει και σημείωμά τι
|
||
των από του 1885 και εντεύθεν τήδε κα κείσε διασπαρέντων
|
||
μικροτέρων του έργων, όπερ ανεύρον εν μέσω των χαρτιών του. Αλλά
|
||
τας μεν δαπάνας πολυτόμου συλλογής ο Ροΐδης δεν ηδύνατο φευ! πλέον
|
||
ν' αναλάβη. Εξ άλλου δεν έστεργε ν' αποταθή εις τον φιλικώτατα
|
||
προς αυτόν διατεθειμένον Γρηγόριον Μαρασλήν, διότι, ως αυτός μοι
|
||
έλεγεν εφρόνει ότι προορισμός και όρος επιτυχίας της Βιβλιοθήκης
|
||
ήτο να γνωρίζη μόνον εις το Ελληνικόν κοινόν είτε ξένα
|
||
αριστουργήματα, είτε ελληνικά πρωτότυπα έργα [5].
|
||
|
||
Οπωσδήποτε λυπηρόν είναι ότι δεν ηδυνήθη αυτός ο ίδιος να εκδώση
|
||
τα «Άπαντα» του· λεπτολόγος και αυστηρός διά τον εαυτόν του, όσον
|
||
και δια τους άλλους, θα εφρόντιζε εν τη επιμελεί αναθεωρήσει, εις
|
||
ην αναμφιβόλως θα υπέβαλε τα έργα του, ν' αποφύγη επαναλήψεις
|
||
σκέψεων ή εκφράσεων, αίτινες είναι αναπόφευκτοι εις παραγωγήν
|
||
εκταθείσαν επί τεσσαράκοντα έτη και εν πολλοίς δημοσιογραφικήν.
|
||
|
||
Τας μικράς ταύτας «redites» θα συγχωρήση ο αναγνώστης
|
||
αναλογιζόμενος ότι τοιούτοι ανευρίσκονται εις πάσαν άφθονον
|
||
παραγωγήν φιλολογικήν ή καλλιτεχνικήν όπως πείθουσιν ημάς κάλλιον
|
||
παντός άλλου αι από τινος συχνάκις γενόμενοι ειδικαί εκθέσεις των
|
||
έργων τούτου ή εκείνου των μεγάλων ζωγράφων.
|
||
|
||
Λυπηρότερα είναι τα εκ του θανάτου του συγγραφέως οφειλόμενα μικρά
|
||
της παρούσης συλλογής χάσματα. Παρ' όλας τας προσπαθείας μας, παρ'
|
||
όλας ιδίως τας μεθοδικωτάτας και μακροτάτας ερεύνας του κ.
|
||
Πετροκοκκίνου, παρ' όλην την συνδρομήν πολλών λογίων, ιδία δε του
|
||
κ. Κωστή Παλαμά, δεν κατωρθώσαμεν να εύρωμεν απαξάπαντα τα έργα
|
||
του συγγραφέως των «Ειδώλων». Υπάρχουν δύο τρία διηγήματα καί τινα
|
||
άρθρα, ων την ύπαρξιν γνωρίζομεν είτε εκ σημειώσεων του συγγραφέως
|
||
είτε άλλοθεν και άτινα, καίτοι δι' ανοικτής επιστολής εις πλείστας
|
||
εφημερίδας ευγενώς καταχωρισθείσης, ονομαστί ανεζητήσαμεν, εστάθη
|
||
αδύνατον να εύρωμεν. Ευτυχώς πρόκειται περί έργων δευτερευόντων,
|
||
υπάρχει δ' ελπίς μέχρι τέλους της παρούσης πολυτόμου εκδόσεως ν'
|
||
ανευρεθώσι τα ζητούμενα.
|
||
* *
|
||
*
|
||
Έκδοσις ως η ανά χείρας υποθέτει και πρόλογον περί του βίου και
|
||
των έργων του συγγραφέως. Δυστυχώς η Οικονομική Επιστήμη, εις ην
|
||
από ετών
|
||
αφιερώθη ο γράφων, είναι ήκιστα κατάλληλος προπαίδεια διά την
|
||
κρίσιν έργου καθαρώς καλλιλογικού και λογοτεχνικού, οίον τυγχάνει
|
||
το του Ροΐδου. Θα ήτο δ' όντως ήκιστα κατάλληλος τρόπος εκφράσεως
|
||
ευλαβείας προς την μνήμην ανδρός απεχθανομένου την αναρμοδιότητα
|
||
να επιληφθώμεν ημείς τοιαύτης κριτικής εργασίας. Έτι δε
|
||
περισσότερον θα επικραίνετο η σκιά του αν έβλεπε συγγενή, προς ον
|
||
πάντοτε τόσην έδειξε στοργήν, αυτοσχεδιάζοντα προς τιμήν του εν
|
||
των ουχί αγνώστων παρ' ημίν χυδαίων εκείνων αναμνηστικών μνημείων,
|
||
των υπενθυμιζόντων τους κακοζηλοτέρους «Βίους μετ' εγκωμίων» των
|
||
Βυζαντινών.
|
||
|
||
Άλλως περί του έργου του Ροΐδου ολίγα, πλην άριστα,
|
||
εδημοσιεύθησαν· όθεν παραπέμπων εις τα επί τω θανάτω του γράφοντα
|
||
άρθρα των κ.κ. Παλαμά και Κακλαμάνου [6], εις τας δύο μακράς
|
||
μελέτας του κ. Ξενοπούλου [7] και εις την περί «Ειδώλων» μελέτην
|
||
του Κρουμβάχερ [8], έρχομαι αμέσως εις τον βίον του συγγραφέως.
|
||
|
||
Εν Αγγλία, τη χώρα εν η κατ' εξοχήν ανθεί το φιλολογικόν τούτο
|
||
είδος, αι βιογραφίαι, συντάσσονται σχεδόν πάντοτε επί τη βάσει του
|
||
ημερολογίου του βιογραφουμένου και των επιστολών αυτού [9].
|
||
Δυστυχώς ο Εμμανουήλ Ροΐδης δεν εκράτει ημερολόγιον του βίου του ή
|
||
μάλλον ταχέως έπαυσε να κρατή τοιούτον· [10] εκ δε των επιστολών
|
||
του παρ' όλους τους καταβληθέντας κόπους δεν ανεύρομεν, εκτός της
|
||
ήδη δημοσιευθείσης [11] αλληλογραφίας του μετά του Αριστοτέλους
|
||
Βαλαωρίτου, ειμή δυο επιστολάς του προς τον κ. Ψυχάρην, ας μας
|
||
ανεκοίνωσε προθυμότατα ο τελευταίος.
|
||
|
||
Ελλείψει των κυρίων τούτων βοηθημάτων, είχον όλας τας προφορικάς
|
||
παραδόσεις, ας συνέλεξα ζήσας μεν επανειλημμένως κατά τους χρόνους
|
||
της πρώτης νεότητος εν τω οίκω του θείου μου, ιδία το 1888 και το
|
||
1892) έπειτα δε, συμπληρωθεισών των εν τω εξωτερικώ σπουδών μου,
|
||
βλέπων καθημερινώς αυτόν τε και την μητέρα του. Παρά ταύτης
|
||
αληθώς, ήτις, παρ' όλα τα ενενήκοντα αυτής έτη, είχε κρατήση
|
||
ακμαίον το πνεύμα, την μνήμην και το φρόνημα, εμάνθανέ τις έτι
|
||
περισσότερα ή παρά του υιού, ον η ασθένεια και αι παντοίοι
|
||
απογοητεύσεις είχον καταστήση ολιγόλογον και μελαγχολικόν [12].
|
||
|
||
Ευτυχώς ο Μανόλης, κατά την τελευταίαν περίοδον του βίου του, εάν
|
||
έλεγεν ολίγα, έγραφεν ικανά. Σχεδόν δε πάντα τα υπ' αυτού
|
||
γραφόμενα, ουχί μόνον τα διηγήματα και τα σκαλαθύρματα, αλλά και
|
||
αυταί αι κριτικαί, πλαισιούνται υπό των αναμνήσεων του
|
||
παρελθόντος, ιδίω δε του νεανικού του βίου. Ως γράφω κατωτέρω, ο
|
||
διεξελθών μετά τινος προσοχής το έργον του Ροΐδου γνωρίζει τον
|
||
βίον του καλλίτερον ή ο μελετήσας την παρούσαν βιογραφίαν. Ομολογώ
|
||
δε ότι και εγώ ο ίδιος, ο εκ προσωπικών και οικογενειακών
|
||
αφηγήσεων αρκετά καλά γνωρίζων τον πάντοτε κινήσαντα το ενδιαφέρον
|
||
μου βίον του, εύρισκον, συλλέγων τα έργα του, πολλά γεγονότα,
|
||
άτινα αορίστως πως κατωπτρίζοντο εν τη μνήμη μου, βεβαιούμενα και
|
||
εξακριβούμενα.
|
||
|
||
Και ταύτα μεν ως προς τον βίον του Μανώλη· πλην βιογραφία δεν
|
||
λογίζεται πλέον, από πολλού, αρτία, εάν δεν προταχθώσι ταύτης και
|
||
πληροφορίαι περί της καταγωγής και της οικογενείας του
|
||
βιογραφουμένου. Θεωρείται όντως, εν εποχή καθ' ην δικαίως τοσαύτη
|
||
δίδεται εις την κληρονομικότητα σημασία, ότι άνευ τοιούτων
|
||
πληροφοριών η ψυχολογία του ήρωος μένει ασαφής και σκοτεινή.
|
||
|
||
Από της απόψεως ταύτης υπήρξαμεν ευτυχέστατοι ανακαλύψαντες
|
||
πληρέστατα ανέκδοτα απομνημονεύματα περί της οικογενείας Ροΐδου.
|
||
Είναι δε ταύτα έργον του θείου του Μανώλη Ευστρατίου [13], ο
|
||
οποίος τρέφων μέγα ενδιαφέρον προς παν το οικογενειακόν και
|
||
συλλέξας μετ' επιμελείας πολλής πλείστας σχετικάς πληροφορίας,
|
||
εσκέφθη να συντάξη τας πληροφορίας ταύτας χάριν των τέκνων του.
|
||
|
||
Ο Ευστράτιος Ροΐδης δεν ήτο εξ επαγγέλματος άνθρωπος των
|
||
γραμμάτων, ουδ' έγραψε προς δημοσίευσιν [14], αλλ' ευμοιρήσας
|
||
παιδείας και φυσικόν έχων το δώρον του αφηγείσθαι συνέγραψε έργον
|
||
όπερ είναι πολυτιμότατον, ουχί μόνον διά την ιστορίαν των Ροΐδηδων
|
||
αλλά και διά την ιστορίαν της Χίου καθ' όλου. Ελπίζω το όλον του
|
||
σύγγραμα να μη αργήσει να ίδη το φως [15], λυπούμαι δ' ότι δεν
|
||
ηδυνήθην, ελλείψει χώρου, ν' αρυσθώ εκ των ανεκδότων του
|
||
χειρογράφων πλείονα. Πλην όσα ερανίσθην, τελείως άγνωστα μέχρι
|
||
τούδε, μοι επέτρεψαν ν' αναπτύξω αρκούντως τα κατά την καταγωγήν
|
||
και οικογένειαν του Εμμανουήλ Δ. Ροΐδου, ώστε ταύτα ν'
|
||
αποτελέσωσιν ίδιον κεφάλαιον, το πρώτον, της παρούσης βιογραφίας
|
||
[16].
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[1] Υπό το πνεύμα τούτο μοι έγραψεν επανειλημμένως παροτρύνων με εις
|
||
επίσπευσιν της παρούσης εκδόσεως και ο εν τω Πανεπιστημίω του
|
||
Όξφορδ διαπρεπέστατος καθηγητής κ. Σ. Μενάρδος.
|
||
|
||
[2] «Δεν ομιλώ περί λογογράφων διότι καθαυτό λογογράφοι δεν υπήρχον
|
||
τότε. Ο Ροΐδης πρώτος με την Πάπισσαν Ιωάνναν του εδίδαξε lo bello
|
||
stile, του οποίου η κομψότης και η χάρις και η ευφυία μένουσιν
|
||
ανυπέρβλητοι. Αλλά το πολύκροτον βιβλίον του καθώς και τα εκάστοτε
|
||
αραιώς δημοσιευόμενα σκαλαθύρματά του, καίπερ αρέσκοντα και
|
||
θαυμαζόμενα, δεν έσχον τόσην επίδρασιν ώστε να τονώσωσι το
|
||
πλαδαρόν και μελιτώδες και πομφολυγώδες ύφος το τότε εν χρήσει
|
||
παρά τη πεζογραφία». Χ. Αννίνου, «Τα πρώτα έτη του Ζαν Μωρεάς»,
|
||
Περιοδικόν «Μελέτη» Μάρτιος 1911 σ. 144-5.
|
||
|
||
[3] Τω 1885 ουδεμία σχεδόν των γλωσσολογικών του μελετών είχεν
|
||
αναφανή, ως επίσης ουδέν των εν τω παρόντι τόμω διηγημάτων.
|
||
Πλείστα δε των κριτικών άρθρων και σκαλαθυρμάτων του ανάγονται εις
|
||
μεταγενεστέραν εποχήν.
|
||
|
||
[4] Και «αφιλοκερδώς» ως ομολογεί εν τω προλόγω του ο κ.
|
||
Σταματόπουλος.
|
||
|
||
[5] Βλ. και το άρθρον του περί «Βιβλιοθήκης Μαρασλή» («Άστυ» 2
|
||
Φεβρουαρίου 1897).
|
||
|
||
[6] «Ακρόπολις» και «Νέον Άστυ» της 9 Ιανουαρίου 1904.
|
||
|
||
[7] «Ποικίλη Στοά» 1891 και «Παναθήναια» 31 Μαρτίου 1904.
|
||
|
||
[8] «Berliner Philogische Wochenschrift» 31 Μαρτίου 1894. Μετεφράσθη
|
||
εν τω «Άστει» της 2/15 Απριλίου του αυτού έτους.
|
||
|
||
[9] Εξ ου και ο συνήθης τίτλος Life and letters.
|
||
|
||
[10] Κατά τινας πληροφορίας, κατά τα νεανικά του έτη συνέταττεν
|
||
ημερολόγιον.
|
||
|
||
[11] Βλ. «Αριστοτέλους Βαλαωρίτου βίος και έργα» (υπό Ιωάν.
|
||
Βαλαωρίτου τόμ. α' σ. 215 — 242).
|
||
|
||
[12] Πολλές πληροφορίας ήντλησα και παρ' άλλων συγγενών ως και παρά
|
||
των πολλών φίλων, οίτινες μέχρι τέλους έμειναν πιστοί εις την
|
||
δυστυχήσασαν οικογένειαν.
|
||
|
||
[13] Φυλάσσονται δε παρά τη χήρα τούτου κυρία Ελένη Ροΐδου, το γένος
|
||
Καλλίνσκη.
|
||
|
||
[14] Έγραφεν, ως λέγει, αποκλειστικώς δια τα τέκνα του, τους κ.κ.
|
||
Νικόλαον Ροΐδην και Ανδρέαν Ροΐδην Καλλίνσκην
|
||
|
||
[15] Λίαν κατάλληλα προς δημοσίευσίν του θα ήσαν τα Χιακά Χρονικά, ων
|
||
εξεδόθη εφέτος ο πρώτος τόμος και τα οποία ο καθηγητής Άμαντος
|
||
προτίθεται να εκδίδη ενιαυσίως.
|
||
|
||
[16] Πάντα τα εν τω επομένω κεφαλαίω φερόμενα εντός εισαγωγικών και
|
||
άνευ ετέρας μνείας, είναι ερανισμένα από τ' απομνημονεύματά του
|
||
Ευστρατίου Ροΐδου.
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
|
||
|
||
|
||
Καταγωγή και οικογένεια Εμμ. Ροΐδου.
|
||
|
||
Είναι γνωστόν [17] ότι ο Εμμ. Ροΐδης κατήγετο προς πατρός εξ
|
||
αρχοντικής αθηναϊκής οικογενείας, ήτις, όπως και τόσαι άλλαι,
|
||
ηναγκάσθη να εγκαταλείπη την εστίαν της, ότε οι υπό τον Μοροζίνην
|
||
Βενετοί εξεκένωσεν το επί βραχύ καταληφθέν άστυ της Παλλάδος.
|
||
Μνημείον του παλαιού αυτών
|
||
κλέους οι Ροΐδαι άφηνον όπισθεν των την οικογενειακήν των
|
||
εκκλησίαν την Παναγίαν Χροσοροΐδεναν. Αύτη έκειτο εις την Πλάκαν,
|
||
ακριβώς απέναντι των οικιών Λεβίδη και Χωματιανού, μεταξύ των οδών
|
||
Αδριανού και Αγίου Ανδρέου, διετηρήθη δε μέχρι του παρόντος αιώνος
|
||
[18] · τα επί της ευρυχώρου αυλής της δωμάτια είχον τότε μεταβληθή
|
||
εις σχολείον, εν ω εδιδάχθησαν τα πρώτα γράμματα πλείστοι
|
||
Αθηναίοι, εν οις και ο Γεώργιος Ψύλλας, ο δους τω Ευστρ. Ροΐδη τας
|
||
πληροφορίας ταύτας.
|
||
|
||
Οι Βενετοί συναισθανόμενοι το μέγεθος της καταστροφής, ης εγένοντο
|
||
πρόξενοι, προσεπάθησαν να μετριάσωσι ταύτην δια παροχής οικιών και
|
||
κτημάτων εις τους παθόντας Αθηναίους. Πολλοί τούτων συνωκίσθησαν
|
||
εν Γαστούνη, είδον δε μνημονευόμενον και πίνακα των κατά το 1691
|
||
ευρισκομένων εν τη πόλει ταύτη Αθηναϊκών οικογενειών. Μη
|
||
κατορθώσας να εύρω αντίγραφον του πίνακος τούτου, δεν ηδυνήθην να
|
||
εξακριβώσω αν οι Ροΐδαι συμπεριλαμβάνοντο εν αυτώ, αλλ' ανεύρον
|
||
αντίγραφον των επισήμων εγγράφων, δι' ων παριχωρούντο εις τους
|
||
Ροΐδας οικία εν Γαστούνη (εν τη ενορία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου) με
|
||
κήπον τριών στρεμμάτων, ως και εκτεταμέναι γαίαι εν τω χωρίω
|
||
Αγαρόλι (Agarogli), έτι δε και άμπελος μεγάλη και έτερον
|
||
περιβόλιον εν τω χωρίω Καλέβι (Chielevi). Το παραχωρητήριον
|
||
χρονολογείται από της 8 Οκτωβρίου 1702. Έτερα έγγραφα του
|
||
Νοεμβρίου 1702 και Νοεμβρίου 1703 [19] επιβεβαιούσι τας
|
||
παραχωρήσεις και μάλιστα προσθέτωσιν εις ταύτας ετέρας, συν τοις
|
||
άλλοις και μύλον ενοικιασμένον τέως εις τον αποθανόντα Γεώργιον
|
||
Δούσμανην [20].
|
||
|
||
Δυο έτη βραδύτερον δουκικόν διάταγμα της 5 Φεβρουαρίου 1704
|
||
απένειμεν εις τους Αδελφούς Ζωρζήν και Βενιζέλον Ροΐδας, και εις
|
||
τους κληρονόμους αυτών τον τίτλον του Κόμητος. Το έγγραφον τούτο
|
||
δημοσιευθέν προ ετών εις τα «Αθηναϊκά Μνημεία» του κ. Δ.
|
||
Καμπούρογλου [21], νομίζομεν καλόν, ν' αναδημοσιεύσωμεν ενταύθα,
|
||
διότι δίδει και λεπτομερείας περί της ιστορίας της οικογενείας.
|
||
|
||
|
||
Τίτλος Ευγενείας
|
||
της Αθηναϊκής Οικογενείας Ροΐδου.
|
||
|
||
Αλοΐζιος Μοτσενίγος θεία χάριτι Δουξ της Ενετίας κ.τ.λ.
|
||
|
||
Προς άπαντας γενικώς και ιδιαιτέρως προς ους ήθελε φθάση αύτη η
|
||
ημετέρα, γνωστοποιούμεν, ότι εν τω ημετέρω συμβουλίω ελήφθη
|
||
μέτρον ως προκύπτει και εκ των ενόρκων πληροφοριών των
|
||
αναγνωθεισών προ ολίγον παρά των συνεδριασάντων ανακριτών
|
||
συνδίκων εν Μωρία, η πάντοτε τα μάλιστα διακεκριμένη αξία των
|
||
Γεωργίου και Βενιζέλου Ροΐδου, οίτινες εγκαταλείψαντες τας
|
||
Αθήνας εις ας εγεννήθησαν και καταντήσαντες να κατοικήσωσιν εν
|
||
Μωρία ως εκούσιοι υπήκοοι, έδοσαν και δια προσφορών εις το
|
||
Δημόσιον ταμείον και δια της προσλήψεως ανδρών και μετέπειτα
|
||
άλλου πλήθους δι' ιδίων εξόδων, τρανάς αποδείξεις πιστής και
|
||
σταθεράς υπακοής εις όλους τους κλάδους της δημοσίας ασφαλείας.
|
||
|
||
Επειδή δε εξαιτούνται οι αυτοί πράξίν τινα της δημοσίας
|
||
μεγαλοδωρίας δυναμένην να ανταμείψη αυτούς της αυθορμήτου
|
||
υπακοής, απεφασίσαμεν ίνα οι ειρημένοι Γεώργιος και Βενιζέλος
|
||
Ροΐδαι μετά των τέκνων και νομίμων διαδόχων αυτών, χάριν της
|
||
ευνοίας του συμβουλίου τούτον τιμηθώσι δια παντός, δια του
|
||
τίτλου ΚΟΜΗΤΩΝ, όπως εκ της αποδείξεως ταύτης της δημοσίας
|
||
γενναιότητας δυνηθώσιν έτι πλέον να θερμανθώσιν εις την
|
||
διακεκριμένην αυτών υπακοήν.
|
||
|
||
Κατ' εξουσίαν τον ειρημένου συμβουλίου διατάττομεν Υμάς ίνα
|
||
δώσητε εκτέλεσιν.
|
||
|
||
Εδόθη εν τω ημετέρω Δουκικώ Παλατίω την ημέραν πέμπτην
|
||
Φεβρουαρίου ενδικτ. XIII 1704.
|
||
|
||
Την δεκάτην Μαρτίου 1725 έτος παλαιόν εν Ζακύνθω προσήχθη η
|
||
παρούσα παρά τον Κυρίου Κόμητος Γεωργίου Ροΐδου όπως λάβη
|
||
νόμιμον και επίσημον αντίγραφον αυτής προς γενικήν χρήσιν του.
|
||
|
||
Αντίγραφον
|
||
Μαρία Άγγελος Νέγρης
|
||
|
||
Αλλ' η Βενετική κυριαρχία εν Πελοποννήσω [22] υπήρξεν απροσδόκητος
|
||
όσον και προσωρινή. Εντός επτά μηνών (από του Μαΐου μέχρι του
|
||
Δεκεμβρίου 1715) οι Τούρκοι ανέκτησαν τας εις τον θαυμαστόν
|
||
πόλεμον (guerra meravigliosa) απωλεσθείσας επαρχίας, και οι Ροΐδαι
|
||
ηναγκάσθησαν και πάλιν να ζητήσωσι την σωτηρίαν εν τη φυγή. Η
|
||
οικογένεια εδιχάσθη· ο μεν είς κλάδος μετηνάστευσεν εις Ζάκυνθον,
|
||
ο δε έτερος εις Χίον.
|
||
|
||
Και η μεν μετανάστευσις εις Ζάκυνθον είναι ευεξήγητος· τον ακριβή
|
||
όμως λόγον της μεταναστεύσεως εις Χίον δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω.
|
||
Ίσως ωφείλετο αύτη εις την σχετικήν ελευθερίαν, ης απέλαυεν η
|
||
μυθολογουμένη πατρίς του Ομήρου. Οπωσδήποτε οι εν Ζακύνθω Ροΐδαι
|
||
ουδέποτε ελησμόνησαν τους εν Χίω συγγενείς παράσχοντες εις αυτούς
|
||
μάλιστα μετά την καταστροφήν της Χίου και σπουδαιοτάτην υπηρεσίαν.
|
||
Πράγματι το 1824 ο κόμης Αντώνιος Ροΐδης ουχί μόνον εφιλοξένησεν
|
||
εν Ζακύνθω τον πατέρα του συγγραφέως των «Ειδώλων», αλλά και
|
||
επέτυχεν υπέρ αυτού και των αδελφών του την έκδοσιν Ιονίου
|
||
διαβατηρίου, διά του οποίου ο μεν Δημήτριος ηδυνήθη να μεταβή εις
|
||
Κωνσταντινούπολιν, οι δ' εν Σύρω πενόμενοι αδελφοί του εις
|
||
Σμύρνην, όπου και ηδυνήθησαν να εμπορευθώσι «χωρίς να φοβώνται
|
||
τους αγρίους Τούρκους».
|
||
|
||
Περί του φιλοσυγγενούς Αντωνίου Ροΐδου τ' ανέκδοτα απομνημονεύματα
|
||
του Ευστρατίου Ροΐδου διηγούνται και το εξής νοστιμώτατον
|
||
επεισόδιον:
|
||
|
||
«Ο Αντώνιος εχρημάτισεν εις την Αλεξάνδρειαν, κατορθώσας να τον
|
||
εμπιστευθή ο Μεχμέτ Αλή Πασάς χρηματικήν διαχείρισιν· θελήσας
|
||
όμως να ωφεληθή, εμπορεύθη τα χρήματα ζημιωθείς· ελθούσης της
|
||
εποχής να δόση απολογισμόν της διαχειρίσεως, επειδή και ήτο
|
||
ελλειματίας, φοβούμενος την αρχήν του Πασσά, εδραπέτευσε μ' έν
|
||
Ζακύνθιον πλοίον. Αφιχθέν το πλοίον εις την Ζάκυνθον, εξήλθον
|
||
άπαντες εις το Υγειονομείον διά να καταγραφώσιν· όταν ήλθεν η
|
||
σειρά του ανωτέρω ηρωτήθη πώς ονομάζεσαι: «Αντώνιος Ροΐδης». Εις
|
||
την εκφώνησιν του ονόματος τούτου είς των φυλάκων αποκαλεί τον
|
||
Αντώνιον ψεύστην και κλέπτην, συνάμα δε απέρχεται δρομαίως εις
|
||
την οικίαν του κόμητος Αντωνίου Νικολάου Ροΐδη και του λέγει: έ
|
||
Αυθέντη, ήλθεν ένας ο οποίος έχει κλεμμένον το όνομα σου και
|
||
τολμά να λέγη ότι ονομάζεται Ροΐδης. Ο φύλαξ έμεινεν έκπληκτος,
|
||
όταν ο κόμης του απήντησε: «πήγαινε να τον ερώτησης αν είναι
|
||
Χίος, και αν είναι από την Χίον, είπε εκ μέρους μου εις τον
|
||
υγειονόμον να του δώση έν καλόν δωμάτιον, και μετ' ολίγον θα
|
||
έλθω να τον ιδώ», — Ενώ λοιπόν ο Αντώνιος εσκέπτετο το τί
|
||
ποιητέον, καθότι ενόμισεν ότι ο Μεχμέτ Αλή Πασσάς επρόφθασε να
|
||
ειδοποιήση την δραπέτευσίν του, και ότι θα τον συλλάβουν διά να
|
||
τον παραδώσουν ή αποπέμψωσιν εις την Αλεξάνδρειαν, η έκπληξίς
|
||
του εκορυφώθη, όταν επιστρέψας ο φύλαξ ερωτά από ποίον τόπον
|
||
είσαι; άμα ήκουσεν από την Χίον, του λέγει πολύ καλά,
|
||
αποκαλύπτει την κεφαλήν και του λέγει, ότι: έχω εντολήν από τον
|
||
Αυθέντην Σινιόρ κόντε να ειπώ του υγειονόμου να σας παραχώρηση
|
||
έν καλόν δωμάτιον, και μετ΄ολίγον θα έλθη και ο ίδιος να σας
|
||
ιδή. Ολ' αυτά εκορύφωσαν την απορίαν και έκπληξιν του Αντωνίου,
|
||
διότι δεν εγνώριζεν ότι εις την Ζάκυνθον υπάρχει Ροΐδης και
|
||
μάλιστα καλούμενος Αντώνιος όπως και αυτός. Μετ' ού πολύ
|
||
κατήλθεν ο κόμης Αντώνιος Ν. Ροΐδης και εξηγήθησαν. Ο κόμης δεν
|
||
ηδύνατο να πιστεύση πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζωσιν εις την
|
||
Χίον ότι είχαν συγγενή εις την Ζάκυνθον».
|
||
|
||
Αδελφός του προμνησθέντος κόμητος Αντωνίου ήτο ο ιδιόρρυθμος καθ'
|
||
όλα δοτόρος Διονύσιος Ροΐδης, ον αποθανάτισεν ο Σολωμός διά της
|
||
«Πρωτοχρονιάς» και του «Ιατροσυμβουλίου». Λόγου δε τυχόντος περί
|
||
Σολωμού αδύνατον να μη μνημονευθή ότι κατά τον Ευστράτιον Ροΐδην
|
||
και άλλας μαρτυρίας [23] η ηρωίς ετέρου αριστουργήματος του, της
|
||
«Ξανθούλας», εκείνης, ην τόσον συγκινητικά αποχαιρετά ο ποιητής,
|
||
ήτο η Δις Μαριγώ Μαυρογορδάτου, η βραδύτερον νυμφευθείσα εν
|
||
Λονδίνω τον Ευστράτιον Ράλλην, εγγονή δε της Μαρίας Δ. Ροΐδου και
|
||
συνεπώς δευτέρα εξαδέλφη του Εμμανουήλ Ροΐδου, όστις πάλιν υπήρξεν
|
||
είς των πρώτων εκ των ανακηρυξάντων τον Σολωμόν πρίγκιπα της καθ'
|
||
ημάς ποιήσεως καθ' ην, απομεμακρυσμένην ήδη, εποχήν τω
|
||
διημφισθήτουν το στέμμα και ο Σούτσος και ο Ζαλοκώστας.
|
||
|
||
Αλλ' ας αφήσωμεν την Ζάκυνθον διά την Χίον. [24] Έλεγον ότι οι
|
||
λόγοι, δι' ους είς κλάδος των Ροΐδηδων μετηνάστευσεν εκεί, δεν
|
||
είναι ακριβώς γνωστοί. Ουδέ καν επακριβώς γνωρίζομεν το έτος της
|
||
αφίξεώς των εν τη παρικαλλεί εκείνη νήσω. Το βέβαιον όμως είναι
|
||
ότι το 1720 ήσαν ήδη εγκαταστημένοι εν αυτή. Από της εποχής
|
||
εκείνης τα λεπτομερέστατα απομνημονεύματα του Ευστρατίου Ροΐδου
|
||
μάς δίδουσι περί αυτών πληρεστάτας πληροφορίας.
|
||
|
||
Δέον εν τούτοις να σημειωθή ενταύθα ότι η θέσις, ην ταχέως
|
||
κατέλαβαν οι Ροΐδαι εν Χίω, ήτο περιφανής. Τούτο δεικνύουσι και οι
|
||
γάμοι ους ταχέως συνήψαν μετά των αριστοκρατικωτέρων της χώρας
|
||
οικογενειών, των Μαυρογορδίτων, των Σκυλίτζη, των Τζιτζίνια, των
|
||
Ροδοκανάκη κλπ. Ο κύκλος εν τω οποίω την εποχήν εκείνην επετρέπετο
|
||
εις αρχοντοπούλαν Χίαν να νυμφευθή ήτο πολύ στενός· εχρειάσθησαν
|
||
δ' όλα τα πλούτη του Ζαννή Ροΐδου ίνα πεισθή ο Ματθαίος
|
||
Μαυρογορδάτος να δώση την Θυγατέρα του εις τον υιόν ανδρός άρτι
|
||
εγκαταστάντος εν τη νήσω. Σημειωτέον όμως ότι ούτε οι γάμοι ούτε
|
||
τα πλούτη αντιπροσώπευον εν τη αποκλειστική εκείνη κοινωνία
|
||
τελείαν πολιτογράφησιν· διά τούτο δε μέχρι τέλους ουδείς των
|
||
Ροΐδηδων, θεωρημένων ως ξένων, ηδυνήθη να ανέλθη εις το αξίωμα
|
||
δημογέροντος. [25]
|
||
|
||
Άλλως ουδ' οι Ροΐδηδες ελησμόνησαν τελείως την καταγωγήν των· η δε
|
||
μονή, ην έκτισαν, φέρει το όνομα Χαλαντρίτζαινα, ου κατά τον
|
||
Ευστράτιον Ροΐδην μόνη εξήγησις είναι ότι ελήφθη «εκ της ουχί
|
||
μακράν της Γαστούνης κειμένης κωμοπόλεως Χαλαντρίτζας, ο ναός της
|
||
οποίας τόσης απήλαυε φήμης κατά τον Buchon».
|
||
|
||
Εις την Παναγίαν Χαλαντρίτζαιναν αποδίδει η Χιακή παράδοσις
|
||
διάφορα θαύματα. Ελέγετο μεταξύ των άλλων ότι, ότε ο χατζής
|
||
Σταμάτιος Ροΐδης, ήρχισε να κτίζη το μοναστήριον, η Παναγία
|
||
εμφανισθείσα εις τον αρχιτέκτονα τω υπέδειξε ποίον σχέδιον, πολύ
|
||
μεγαλοπρεπέστερον του αρχικού, έδει ν' ακολουθήση. Εις δε τους
|
||
απορούντας διατί η Παναγία δεν επαρουσιάσθη απ'ευθείας εις τον
|
||
ιδρυτήν της μονής, εξηγείτο ότι «η Παναγία ταπεινοφρονούσα
|
||
προετίμησε τον υπηρέτην, όπως ο Χριστός έπλυνεν ο ίδιος τους πόδας
|
||
των μαθητών του». Ο ευσεβέστατος κτίτωρ ηρκέσθη εις την εξήγησιν,
|
||
οι σκεπτικώτεροι όμως υπώπτευσαν ότι ο αρχιτέκτων, έχων συμφέρον
|
||
να λάβωσιν επέκτασιν αι εργασίαι, επενόησεν έν από τα ψευδοθαύματα
|
||
εκείνα, άτινα τόσον συχνά απαντώσιν εις το πρώτον έργον του
|
||
απογόνου του Χατζησταμάτη [26].
|
||
|
||
Εν αντιθέσει προς τους άλλους Χίους, οίτινες κατά κανόνα
|
||
επεδίδοντο εις το εμπόριον, την δουλειά, οι Ροΐδηδες, λόγω ίσως
|
||
της ξενικής των καταγωγής, ηρέσκοντο μάλλον καρπούμενοι αμέσως τα
|
||
πλούτη των, περί του μεγέθους των οποίων πλείστα τεκμήρια δίδουσι
|
||
τ' απομνημονεύματα του Ευστρατίου.
|
||
|
||
Εν τούτοις είς εξ αυτών μνημονεύεται ως διαπρέψας μεγάλως εις τα
|
||
γράμματα. Ήτο δ' ούτος ο αδελφός του προσπάππου του Εμμανουήλ
|
||
ιερομόναχος Μακάριος, όστις ετύγχανε τόσον βαθύς γνώστης και αυτής
|
||
της Λατινικής, ώστε οι αμοιρούντες ευπαιδεύτων κληρικών Λατίνοι
|
||
κατέφευγαν εις αυτόν, όπως τοις εξηγήση τας γραφάς. Αι σχέσεις
|
||
αύται έδωκαν αφορμήν είς τινας συναδέλφους, ων ο Μακάριος, δεινός
|
||
ιεροκήρυξ, κατήγγελλε τας καταχρήσεις, να τον διαβάλωσιν ως
|
||
αιρετικόν παρά τω πατριάρχη Ιερεμία. Ο ιερομόναχος, μεταβάς εις
|
||
Κωνσταντινούπολιν, κατέδειξεν από του άμβωνος την κατ' αυτού
|
||
εξυφανθείσαν σκευωρίαν. Πλην ο θρίαμβος του υπήρξε βραχυχρόνιος,
|
||
διότι σχεδόν αμέσως ύστερον απέθνησκεν αιφνιδίως. Ο μυστηριώδης
|
||
ούτος θάνατος απεδόθη εις δηλητηρίασιν. Την δ' υποψίαν ταύτην
|
||
φαίνεται ότι συνεμερίζετο και αυτός ο Πατριάρχης, διότι έγραψεν
|
||
ιδιόχειρον προς τον πατέρα του μεταστάντος επιστολήν «εν ή
|
||
εφαίνετο η ψυχική συγκίνησις και αγανάκτησίς του». [27]
|
||
|
||
Εκτός του Μακαρίου και άλλοι Ροΐδαι εδείχθησαν φίλοι των
|
||
γραμμάτων. [28] Εν τούτοις, εξ όσων ηδυνήθην ν' αντιληφθώ, την
|
||
προς την εγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν ροπήν του Μανώλη, ως και το
|
||
σατυρικόν του πνεύμα, ούτος εκληρονόμησε μάλλον εκ των προς μητρός
|
||
συγγενών, και δη εκ των δυο αδελφών του πάππου και ομωνύμου του
|
||
Μανώλη Ροδοκανάκη, Φραγκούλη και Σταματίου.
|
||
|
||
Και περί μεν της πολυμαθείας του Φραγκούλη, ο οποίος απέθανε
|
||
μυστικοσύμβουλος του μεγάλου δουκός της Τοσκάνης, ικανά μανθάνομεν
|
||
από τον Baron de Marcellus, όστις εξενίσθη εν τω πύργω των
|
||
Ροδοκανάκηδων εν Χίω [29]. Ούτος μνημονεύει και τας προς το
|
||
γυμνάσιον γενναίας του χρηματικάς δωρεάς ως και την θαυμασίαν εκ
|
||
δισχιλίων τόμων βιβλιοθήκην, ήτις περιείχε τ'αριστουργήματα ου
|
||
μόνον της Ελληνικής αλλά και της Γαλλικής και της Ιταλικής
|
||
φιλολογίας, ως και την μετά του Βάμβα στενήν φιλίαν του Φραγκούλη,
|
||
(Βλ. A. de Marcellus «Souvenire de l'Orient» σελ. 116-8 της β.
|
||
εκδόσεως, Παρισίοι 1854).
|
||
|
||
Ο Σταμάτιος Ροδοκανάκης [30] ήτο έτι μάλλον καινοτόμος και
|
||
νεωτεριστής. Η σώφρων Χιακή κοινωνία ήτο τόσον συντηρητική, ώστε
|
||
είχε καταντήση αντιδραστική. Πάσα επέκτασις ή μεταρρύθμισις της
|
||
παιδείας εκρίνετο επικίνδυνος. Η δε προσήλωσις εις τα ήθη και έθιμα
|
||
επέφερε την διαιώνισιν έξεων και ενδυμασιών, αίτινες συντελούσης και
|
||
της ασυστόλου χρήσεως ψιμμυθίου [31] εφαίνοντο κωμικαί και γελοίαι. Ο
|
||
Σταμάτιος Ροδοκανάκης επεχείρησε να πείση τους συμπατριώτας του,
|
||
ότι ήτο ανάγκη να δώσωσι πρατικόν χαρακτήρα και ζωήν εις τα
|
||
σχολεία, να ενδύωσι τας γυναίκας και θυγατέρας απλούστερα και
|
||
φυσικώτερα, χορηγούντες αυταίς συνάμα μεγαλειτέραν ελευθερίαν. Τα
|
||
καινά τούτα δαιμόνια δεν ήχησαν καλώς εις τα ώτα των
|
||
συντηρητικωτέρων· ούτοι, ορμώμενοι και υπό τοπικής κομματικής
|
||
εμπαθείας, ήρχισαν παριστώντες τον Σταμάτιον, ως γαλλίζοντα,
|
||
άθεον, επαναστάτην κλπ. Ούτος απήντα και δι' άλλων επιχειρημάτων
|
||
αλλά και διά σατυρών, εν αις μετά πολλής αφειδίας διαπομπεύει την
|
||
αμάθειαν, τας προλήψεις, και αυτά τα σωματικά μειονεκτήματα και
|
||
τας κοινωνικάς ατυχίας των αντιπάλων του. Η ανάμιξις αύτη
|
||
προσωπικών εις γενικότερα ζητήματα, ην συγχωρεί μόνον ο διά του
|
||
γέλωτος αφοπλισθείς αναγνώστης, δεν έλειψεν ως γνωστόν ούτε από
|
||
τους αγώνας του ανιψιού του, επιχειρούντος κατά καιρούς ν'
|
||
αναμορφώση την ποίησιν, την γλώσσαν, την Εθνικήν Βιβλιοθήκην και
|
||
τα πολιτικά ήθη.
|
||
|
||
*
|
||
* *
|
||
Ο ευτυχής και αμέριμνος βίος, ον περί το 1820 διήγον οι Χίοι,
|
||
αποτελεί δραματικήν αντίθεσιν προς τας επικειμένας συμφοράς.
|
||
Έλαβον αφορμήν εσχάτως να διεκτραγωδήσω την οικτράν τύχην των προς
|
||
μητρός συγγενών του Εμμανουήλ [32]. Ο πάππος του, επικαλούμενος
|
||
Φραγκομανώλης, διότι μόνος εν Χίω έφερεν ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν,
|
||
απήχθη εκ των πρώτων εις το φρούριον ως όμηρος· μετ' ολίγον δε τα
|
||
τέκνα του ωδηγήθησαν υπό Τούρκων στρατιωτών προ του δένδρου, από
|
||
του οποίου εκρέματο απηγχονισμένος ο δυστυχής εθνομάρτυς.
|
||
Μυθιστορηματικαί, δε κυριολεκτικώς είναι αι μετέπειτα περιπέτειαι
|
||
της οικογενείας του, ιδίως δε της μητρός του Μανώλη Κορνηλίας,
|
||
ήτις πωληθείσα ως δούλη, έζησε πλέον των τριών ετών εις το
|
||
εσωτερικόν της μικράς Ασίας, οθωμανίς de facto, εάν όχι de jure
|
||
[33]. Εκεί ανευρέθη κατά τύχην υπό παλαιού οικογενειακού υπηρέτου
|
||
επαγγελλομένου νυν τον μεταπράτην, εξαγορασθείσα δε αντί μεγάλων
|
||
θυσιών, διεπεραιώθη εις Λιβόρνον, όπου είχον συγκεντρωθή και τα
|
||
λοιπά πορισωθέντα μέλη της δυστήνου οικογενείας. Τόσον όμως μακρά
|
||
υπήρξεν η παρά τοις Τούρκοις διαμονή αυτής, ώστε, όταν έφθασεν εις
|
||
Τοσκάνην η δωδεκαέτις κόρη δεν εγνώριζεν ειμή ελαχίστας λέξεις
|
||
Ελληνικάς προς μέγα σκάνδαλον συγγενούς της τινός, όστις δεν έπαυε
|
||
να λέγη· «διά μία τέτοια Τουρκοπούλα να δώσωμεν 6.000 τάλληρα!!!»
|
||
[34]
|
||
|
||
Ουχ ήττον τραγικά των Ροδοκανάκηδων έπαθον οι Ροΐδαι. Χωρίς να
|
||
μακρηγορήσω επί των υλικών ζημιών και των εξανδραποδισμών αρκεί να
|
||
ενθυμήσω ότι μεταξύ των βιαίως την ζωήν τερματιθάντων Χίων
|
||
ευρίσκοντο οκτώ μέλη της οικογενείας [35], και δη ο Ζαννής Δ.
|
||
Ροΐδης μετά των υιών του Ευστρατίου και Παντολέοντος [36], ο
|
||
Θεόδωρος Δ. Ροΐδης και η μήτηρ τούτων και προμάμμη του συγγραφέως
|
||
των «Ειδώλων» Αικατερίνη Ροΐδου, το γένος Μαυροκορδάτου, γυνή
|
||
υπέργηρως, γνωστή διά την άκραν της αγαθότητα και φιλανθρωπίαν και
|
||
ήτις εσφάγη μετά της θυγατρός της Σεβαστής Πρασακάκη και των δύο
|
||
υιών ταύτης.
|
||
|
||
Η τραγική απλότης μεθ' ης διηγείται το τελευταίον τούτο επεισόδιον
|
||
ο ανεπιτήδευτος κάλαμος του Ε. Ροΐδη, αναπαριστά κάλλιον η μακρά
|
||
αφήγησις το απαίσιον δράμα του 1822, καθ' ο η αγριότης των Τούρκων
|
||
εύρε συνεπίκουρον την δολιότητα των Δυτικών.
|
||
|
||
«Οι Τούρκοι έδραμον εις την εξοχήν. Ο Ιωάννης Πρασακάκης ύψωσε
|
||
την Γαλλικήν σημαίαν επί του πύργου του, υπό την αιγίδα της
|
||
οποίας προσέφυγον πολλαί οικογένειαι· προσέφυγε και η μήτηρ του
|
||
πατρός μου. Κατ' αρχάς εσεβάσθηοαν οι άγριοι Τούρκοι την
|
||
επί ημιόνων, τας δε γραίας υπεχρέωσαν να παρακολουθούν πεζή. Η
|
||
ωραία Αικατερίνη, θυγάτηρ της Σεβαστής, θεωρούσα την τε μητέρα
|
||
και κοσμήτορα αυτής να βαδίζωσι μετά κόπου, καθικέτευσε τον
|
||
άγριον Τούρκον να καταβή να περιπατή, διά να ιππεύση εις την
|
||
θέσιν της η μήτηρ της και η προμήτωρ της. Ο Τούρκος εξήγαγε το
|
||
γιαταγάνιον και κατέσφαξεν αυτάς, διά να παύσωσι δε αι οιμωγαί
|
||
της τε θυγατρός και των παρευρισκομένων ηπείλησε και αυτάς και
|
||
ούτως επέβαλε διά του τρόμου σιωπήν. Ιδού λοιπόν τι τραγικόν
|
||
τέλος έλαβεν η πολυτρόπως ευεργετήσασα την κοινωνίαν και τακτικά
|
||
διανέμουσα ελέη εις τους πτωχούς. Εσφάγη μετά της θυγατρός της
|
||
εν μέση οδώ και τα σώματα των έγιναν βορά των κυνών και ορνέων».
|
||
|
||
Φαντάζεται τις οποία θα υπήρξεν η απελπισία και η απόγνωσις, ήτις
|
||
θα κατέλαβεν εν μέσω τοσούτων ανηκούστων ηθικών και υλικών
|
||
συμφορών τους μέχρι χθες ευτυχείς και αμερίμνως ζώντας.
|
||
|
||
Αλλ' η θαυμαστή καρτερία, ην καθ' όλον τον αγώνα επέδειξεν ο
|
||
Ελληνισμός, συνδυαζόμενη προς την οικογενειακήν αλληλεγγύην,
|
||
ετέραν αναμφισβήτητον αρετήν της φυλής μας, έσωσε και τας δύο
|
||
οικογενείας από της τελείας καταστροφής.
|
||
|
||
Είδομεν ήδη πώς χάριν του Ζακυνθίου κόμητος Αντωνίου οι Χίοι
|
||
Ροΐδαι ωπλίσθησαν δι' Ιονίου διαβατηρίου και ηδυνήθησαν διαρκούσης
|
||
έτι της θυέλλης να ζήσωσιν εμπορευόμενοι και εν αυτή τη Οθωμανική
|
||
αυτοκρατορία.
|
||
Εξ άλλου οι αδελφοί του Φραγκομανώλη Φραγκούλης και Σταμάτιος
|
||
ουδεμιάς εφείσθησαν θυσίας προς διάσωσιν εν Λιβόρνω της χήρας και
|
||
των ορφανών του, φροντίσαντες βραδύτερον να εύρωσιν εργασίαν διά
|
||
τους τρεις υιούς και γαμβρούς διά τας δυο Θυγατέρας.
|
||
|
||
Διά Χιώτισσαν αρχοντοπούλαν, ως ήδη έλαβον αφορμήν να παρατηρήσω,
|
||
ο κύκλος της εκλογής γαμβού δεν ήτο πολύ ευρύς· περιωρίζετο εις
|
||
εικοσάδα οικογενειών, αίτινες απετέλουν την Χιακήν αριστοκρατίαν.
|
||
Συνήθως εξελέγετο οικογένεια μεθ' ης ήδη υπήρχον δεσμοί
|
||
κηδεστείας, συμπλεκόμενοι ως επί το πολύ και με σχέσεις εμπορικάς.
|
||
Εις τας αρχάς ταύτας συμμορφωθείς ο θείος της Κορνηλίας Σταμάτιος
|
||
την εμνήστευσε με τον αδελφόν της συζύγου του Δημήτριον Ροΐδην
|
||
[37] επειδή δε ο γαμβρός δεν ηδύνατο να έλθη εις Λιβόρνον τού
|
||
«έστειλαν την νύμφην» εις Σύρον [38], όπου ετελέσθησαν οι γάμοι
|
||
και όπου μετά δέκα μήνας επέπρωτο να ίδη το φως ο συγγραφεύς των
|
||
ανά χείρας «Έργων», εις τας λεπτομερείας του βίου του οποίου είναι
|
||
ήδη καιρός να φθάσωμεν.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[17] Βλ. Καμπούρογλου, «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων» τομ. Β'
|
||
σ. 375—77 και εν τόμω Γ' σ. 250—251 εκ των γενεαλογικών
|
||
σημειωμάτων του κ. Κ. Α. Χρηστομάνου το «Άρχοντες Ροΐδαι».
|
||
|
||
[18] Βλ. «Athenae Christianae» Α. Mommsen αρ. 88 σελ. 77·
|
||
Καμπούρογλου «Ιστορία» τόμ. Β' σελ. 92 και σελ. 217, εν η
|
||
ανατρέπεται σφάλμα τι του Νερούτσου (πρβ. «Χριστιανικαί Αθήναι» εν
|
||
Δελτίω Εθνολ. Εταιρίας).
|
||
|
||
[19] Εκ του δευτέρου τούτου εγγράφου προκύπτει ότι τινά των
|
||
παραχωρηθέντων κτημάτων ήσαν ήδη ενοικιασμένα εις τους Ροΐδας· άρα
|
||
ούτοι ήσαν αποκατεστημένοι εν Γαστούνη προ του 1702.
|
||
|
||
[20] Ούτος ανήκε πιθανώτατα εις την γνωστήν ομώνυμον οικογένειαν,
|
||
ήτις, καθ' ας έχω άλλοθεν πληροφορίας, κατώκει τότε εν Γαστούνη
|
||
και δεν αποκατέστη εν Κερκύρα, ει μη μετά την οριστικήν
|
||
εγκατάλειψιν του Μωρέως υπό των Βενετών.
|
||
|
||
[21] Τόμ. γ' σελ. 375. Ως οικόσημον οι Ροΐδαι έλαβον ροδιάν γέμουσαν
|
||
καρπών, εις την κορυφήν της οποίας επικάθηται γλαύξ. Και η μεν
|
||
ροδιά αποτελεί λαλούν σήμα (armes parlantes), αναπαριστά δηλαδή
|
||
δι' εικόνος το οικογενειακόν όνομα, η δε γλαυξ ετέθη επ' αυτής
|
||
όπως δηλώση την εξ Αθηνών προέλευσιν (βλ. Χρηστομάνον ένθ'
|
||
ανωτέρω). Το οικόσημον τούτο εκόσμει και την μεγάλην δρύινον
|
||
βιβλιοθήκην του Εμμανουήλ Ροΐδου.
|
||
|
||
[22] Βλέπε περί ταύτης την περίφημον μελέτην του Ράνκε, η οποία
|
||
ιδούσα το φως το πρώτον εν τη Historisch - politischen Zeitschrift
|
||
(τόμ. Β'), του 1835 και μεταφρασθείσα υπό του Π. Καλλιγά
|
||
(«Πανδώρα» 1862 εν «Μελέταις και Λόγοις» β' τομ. σ. 84 κ. εξ.),
|
||
ανεδημοσιεύθη και αύθις μετά βελτιώσεων υπό του συγγραφέως (Zur
|
||
Venezianische Geschichte, Λειψία 1878, μέρος α').
|
||
|
||
[23] Κατά την εκτύπωσιν του παρόντος προλόγου έλαβον επιστολήν
|
||
αναιρούσαν τας άνω πληροφορίας. Ο κ. Δημήτριος Πετροκόκκινος μου
|
||
γράφει: «Η Ξανθούλα του Σολωμού ήτο όχι η νόννα του κ. Δούκα
|
||
Ράλλη, αλλά της Κας Στεφάνου Ράλλη η μητέρα. Μού το είπε ο γυιός
|
||
της ο John ο Ράλλης. Την εγνώρισα στα γεράματα της: Μικροκαμωμένη,
|
||
με λεπτά χαρακτηριστικά, γλυκυτάτη έκφραση και ωραία γαλανά μάτια.
|
||
Ο Burn Jones της έκανε περί το τέλος της ζωής της την εικόνα της,
|
||
κι' από κάτω έβαλε σαν τους αγιογράφους μας το μαρτύριο της Αγίας
|
||
Αικατερίνης της οποίας έφερε το όνομα».
|
||
|
||
[24] Περί των εν Ζακύνθω Ροΐδηδων πολλάς πληροφορίας μοι έπεμψαν δύο
|
||
πολύτιμοι φίλοι και διαπρεπέστατοι αρχαιοδίφαι, οι κ.κ. δε Βιάζης
|
||
και Ζώης. Ο δεύτερος μοι έστειλε και κατάλογον των έργων του
|
||
δοτόρου Ροΐδου και αντίγραφον ενός εξ αυτών.
|
||
|
||
Εκ των πληροφοριών τούτων προκύπτει ότι ο πρώτος μεταβάς εις
|
||
Ζάκυνθον κόμης Γεώργιος Ροΐδης απέθανε το 1738, καταλιπών υιόν
|
||
Νικόλαον, όστις εκ του γάμου του μετά της Μπετίνας Γριμάνη
|
||
εγέννησε τρεις υιούς, τον Αντώνιον, τον Γεώργιον και τον Διονύσιον
|
||
και τρεις θυγατέρας. Και οι μεν υιοί του δεν αφήκαν απογόνους· εκ
|
||
της θυγατρός του όμως Ζαχαρένιας, ην μνημονεύει και η Σάτυρα του
|
||
Σολωμού, κατάγεται η οικογένεια Δικοπούλου. Επίσης αφήκε
|
||
κληρονομίαν και η νυμφευθείσα τον κόμητα Κατακίτην θυγάτηρ του
|
||
Αναστασία. (Βλ. και παράρτημα).
|
||
|
||
[25] Ο Ευστράτιος Ροΐδης αποδίδει το πράγμα εις το γεγονός ότι, των
|
||
δημογερόντων απαλασσομένων του φόρου των περιουσιών, η κοινότης
|
||
δεν ήθελε ν' αφήση ασύδοτον μίαν των πλουσιωτέρων οικογενειών του
|
||
τόπου. Ίσως. Αλλά παρατηρώ ότι και οι Βλαστοί, οίτινες πολύ προ
|
||
των Ροΐδηδων ήλθον εκ Κρήτης εις Χίον, δεν κατώρθωσαν ν' ανέλθουν
|
||
εις το αξίωμα του δημογέροντος, όπερ ελογίζετο εν Χίω μέγα και
|
||
υψηλόν (Βλαστού, «Χιακά», σ. 154), ειμή μόνον τω 1822. Περί του
|
||
φόρου του κεφαλαίου εν Χίω βλ. την ημετέραν μελέτην περί της
|
||
«Οικονομικής Διοικήσεως της Ελλάδος επί Τουρκοκρατίας» παράρτημα Γ
|
||
(Παρίσιοι 1910).
|
||
|
||
[26] Την «Πάπισσαν Ιωάνναν».
|
||
|
||
[27] Η επιστολή αύτη διεσώθη εν τη οικογενεία μέχρι της καταστροφής
|
||
της Χίου.
|
||
|
||
[28] Εκ των Απομνημονευμάτων του Ευστρατίου βλέπει τις την φροντίδα,
|
||
ην ο πατήρ του ελάμβανεν όπως τα τέκνα του λάβωσι κατά το ενόν
|
||
τελείαν μόρφωσιν. Βραδύτερον αναφέρεται και είς υιός του Α. Μ.
|
||
Ροΐδου, όστις εξέδιδεν εις την Κων/πολιν την «Illustration
|
||
Orientale».
|
||
|
||
[29] Περί του πύργου των Ροδοκανάκηδων συνέγραψεν ο αείμνηστος
|
||
γυμνασιάρχης Χίου Γ. Ζολώτας λαμπράν διατριβήν καταχωρισθείσαν το
|
||
πρώτον εν σελ. 522 — 9 του έργου του Δημητρίου Ροδοκανάκη
|
||
«Ιουστινιάναι— Χίος». Εν τω αυτώ πονήματι ευρίσκονται και άλλαι
|
||
πολυτιμόταται πληροφορίαι περί της οικογενείας Ροδοκανάκη και της
|
||
Χίου εν γένει. Δυστυχώς η φαντασία του μακαρίτου συγγραφέως και
|
||
εξαδέλφου μου υπερβάλλει ενίοτε τας πραγματικάς και βαθείας
|
||
ιστορικάς του γνώσεις.
|
||
|
||
[30] Ούτος λίαν εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως ανήρ, φαίνεται επηρεασθείς
|
||
υπό τινων γάλλων καταφυγόντων περί τα τέλη του 16ου αιώνος εν Χίω.
|
||
Ήτο όμως προσέτι ελληνομαθής, γράφων και αρχαϊκά επιγράμματα.
|
||
|
||
[31] Το ψιμμύθιον ελέγετο Σουλουμάς· βλ. και τους γνωστούς
|
||
παροιμιώδεις στίχους:
|
||
|
||
-Ίντα μαντάτα από τη Χιώ;
|
||
-Κουντουρίδι περισσό.
|
||
Σουλουμάς με το καντάρι,
|
||
-Αμέ σιτάρι;
|
||
-Ο τόπος δεν το ζάρει.
|
||
|
||
[32] «Κορνηλία Ροΐδου το γένος Ροδοκανάκη» (ανατύπωσις εκ «Χιακών
|
||
Χρονικών», Αθήναι 1911).
|
||
|
||
[33] Πράγματι η κορασίς είχε πέση εις χείρας Σμυρναίου Τούρκου, όστις
|
||
διαγνώσας την μέλλουσαν αυτής έκτακτον καλλονήν, την προώρισε διά
|
||
το χαρέμιόν του, προς το παρόν δε την έστειλεν εις έν υποστατικόν
|
||
του. Φύλακες αυτής ήσαν ζεύγος γερόντων Τούρκων, οίτινες μη
|
||
έχοντες τέκνα προσεκολλήθησαν εις την νέαν Χίαν, ην μεχεχειρίζοντο
|
||
ως θυγατέρα μετονομάσαντες μάλιστα αυτήν Αϊσσέ. Ότε δε ήλθεν η
|
||
διαταγή να την οδηγήσωσιν εις Σμύρνην, οπόθεν επρόκειτο να
|
||
επιβιβασθή διά Λιβόρνον, την συνώδευσαν κλαίοντες μέχρι της
|
||
πρωτευούσης της Ιωνίας. Η Κορνηλία συχνά ενεθυμείτο τα έτη, άτινα
|
||
διήλθε διάγουσα βίον χωρικής, βοσκούσα αρνία και τρώγουσα ως επί
|
||
το πολύ βρασμένα χόρτα και ψωμί ξηρόν. Συχνάκις και μετά
|
||
συγκινήσεως ενεθυμείτο επίσης το πόσον ηγάπησαν αυτήν γεροντικόν
|
||
ζεύγος. Ότε δε την ημέραν του θανάτου του υιού της Εμμανουήλ
|
||
ευρέθη ενενηκοντούτις μόνη εις τον κόσμον, μου έλεγε στενάζουσα
|
||
ότι ευτυχέστερος ήθελεν είσθαι ο βίος της εάν είχε μείνη
|
||
λησμονημένη εις έν τουρκικόν χωρίον.
|
||
|
||
[34] Τη αληθεία η συνεννόησις μετά της οικογενείας της ήτο πρόβλημα,
|
||
όπερ έλυσε μόνον η άφιξις του πρίγκηπος Καρατζά, γνωστού εις μεν
|
||
τους νομικούς διά τον κώδικα του, εις δε τους λογίους διά τας
|
||
μεταφράσεις του Γολδόνη. Ο πρώην ηγεμών της Βλαχίας είχε πολύ
|
||
περιποιηθή εν Πίζη, ένθα είχεν εύρη καταφύγιον, την μητέρα της
|
||
Κορνηλίας, ης η υγεία, κλονισθείσα εις άκρον εκ των αλλεπαλλήλων
|
||
δυστυχημάτων, την ηνάγκασε να μεταβή προς θεραπείαν παρά τινι των
|
||
καθηγητών του Πιζαίου Πανεπιστημίου. Έκτοτε δε εξενίζετο το θέρος
|
||
υπό των Ροδοκανάκηδων εν τω παραθαλασσίω Λιβόρνω. Ο ποτέ μέγας
|
||
διερμηνεύς της Πύλης ανέλαβε νυν τα καθήκοντα διερμηνέως μεταξύ
|
||
της Τουρκοπούλας και των συγγενών της. Άλλως αι υπηρεσίαι του
|
||
κατέστησαν ταχέως περιτταί, διότι η έκτακτος ευφυία της
|
||
δωδεκαετούς κόρης τη επέτρεψαν ταχύτατα να εκμάθη την Ελληνικήν,
|
||
ην τη εδίδασκε συστηματικώτερον ο θείος της σατυρικός ποιητής
|
||
Σταμάτιος, ως και την Ιταλικήν και Γαλλικήν.
|
||
|
||
[35] Μεταξύ των εξανδραποδισθέντων, πάντων εξαγορασθέντων, ευρίσκετο
|
||
και ο Σταμάτιος Ροΐδης, νεώτατος υιός του σφαγέντος Ζαννή, ου επί
|
||
μακρόν εστάθη αδύνατον να γνωσθή η τύχη, ότε τέλος ανεκαλύφθη ότι
|
||
ευρίσκετο εις το εσωτερικόν της μικράς Ασίας και είχε σχεδόν
|
||
εντελώς εξισλαμισθή. Εχρειάσθησαν δε πολλοί κόποι όπως προσελκυσθή
|
||
εις Σύρον όπου μετά πολλά απηρνήθη τον Τουρκισμόν. Αναφέρω το
|
||
γεγονός, διότι φευ! πολλοί Έλληνες, εν οις και τέκνα ηρώων του
|
||
αγώνος ζωγρηθέντα εν τρυφερά ηλικία απωλέσθησαν διά παντός διά τον
|
||
Ελληνισμόν. Η διαμονή τινών εξ αυτών ανεκαλύφθη υπό των συγγενών
|
||
των, αλλ' αι προσπάθειαι τούτων, όπως τους επαναφέρωσιν εις την
|
||
ορθοδοξίαν δεν εκαρποφόρησαν.
|
||
|
||
[36] Οι δύο νέοι ούτοι εκάησαν επί της υπό του Κανάρη πυρποληθείσης
|
||
ναυαρχίδος. Τω όντι πολλοί εκ των ανηκόντων εις πλουσίας
|
||
οικογενείας και δυναμένων συνεπώς να εξαγορασθώσιν ακριβά είχον
|
||
μεταφερθή επί του πλοίου, θεωρούμενοι ούτως ειπείν ως γέρας του
|
||
Καπετάν πασά, πάντες δε σχεδόν αλυσόδετοι όντες εύρον οικτρόν
|
||
τέλος εν τω μέσω των φλογών. Μεταξύ των θυμάτων ευρίσκετο και ο
|
||
νεώτερος αδελφός του προς μητρός πάππου μου Μικρουλάκη.
|
||
|
||
[37] Ο νεωτεριστής Σταμάτιος είχε νυμφευθή προ της επαναστάσεως (τω
|
||
1817) μετά της τότε δεκατετραετούς Καταιριάς Ροΐδη. Είχε δ' εκλέξη
|
||
την νύμφην του νεωτάτην, ίνα δυνηθή να την μορφώση κατά τας ιδέας
|
||
του· πράγματι δε πρώτη φροντίς αυτού υπήρξε να της μάθη Γαλλικά
|
||
και να την ενδύση φράγκικα. Υιός του Σταματίου υπήρξεν ο Δημήτριος
|
||
Ροδοκανάκης αντιπρόσωπος Βραΐλας εις την Εθνοσυνέλευσιν του 1862,
|
||
και εγγονός αυτού, ο επί μακρά έτη εν Γενούη γενικός πρόξενος της
|
||
Ελλάδος Σταμάτιος.
|
||
|
||
[38] Εις την βιογραφίαν της Κορνηλίας Ροΐδου έδωκα και την εξής
|
||
λεπτομέρειαν, ότι δηλαδή, ότε το πλοίον έφθασεν εις Σύρον, ο
|
||
γαμβρός ασθενών έστειλε προς προϋπάντησίν της τον αδελφόν του
|
||
Ευστράτιον, συμπλωτήρ δε δείξας τον Ευστράτιον εις την Κορνηλίαν
|
||
της λέγει· να, έρχεται να σας πάρη ο κ. Ροΐδης. Μόνον δε όταν
|
||
ανέβη ούτος επί του πλοίου, αντελήφθη η Κορνηλία, ότι ο ερχόμενος
|
||
εις προυπάντηαίν της δεν ήτο ο μέλλων σύζυγος της. Δεν ενόμισα δε
|
||
άσκοπον να προσθέσω ότι παρ' όλα ταύτα το συνοικέσιον, όπως
|
||
πλείστα άλλα Χιακά συνοικέσια της εποχής εκείνης, καίπερ προϊόντα
|
||
οικογενειακής διπλωματίας, υπήρξε πολύ ευτυχέστερον άλλων εις
|
||
μόνην την φαρέτραν του Έρωτος οφειλομένων. Και τούτο διότι οι
|
||
παλαιοί Χίοι, ότε «εμαγείρευον» τους γάμους των τέκνων των, δεν
|
||
απέβλεπον μόνον εις το χρήμα, αλλά και εν τούτω σώφρονες επεδίωκον
|
||
προ παντός χρηστοήθειαν και αναλογίαν ανατροφής και κοινωνικής
|
||
τάξεως.
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΚΕΦΑΔΑΙΟΝ Β’.
|
||
|
||
|
||
Ο βίος τον Εμμανουήλ Ροΐδου
|
||
|
||
Ο βίος του Εμμανουήλ Ροΐδου διαιρείται εις δύο ίσας περιόδους, την
|
||
μίαν αδιακόπων μετακινήσεων, την άλλην διαρκούς εν Αθήναις
|
||
διαμονής. Και την μεν μονοτονίαν της δευτέρας διακόπτει μόνον
|
||
σειρά μακρά ατυχημάτων, άτινα, εάν εχρωμάτισαν με περισσήν
|
||
μελαγχολίαν, δεν ανέκοψαν όμως ευτυχώς την πυκνοτέραν καταστάσαν
|
||
φιλολογικήν παραγωγήν, εν η συνωψίζετο πλέον ο όλος του βίος.
|
||
Τουναντίον η πρώτη περίοδος υπήρξεν ευτυχής όσον και ποικίλη. Εις
|
||
αυτήν εστρέφετο αδιακόπως το πνεύμα του υπό της φύσεως και της
|
||
δυστυχίας απομονωθέντος συγγραφέως. Έκαστον δε σταθμόν αυτής
|
||
εγαλβάνιζεν η λαμπρά αυτού διάνοια, ενσωματούσα αυτόν εις
|
||
μυθιστόρημα, διήγημα, άρθρον ή σκέψιν. Άξιον μάλιστα παρατηρήσεως
|
||
είναι ότι όλη η δημιουργική και μέρος της κριτικής εργασίας του
|
||
Ροΐδου σχετίζεται δεινώς προς επεισόδια των παιδικών και νεανικών
|
||
αυτού χρόνων. Ουδέν άξιον απομνημονεύσεως παρέλειψεν. Άνευ
|
||
υπερβολής δε δύναταί τις να είπη ότι ο αναγνώσας την διά του
|
||
παρόντος τόμου εγκαινιαζομένην συλλογήν των έργων του Ροΐδου,
|
||
γνωρίζει τον βίον του καλλίτερον ή ο μελετήσας την ανά χείρας
|
||
βιογραφίαν.
|
||
|
||
Ι
|
||
|
||
Τα έτη της παιδικής και νεανικής ηλικίας. — Η μετάφρασις του
|
||
«Οδοιπορικού»
|
||
|
||
Ως ήδη είρηται, ο Εμμανουήλ Ροΐδης εγεννήθη τω 1885 εν Σύρω. Εξ
|
||
Ερμουπόλεως ανεχώρησεν εξαετής, σχων όμως ήδη την αφορμήν να δώση
|
||
τεκμήρια του σατυρικού του πνεύματος και απολαύων δικαίως την
|
||
φήμην enfant terible [39].
|
||
|
||
Τω 1841 ο Δημήτριος Ροΐδης μετενάστευσεν εις Γένουαν, όπου και
|
||
διωρίσθη γενικός πρόξενος της Ελλάδος. Η εν τη πρωτευούση της
|
||
Λιγουρίας οκταετής διαμονή του νεαρού Μανώλη έσχε μεγάλην
|
||
επίδρασιν επί του βίου αυτού, όχι μόνον ένεκα της επιδράσεως ην
|
||
ήσκησεν επ' αυτού μάλλον προηγμένον περιβάλλον, αλλά και διότι εις
|
||
αυτόν οφείλεται και η συγγραφή της «Παπίσσης Ιωάννας». Περιττόν να
|
||
επαναλάβωμεν, διότι αυτός ο συγγραφεύς αφηγήθη εκτενώς το πράγμα
|
||
εν τω προλόγω του πρώτου και γνωστοτέρου του έργου, πως κατά τον
|
||
βομβαρδισμών της επαναστατησάσης Γένοβας ηγέρθη εν τω υπογείω,
|
||
όπερ εχρησίμευεν ως καταφύγιον ελληνικού προξενείου, βιαιοτάτη
|
||
θρησκευτικοπολιτική συζήτησις και πώς η μεσαιωνική περί παπίσσης
|
||
παράδοσις ήχησε διά πρώτην φοράν εις τα κατάπληκτα νεανικά του
|
||
ώτα.
|
||
|
||
Έν έτος βραδύτερον τω 1849 εστέλλετο εις Σύρον όπως λάβη ελληνικήν
|
||
ανατροφήν, ουδέποτε όμως ελησμόνησε την Γένοβαν και τους
|
||
Γενοβέζους, και εκείνην μεν μνημονεύει πλειστάκις λαβών αυτήν ως
|
||
τόπον ενός των ωραιότερων του διηγημάτων, της «Κυνομυομαχίας»,
|
||
τούτων δ' έδωκε απαράμιλλον χαρακτηρισμόν εν τω περί της
|
||
«Συνωμοσίας του Φιέσκο» (κατά μετάφρασιν του πρίγκηπος Σαξ
|
||
Μεΐνιγγεν) άρθρον του της Ώρας» (18 Ιουνίου 1888).
|
||
|
||
Οποίος δε ήτο την μορφήν εν τοις χρόνοις εκείνοις ο Ε. Ροΐδης
|
||
κρίνει τις εκ της κοσμούσης τον παρόντα τόμον ξυλογραφίας. Η
|
||
ιχνογραφία (a deux crayons), ης αύτη είναι πιστή αναπαράστασις
|
||
[40], είναι έργον Ρωμαίου καλλιτέχνου, όστις παρεπιδημών εις
|
||
Γένοβαν και συναντήσας έν τινι συναναστροφή τον νεαρόν Έλληνα,
|
||
τόσον εθαύμασε την ευφυά και εκφραστικήν του φυσιογνωμίαν, ώστε
|
||
εζήτησε παρά των γονέων του την άδειαν να την απεικονίση.
|
||
|
||
Εις Σύρον εστάλη κατά προτίμησιν υπό των γονέων του ο Μανώλης,
|
||
διότι εκεί έζη τότε η αδελφή της μητρός του Κυρίου Αντωνίου
|
||
Μικρουλάκη και διότι εν Ερμουπόλει ελειτούργει Λύκειον δικαίως
|
||
φημιζόμενον ως έν των αρίστων ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
|
||
το Λύκειον Ευαγγελίδου. Ο Χρήστος Ευαγγελίδης, Μακεδών,
|
||
απορφανισθείς κατά την επανάστασιν, είχεν εκπαιδευθή υπό
|
||
φιλελλήνων Αμερικανών εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις, απεκόμισε δ'
|
||
εκείθεν, κατά την μαρτυρίαν του αειμνήστου Δ. Βικέλα [41],
|
||
ελλείψει πολλών γνώσεων έξεις παιδαγωγικάς, των οποίων η εισαγωγή
|
||
ήτο ίσως αναγκαιοτέρα της θεωρητικής σοφίας παρ' ημίν. Πράγματι
|
||
προσεπάθει να συνειθίση τους μαθητάς του εις την διαχείρισιν
|
||
χρημάτων [42], και ώθει αυτούς εις πρωτοτύπους φιλολογικάς
|
||
εργασίας. Διιδών την προς το γράφειν έφεσιν των νέων Βικέλα και
|
||
Ροΐδου, τους έπεισεν άνευ πολλού κόπου, ν' αναλάβωσι την έκδοσιν
|
||
εβδομαδιαίας εφημερίδος, ήτις εκυκλοφόρει ως χειρόγραφον υπό τον
|
||
τίτλον «Η Μέλισσα», και ης μετέπειτα οι δύο συντάκται μάτην
|
||
ανεζήτησαν έστω και έν μόνον αντίτυπον.
|
||
|
||
Επίσης διωργάνου ο Ευαγγελίδης και θεατρικάς παραστάσεις. Εν μια
|
||
εξ αυτών παρεστάθη η υπό του δεκαεξαετούς Βικέλα μετάφρασις της
|
||
«Ρακινέας Εσθήρ». Εις ταύτης την διδασκαλίαν έλαβε μέρος και ο
|
||
Ροΐδης, δεν ηδυνήθη όμως να υποδυθή ή μόνον δευτερεύον πρόσωπον,
|
||
διότι η βαρυηκοΐα ήρχισεν από τότε να τον βασανίζη.
|
||
|
||
Προς θεραπείαν της βαρυηκοΐας ταύτης όσον και προς πληρεστέρας
|
||
σπουδάς απήλθε τω 1855 ο Ροΐδης εις Βερολίνον, απεκόμιζεν όμως εκ
|
||
της Σύρας και της Συριανής κοινωνίας τόσον ζωηράν ανάμνησιν, ώστε
|
||
μετά παρέλευσιν 40 ετών ηδυνήθη να τας απεικονίση μετ' απιστεύτου
|
||
ακριβείας εις τα «Συριανά εκείνα Διηγήματα», άτινα θεωρούνται υπό
|
||
πολλών ως το δημιουργικόν αριστούργημα του και εις τα οποία
|
||
«υπάρχει αφεύκτως κάτι από το πνεύμα και το ύφος του συγγραφέως
|
||
του Ζαδίγ» [43].
|
||
|
||
Η εν Βερολίνω διαμονή του παρετάθη πλέον του έτους. Ηκολούθει ο
|
||
Ροΐδης μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Δυστυχώς τα πειράματα,
|
||
εις ά τον υπέβαλε δόκιμος ιατρός προς θεραπείαν των ώτων του, αντί
|
||
να ωφελήσουν επεδείνωσαν τόσον την κατάστασίν του ώστε, καίτοι
|
||
καθήμενος, ειδική αδεία, ουχί επί των θρανίων αλλ' επί καθίσματος
|
||
ακριβώς υπό την έδραν τιθεμένου, δεν κατώρθου πλέον ν' ακολουθή
|
||
απροσκόπτως τας παραδόσεις. Όθεν απελπισθείς συνεμορφώθη προς τας
|
||
οικογενειακάς συμβουλάς, απεφάσισε δηλαδή να γίνη έμπορος και
|
||
μετέβη εις Ρουμανίαν.
|
||
|
||
Την εποχήν εκείνην (τω 1857) η Ρουμανία, ή, κυρίως ειπείν, αι
|
||
Παραδουνάβιοι Ηγεμονίαι, ήσαν από εμπορικής απόψεως χώρα ελληνική.
|
||
Ο Ροΐδης επανεύρεν εν μεν τω Ιασίω τον πατέρα του, όστις διηύθυνε
|
||
το περίφημον τότε επί πλούτω και τιμιότητι κατάστημα Αργέντη —
|
||
Σεκιάρη, εις δε την Βραΐλαν τον Δημήτριον Ροδοκανάκην, υιόν του
|
||
Σταματίου εκείνου, παρ' ού ίσως ο Μανώλης εκληρονόμησε την προς
|
||
τας μεταρρυθμίσεις και την σάτυραν τάσιν.
|
||
|
||
Τα ήθη δεν ήσαν τότε εν ταις ηγεμονίαις λίαν αυστηρά και νέος
|
||
ωραίος και κομψός ως αυτός εύρισκεν ευκόλως ευκαιρίας
|
||
διασκεδάσεων· πλην εις την λεπτήν και καλλιτεχνικήν του φύσιν αι
|
||
εύκολοι απολαύσεις δεν άφηνον ειμή προσωρινάς εντυπώσεις, διά
|
||
τούτο δ' ουδέποτε ποιείται που ιδιαιτέραν μνείαν περί της εν
|
||
Ρουμανία διαμονής. Άλλως το εμπόριον ολίγον τον είλκυεν, ο δε
|
||
θείος του Δημήτριος, παρ' ω εμαθήτευε, παρετήρει μετ' απορίας ότι,
|
||
εν ω έγραφεν αδιακόπως, ουδέποτε η εις αυτόν ανατεθειμένη μικρά
|
||
αλληλογραφία ήτο εν τάξει. Προς λύσιν του προβλήματος ήνοιξε το
|
||
γραφείον του και αντί εμπορικών σημειώσεων εύρε χειρόγραφον
|
||
μετάφρασίν του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου.
|
||
|
||
Ευτυχώς διά τα ελληνικά γράμματα, ο Δημήτριος Ροδοκανάκης, ο
|
||
μετέπειτα αντιπρόσωπος της Βραΐλας εν τη Εθνοσυνελεύσει, ήτο ανήρ
|
||
μορφωμένος και φιλοπρόοδος. Διεξελθών δ' ολίγας σελίδας του
|
||
χειρογράφου, εκάλεσε τον ανεψιόν του και αντί επιτιμήσεως τού
|
||
έδωκε την συμβουλήν να τυπώση το έργον του.
|
||
|
||
Η συμβουλή εγένετο τοσούτω μάλλον προθύμως δεκτή, καθ' όσον
|
||
υπέθετε και μετάβασιν εις Αθήνας, όπου λόγω της υγείας της μητρός
|
||
του είχον ήδη μεταβή οι γονείς του. Μετ' ολίγους δε μήνας το
|
||
τυπογραφείον της «Αυγής» εξετύπου εις τέσσαρας τόμους το όλον
|
||
Itineraire, εις ό είχον προστεθή αποσπάσματα του «Πνεύματος του
|
||
Χριστιανισμού» και των «Μαρτύρων», ως και μετάφρασις του γνωστού
|
||
διηγήματος του Σατωβριάν «Ο τελευταίος Αβενσεράγης».
|
||
|
||
Ο συγγραφεύς εν τω προλόγω του ομολογεί, ότι «νέος ων και
|
||
παρέργους μόνον ώρας αφιερών τη φιλολογία επί πολύ εδίστασα περί
|
||
την δημοσίευσην του έργου», σπεύδει όμως να προσθέση, «αλλά
|
||
παραβαλών αυτό προς πολλά κατά καιρούς αναφανέντα τοιαύτα, έπεισα
|
||
εμαυτόν ότι ηδυνάμην καγώ να φέρω εις φως το προϊόν των κόπων μου,
|
||
ο δε αναμάρτητος τον πρώτον λίθον βαλέτω».
|
||
|
||
Ο πρόλογός του «Οδοιπορικού» είναι αι πρώται γραμμαί, άς
|
||
εδημοσίευσεν ο Ροΐδης. Ήδη εξ αυτών αναφαίνεται η λεπτή και
|
||
δηκτική του ειρωνεία. Επίσης τα σπάνιά του κριτικά δώρα
|
||
εμφανίζονται εις όσα λέγει περί των λόγων δι' ους και ως φίλος των
|
||
γραμμάτων και ως Έλλην ησθάνθη την ανάγκην να μεταφρασθώσι τ'
|
||
αριστουργήματά του Σατωβριάν. Τέλος δε δεν λείπει από των πρώτων
|
||
εκείνων σελίδων ούτε ο κατά της καθαρευούσης πόλεμος. Και ναι μεν
|
||
δηλοί ότι «παιδιόθεν εν τη ξένη ανατραφείς και την γλώσσαν του
|
||
λαού μη συνηθίσας, ταύτην έμελλε να προτιμήση», αλλά συνάμα
|
||
παραπονείται ότι «η καθαρεύουσα είναι επί του παρόντος σύμμικτον
|
||
μόνον κράμα και είδος ποικίλον χυδαϊσμών, ξενισμών και αρχαϊσμών
|
||
ακαίρων», εν ω εξ άλλου «η καθομιλουμένη δεν αρκεί εις έκφρασιν
|
||
πάντων του πνεύματος των διανοημάτων». Συμπέρασμα: ηναγκάσθη να
|
||
γράψη «εις γλώσσαν άμορφον έτι και ανεπαρκή».
|
||
|
||
Έν των ωραιοτέρων επεισοδίων «Του τελευταίου Αβενσεράγου» είναι ως
|
||
γνωστόν η μεταξύ του Λωτρέκ και του Αβέν - Χαμέτ ποιητική
|
||
μονομαχία. Ο Ροΐδης δεν ησθάνετο όμως εαυτόν ποιητήν και διά τούτο
|
||
προσέτρεξεν εις την συνεργασίαν «του βραβευθέντος ποιητού του
|
||
Αρματωλού κ. Σταυρίδη».
|
||
Τριακοντατέσσαρα έτη βραδύτερον, ότε έκρινεν επίκαιρον [44] την
|
||
μετάφρασιν των «Σκηνών του Βοημικού βίου» (Άστυ 27 Ιαν. — 2
|
||
Απριλίου 1894), επεκαλέσθη την αρωγήν του κ. Ι. Πολέμη προς
|
||
έμμετρον μετάφρασίν του μικρού κομψοτεχνήματος Hier en voyant
|
||
l'hirodelle, δι ου ο Murger επεσφράγισε το αειθαλές αυτού
|
||
αριστούργημα.
|
||
|
||
Εις τί λοιπόν περιορίζεται το έμμετρον, δεν τολμώ να είπω το
|
||
ποιητικόν, έργον του Ροΐδου; Εφ' όσον γνωρίζω [45], εις μίαν και
|
||
μόνην πρόποσιν, ην ανέγνωσεν εις συμπόσιον, ου συμμετέσχον οι
|
||
κυριώτατοι των τότε λογίων, τη 25 Μαρτίου 1885 και ήτις είχεν ως
|
||
εξής:
|
||
|
||
Αγαπώ τον καλόν οίνον όταν άκρατος αφρίζη
|
||
Και την κύλικα με λάμψεις ξανθοχρύσους χρωματίζη.
|
||
Αγαπώ με την ακτίνα των νυχτερινών λαμπάδων
|
||
Το πρωί να περιμένω ευωχούμενος και άδων.
|
||
Ηδονήν εγώ ζητήσας του σκοπού πρόσκαιρου βίου
|
||
Τεθαμμένην αυτήν εύρον εις το βάθος ποτηρίου.
|
||
|
||
Οι στίχοι ούτοι, πρέπει να τ' ομολογήσωμεν, φαίνονται έργον μάλλον
|
||
μετρίου μαθητού των Σούτσων ή του συγγραφέως της «Συγχρόνου
|
||
Ποιήσεως», έπρεπεν όμως εν τούτοις να εύρωσι κάπου θέσιν εις τα
|
||
παρόντα «Έργα».
|
||
|
||
Αρκετά παράδοξον είναι ότι διαρκούντος του αυτού γεύματος ο οπαδός
|
||
της καθαρευούσης Ισιδωρίδης Σκυλίτζης ανεμνήσθη ανεκδότου
|
||
προπόσεως του Ρήγα του Φερραίου, απαγγελθείσης παρά του
|
||
ιερομάρτυρος εν συμποσίω ομογενών είς τινα παρά την Βιέννην
|
||
εξοχήν:
|
||
|
||
Γεμάτο όλοι έχοντες φιλίας το ποτήρι
|
||
Παίδες Ελλήνων χάρηκαν σ' αυτό το μοναστήρι
|
||
Συντρώγοντες και πίνοντες με μόνην την ελπίδα
|
||
Σαν λεοντάρια να χυθούν στην φίλην των πατρίδα.
|
||
|
||
Εάν ο Ροΐδης δεν είχεν αυτός ο ίδιος γράψη την πρώτην κοινοτοπικήν
|
||
πρόποσιν, δεν θα παρέλειπεν αναμφιβόλως να την παραβάλη με την
|
||
εμπνευσμένην πρόποσιν του Ρήγα, ως νέαν μαρτυρίαν υπέρ των
|
||
ποιητικών του και γλωσσικών δοξασιών.
|
||
|
||
Και ταύτα μεν τω 1885. Επανέλθωμεν εις το 1860. Η μεγάλη επιτυχία
|
||
του «Οδοιπορικού» ενίσχυσε παρά τω νεαρώ μεταφραστή τον πόθον ν'
|
||
αφοσιωθή εις τα γράμματα και να ζήση εν Αθήναις, εφ' όσον δ'
|
||
επλησίαζεν η ώρα της εις Ρουμανίαν επανόδου, ήρχισε να τον
|
||
καταλαμβάνη τοιαύτη μελαγχολία, ώστε οι γονείς, λυπηθέντες αυτόν,
|
||
του επέτρεψαν ν'ακολουθήση την οδόν, ην του εδείκνυεν η φύσις.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[39] Παραστάς λ.χ. άπαξ εις συζήτησιν υπέρ το δέον ζωηράν μεταξύ δύο
|
||
χαρτοπαιζόντων εν τω «καζίνω» της Σύρου Χίων εμπόρων, έσπευσε να
|
||
πληροφορήση δημοσία τας συζύγους των, αίτινες ευρίσκοντο μετά της
|
||
μητρός του, «ότι οι άνδρες σας πιάσθηκαν σαν τσαλαπετεινοί».
|
||
|
||
[40] Το πρωτότυπον ευρίσκεται παρά τω κ. Ανδρέα Ροΐδη Καλλίνσκη.
|
||
|
||
[41] Η «Ζωή μου» (σ. 112).
|
||
|
||
[42] Βλ. «Ιστορίαν ενός Σκύλου».
|
||
|
||
[43] Ξενόπουλος «Παναθήναια» τόμ. Ζ' σ. 359.
|
||
|
||
[44] Ο βραχύς περί Murger πρόλογος, ον ο Ροΐδης προέταξε της
|
||
μεταφράσεως τελειώνει διά των εξής:
|
||
|
||
«Αι σκηναί του Βοημικού βίου δύνανται να θεωρηθώσιν ως
|
||
εχγειρίδιον διδάσκον την εύθυμον ανοχήν της πενίας και ως
|
||
τοιούτον επροτιμήσαμεν αυτό παντός άλλου έργου του συγγραφέως,
|
||
πιστεύοντες ότι εις τας παρούσας περιστάσεις δεν είναι όλως
|
||
περιττή εις τους Έλληνας η τοιαύτη διδασκαλία».
|
||
|
||
[45] Εξαιρέσει των εν τη «Μποέμ» εξής εγκατεσπαρμένων στίχων, ους
|
||
ίσως και αυτούς έγραψεν άλλος:
|
||
|
||
Η ξανθιά και νέα κόρη
|
||
τη μαντίλλα της πετάει
|
||
και δειλά κρυφοκυττάη
|
||
τάστρα πουν' στον ουρανό
|
||
και της λίμνης τα νερά
|
||
τα γαλάζια κι'αργυρά.
|
||
|
||
Οκτώ και οκτώ κάνουν δεκάξη·
|
||
Δίνω έξη, κρατώ ένα·
|
||
Άχ να εύρισκα κανένα
|
||
Τίμιο χωρίς λεφτό
|
||
Να μού δάνειζ' εκατό
|
||
Να πληρώσω ότι χρωστώ
|
||
Όταν τύχη και αδειάσω.
|
||
|
||
Επωδός
|
||
|
||
Και σαν το ρωλόι κτυπήση
|
||
Μεσημέρι παρά κάτι
|
||
Θα πλερώσω στο Βερνάρδο
|
||
τιμιώτατα το νοίκι.
|
||
|
||
ΙΙ
|
||
|
||
Η εν Αθήναις οριστική εγκατάστασις.— «Η Πάπισσα Ιωάννα».
|
||
|
||
Εν τω μεταξύ η κλονισμένη υγεία της μητρός του, ήτις είχε
|
||
προκαλέση την εξ Ιασίου αναχώρησιν της οικογενείας, επέβαλε και
|
||
μετάβασιν εις Αίγυπτον. Το κλίμα των όχθων του Νείλου επέδρασε
|
||
θαυματουργώς επί της υγείας της μητρός τού Εμμανουήλ, ήτις τελείως
|
||
ιάθη της κατατρυχούσης αυτήν φυματιώσεως, αλλ' ο πατήρ του μη δους
|
||
επαρκή προσοχήν εις την αιφνιδίαν αλλαγήν της θερμοκρασίας, ήτις —
|
||
γνώρισμα της ερήμου — συνοδεύει την δύσιν του ηλίου, εκρυολόγησε,
|
||
και μετά βραχείαν ασθένειαν, απέθανεν. Ούτως ετερματίσθη βιαίως η
|
||
κατά τα άλλα τόσον ευχάριστος εν τη χώρα των Φαραώ διαμονή.
|
||
Διηγήματα [46] όμως και σκαλαθύρματα μεταγενέστερα μάς διεφύλαξαν
|
||
πιστήν εικόνα της τότε Αιγύπτου, τόσον διαφόρου υπό πάσαν έποψιν
|
||
της σημερινής.
|
||
|
||
Η επάνοδος της απορφανισθείσης οικογενείας εις Αθήνας συνέπεσε με
|
||
τας παραμονάς της Μεταπολιτεύσεως. Άνεμος επαναστατικός εξήπτε τας
|
||
κεφαλάς της νεολαίας, πιστευούσης ειλικρινώς ότι ο άρχων του
|
||
τόπου, πατριώτης, αγαθός, ευσυνείδητος, συνάμα όμως στενός και
|
||
σχολαστικός Βίττελσβαχ, ήτο η ενσάρκωσις της Μακιαβελλικωτέρας των
|
||
τυραννιών.
|
||
|
||
Ο Ροΐδης δεν ήτο αρκετά θερμοκέφαλος όπως παρασυρθή τελείως, ούτε
|
||
όμως είχεν ωριμάση αρκούντως όπως μη επηρεασθή ποσώς υπό
|
||
αισθημάτων, άτινα συνεμερίζετο η σχεδόν παμψηφία των συνομηλίκων
|
||
του. Άλλως τε και ζήσας εις μάλλον φιλελευθέρως κυβερνώμενα έθνη,
|
||
δεν ήτο δυνατόν να μη ερεθίζεται υπό της υπερβολικής
|
||
Συγκεντρώσεως, της διαιρέσεως των πολιτών υπό της Αυλής εις
|
||
αφωσιωμένους και μη, και των αδιακόπων καταστρατηγήσεων του
|
||
Συντάγματος. Οι βουλευταί τότε εχωρίζοντο μάλλον ή εξελέγοντο·
|
||
επροτιμώντο δ' οι πειθηνιώτεροι των ευγλωττοτέρων. Στόχος του
|
||
Ροΐδου, αρχίσαντος να δημοσιογραφή εν τη «Αυγή», κατέστησαν οι
|
||
εγκάθετοι των βουλευτικών εδωλίων (δεν λέγω θεωρείων), προ παντός
|
||
δ' ο γνωστός διά την Αρποκράτειον σιωπήν του βουλευτής Σύρου
|
||
Πρασακάκης. «όστις ήνοιγε στόμα μεγαλείτερόν του φούρνου του
|
||
Στρατή (του μεγαλειτέρου κλιβάνου της Σύρας) χωρίς να κατορθώνη
|
||
ποτέ ν' αρθρώση λέξιν».
|
||
|
||
Αλλά και κατά την περίοδον ταύτην, καθ' ην ουδείς ηδύνατο να μένη
|
||
αδιάφορος εις τα δημόσια, έτι δε περισσότερον μετά την
|
||
εθνοσωτήριον Μεταπολίτευσιν, η πολιτική δημοσιογραφία κατείχεν εν
|
||
ταις σκέψεσι του νέου Χίου δευτερεύουσαν σκέψιν· η προσοχή του
|
||
εστρέφετο επί μάλλον και μάλλον προς θέμα, όπερ από δωδεκαετίας
|
||
τον απησχόλει, την «Πάπισσαν Ιωάνναν».
|
||
|
||
Το πολύκροτον τούτο έργον είδε το φως περί τας αρχάς του 1866. Η
|
||
έρευνα όμως του ιστορικού προβλήματος της «Παπίσσης» απησχόλει, ως
|
||
ήδη ερρέθη, τον Ροΐδην, από του 1848. Κατά την πολύμηνον διαμονήν
|
||
του εν Γερμανία (1855—1856) ήρχισε την συστηματικωτέραν τούτου
|
||
μελέτην, συνεπλήρωσε δε ταύτην διά ταξειδίων εις Ιταλίαν και
|
||
μακρών μελετών εν τη Αθηναϊκή Εθνική Βιβλιοθήκη. Αι υπ' αυτού
|
||
αδιάκοποι αιτήσεις μεσαιωνικών βιβλίων, «άτινα ούτε εγνώριζον ούτε
|
||
ευκόλως ανεύρισκαν οι τότε βιβλιοφύλακες», ηνάγκασαν μάλιστα τον
|
||
εφορεύοντα Παναγιώτην Σούτσον να λύη τα εκάστοτε εγειρόμενα
|
||
ζητήματα δίδων εις τον Ροΐδην «μίαν κλίμακα και την άδειαν ν'
|
||
αναζητή ο ίδιος τα συναξάρια» [47].
|
||
|
||
Η επιτυχία υπήρξεν ανταξία των κόπων ους κατέβαλεν ο συγγραφεύς.
|
||
Όπως ορθώς γράφει ο εκδότης της δευτέρας γαλλικής μεταφράσεως
|
||
[48], «Από Αθηνών εις Κωνσταντίνουπολιν και από Κερκύρας εις
|
||
Τραπεζούντα [49], όλη η Ελλάς εθαύμασε το έξοχον ύφος του
|
||
συγγραφέως, την χάριν, την λεπτότητα, την πονηρίαν του (malice),
|
||
Δεν ευρίσκοντο δε λόγοι αρκούντως επαινετικοί όπως εξαρθή η τέχνη
|
||
μεθ' ης ο Ε. Ροΐδης ανέμιξε το χρήσιμον προς το ευχάριστον και το
|
||
τερπνόν προς το σοβαρόν».
|
||
|
||
Ο προκληθείς ενθουσιασμός δεν ήτο υπερβολικός, αφ' ου ουχί μόνον,
|
||
ως ομοθύμως αναγνωρίζεται νυν, η «Πάπισσα» υπήρξε το πρώτον
|
||
καλλιλογικόν μας Φόρημα, εκείνο εις ο εδιδάχθη το κοινόν τί εστί
|
||
το bello stile [50], αλλά και το πρώτον ελληνικόν μυθιστόρημα,
|
||
όπερ χωρίς να είναι απλούν αφέψημα ιστορικών συγγραμμάτων και
|
||
διατριβών, εβασίζετο όσον αφορά το ιστορικόν μέρος επί γεγονότων
|
||
μετά πλείστης επιμελείας εξακριβωθέντων [51], τέλος δε και το
|
||
πρώτον, όπου η μελέτη και αι γνώσεις συνεδυάζοντο με τόσον πνεύμα.
|
||
Και είναι μεν αληθές ότι ο συγγραφές prenant, όπως λέγει ο
|
||
Μολιέρος, son bien ou il le trouvait, πολλάκις εμιμήθη και έστιν
|
||
ότε αντέγραψε τον Μπάιρων, τον Μυσσέ και τον Χάινε· πλην και οι
|
||
ασπονδότεροι των πολυαρίθμων εχθρών του ηναγκάσθησαν να
|
||
ομολογήσωσιν ότι τα ερανίσματα είναι εν συνόλω ελάχιστα εν
|
||
συγκρίσει προς την αφθόνως και ακόπως ρέουσαν πηγήν πρωτοτύπων
|
||
όσον και απροόπτων παρατηρήσεων και συσχετισμών ως και του αφειδώς
|
||
εγκατεσπαρμένου καθαρώς Ροΐδείου άλατος.
|
||
|
||
Ταύτα πάντα είναι προσόντα τόσον μεγάλα και σπάνια, ώστε δεν
|
||
πρέπει ν' απορήσωμεν ότι η επιτυχία της «Παπίσσης» παρ' ημίν μεν
|
||
μένει διηνεκής κατέστη δε ταχέως διεθνής.
|
||
|
||
Και πράγματι παρ' ημίν μεν εκτός των δύο εκδόσεων ας εξέδωκεν
|
||
ενταύθα αυτός ο συγγραφεύς, η «Πάπισσα» έλαβε και τρεις άλλας
|
||
Αθηναϊκάς εκδόσεις.
|
||
|
||
Πόσας έλαβεν εκτός των Αθηνών αδύνατον εστάθη να εξακριβώσω. Ο κ.
|
||
Βλαχογιάννης μας ανεκοίνωσεν έκδοσιν γενομένην εν Βουκουρεστίω
|
||
(1876) πρώην μαθητής μου μού στέλλει εκ Κύπρου έκδοσιν γενομένην
|
||
εν Λευκωσία (1908), η δ' άρτι εκδοθείσα θαυμασία βιβλιογραφία του
|
||
κ. Πολίτου μνημονεύει( [52] άλλην ανατύπωσιν εν ταις στήλαις του
|
||
«Βοσπόρου» του Καΐρου (Ιούλιος—Αύγουστος 1909). Τίς οίδε πόσαι
|
||
άλλαι τοιαύται εκδόσεις και αναδημοσιεύσεις εγένοντο!
|
||
|
||
Ο εν τη ξένη θρίαμβος της «Παπίσσης» δεν υπήρξε μικρότερος.
|
||
Μετεφράσθη ρωσσιστί, δανιστί [53], ιταλιστί [54] και αγγλιστί
|
||
[55]. Γερμανιστί μετεφράσθη δις, το πρώτον προ ετών πολλών υπό του
|
||
George Buvar [56], το δεύτερον τω 1904 υπό Paul Friedrick [57].
|
||
Πολυαριθμότεραι ακόμη είναι οι γαλλικαί μεταφράσεις. Η πρώτη,
|
||
έργον του γάλλου Bezolles και του μετέπειτα τοσάκις υπουργεύσαντος
|
||
πολιτευτού Αττικής Ν. Λεβίδου, δημοσιευθείσα το πρώτον εν τη
|
||
«Independance Hellenique», εξεδόθη και εν ιδίω τόμω τω 1869. Η
|
||
δευτέρα, υπό ανωνύμου πλην πεπειραμένου γάλλου μεταφραστού,
|
||
εξετυπώθη παρά τω εκδότη Maurice Dreyfous και εντός τριετίας
|
||
(1878—1881) έσχεν επτά εκδόσεις. Η τρίτη τέλος και προσφατωτάτη
|
||
(1908) εξεδόθη, και τούτο μόνον αποτελεί ουχί μικράν επιτυχίαν, εν
|
||
τη Bibliotheque-Charpentier οφείλεται δε εις την συνεργασίαν του
|
||
ημετέρου ιατρού Ιω. Σάλτα και του προώρως αποθανόντος συγγραφέως
|
||
του «Ubu Roi» Αλβέρτου Jarry [58].
|
||
|
||
Η εντύπωσις ην επροξένησεν εν τη αλλοδαπή το έργον ηδύνατο να
|
||
κριθή διά παραθέσεως των περί αυτού γραφεισών ενθουσιωδών κριτικών
|
||
[59]. Αλλ' εναργέστερον ταύτης τεκμήριον είναι ότι, ότε, τω 1878,
|
||
το έργον εδημοσιεύθη εν Παρισίοις, το κοινόν εδυσκολεύθη να
|
||
πιστεύση ότι μη γάλλος ηδύνατο να γράψη έργον τόσον πρωτότυπον και
|
||
σπινθηροβόλον. Ανήρ της περιωπής του Barbey d'Aurevilly, κρίνων
|
||
την «Πάπισσαν» εν τη «Constitutionnel» της 9 Απριλίου 1878,
|
||
εκφράζει την υποψίαν ότι πρόκειται περί φενακισμού (mystfication),
|
||
άλλοι δε βαίνοντες έτι περαιτέρω απέδιδον ωρισμένως το έργον εις
|
||
τον About ή τον Sarcey [60]. Τόσον δ' είχε διαδοθή η τοιαύτη φήμη,
|
||
ώστε ο εκδότης έκρινεν αναγκαίον να συνοδεύση τας επομένας
|
||
εκδόσεις διά της ενυπογράφου φωτογραφίας του συγγραφέως, και
|
||
αντιτύπου της ευφυεστάτης τούτου απαντήσεως προς τον Barbey
|
||
d'Aurevilly.
|
||
|
||
Εν μέσω τόσων επαίνων δεν δύναται τις εν τούτοις να μη κακίση τον
|
||
συγγραφέα διά την τέρψιν, ην προφανώς αισθάνεται προκαλών διά των
|
||
παραβολών και των ανεκδότων, α παρενείρει, «τα δάκρυα της αρετής
|
||
και τους στεναγμούς της αιδούς [61]».
|
||
|
||
Δια τούτο τον εμέμφθησαν και οι θερμότεροι θαυμασταί του. Το
|
||
προμνησθέν άρθρον του «Mercure» παρατηρεί ότι «le rabelaisisme
|
||
petillant qui distingue la P a p e s s e J e a n n e frole parfois
|
||
les faciles rissees cheres a Pigault-Lebrum». Και ο κ. Ξενόπουλος
|
||
δεν εδίστασε να ομιλήση περί «περισσής και πολλαχού εξεζητημένης
|
||
αισχρότητος [62]».
|
||
|
||
Το βέβαιον είναι ότι τα περί ου ο λόγος υπεραλατισμένα επεισόδια
|
||
και αστεία, εάν ηύρυναν ίσως κατά τι τον κύκλον των αναγνωστών,
|
||
δεν προσθέτουσι τίποτε εις την φιλολογικήν αξίαν του
|
||
μυθιστορήματος. Τούτο άλλως ησθάνθη αυτός ο συγγραφεύς περικόψας
|
||
εν τη β' εκδόσει τα μάλλον άκοσμα χωρία και χαρακτηρίζων έκτοτε
|
||
συστηματικώς το έργον ως «νεανικόν αμάρτημα».
|
||
|
||
Πλην ενώ πάντα ταύτα πρέπει να ομολογηθώσιν [63], αδύνατον εξ
|
||
άλλου είναι ν' αποκρυβή ότι η προκληθείσα υπό της δημοσιεύσεώς του
|
||
έργου θύελλα ήτο εντελώς αδικαιολόγητος.
|
||
|
||
Η εν λόγω θύελλα υπήρξε κατά μέγα μέρος δημιούργημα ανωτέρου
|
||
κληρικού αγαθών ίσως προθέσεων, αλλά, εάν κρίνη τις τουλάχιστον εκ
|
||
των προϊόντων του καλάμου του, αρκούντως επιπολαίου και υπέρ το
|
||
δέον φίλου του θορύβου. Ο επίσκοπος Καρηστίας Μακάριος — διότι
|
||
περί τούτου ο λόγος—αναγνούς το έργον, υπέλαβεν ότι τούτο είχε
|
||
γραφή προς υπονόμευσιν της θρησκείας και της ορθοδοξίας. Μη
|
||
διστάσας δε να κατέλθη εις δημοσιογραφικούς αγώνας [64] ήρχισε
|
||
κατ' αυτού εχθροπραξίας, αίτινες κατέληξαν εις τον αφορισμόν του
|
||
έργου υπό της Ιεράς Συνόδου.
|
||
|
||
Ο παραβάλλων το έργον του Ροΐδου προς τα άρθρα του Αγίου Καρυστίας
|
||
και την πιστήν τούτων απήχησιν, εγκύκλιον της Συνόδου [65],
|
||
πείθεται ότι πρόκειται περί παρεξηγήσεως.
|
||
|
||
Ο Ροΐδης, εάν, όπως αυτός ούτος ανεγνώρισε, πολλά τ' άκοσμα
|
||
περιέλαβεν εν τω βιβλίω του, ουδόλως εσκέφθη ποτέ να θίξη την
|
||
θρησκείαν, δικαίως θ' ανέγραψεν εν αρχή του έργου του το του
|
||
Πασκάλ: «Ουδόλως εμπαίζει την Θρησκείαν ο χλευάζων τας
|
||
παραδοξολογίας δι' ων ατιμάζουν, αυτήν οι ιερείς», Ακόμη δ'
|
||
ολιγώτερον «εζήλωσε την δόξαν των κατά καιρούς πολεμίων της
|
||
ορθοδοξίας», αφού ουδέ λέξιν κατά της Ορθοδοξίας έγραψεν. Επίσης
|
||
αντιδιέστειλε «τους εν τη Δύσει αποκτήσαντας οξείς όνυχας και
|
||
ιοβόλους οδόντας» προς τους ημετέρους κληρικούς, εις ους προσήψεν
|
||
απλώς ότι περιορίζονται υπέρ το δέον εις το τυπικόν μέρος των
|
||
καθηκόντων των [66].
|
||
|
||
Αλλ' ούτε πάλιν επετέθη συλλήβδην καθ' όλων των εν τη Δύσει
|
||
κληρικών, αλλά μόνον «κατά των καπήλων του μεσαιώνος», φροντίσας
|
||
μάλιστα να εξάρη όσους, ως ο Άγιος Αγοβάρδος, ήσαν άξιοι σεβασμού
|
||
και μη καταμαρτυρήσας κατά των λοιπών ή εκείνο δι' όσα όλοι οι
|
||
αστέρες της εκκλησίας, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, τους
|
||
εστηλίτευσαν. [67]
|
||
|
||
Γενικώτερον δ' εξεταζομένου του πράγματος ουδαμού διαβλέπει τις εν
|
||
τη «Παπίσση» ή εις μεταγενέστερα έργα, ίχνη χυδαίου αθεϊσμού του
|
||
anti-clericalisme εκείνου, όστις τόσον συχνά απαντά παρά
|
||
συγγραφεύσι σκανδαλωδών διηγημάτων, αντικείμενον εχόντων τα της
|
||
εκκλησίας. Ο Ροΐδης απηχθάνετο τοιούτου είδους συγγραφείς·
|
||
εμυκτήριζε τους επηρμένους ψευδοφιλοσόφους, οίτινες ενόμισαν ότι
|
||
ηδυνήθησαν να προσφέρωσιν εις την ανθρωπότητα κατάλληλον
|
||
αντιστάθμισμα της θρησκείας.
|
||
|
||
Η «Ακρόπολις» της 25 Δεκεμβρίου 1895, μεταξύ άλλων
|
||
Χριστουγεννιάτικων γνωμών περιέχει και την ακόλουθον φέρουσαν την
|
||
υπογραφήν του.
|
||
|
||
«Αν πολλοί, δυστυχώς, υπάρχουσιν οι μη κατορθώνοντες να
|
||
πιστεύσωσιν εις την θεότητα τον Χριστού, δύσκολον αφ' ετέρου θα
|
||
ήτο να ευρεθώσιν οι μη λυπούμενοι διά τούτο, αφ' ού καθ' εκάστην
|
||
ολιγοστεύει η ελπίς αναπληρώσεως της πίστεως ταύτης δι' άλλης
|
||
οιασδήποτε και αποδεικνύονται η Φιλοσοφία και η Επιστήμη
|
||
φαντάσματα πολύ ματαιότερα της θρησκείας [68] ».
|
||
|
||
Ταύτα πάντα και πολλά άλλα δεν ημέλησεν ο αδίκως καταδιωκόμενος να
|
||
εκθέση εις τας αμιμήτους εκείνας Επιστολάς Αγρινιώτου, τας εν τη
|
||
«Αυγή» τo πρώτον καταχωρισθείσας και εις ας, διά πρώτην φοράν,
|
||
έκαμεν άφθονον χρήσιν δημοτικών τύπων και λέξεων. Είνε δε η
|
||
αλήθεια των όσων λέγει τόσον καταφανής, ώστε δεν θα τα εξέθετα και
|
||
πάλιν ενταύθα, εάν δεν είχεν επιζήση του Ροΐδου το σύστημα του
|
||
χαρακτηρίζειν ως εχθρούς της πατρίδος και της εκκλησίας πάντας
|
||
τους εκφράζοντας ιστορικήν, φιλοσοφικήν ή γλωσσολογικήν γνώμην
|
||
απαρέσκουσαν εις ταύτην ή εκείνην την ομάδα [69].
|
||
|
||
Οπωσδήποτε ευχαρίστως δύναται να παρατηρηθή ότι εν αυταίς μεν ταις
|
||
ευεξάπτους Αθήναις ο Άγιος Καρυστίας μόνον επί βραχύ κατώρθωσε να
|
||
παρασύρη τους πολλούς [70], καθότι συντρεχούσης της πλειονοψηφίας
|
||
του τύπου ολίγος χρόνος ήρκεσεν όπως τεθώσι τα πράγματα εις την
|
||
θέσιν των». Έξω δε των Αθηνών ουδέ καν τους κληρικούς επηρέασεν,
|
||
αφού βλέπομεν τον Μητροπολίτην Ναζαρέτ αποτείνοντα εις τον
|
||
συγγραφέα παράκλησιν [71] να του στείλη αντίτυπον του έργου του.
|
||
|
||
Ιδιαιτέρως ευσπρόσδεκτον υπήρξεν εις τον Ροΐδην το εξής απόσπασμα
|
||
επιστολής του Χάνσεν, γραφείσης εν Αργοστολίω την 28 Σεπτεμβρίου
|
||
1866:
|
||
|
||
«Θα γνωρίζετε, είμαι βέβαιος, τον αξιότιμον και αξιάγαστον φίλον
|
||
μου εδώ, τον οποίον ήλθα να επισκεφθώ, τον κύριον Ανδρέαν
|
||
Λασκαράτον αφωρισμένον κατά δυστυχίαν και αυτόν, και όχι μόνον
|
||
το βιβλίον του, από την εκκλησίαν αφ' ού μου φαίνεται, και η
|
||
ευγενεία σας και αυτός, αν και διαφέροντες ως προς την μέθοδον,
|
||
αυτός ολιγώτερον σατυρικός, αλλά με την άδειαν τον κυρίου Σουρλή
|
||
[72], όχι ολιγώτερον ηθικός, αν και ίσως παρά πολύ ειλικρινής,
|
||
αφ' ου, λέγω, φαίνεσθε οι δύο να έχετε τον ίδιον αξιέπαινον
|
||
σκοπόν, διά τον οποίον αυτός ήδη από πολύν καιρόν και εδούλευσε
|
||
και έπαθε πολύ, διά τούτο πιστεύω και ότι θα σας ευχαριστήση να
|
||
ηξεύρετε, ότι το βιβλίον σας, καθώς και η απάντησις, που είχα
|
||
φέρη μαζί μου, του αρέσανε πολύ, και αυτός μού εξέφρασε την
|
||
επιθυμίαν του να κάμη την γνωριμίαν σας».
|
||
|
||
Η επιστολή αύτη υπήρξεν αφετηρία των μεταξύ Λασκαράτου και Ροΐδου
|
||
σχέσεων, αίτινες διετρανώθησαν διά σποραδικής συνεργασίας του
|
||
πρώτου εις τον «Ασμοδαίον» [73]
|
||
|
||
Εκ της αυτής επιστολής φαίνεται ότι ο Λασκαράτος υπέστη χείρονα
|
||
του συγγραφέως των «Ειδώλων», αφ' ου αφωρίσθη και αυτός και ουχί
|
||
μόνον το σύγγραμμα του. Ο Ροΐδης, εφ' όσον γνωρίζω, ουδέποτε
|
||
αφωρίσθη· διά τούτο εξηκολούθη τελών τα Θρησκευτικά του καθήκοντα,
|
||
οσάκις δε διωρίζετο εις δημοσίαν υπηρεσίαν εφρόντιζε να ομνύη τον
|
||
νενομισμένον όρκον προ του ιερέως της ενορίας του [74]. Διά τούτο
|
||
δ' επίσης δεν εδέησε, όπως ανέγραψάν τινες εφημερίδες, ν'αρθή ο
|
||
αφορισμός, όπως μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων και κηδευθή
|
||
χριστιανικώς [75].
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[46] «Ορέστης και Πυλάδης», «Πανδαμάτωρ και Πανδαμάτειρα» κτλ.
|
||
|
||
[47] Βλ. «Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880» σελίς 17
|
||
|
||
[48] Avertissement d. VIII.
|
||
|
||
[49] Θα έπρεπε να προσθέσωμεν «μέχρι Κοίλης Συρίας και του Κιμμερίου
|
||
Βοσπόρου». Διότι τούτο μαρτυρούσί τινες εν τοις εγγράφοις του
|
||
συγγραφέως ανευρεθείσαι επιστολαί.
|
||
|
||
[50] Βλ. ανωτέρω σελ. ε' σημ. 2.
|
||
|
||
[51] «Εκάστη εν τη Παπίσση φράσις, πάσα σχεδόν λέξις, στηρίζεται επί
|
||
τη μαρτυρία συγχρόνου συγγραφέως» γράφει ο Ροΐδης εν τω προλόγω. Η
|
||
δε ακρίβεια του ισχυρισμού του επιβεβαιούται υπό των σημειώσεων
|
||
αίτινες συνοδεύουσι το έργον.
|
||
|
||
[52] Βλ. «Επετηρίδα του Εθνικού Πανεπιστημίου» 1909—1910 σ. 228.
|
||
|
||
[53] Αι δύο αύται μεταφράσεις μνημονεύονται εν τω προλόγω της
|
||
δευτέρας γαλλικής μεταφράσεως.
|
||
|
||
[54] Υπό Αντωνίου Frabasile (Αθήναι, τύποις Κορομηλά, 1876).
|
||
|
||
[55] Υπό Charles Hastings Collette τω 1886.
|
||
|
||
[56] Εξεδόθη εν Λειψία παρά Fest (ά.η.).
|
||
|
||
[57] Εν Λειψία παρά Ιουλίω Zeitler. Περιλαμβάνει και τας «Επιστολάς
|
||
Αγρινίου».
|
||
|
||
[58] Παρ' όλα ταύτα η γ' μετάφρασις είναι κατωτέρα της β', διότι
|
||
πρώτον ούτε τόσον ακριβής είναι και δεύτερον παρελείφθησαν απ'
|
||
αυτής ο τε πρόλογος και αι ιστορικαί σημειώσεις, ουσιώδη δηλαδή
|
||
μέρη του έργου.
|
||
|
||
[59] Περοδικόν, όπερ από απόψεως της φιλολογικής κριτικής θεωρείται
|
||
νυν το πρώτον εν Γαλλία, έγραφεν επ' αφορμή της τελευταίας
|
||
μεταφράσεως της «Παπίσσης»: «La fantaisie gouailleuse, la finesse
|
||
et l'agrement du recit nous suffisent a placer l'humoriste grec
|
||
parmi les dignes heritiers de Lucien, entre Voltaire et Anatole
|
||
France, (Mercure de France, φύλλον 16 Μαΐου 1908 σ. 364).
|
||
|
||
[60] Βλ. Πρόλογον εκδότου σελ. ΙΙΪ.
|
||
|
||
[61] Κατά Regaud.
|
||
|
||
[62] «Ποικίλη Στοά», 1891, σελ. 31.
|
||
|
||
[63] Ίσως τινές των αναγνωστών απορήσωσι διά την παρρησίαν μεθ' ης
|
||
στενός και νεώτερος συγγενής δεικνύει εκάστοτε και τα φιλολογικά
|
||
ολισθήματά του Ε. Ροΐδου. Αλλ' εξαρχής εξήγησα ότι η παρούσα
|
||
εισαγωγή δεν αποτελεί Βυζαντινόν βίον μετ' εγκωμίων, και ότι προς
|
||
τούτοις τοιούτο τι μνημείον θα ήτο ήκιστα αρμόζον εις την μνήμην
|
||
και ήκιστα αρεστόν εις την σκιάν ανδρός, όστις ουδέν απηχθάνετο
|
||
τόσον όσον το ψεύδος και τους κατά συνθήκην λόγους.
|
||
|
||
[64] Βλ. «Εθνοφύλακας» αρ. 985.
|
||
|
||
[65] Ιδού ταύτης το κείμενον:
|
||
|
||
Αριθ. πρωτ. 5688, 5733. Διεκ. 4353.
|
||
|
||
Π ε ρ ί λ η ψ ι ς
|
||
|
||
Περί αποκηρύξεως βλασφήμου και κακοήθους βιβλίου.
|
||
|
||
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
|
||
|
||
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
|
||
|
||
Προς τους κατά την Επικράτειαν Σεβασμιοτάτους Ιεράρχας.
|
||
|
||
Μυθιστόρημά τι επιγραφόμενον «η Πάπισσα Ιωάννα», εκδοθέν έναγχος
|
||
ενταύθα υπό Ε. Δ. Ροΐδου, γέμει δυστυχώς πάσης ασεβείας,
|
||
κακοδοξίας και αισχρότητος· διότι ο συγγραφεύς αυτού υπό
|
||
πνεύματος αντιχριστιανικού φερόμενος, και ζηλώσας την δόξαν των
|
||
κατά καιρούς πολεμίων της Ορθοδόξου ημών πίστεως, ου μόνον
|
||
δόγματα και μυστήρια, και ιεράς τελετάς, και ήθη και έθιμα και
|
||
παραδόσεις αυτής χλευάζει ασεβώς, διακωμωδών, σκώπτων και
|
||
κατειρωνευόμενος διά της συνεχούς παραβολής των ιερωτάτων προς
|
||
τα βέβηλα, αλλά και τα χρηστά ήθη προσβάλλει, ποιούμενος
|
||
περιγραφάς και διηγήσεις ασεμνοτάτας.
|
||
|
||
Όθεν η Σύνοδος, ει και έχει τελείαν πεποίθησιν, ότι οι ορθόδοξοι
|
||
Έλληνες, εδραίοι επί την πέτραν της πίστεως ιστάμενοι, ουδόλως
|
||
πτοούνται τας τοιαύτας κενοφωνίας, τας υπό των εχθρών αυτής
|
||
προερχομένας, απρίξ κατέχοντες όσα παρά των μακαρίων αυτών
|
||
πατέρων και προγόνων ως πούλτιμον κληρονομίαν παρέλαβον, όμως
|
||
οφείλουοα αύτη κατά τα εμπιστευθέντα αυτή ιερά καθήκοντα να
|
||
επαγρυπνή μεν εις την ακριβή τήρησην των παρά της ορθοδόξου
|
||
Ανατολικής Εκκλησίας πρεσβευομένων, ν' αποκρούη δε και
|
||
αποδοκιμάζη παν πολέμιον και αντικείμενον αυτοίς, και προφυλάττη
|
||
ούτω το χριστώνυμον πλήρωμα από πάσης οιασδήποτε θρησκευτικής
|
||
παρεκτροπής, απεκή→ ρυξε το περί ου ο λόγος μυθιστόρημα, και
|
||
παρέδωκεν αυτό τω αναθέματι, ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες,
|
||
και κατήγγειλεν αυτό εις το Υπουργείον, όπως ενεργηθώσι κατ'
|
||
αυτού και του συγγραφέως τα παρά τον νόμου οριζόμενα.
|
||
|
||
Επειδή δε τούτο εκυκλοφόρησεν ήδη εν τη Πρωτεύουσαν του
|
||
Βασιλείου και είναι ενδεχόμενον ν' απεστάλησαν αντίτυπα αυτού
|
||
και εις τας επαρχίας, διά τούτο η Σύνοδος, μητρικώς κηδομένη της
|
||
ψυχικής σωτηρίας πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών,
|
||
εντέλλεται υμίν εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ίνα συμμβουλεύσητε και
|
||
νουθετήσητε εκκλησιαστικώς το εν τη υμετέρα παροικία λογικόν του
|
||
Χριστού ποίμνιον, όπως ού μόνον απέχωσι της αναγνώσεώς του
|
||
τοιούτον εις τε την ψυχήν και το σώμα επιβλαβούς βιβλίου, αλλά
|
||
αποστρέφωνται τούτο ως αποκύημα και μιασματικόν νόσημα, ού μην
|
||
αλλά και τω πυρί παραδίδωσιν, όπου αν αυτό ευρίσκωσιν, ίνα μη
|
||
ποτέ αυτοί εις πειρασμόν εμπέσωσι και ένοχοι τον αιωνίου πυρός
|
||
γένωνται.
|
||
|
||
Ούτω γινώσκετε και ούτω ποιήσετε, ίνα και η του Θεού χάρις και
|
||
το άπειρον έλεος είη μετά πάντων ημών. Αμήν.
|
||
|
||
Θέλετε δε διατάξει την ανάγνωσιν της παρούσης και επ' εκκλησίας
|
||
εις τας πρωτευούσας των δήμων.
|
||
|
||
Εν Αθήναις, την 4 Απριλίου 1866.
|
||
|
||
Ο Αθηνών Θεόφιλος, Πρόεδρος,
|
||
Ο Αργολίδος Γεράσιμος,
|
||
Ο Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Φιλόθεος,
|
||
Ο Καρυστίας Μακάριος,
|
||
Ο Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Άνθιμος.
|
||
Ο Γραμματεύς
|
||
. Κύριλλος Χαιρωνίδης.
|
||
|
||
[66] «Πάπισσα» Μέρος Γ'. «Ούτε τρώγουσιν ούτε δάκνουσιν όπως οι
|
||
Φράγκοι, αλλ' ησύχως και τιμίως μετέρχονται το επάγγελμα των,
|
||
σταυροκοπούντες, θυμιάζοντες, βαπτίζοντες και εξομολογούντες.
|
||
Αμαρτία ήθελεν είσθαι να πειράξη τις τους ακάκους τούτους
|
||
κληρονόμους της βασιλείας των Ουρανών».
|
||
|
||
[67] «Ο καλός χριστιανός αποστρέφεται τους αναμιγνυομένους εις την
|
||
θρησκείαν, ίνα καταστή επικερδεστέρα, τας παντοίας της κεκαρμένης
|
||
ή πολυμάλλου κεφαλής των εφευρέσεις, τα θαύματα των εικόνων, τους
|
||
θεούς της ειδωλολατρείας μετημφιεσμένους εις αγίους, τας
|
||
προσκυνήσεις, τα εισιτήρια του Παραδείσου, τα Άγια λείψανα, τα
|
||
κομβολόγια και άλλα ιερατικά εμπορεύματα, δι' ων το επάγγελμα των
|
||
Αποστόλων κατέστη και αυτής της ιατρικής και ονειροκριτικής
|
||
αγυρτικώτερον». «Πάπισσα» αυτόθι.
|
||
|
||
[68] Εις τους τυχόν παρατηρήσοντας ότι η γνώμη αύτη είνε ίσως
|
||
απήχησις των Foundations of Belief του μετέπειτα πρωθυπουργού της
|
||
Αγγλίας Balfour ή της Χρεωκοπίας της Επιστήμης του Βρουνετιέρ,
|
||
κατά το αυτό έτος 1895 δημοσιευθέντων, αντιπαρατηρώ ότι την σκέψιν
|
||
της «Χριστουγεννιάτικης Ακροπόλεως» ανευρίσκει τις υπό ολίγον
|
||
διάφορον τύπον εις πολύ προγενέστερα έτη του Ροΐδου (βλ. λ.χ
|
||
Πάρεργα σ. 210 εν τέλει).
|
||
|
||
[69] Ο τρόπος ούτος της «επιστημονικής» συζητήσεως είνε τοσούτω
|
||
μάλλον στιγματιστέος καθ' όσον χρησιμεύει εις πρόχειρον θεραπείαν
|
||
προσωπικών παθών.
|
||
|
||
[70] Οι ολίγοι ουδέποτε παρεσύρθησαν. Ιδού η κατακλείς επιστολής του
|
||
αειμνήστου Κοζάκη Τυπάλδου: «Εστέ πεπεισμένος ότι αι συμπάθειαι
|
||
της πεφωτισμένης μερίδος του κοινού σας περιβάλλουσι και ότι
|
||
εκρούσατε ήδη εις την Θύραν της φιλολογικής αθανασίας».
|
||
|
||
[71] Διά του εν Άκρη της Συρίας Προξένου της Ελλάδος Μαρούζη. (Η
|
||
επιστολή σώζεται).
|
||
|
||
[72] Σουρλήν είχεν επονομάση ο Ροΐδης τον δήθεν συντάκτην των δήθεν
|
||
εξ Αγρινίου επιστολών.
|
||
|
||
[73] Το πρώτον σκαλάθυρμα του Λασκαράτου («Ασμοδαίου» αρ. 4) καλείται
|
||
Ονειράτων εξήγησις, αρχίζει δε διά του εξής ονείρου: «Αν ιδής στ'
|
||
όνειρο σου για ένα φίλο σου πως τον εκάμανε κάπως υπάλληλο,—τρέξ'
|
||
ευθύς να τόνε συγχαρής, μήπως πριν ξυπνήση του έλθη η παύσι του».
|
||
|
||
[74] «Ένεκα των διαδοθέντων υπό των εχόντων προς τούτο συμφέρον ότι
|
||
ευρισκόμεθα εις ψυχράς σχέσεις προς την Εκκλησίαν, ηθελήσαμεν να
|
||
δώσωμεν έκτακτον επισημότητα εις την τελετήν της παροχής του
|
||
όρκου, επιμείναντες όπως ομόσωμεν ενώπιον, ουχί του τυχόντος, αλλά
|
||
του ιερέως της ιδίας ημών ενορίας». Βλ. «Η Εθνική Βιβλιοθήκη»
|
||
(σελ. 69).
|
||
|
||
[75] Εν τούτοις η περί του εναντίου παράδοσις ήτο τόσον ερριζωμένη,
|
||
ώστε ο κ. Ν.Βέλμος, γράψας αναμνήσεις τινάς περί Ροΐδου, ταις
|
||
έδωκε τίτλον «Ο Αφωρεσμένος» «Ημερολόγιον» της εδομαδιαίας
|
||
εφημερίδος «Ελλάς», έτος 1909 σελ. 59-61).
|
||
|
||
|
||
|
||
ΙΙΙ
|
||
|
||
Από της «Παπίσσης» εις τον «Ασμοδέον» (1866—1875).
|
||
|
||
Την «Πάπισσαν» διεδέχθη δεκαετής σχεδόν σιγή.
|
||
|
||
Η σιγή αύτη δεν υπήρξεν απόλυτος, διότι εκτός κριτικών τινων
|
||
αίτινες «ξεχωρίζουν» από τα συστηματικά λιβανίσματα ή τα
|
||
συστηματικά υβρεολόγια, άτινα απετέλουν εν ταις ημέραις εκείναις
|
||
την «φιλολογικήν» κριτικήν, ο Ροΐδης εδημοσίευσε κατά τα έτη 1866—
|
||
1875 ουκ ολίγα σκαλαθύρματα και ικανά πολιτικά άρθρα.
|
||
|
||
Και των μεν σκαλαθυρμάτων εκείνων [76] τοσάκις εξήρθη το πνεύμα, η
|
||
πρωτοτυπία και η χάρις, ώστε περιττόν θα ήτο να έλεγα τι πλέον
|
||
περί αυτών, εάν εις ον τούτων δεν εγίνετο διά πρώτην φοράν εν
|
||
Ελλάδι [77] λόγος περί του Βωδελαί. Ολίγα έτη βραδύτερον έτερος
|
||
επίσης μεγαλοφυής και ιδιόρρυθμος ποιητής, ο Edgar Poe, καθίστατο
|
||
γνωστός εις τους ημετέρους διά των εν τω «Παρνασσώ» μελετών και
|
||
μεταφράσεων του Ροΐδου. Ο αυτός δε περί τα τέλη της 8ης
|
||
δεκαετηρίδος του παρελθόντος αιώνος παρουσίαζεν εις τους
|
||
αναγνώστας των Αθηναϊκών εφημερίδων, ων ο ορίζων περιωρίζετο εις
|
||
τους Ohnet, Delpit και Σαν, τον Δοστογιέφσκην και την Ρωσσικήν
|
||
φιλολογίαν.
|
||
|
||
Παρά τα λεχθέντα λοιπόν υπό των θυμάτων του καλάμου του, ο Ροΐδης
|
||
εν τη κριτική του εργασία δεν ήτο αρνητικός· αδιακόπως τουναντίον
|
||
ανελάμβανε την διαφήμισιν Ελλήνων τε και ξένων λογογράφων και
|
||
καλλιτεχνών αγνώστων [78] ή λησμονημένων [79].
|
||
|
||
Ως προς τα πολιτικά άρθρα, άτινα έγραψε κατά την περίοδον ην
|
||
μελετώμεν, ταύτα συν τοις άλλοις μάς δίδουσι το μέτρον της
|
||
γαλλομαθείας του. Υπήρχον τότε δύο εν Αθήναις γαλλικαί εφημερίδες
|
||
η «Grece» και η «Independance Hellenique». Συνεργασθείς εκ
|
||
διαλειμμάτων εις αμφοτέρας o Ροΐδης ανέλαβε τω 1870 δι' ολίγους
|
||
μήνας την διεύθυνσιν της «Grece». Ο αναγινώσκων δε τάρθρα, άτινα
|
||
έγραφε κατά την περίοδον ταύτην, δυσκολεύεται να πιστεύση ότι
|
||
απορρέουσιν εκ του καλάμου ανδρός, όστις μόνον εβδομάδας διήλθεν
|
||
εν Γαλλία. Η αυτή απορία καταλαμβάνει τον διεξερχόμενον την
|
||
γαλλικήν του αλληλογραφίαν, ης ευτυχώς λείψανά τινα εσώθησαν [80].
|
||
Επίσης θ' απορήσωσιν οι αναγνώσται των μεταφράσεων του Έδγαρ Πόε
|
||
και του Μακώλεϋ, πληροφορούμενοι ότι ο Ροΐδης ουδέποτε μετέβη εν'
|
||
Αγγλία, εκμαθών τα Αγγλικά εν τω Λυκείω του Ευαγγελίδου και ιδίως
|
||
δι' ειδικών μελετών.
|
||
|
||
Πλην εάν τ' από του 1866—1875 δημοσιευθέντα έχουσι διά την μελέτην
|
||
του Ροΐδου ως συγγραφέως και ανθρώπου πολύ το ενδιαφέρον, πάλιν
|
||
πρέπει ναναγνωρίση τις ότι η φιλολογική του παραγωγή κατά την
|
||
περίοδον ταύτην ισοδυναμεί σχεδόν προς σιωπήν. Ο Ροΐδης έγραφεν
|
||
ουχί διότι επεθύμει να γράφη αλλά διότι τον επίεζον αι
|
||
περιστάσεις, διότι «ευρέθησάν τινες οίτινες δι' εκτάκτων
|
||
εκβιαστικών μέτρων τον μετέβαλον εις ακούσιον συγγραφέα [81].
|
||
|
||
Ποίοι άρα γε υπήρξαν οι λόγοι αποχής, ήτις, λαμβανομένης υπ'όψιν
|
||
της φυσικής συγγραφικής ιδιοφυίας του Ροΐδου και της εκτάκτου
|
||
επιτυχίας του πρώτου έργου, φαίνεται παράδοξος εάν όχι
|
||
αδικαιολόγητος;
|
||
|
||
Λόγους τούτου ουχ ήττον δύναταί τις ν' ανεύρη πολλούς και
|
||
ποικίλους αλλά προ παντός δύο.
|
||
|
||
Ο είς είνε ότι την επιτυχίαν της «Παπίσσης» συνώδευσαν, ως
|
||
είδαμεν, παρεξηγήσεις και διαβολαί, ικαναί να δηλητηριάσωσι την
|
||
χαράν της νίκης. Προς τούτοις το ποιόν της επιτυχίας δεν ήτο οίον
|
||
το επόθει, διότι το κοινόν ηυχαριστήθη κατ' εξοχήν εις εκείνα,
|
||
άτινα ο συγγραφεύς εξετίμα το ολιγώτερον. Επί πάσι δ' ο συγγραφεύς
|
||
διέγνωσε ότι, ως είχον τότε τα πράγματα της ημετέρας κοινωνίας,
|
||
ήτις ήτο τότε μικρά, εν πολλοίς αμόρφωτος, επιρρεπής δε εις το να
|
||
Θαυμάζη μόνον τα ξένα και απορροφημένη υπό βιωτικών αναγκών,
|
||
πραγματικήν δόξαν δεν ηδύνατο να ελπίση Έλλην συγγραφεύς. Πέντε
|
||
έτη μετά την δημοσίευσιν της «Παππίσης», ο Ροΐδης έκλειε την
|
||
μακράν του περί του θεάτρου του Αγγέλου Βλάχου βιβλιογραφίαν διά
|
||
των εξής:
|
||
|
||
«Ενώ αποχαιρετώμεν το βιβλίον, το φαιδρύναν την χιακήν ερημίαν,
|
||
το βλέμμα ημών πίπτει επί το χωρίον εκείνο του προλόγου, ένθα
|
||
γίνεται λόγος, περί της ηθικής παρά του κοινού αμοιβής του
|
||
ποιητού. Αλλ' είναι τοιαύτη τις αμοιβή δυνατή εν Ελλάδι, η δε
|
||
δόξα και η δημοτικότης δύνανται άρα να στέψωσι και παρ' ημίν ως
|
||
αλλαχού φιλολογικόν έργον, όσον τέλειον και αν υποτεθή; Οσάκις
|
||
σκεπτώμεθα περί τούτων, ταλανίζομεν τους γράφοντας ελληνιστί,
|
||
και όσω καλλίτερα γράφουσι τόσω μάλλον αξιολύπητοι φαίνονται
|
||
ημών. Τι είναι δημοτικότης; Έκαστος δύναται να ορίση αυτήν όπως
|
||
θέλει, αλλ' ημείς εννοούμεν αυτήν μόνον: ο Βαλζάκ περιηγείτο
|
||
μετά τινος φίλου του εν Πολωνία· καταληφθέντες υπό χιόνος και
|
||
βροχής οι δύο οδοιπόροι εζήτησαν άσυλον εις απόκεντρον τινα
|
||
αρχοντικόν πύργον· η δε οικοδέσποινα έσπευσε, κατά τα εκεί
|
||
έθιμα, να προσφέρη ιδίαις χερσίν εις τους αγνώστους εκείνους
|
||
ξένους το τσάϊ της φιλοξενίας· αλλ'ενώ περιέφερε τον δίσκον, ο
|
||
σύντροφος του κλεινού μυθογράφου έτυχε ν' αποτείνει αυτώ τον
|
||
λόγον αποκαλών «Κύριε Βαλζάκ». Εις το άκουσμα εκείνο η Πολωνίς,
|
||
βλέπουσα προ αυτής τον γράψαντα τον Λαμβέρτην και την Ευγενία
|
||
Γρανδέ υπό τοσαύτης κατελήφθη συγκινίσεως, ώστε εξέφυγε της
|
||
χειρός της ο δίσκος και κατεκυλίσθησαν τα φλυτζάνια κατά γης.
|
||
Τίς δεν ήθελε δώσει και στεφάνους, και δάφνας, και αγώνια άθλα,
|
||
αντί του ελαχίστου θρίμματος των θραυσθέντων φλυτζανίων της
|
||
Πολωνίδος!»
|
||
|
||
Η συναίσθησις του αδυνάτου δι' Έλληνα κτήσεως τοιαύτης δόξης
|
||
«απεθάρρυναν αναμφιβόλως τον αισθανόμενον εαυτόν άξιον ταύτης
|
||
λογογράφον, διότι δις και τρις, τουλάχιστον, επανήλθεν υπό τον
|
||
κάλαμόν του το επεισόδιον του θραυσθέντος κυπέλλου της Πολωνίδος.
|
||
Αλλ' εκείνο κατ' εξοχήν, όπερ τον απέτρεψεν από της συνεχίσεως της
|
||
δημιουργικής του εργασίας, είνε το ζήτημα της γλώσσης.
|
||
|
||
Είδομεν τον Ροΐδην από των πρώτων του γραμμών [82] «ως ναυτιώντα
|
||
θαλασσοπόρον μεταξύ Σκύλλας και Χαρύβδεως [83] » μεταξύ της
|
||
καθαρευούσης, ήτις τον αηδίαζε και της δημοτικής, ήτις τΩ
|
||
επαρουσιάζετο ως όργανον ανεπαρκές προς έκφρααιν όλων του των
|
||
διανοημάτων. Αναπτύσσων διά μακροτάτων την ιδέαν ταύτην εν τω
|
||
Προλόγω των «Παρέργων» συνοψίζει εν τέλει ως εξής τους λόγους,
|
||
οίτινες τον ηνάγκασαν να καταθέση τον κάλαμον.
|
||
|
||
«Εύχρηστοι αληθώς λέξεις έμειναν μόναι αι κοιναί τη αρχαία και
|
||
τη λαλουμένη. Αλλ' όσα δύναται τις να εκφράση διά του
|
||
ελλιπεστάτου τούτου λεξιλογίου είναι τόσον ολίγα, ώστε ταχέως
|
||
αποκάμνει αναγκαζόμενος να θυσιάζη τας πλείστας και πολλάκις τας
|
||
καλλίστας των ιδεών αυτού προς αποφυγήν γλωσσικής αηδίας. Περί
|
||
τον Παγανίνη λέγεται ότι κατώρθωσε να θέλξη τους ακροατάς αυτού
|
||
διά βιολίου εις το οποίον μία μόνη απέμεινε χορδή. Τοιούτον τι
|
||
όργανον κατήντησεν εκ των αδίκων εξοστρακισμών και της
|
||
βρυκολακιάσεως των αττικών τύπων η γραφομένη γλώσσα. Αλλ' ούτε
|
||
εύκολον είναι να γίνη είς Παγανίνης, ούτε πιστεύομεν ότι
|
||
κακείνος δεν ήθελε προτιμήση να φυτεύη λάχανα, αν κατεδικάζετο
|
||
εις την χρήσιν μονοχόρδου».
|
||
|
||
Εις τ' ανωτέρω θα ηδύνατό τις ίσως πολλά ν' αντείπη πλην ο κρίνων
|
||
το έργον του Ροΐδου οφείλει να παρατηρήση ότι, εάν τόσα έτη, δεν
|
||
παρήρχοντο χωρίς ούτος να γράψη πιθανώς, δεν θα έγραφε βραδύτερον
|
||
τόσον τελείως [84].
|
||
|
||
Πράγματι το μη γράφειν δεν εσήμαινε δι'αυτόν μένειν μ'
|
||
εσταυρωμένας χείρας. Εμελέτα παντού και πάντοτε, είτε εταξείδευε,
|
||
είτε μετείχε της κοσμικής ζωής (και μετείχε ταύτης ασμένως και
|
||
αφθόνως), είτε τέλος εν τω σπουδαστηρίω του.
|
||
|
||
Η ποικιλία των μελετών εις ας επεδίδετο είνε κάτι απίστευτον.
|
||
Εκτός των ιστορικοεκκλησιαστικών μελετών, ας ουδέποτε τελείως
|
||
εγκατέλειπε [85], και της φιλολογίας, της κριτικής και της
|
||
αισθητικής, αίτινες φυσικώ τω λόγω ήσαν ο κύριος σκοπός του βίου
|
||
του, εστράφη προς συστηματικήν μελέτην των θετικών επιστημών, της
|
||
φυσιολογίας και της ιατρικής, εν δε και των πολιτικοοικονομικών,
|
||
χωρίς διά τούτο να παραμελήση τας καλάς τέχνας.
|
||
|
||
Ο αμφιβάλλων περί των λόγων μου ας ρίψη έν βλέμμα επί της
|
||
βιβλιοθήκης του, ένθα εν τω αυτώ διαμερίσματι ο Αριστοτέλης
|
||
γειτνιάζει με την Σανδ, ο Σπένσερ με τον Οβίδιον, ο Bouchardat με
|
||
τον Στούαρτ Μιλλ, αι πραγματείαι του Ασωπίου, του Κόντου και του
|
||
Βεναρδάκη με τον Πόε, τον Γκιζώ και τον Φιγκιέ, και οι πατέρες της
|
||
Εκκλησίας με το πολύτομον Mobilier Francais του Viollet-le-Duc.
|
||
|
||
Εάν δ' ανοίξας τας υαλίνας θυρίδας διεξέλθη τις τους χιλίους και
|
||
πλέον τόμους, θα ίδη ότι έκαστος εξ αυτών είνε κατάστικτος
|
||
σκέψεων, σημειώσεων και παραπομπών.
|
||
|
||
Αλλά μήπως το πράγμα δεν αναφαίνεται αρκετά σαφώς εις τον
|
||
αναγινώσκοντα τα δημοσιεύματα του; Ότε τω 1871 παραθερίζων εν Χίω,
|
||
έλαβε τας κωμωδίας του Βλάχου, ενέκυπτεν εις την τότε καινοφανή
|
||
θεωρίαν του Δαρβίνου συλλέξας πάντα τα περί ταύτης ήδη γραφέντα·
|
||
ταύτην δ' έλαβον ως αφετηρίαν της περί των ελληνικών κωμωδιών
|
||
μελέτης του. Αι ιατρικαί του γνώσεις αναφαίνονται εις πλείστα
|
||
διηγήματα και σκαλαθύρματα [86] ως και, εις τας προς τον
|
||
Βαλαωρίτην επιστολάς του. Αι πολιτικαί του και διπλωματικαί, εις
|
||
τα άρθρα της «Grèce» [87] και έτι σαφέστερον εις τας θαυμασίας
|
||
εκείνας ενιαυσίας επιθεωρήσεις της «Ώρας». Αι δε οικονομικαί του
|
||
μελέται τω επέτρεπαν να συνοψίση εν ολίγαις γραμμαίς τον
|
||
πολιτειακόν σοσιαλισμόν του Βίσμαρκ [88] ου, ειρήσθη εν παρόδω,
|
||
εκηρύσσετο οπαδός· και ούτω καθ' εξής περί πάντων ή σχεδόν πάντων.
|
||
|
||
Αλλ' ούτε ο Ροΐδης υπήρξεν ο μόνος Έλλην ο φέρων εν εαυτώ
|
||
βιβλιοθήκην ούτε μία βιβλιοθήκη αρκεί διά να δημιουργηθούν τα
|
||
«Συριανά Διηγήματα», να συνταχθή ο «Ασμοδαίος», ή να γραφούν, όπως
|
||
εγράφησαν, τα κριτικά του έργα. Τας εκ των βιβλίων γνώσεις πρέπει
|
||
να συμπληρώση η γνώσις του κόσμου· και υπό την άποψιν ταύτην,
|
||
κυρίως, δύναταί τις να είπη, ότι τα έτη 1866—1875 δεν «επήγαν
|
||
χαμένα».
|
||
|
||
Ολίγοι εγνώρισαν πληρέστερον τον κόσμον και τον βίον ή ο Ροΐδης
|
||
κατά την εποχήν εκείνην. Η επί της οδού Φιλελλήνων οικία του ήτο
|
||
το εντευκτήριον των λογίων και της χρυσής νεολαίας. Υποδοχαί,
|
||
εκδρομαί, προ παντός δε ξιφικοί αγώνες ήσαν εις την ημερησίαν
|
||
διάταξιν [89]. Οι καλλιτέχναι εύρισκον εν τω οικοδεσπότη
|
||
πλαγιαυλητήν άριστον και ζωγράφον δεξιόν, έτοιμον ήδη να γράψη τ'
|
||
άρθρα εκείνα περί Ζωγραφικής και Μουσικής, άτινα ήδαν το φως μετά
|
||
20 έτη, ή τας γελοιογραφίας, ας μόνον οι στενώτερον μετ' αυτού
|
||
συνδεόμενοι έβλεπον [90]. Όταν δεν έμενεν εις Αθήνας, εφησύχαζεν
|
||
εις το ωραίον μούλκι του της Χίου, περιήρχετο την Ευρώπην ή
|
||
επεχείρει ρωμαντικά ταξείδια, ως το εις Σικελίαν, εξ ου απεκόμισε
|
||
τα «Στίγματα» και τας «Αιτνείους αναμνήσεις», ή το εις Αμβέρσαν,
|
||
περί ου μάς ομιλεί εις τον «Άγιον Σώστην».
|
||
|
||
Ευφυής, μορφωμένος, κομψός, καλογεννημένος, κοσμικώς περιζήτητος,
|
||
πλούσιος όσον ολίγοι τότε, θα επίστευέ τις ότι ο Ροΐδης θα ήτο εις
|
||
των ευτυχών του βίου. Δεν δύναμαι να βεβαιώσω το εναντίον, αλλ'
|
||
έχω την υπόνοιαν ότι και κατά τα κατ' επίφασιν ευδαίμονα εκείνα
|
||
έτη η ζωή θα υπήρξε δι' αυτόν πικρά.
|
||
|
||
Πρώτον έπασχεν εκ νοσήματος, όπερ πάντοτε διαθέτον προς την
|
||
μελαγχολίαν, ήτο δι' άνθρωπον ευφυά και σπινθηροβόλον, ως αυτός,
|
||
κυριολεκτικώς μαρτύριον. Δια «causeur» ως τον Ροΐδην το να χάση
|
||
την ακοήν ήτο ως διά πολεμοχαρή αξιωματικόν να μείνη άπους· όπως
|
||
ούτος είνε καταδικασμένος εις απραξίαν, ο Ροΐδης ήτο εις σιωπήν ή
|
||
μονόλογον. Έμενεν εκτεθειμένος αις τα σκώμματα χυδαίων ή μωρών,
|
||
ους, εάν ηδύνατο ν' απαντήση, θ' αποσβόλωνε διά μιας λέξεως.
|
||
|
||
Ο πιστός φίλος του κ. Εμμανουήλ Βουτσινάς μοι έλεγε ότι από της
|
||
παιδικής του ηλικίας ο Μανώλης ήτο λίαν ευαίσθητος εις τα σκληρά
|
||
αστεία των συμμαθητών του. Βραδύτερον δε οι οικείοι του παρετήρουν
|
||
ότι, εν ω τόσον ηγάπα να πηγαίνη εις τον κόσμον, επανήρχετο
|
||
πάντοτε εκ των συναναστροφών σύννους και μελαγχολικός.
|
||
|
||
Αλλ’ εκτός του φυσικού τρομερού μειονεκτήματος ανευρίσκει ο μετ'
|
||
αγάπης μελετών τον βίον του και άλλην πηγήν πικριών. Εξηγών την
|
||
μαύρην απελπισίαν, ήτις χρωματίζει αρκετά ταχέως τα έργα του
|
||
Μυσσέ, ο Ταιν λέγει: «Εζήτει πάρα πολλά, ηθέλησε απνευστί,
|
||
ορμητικώς και απλήστως να απολαύση την ζωήν. Την έδρεψε, αλλά δεν
|
||
την απέλαυσε. Την απέσπασεν, επίεσε, συνέθλιψε και συνέτριψεν ως
|
||
σταφυλήν. Έμεινε δε με χείρας λερωμένας και πλέον διψασμένος ή
|
||
ποτέ».
|
||
|
||
Χωρίς να ζητήση όσα ο Μυσσέ, και ο Ροΐδης εζήτησε πολλά από τον
|
||
βίον. Δεν περιωρίσθη εις τας ευκόλους απολαύσεις, εις τον κόσμον
|
||
των θεάτρων, όπου επί τινα καιρόν έδρεπεν αναιμάκτως νίκας [91].
|
||
Λέγει κάπου ότι διά τους ποιτάς της ρωμαντικής σχολής η γυνή ήτο
|
||
«κλίμαξ αισθηματικής ανόδου εις τους ουρανούς»· αυτή ήτο και η
|
||
ιδική του αντίληψη. Μετ' ολίγα έτη συνεπλήρου την ιδέαν του γράφων
|
||
επί λευκώματος: Οσάκις επιχειρεί τις ν' ανέλθη μετά γυναικός εις
|
||
ουρανόν, αδύνατον είναι να προγνωρίζη, εάν επιβαίνη του άρματος
|
||
του Φαέθοντος ή του Προφήτου Ηλία».
|
||
|
||
Λεπτός και ευγενής, όπως ήτο, ουδέποτε προέβη εις εκμυστηρεύσεις,
|
||
ουδέ καν, όπως οι πλείστοι των γραφόντων, εξεμεταλλεύθη τα
|
||
επεισόδια του αισθηματικού του βίου προς φιλολογικούς σκοπούς· εν
|
||
τούτοις δύναται τις να μαντεύση ότι είχεν επιβή ποτε του άρματος
|
||
του Φαέθοντος, ότι σκληρά και μακρά αισθηματική κρίσις
|
||
εδήλητηρίασε τα έτη της δευτέρας του νεότητος. Ποίον ακριβώς
|
||
υπήρξε το δράμα και ποία η ηρωίς, ούτε γνωρίζομεν ούτε
|
||
εφροντίσαμεν να πληροφορηθώμεν. Σημειούμεν δε μόνον το πράγμα,
|
||
διότι οδυνηρά ανάμηνις της χαθείσης ή μάλλον μη επιτευχθείσης
|
||
ευτυχίας διαφαίνεται εις την μελαγχολίαν πολλών έργων του και εις
|
||
την πικρίαν μερικών άλλων ( [92].
|
||
|
||
Εις αυτάς τας αισθηματικάς απογοητεύσεις όσον και εις την ωτικήν
|
||
τον πάθησιν αποδοτέος ο κλαυσίγελως εκείνος, όστις τόσον συχνά
|
||
εμφωλεύει εις τας σελίδας του, ως και ο συχνάκις αρνητικός
|
||
χαρακτήρ των άλλως βαθειών σκέψεών του.
|
||
|
||
Ελέχθη ενίοτε ότι και τα υλικά του ατυχήματα συνέτρεξαν εις τον
|
||
ιδιάζοντα τούτον χαρακτήρα του έργου του. Είνε ακριβές ότι βραχύ
|
||
μετά το 1870, «την πατρικήν κληρομίαν διαιρέσας εις χρήματα, άτινα
|
||
ηδύνατο να χάση και εις τίμιον όνομα, όπερ δεν τω εσυγχωρείτο να
|
||
ριψοκινδυνεύση, μέτοχος μεν υπήρξε πανταχού ουδαμού όμως ανεμίχθη
|
||
ούτε ως ιδρυτής, ούτε ως σύμβουλος, ούτε ως παραχωρητής ή κήρυξ
|
||
ανυπάρκτων εκατομμυρίων [93] », απώλεσεν εντός σχετικώς βραχέος
|
||
χρόνου το πλείστον της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Αλλά την
|
||
καταστροφήν ταύτην υπέστη μετά πλείστου στωικισμού, θα υφίστατο δε
|
||
και μετ' αδιαφορίας, εάν δεν είχε την εν ευμαρεία παντοτε ζήσασαν
|
||
μητέρα του και εάν δεν τω επεβάλλετο η ανάγκη να περιορίση τον
|
||
πλουτισμόν της βιβλιοθήκης του [94].
|
||
|
||
Διά τούτο μόνα ίχνη της υλικής του καταστροφής υπήρξαν, όσον αφορά
|
||
εις την φιλολογικήν του παραγωγήν, όσα έμαθε περί του τρόπου καθ'
|
||
ον ιδρύονται ή διευθύνονται αι μετακλεπτικαί (ως έλεγε) εταιρείαι
|
||
και πολλαί άλλαι επιχειρήσεις. Επί καιρόν δε ο χρηματιστικός
|
||
κόσμος, ον είχεν τόσον καλώς, πλην αδρά δαπάνη, γνωρίση, απετέλεσε
|
||
τον στόχον των οξυτέρων του βελών.
|
||
|
||
Ούτω λ. χ. έγραφεν εν τω «Ασμοδαίω» (αρ. 3):
|
||
|
||
«Αδίκως, νομίζομεν, κατηγορούνται ως όλως στείραι και άγονοι αι
|
||
παρ' ημίν μεταλλευτικαί επιχειρήσεις, εν ω απ'εναντίας επί των
|
||
ερειπίων εκάστης ηγέρθη μέγαρον μεγαλοπρεπές και καλλιμάρμαρον.
|
||
|
||
Πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι εφάνημεν οπωσούν αχάριστοι προς
|
||
τους ιδρυτάς των τοιούτων εταιρειών, αφήνοντες αυτούς ν'
|
||
ανεγείρωσι μέγαρα ιδία δαπάνη εν ω, αν εις παν άλλο μέρος του
|
||
κόσμου έπραττον ούτοι όσα έπραξαν παρ' ημίν, ήθελον φιλοξενείσθαι
|
||
και διατρέφεσθαι δαπάνη του δημοσίου».
|
||
|
||
Επίσης εν τω 5ω αριθμώ του αυτού φύλλου έδιδε την εξής ανάλυσιν
|
||
περιουσίας χρηματιστού.
|
||
|
||
Δάκρυον ορφανού....... 0,02
|
||
Στεναγμοί χήρας....... 0,01
|
||
Πείνα συνταξιούχου...... 0,01
|
||
Εύνοια Τούρκου....... 0,03
|
||
Ελαστικότης κώδικος..... 0,05
|
||
Νωθρότης εισαγγελέως.... 0,03
|
||
Ευήθεια μετόχου....... 0,85
|
||
-----
|
||
1,00
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
[76] Ταύτα εδημοσιεύθησαν κατά το πλείστον εις το «Ημερολόγιον» του
|
||
Ασωπίου, έν, «Οι Βρυκόλακες του Μεσαιώνος» εις το «Ημερολόγιον»
|
||
του Βρετού (1869) και δυο, αι «Αίτνειαι Αναμνήσεις» και «Οι
|
||
Ρωμαίοι Δούλοι», εις τον «Παρνασσόν» του Μανιτάκη.
|
||
|
||
[77] Κατά πληροφορίαν του ειδικωτάτου κ. Παλαμά.
|
||
|
||
[78] Βλ. λ. χ. τ' άρθρα του περί Ζωγραφικής και των Γραφουσών
|
||
Ελληνίδων. Εν τω πρώτω των άρθρων τούτων εξαίρεται το τάλαντον των
|
||
νεοτάτων τότε ζωγράφων Χατζοπούλου, Φωκά και Ιωαννίδου, εν δε τω
|
||
δευτέρω εκείνο της τελείως αγνώστου τω συγγραφεί κυρίας Αρσινόης
|
||
Παπαδοπούλου.
|
||
|
||
[79] Λ.χ. τον Βηλαράν.
|
||
|
||
[80] Λ.Χ. αι προς τον Ψυχάριν, τον Λενορμάν κτλ.
|
||
|
||
[81] Πρόλογος «Παρέργων» σ. κγ'
|
||
|
||
[82] Από του Προλόγου του «Οδοιπορικού».
|
||
|
||
[83] Πρόλογος των «Παρέργων» σ. ιγ'.
|
||
[84] Η αυτή παρατήρησις δύναται να γείνη διά τον Ανατόλ Φρανς, όστις
|
||
και πολλά άλλα σημεία κοινά έχει με τον Ροΐδην: τας
|
||
ιστορικοακκλησιαστικάς μελέτας, την φιλολογικήν κριτικήν, τα
|
||
σατυρικά πολιτικά έργα κτλ.
|
||
|
||
[85] «Αι μάγισσαι του Μεσαιώνος» (Ημερολ. Ασωπίου 1868), «Οι Ρωμαίοι
|
||
Δούλοι» και ο «Χριστιανισμός» («Παρθενών» 1872, «Απόκρυφα και
|
||
Συναξάρια» («Εστία», 1892).
|
||
|
||
[86] «Η αμφίβολος ζωή», «Τα στίγματα» (εν τοις «Παρέργοις»),
|
||
«Παθογένεια», «Δαμαλιδομαχία» (εν τη «Ποικίλη Στοά») κτλ. κτλ.
|
||
|
||
[87] Βλ. λ. χ. το θαυμάσιον «Περί ληστείας» άρθρον της 28 Μαΐου 1870.
|
||
|
||
[88] «Ώρα» 1 Ιαν 1879.
|
||
|
||
[89] Ο Ροΐδης, κατά μίμησιν του ιταλικού συστήματος, είχεν ιδρύση εν
|
||
τω οίκω του «ακαδημίαν ξιφασκίας». Συμμετείχον αυτής πάντες οι
|
||
περί τα όπλα ενασχολούμενοι, ων πολλοί ζώσιν ευτυχώς εισέτι. Ο κ.
|
||
Κλέων Ραγκαβής μοι διηγείτο μάλιστα εν Βερολίνω πώς ο μετ' αυτού
|
||
γυμναζόμενος Μανώλης ολίγον έλειψε μίαν ημέραν ν' απολέση τον
|
||
έτερον των οφθαλμών. Της αγάπης του Ροΐδου διά την ξιφασκίαν
|
||
μένουσι τεκμήρια ο πρόλογος του εις την «Οπλομαχικήν» του Ν.
|
||
Πύργου (1875) και λεπτόν διήγημα «Η πρώτη του μονομαχία». (Εστία
|
||
Ιανουάριος 1893).
|
||
|
||
[90] «Και μία παράδοξος ακόμη από τας πολλάς ιδιότητας του· ο κ.
|
||
Ροΐδης κάμνει κάτι καρικατούρες πρώτης κωμικότητος· όποιος τον
|
||
καταφέρει και του δείξη μερικάς τοιαύτας, θα θαυμάση, θα γελάση,
|
||
θα ξεκαρδισθή». (Άρθρον Μποέμ περί Ροΐδου, «Σκριπ», 8 Μαίου 1896).
|
||
|
||
[91] Εις το διήγημα «Η πρώτη του μονομαχία» σκώπτει «τους απογόνους
|
||
του Αλκιβιάδου και Αριστίππου», οίτινες «ποτίζουσι καμπανίτην και
|
||
κατατρώγουσι διά των οφθαλμών» τας γεγηρακυίας και εψιμυθωμένας
|
||
Φρύνας της γαλλικής οπερέττας.Δεν διέφερεν όμως και αυτός των
|
||
«νεανίσκων και πρώην τοιούτων» ους περιγράφει ή καθ' ότι εστρέφετο
|
||
προς τα νεώτερα και ευειδέστερα στοιχεία των γαλατικών θιάσων.
|
||
Τοιούτοι θρίαμβοι ήσαν εννοείται αρκετά δαπανηροί. Ότε δε μετά
|
||
τίνα έτη φίλος του τον ηρώτα εάν δεν μετεμελήθη διά τας
|
||
εικοσιπεντακισχιλίοις δραχμάς ας εδαπάνησε διά ωραίαν πριμαδόναν,
|
||
ο Ροΐδης απήντησε το εξής αμίμητον: «Ο κ. Σ. (διευθυντής
|
||
χρεωκοπησάσης Ασφαλιστικής εταιρείας) μου εκόστησε τα διπλάσια και
|
||
δεν μοι αφήκε καν τας αυτάς ευχαρίστους αναμνήσεις».
|
||
|
||
[92] Βλ. την ζωηρότητα μεθ' ης περιγράφει «την ανησυχίαν, την
|
||
ζήλειαν, τας στερήσεις και τ' άλλα βάσανα του έρωτος» εν τη
|
||
«Ψυχολογία Συριανού συζύγου». Πρβ. αυτόθι και τα εξής: «Τας πύλας
|
||
της υπερτάτης ηδυπαθείας δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή
|
||
παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη,
|
||
αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και ουχί καθ' ημέραν καλή».
|
||
|
||
[93] Βραχείαί τινες παρατηρήσεις επί της υπ' αριθ. 564 του 1875
|
||
αποφάσεως του Εμποροδικείου Αθηνών σ. 2 — 3. Το φυλλάδιον τούτο
|
||
διδάσκει ότι, όπως ο Βωμαρσαί, ο Ροΐδης εδεικνύετο όταν η ανάγκη
|
||
το εκάλει δικηγόρος πρώτης τάξεως, όστις όμως δεν ελησμόνει ότι
|
||
ήτο και φιλόλογος. Αι προτάσεις του όπως αι του πατρός του
|
||
«Φιγαρώ», είνε άξιαι συλλογής εις ανθολογίαν.
|
||
|
||
[94] «Δεν ημπορώ πλέον ν' αγοράσω βιβλία» είνε το μόνον παράπονον
|
||
όπερ ήκουσαν οι στενοί του φίλοι.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
IV
|
||
|
||
Τα έτη του αγώνος. — Ο «Ασμοδαίος» και η πολιτική. —Ο «καυγάς»
|
||
περί συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως. — Η Εθνική Βιβλιοθήκη.
|
||
|
||
Τα έτη δεκαετούς σχεδόν περισυλλογής και μελέτης διεδέχθη περίοδος
|
||
αγώνων παντοειδών και ποικίλων. Ο Ροΐδης αναλαμβάνει την έκδοσιν
|
||
σατυρικού φύλλου και ταχθείς μετ' ου πολύ εις το πλευρόν του
|
||
Τρικούπη, μετέχει όλων των διπλωματικών και πολιτικών τούτου
|
||
αγώνων.
|
||
|
||
Ο Ροΐδης δεχθείς να γείνη εισηγητής ποιητικού του Παρνασσού
|
||
διαγωνίσματος, περιπλέκεται εις πολύμηνον αγώνα μετά του Αγγέλου
|
||
Βλάχου και όσων εδόξαζον ότι αδύνατον είνε να μη υπάρχη ποίησις εν
|
||
τη συγχρόνω Ελλάδι, αφ' ου, συν τοις άλλοις, πολλοί τούτων ήσαν
|
||
ακραδάντως πεπεισμένοι ότι ήσαν ποιηταί.
|
||
|
||
Τέλος ο Ροΐδης δέχεται την θέσιν εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης·
|
||
εις εποχήν δε καθ' ην διορισμός εις δημοσίαν θέσιν ήτο πράγμα κατ'
|
||
εξοχήν εφήμερον, ο δεχόμενος δημοσίαν θέσιν ανελάμβανε συνάμα
|
||
δεινόν και άχαριν αγώνα κατά της λεγεώνος των προκατόχων και
|
||
επιδόξων διαδόχων του.
|
||
*
|
||
* *
|
||
Ο «Ασμοδαίος»! Πόσον ζωηράν ανάμνησιν εκράτησεν η κοινή γνώμη του
|
||
εβδομαδιαίου εκείνου φύλλου, όπερ έζησε μόλις δεκαοκτώ μήνας και
|
||
εξέπνευσε προ τριακονταπέντε ετών. Η υστεροφημία αύτη δεν είνε
|
||
αδικαιολόγητος. Ουδέποτε η Ελλάς εγνώρισε φύλλον τόσον ευφυές,
|
||
τόσον λεπτόν, τόσον καλλιτεχνικόν και τόσον ανεξάρτητον, φύλλον
|
||
έχον τη αληθεία τα τέσσαρα ταύτα προσόντα εις τοιούτον βαθμόν,
|
||
ώστε είνε ζήτημα εάν δεν ήτο δυσαναλόγως καλόν διά το κοινόν μας
|
||
και εάν, όπως ελέχθη διά τον Τρικούπην, «δεν μας έπιπτε πολύ».
|
||
|
||
Είνε τετριμμένη αλήθεια ότι τίποτα δεν γηράσκει ταχύτερον
|
||
σατυρικού φύλλου, και οι λόγοι τούτου είνε τόσον προφανείς, ώστε
|
||
δεν χρήζουσιν αναπτύξεως. Εν τούτοις διεξελθών εσχάτως ολόκληρον
|
||
την συλλογήν του «Ασμοδαίου», επείσθην ότι ούτε εγήρασεν ούτε
|
||
έπαυσε να είνε διά πλείστους αφρούρητος αποθήκη αττικού άλατος.
|
||
|
||
Εις την αιωνίαν ταύτην νεότητα συντελούν τα μάλιστα αι
|
||
αριστοτεχνικαί γελοιογραφίαι, του κ. Θέμου Αννίνου, αλλ' όχι
|
||
ολιγώτερον η υπό ποικίλα ψευδώνυμα ποικίλη όσον και άφθονος
|
||
συνεργασία του Ροΐδου.
|
||
|
||
Δεν πιστεύω ποτέ ουδ' εις τάριστα των ευρωπαϊκών σατυρικών
|
||
περιοδικών να έγεινε τόση σπατάλη πνεύματος και δη πνεύματος
|
||
τοιαύτης ποιότητος· πνεύματος όπερ μεταπηδά από των «gaminerie»
|
||
ενός μποέμ, εις την λεπτήν ειρωνείαν Άγγλου χιουμουριστού, διά να
|
||
εξαρθή τέλος εις την βαθείαν πολιτοκοινωνικήν σάτυραν ενός
|
||
Λουκιανού, ενός Σουίτ, ενός Σαμφώρ.
|
||
|
||
Εξηγούμαι διά παραδειγμάτων. Ο «Ασμοδαίος» (αριθ. 4) περιέχει την
|
||
εξής ειδοποίησιν:
|
||
|
||
«Την γελοιογραφίαν του παρόντος φύλλου κατέφαγεν η αδιακρισία
|
||
του νιτρικού οξέως. Ζητούντες σνγγνώμην παρά των συνδρομητών διά
|
||
το χημικόν δυστύχημα υποσχόμεθα αυτοίς εν τω επομένω φύλλω
|
||
λαγούς με πετραχήλια».
|
||
|
||
Ενταύθα το πνεύμα δεν ανυψούται άνω του επιπέδου ευφυούς και
|
||
λεπτής παιδιάς. Πρόκειται όμως περί απλής ειδοποιήσεως.
|
||
Διεξερχόμενοι δε τας «Σκνίπας» σημειούμεν, κατά τύχην, τα εξής:
|
||
|
||
«Παρατηρούντες προχθές εν Φαλήρω τας καλλίστας εκεί δεσποινίδας
|
||
και ωραίας κυρίας ομολογούμεν, ότι αληθές κηπουρικόν θαύμα
|
||
επέτυχεν η Εταιρεία, κατορθώσασα να μεταφυτεύση επί αλμυράς
|
||
άμμου τόσον εύοσμα άνθη και τόσους ευώδεις καρπούς. Έπρεπεν όμως
|
||
να φυτευθώσιν εν τω γυμνώ τούτω παραδείσω και δένδρα τινά
|
||
οιουδήποτε είδους. Πιστεύωμεν ότι το της γνώσεως του καλού και
|
||
του κακού ήθελεν αναπτυχθή εκεί θαυμασίως».
|
||
|
||
Το πνεύμα γίνεται λεπτότερον, χαριέστερον, πρωτοτυπότερον αλλά
|
||
μένει πνεύμα χιουμοριστού παίζοντος και γελώντος· αλλά τότε, όταν
|
||
ο Ροΐδης γράφη σκέψεις ως τας εξής:
|
||
|
||
«Αποστολή παρ' ημίν της Εκκλησίας είνε να μάς οδηγήση ουχί εις
|
||
τον Ουρανόν αλλ' εις την Κωνσταντινούπολην».
|
||
|
||
«Η φιλομάθεια του Έλληνος πολύ ομοιάζει την ευσέβειαν του Ιταλού
|
||
χωρικού, όστις γίνεται καπουκίνος, ουχί όπως κατακτήση τον
|
||
παράδεισον, αλλά μόνον όπως τρώγει χωρίς να σκάπτη».
|
||
|
||
«Καθ' ην ώραν πίπτει βροχή νομοσχεδίων, λαμβάνομεν και ημείς το
|
||
θάρρος να υποβάλλωμεν το ακόλουθον· Περί τηρήσεως των κειμένων
|
||
νόμων».
|
||
|
||
Όταν, λέγω, γράφη τοιαύτας σκέψεις, ασφαλώς συνοψίζει εν
|
||
υπογραμματική και καλλιλογική μορφή τας κυριωτέρας των
|
||
κατατρυχουσών την νεωτέραν Ελλάδα ασθενειών: το μονομερές του παρ'
|
||
ημίν θρησκευτικού αισθήματος, την προς τας σκληράς και επιπόνους,
|
||
αλλά πράγματι και τας μόνας προσοδοφόρους εργασίας απέχθειαν,
|
||
τέλος την μαστίζουσαν ημάς ανέκαθεν νομοθετικήν μανίαν, ήτις μας
|
||
προσομοιάζει προς ασθενείς οίτινες, αντί ν' ακολουθήσωσι
|
||
προδιαγραφείσαν δίαιταν, ελπίζουσι Θεραπείαν διά της αδιακόπου
|
||
ανανεώσεως συνταγών.
|
||
|
||
Η σύνταξις του «Ασμοδαίου» υπήρξεν η γέφυρα, ήτις ωδήγησε τον
|
||
Ροΐδην προς την πολιτικήν. Τίποτε, ούτε παραδόσεις οικογενειακαί,
|
||
ούτε συμφέροντα, ούτε προσωπική διάθεσις, συνέδεον τον Χίον
|
||
ομογενή με τα πολιτικά.
|
||
|
||
Κατ' αρχάς ο «Ασμοδαίος» ήτο φύλλον καθαρώς κωμικόν· ταχέως όμως η
|
||
κατά βάθος εξόχως πατριωτική και τιμία φύσις του Ροΐδου παρεσύρθη
|
||
εκ της ακριβεστέρας αντιλήψεως της καταστάσεως.
|
||
|
||
«Το ν' ασχολήται τις εν Ελλάδι, γράφει κάπου, εις γενικά και
|
||
απλώς θεωρητικά ζητήματα είνε περίπου το αυτό, ως εί χειρουργός,
|
||
περικυκλούμενος υπό ηλκωμένων, αντί να μεταχειρίζεται την
|
||
μάχαιραν και το πυρ κατά της σαπράς σαρκός, κατεγίνετο συντάσσων
|
||
πραγματείας περί πυαιμίας και φαγεδαίνης».
|
||
|
||
Αγανακτήσας λοιπόν κατά της πολιτείας του Βούλγαρη «δεσποτικού
|
||
άνευ έρωτος προς την τάξιν και στασιαστού άνευ έρωτος προς την
|
||
ελευθερίαν» (Αναστ. Βυζάντιος [95] ), κατά της παραβιάσεως και
|
||
αυτών των τύπων του Συνταγματικού πολιτεύματος, της διά εκλογικής
|
||
νοθείας και παντοίας αυθαιρεσίας παρεισφρήσεως εν τη Βουλή ή τη
|
||
Διοικήσει παντός αμφιβόλου στοιχείου, της μεταβολής εις οίκον
|
||
σιμωνίας αυτών των υπουργείων της δικαιοσύνης και της παιδείας
|
||
[96] ο «Ασμοδαίος», μ' ερυθρούς εξ αγανακτήσεως τους οφθαλμούς
|
||
[97], αντήλλαξε τα κρόταλα του γελωτοποιού αντί του μαστιγίου της
|
||
σατύρας [98].
|
||
|
||
Ποίαν δε χρήσιν έκαμε της μάστιγός του μαρτυρούσιν οι εκδαρέντες
|
||
ώμοι εκείνων, καθ' ων αύτη απηνώς κατεφέρετο. Η τύχη τούτων ολίγον
|
||
ήτο αξιόζηλος· «τους περιέμενεν, όπως έγραφεν ο Αριστοτέλης
|
||
Βαλαωρίτης [99], οδυνηρόν μαρτύριον, καθώς εκείνο το οποίον
|
||
εφεύρεν ο φίλος μου Αλή πασσάς διά τον Κατσαντώνην».
|
||
|
||
Οι αναγινώσκοντες σήμερον τον «Ασμοδαίον» ευρίσκουσιν ενίοτε
|
||
υπεράγαν προσωπικόν τον χαρακτήρα των επιθέσεων του. Από
|
||
φιλολογικής όμως απόψεως εξετάζων το πράγμα πρέπει τις να ενθυμηθή
|
||
ότι σχεδόν πάντες οι οξείς σατυρικοί, πολιτικοί τε και φιλολογικοί
|
||
αγώνες, μετετράπησαν αρκετά ταχέως εις προσωπικούς. Τί ήσαν αι
|
||
κατά του φίλου του Φρειδερίκου ακαδημαϊκού Maupertuis σάτυραι, ας
|
||
τόσον θαυμάζει ο Μακωλέϋ [100], ή δριμείαι προσωπικαί επιθέσεις
|
||
ηρτυμέναι με αμφιβόλου ποιότητος αστεία; Δια πόσας σατύρας του
|
||
Βολταίρου δεν δύναται τις να είπη το αυτό; Εξ άλλου είνε γνωστόν
|
||
ότι ο Βολταίρος εδημοσίευσε σατύρας υπό ονόματα φίλων του· και
|
||
κατά τούτο τον εμιμήθη ο Ροΐδης [101].
|
||
|
||
Η πτώσις του Βούλγαρη είχε γεννήση μεγάλας ελπίδας, αίτινες δεν
|
||
διήρκεσαν πολύ. Η μετά τας εκλογάς σχηματισθείσα συμμαχική
|
||
Κυβέρνησις Κουμουνδούρου — Ζαΐμη, διώκησεν ίσως ευπρεπέστερον και
|
||
συνταγματικώτερον, αλλά δεν εγκατέλιπε την μέθοδον της
|
||
«κομματικής» διοικήσεως. Όπως δ' είχε δείξη επανειλημμένως ο
|
||
«Ασμοδαίος», ο Στηλιτισμός δεν ήτο άλλο ή απόρροια δωδεκαετούς
|
||
τοιαύτης πολιτικής. Ήρχισε λοιπόν ο Ροΐδης να πολεμή κατά του
|
||
Κουμουνδούρου, ον προσωπικώς υπερηγάπα και διά την γλυκύτητα του
|
||
ήθους και διά την έλλειψιν πάσης επιδιώξεως ατομικών συμφερόντων
|
||
[102], ολίγον δε κατ' ολίγον προσεκολλήθη εις τον Χαρίλαον
|
||
Τρικούπην. Πρόσφατα φαινόμενα μάς επιτρέπουσι να εννοήσωμεν
|
||
καλλίτερον τα τότε προς τον Τρικούπην αισθήματα του Ελληνικού
|
||
λαού. Όπως τα μέσα και κατώτερα στρώματα της κοινωνίας πιστεύουσι
|
||
μάλλον εις την θαυματουργόν δράσιν βοτάνου ή εις μακράν δίαιταν,
|
||
ούτω και οι νέοι πολιτικοί λαοί, κυρίως όταν τύχη να ώσι
|
||
μεσημβρινοί, επιζητούσι την σωτηρίαν από μέσα ταχέα και απλά,
|
||
προσδοκώντες ταύτην από νόμους ή από άτομον, προ παντός δ' από
|
||
τους νόμους ους θα συντάξη το άτομον. Το κοινωνικόν τούτο
|
||
φαινόμενον, γνωστόν σήμερον υπό το όνομα «Μεσσιανισμός», είχεν
|
||
αναφανή και μετά το 1875, ακριβέστερον δε αφ' ου κατεδείχθη ότι τα
|
||
ανατρέψαντα τον Βούλγαρην κόμματα δεν είχον την πρόθεσιν ή την
|
||
δύναμιν να βελτιώσωσιν ουσιωδώς τα κακώς κείμενα. Την εκκόλαψιν
|
||
του «Μεσσιανισμού» υποβοηθούσι πάντοτε και δειναί εξωτερικαί
|
||
περιστάσεις, καταδεικνύουσαι το επείγον της ανάγκης της πολιτικής
|
||
μεταβολής. Σπανίως δε ήτο δεινοτέρα η θέσις του Ελληνισμού ή κατά
|
||
την συνθήκην του Αγίου Στεφάνου.
|
||
|
||
Ολίγοι Ελληνες έσχον ποτέ τα προσόντα όσα παρουσίαζε περί το 1878
|
||
ο Χαρίλαος Τρικούπης. Εκ μεγάλων οικογενειών πατρόθεν και μητρόθεν
|
||
έλκων το γένος, έχων μόρφωσιν οίαν δεν έσχε ποτέ άλλος Έλλην και
|
||
επιβολήν όσην μόνος ο Καποδίστριας, ζήσας επί πλείστα έτη εις την
|
||
Εσπερίαν και κατακτήσας την συμπάθειαν και την εκτίμησιν πάντων
|
||
των εις τα της Ανατολής ενασχολουμένων, αγαπώμενος υπό των
|
||
Ριζοσπαστικών στοιχείων ως συγγραφεύς του «Τίς Πταίει;», και
|
||
αποσπάσας την εμπιστοσύνην των συντηρητικών διά της πράγματι
|
||
αγγλικής του εξαμήνου διοικήσεως του 1875, ήτο φυσικόν να γεννήση
|
||
άπειρον ενθουσιασμόν και απείρους ελπίδας.
|
||
|
||
Τα αισθήματα ταύτα ταχέως συνεμερίσθη ο υπό ψυχρά και σκεπτικά
|
||
προσχήματα βαθύς και ενθουσιώδης πατριωτισμός του Ροΐδου.
|
||
Κατεκτήθη λεληθότως. Κατ' αρχάς εις τους παρατηρούντας ότι ο
|
||
«Ασμοδαίος» τρικουπίζει, απήντα ότι ο Τρικούπης ασμοδαΐζει. Από
|
||
του 1877 όμως ετάχθη απροκαλύπτως παρά το πλευρόν του εκ
|
||
Μεσολογγίου πολιτευτού, συμμερισθείς όλα τα αισθήματα των
|
||
θερμοτέρων Τρικουπικών και δη του φανατισμού εκείνου, όστις ίσως
|
||
υπήρξεν η κυριωτέρα αδυναμία και η βαθυτέρα αιτία της σχετικής
|
||
αποτυχίας του Τρικουπικού κόμματος. Εις τους μέχρις οστέων
|
||
Τρικουπικούς το υπηρετείν άλλο κόμμα εφαίνετο έγκλημα προς την
|
||
πατρίδα αφ' ου εις τα όμματά των ουδεμία εκτός του ειδώλου των
|
||
υπήρχε σωτηρία.
|
||
|
||
Υπό τοιαύτην δε ψυχολογικήν επίδρασιν έγραψε τω 1879 ο Ροΐδης το
|
||
Γεννηθήτω Φως, διπλωματικόν φυλλάδιον όπερ, καίπερ είνε έν εκ των
|
||
ευφυεστέρων και μάλλον μελετημένων έργων του συγγραφέως,
|
||
προτιμότερον θα ήτο ίσως να μη είχε γραφή.
|
||
|
||
Δίκαιον όμως εις όλα ταύτα είνε να προστεθή ότι, όπως ορθώς το
|
||
ετόνισεν ο κ. Κακλαμάνος [103], «ο ανήκων επί τριακονταετίαν εις
|
||
κόμμα, αλλά σπανίας ευθύτητος και ειλικρινείας Ροΐδης, είνε ο
|
||
ειπών τας σκληροτέρας αληθείας εις τα κόμματα. Παρ' αυτώ η κατ'
|
||
επίφασιν αντιφατική αύτη στάσις εξηγείται άριστα, διότι ο μόνος
|
||
λόγος δι' ον ετρικούπιζε μετά τοσούτου ενθουσιασμού ήτο ότι είχε
|
||
την πεποίθησιν ότι μόνος ο Τρικούπης ηδύνατο ν' αποσπάση τον
|
||
καρκίνον εκείνον, εις ον απέδιδε τον διανοητικόν μαρασμόν, [104]
|
||
την εσωτερικήν κακοδαιμονίαν και τους εξωτερικούς εξευτελισμούς
|
||
της δυστυχούς ταύτης χώρας».
|
||
|
||
Αλλ' ας έλθωμεν εις τον περί συγχρόνου ποιήσεως αγώνα.
|
||
|
||
Χ
|
||
|
||
Ο αγών ούτος γνωστός εις τους φιλολογικούς κύκλους υπό το όνομα «ο
|
||
καυγάς με τον Βλάχον» ως εκ του κυριωτέρου αντιπάλου του Ροΐδου
|
||
[105], ως επίσης και οι λόγοι δι' ους η συζήτησις αύτη τόσην έσχεν
|
||
απήχησιν, συνωψίσθησαν αρκετά καλώς εν τη πρώτη περί Ροΐδου μελέτη
|
||
του κ. Ξενοπούλου. («Ποικίλη Στοά», 1891. σελ. 40).
|
||
|
||
Η πρώτη γνώμη, τολμηρά και αποφασιστική, εξηνέχθη ως εν σχεδίω
|
||
κατά τινα ποιητικόν αγώνα, εν τη κρίσει της αγωνοδίκου
|
||
επιτροπείας, ης ο κ. Ροΐδης ετύγχανε εισηγητής. Ο τεχνοκρίτης
|
||
εκήρυξεν άγονον και ανωφελή ου μόνον τον αγώνα εκείνον,—καθ' ον
|
||
ουδέν μεν των υποβληθέντων έργων έκρινεν άξιον βραβείου, των
|
||
πλείστων δ' εξήρε τα γελοία,—αλλά και πάσαν περί ποιητικής
|
||
παραγωγής απόπειραν εν Ελλάδι, όπου εν τω παρόντι αδύνατον είνε,
|
||
έλεγε, να βλαστήση ποίησις, ελλείψει των εις την ανάπτυξιν του
|
||
ποιητού συντελούντων στοιχείων, της περιερούσης ποιητικής
|
||
ατμοσφαίρας. Κατά της γενικής ταύτης προγραφής διαμαρτυρόμενος ο
|
||
κ. Άγγελος Βλάχος επεχείρησε ν' αντιτάξη την ποιητικήν
|
||
φυσιογνωμίαν του Γεωργίου Ζαλοκώστα, ως ισχυρόν επιχείρημα μετ'
|
||
άλλων πολλών ανισχυροτέρων, εις τα οποία απήντησεν ο Ροΐδης και
|
||
ανταπήντησεν ο κ. Βλάχος και ήναψεν όντως η μακρά συζήτησις, εις
|
||
ην και άλλοι έλαβον μέρος και όλοι παρηκολούθουν μετ'
|
||
ενδιαφέροντος.
|
||
|
||
Εκτός των προσωπικών —- ων αμφίβολον μένει το κέρδος, αμφότεροι δε
|
||
οι αντίπαλοι απέχουσιν αμοιβαίως την ευθύνην, —ανεπτύχθησαν τότε
|
||
εν τη μικρά αιθούση του Παρνασσού εν μέσω πάντοτε πυκνού
|
||
ακροατηρίου, πολλαί αισθητικαί θεωρίαι· αν δηλαδή ο ποιητής
|
||
γεννώμενος έχη χρείαν των καταλλήλων περιστάσεων, όπως αναδειχθή,
|
||
αν εινε αναγκαίον το ιδανικόν και οποίον το εν Ελλάδι τοιούτον, αν
|
||
τω όντι έχη επίδρασιν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αν ήσαν ποιηταί
|
||
αληθώς ή στιχοπλόκοι και μιμηταί οι εν Ελλάδι—και μύριοι άλλοι
|
||
αισθητικοί κόμβοι, οίτινες έδωσαν μεν αφορμήν εις έκχυσιν ευφυίας
|
||
και κατασκευήν ωραίων σελίδων, αλλά και συνέτειναν πολύ εις την
|
||
ανάπτυξιν του παρ' ημίν ποιητικού αισθήματος εν γένει, και εις την
|
||
διαπαιδαγώγησιν προς την υγιά μελέτην και την αληθεστέραν
|
||
έμπνευσιν των νεωτέρων μας ποιητών [106]
|
||
|
||
Απήχησις της συζητήσεως έφθασε μέχρι του εξωτερικού, και η Κυρία
|
||
Adam αναπτύξασα τα κατά ταύτην απεφήνατο ότι η νίκη έμεινε τέλος
|
||
εις τον σχόντα, la derniere mot, Ροΐδην. (Οι Σύγχρονοι Έλληνες
|
||
ποιηταί, Παρίσιοι 1881 σελ. 158). Εν άλλαις λέξεσιν η Ιουλιέττα
|
||
Λαμβέρ φρονεί ότι ο Ροΐδης ενίκησε, διότι απεστόμωσε τους
|
||
αντιπάλους του.
|
||
|
||
Χωρίς να συμμερισθώ την γνώμην του αειμνήστου φίλου Α. Βικέλα,
|
||
όστις εν τω μέχρις υπερβολής εξικνουμένω πόθο να συμβιβάζη τα
|
||
διεστώτα επεχείρησεν εμμέτρως ν' αποδείξη, εις τους μετ' αγρίου
|
||
πάθους παλαίοντας, ότι ήσαν κατά βάθος σύμφωνοι [107], φρονώ ότι ο
|
||
Ροΐδης ενίκησε όχι μόνον, διότι είχε περισσοτέραν επιμονήν, αλλά
|
||
διότι είχε και δίκαιον, πλην ότι δεν ενίκησε κατά κράτος διότι
|
||
έδωκεν υπέρ το δέον δογματικήν μορφήν εις τας ιδέες του.
|
||
|
||
Εξηγούμαι:
|
||
|
||
Ψυχραίμως εξετάζων τις μετά πάροδον τριακονταπέντε σχεδόν ετών τα
|
||
πράγματα, άγεται να πιστεύση ότι έδωκε μεν ο Ροΐδης εις την
|
||
θεωρίαν του υπερβολικήν πως μορφήν,—αφ' ου και ο ίδιος αναγνωρίζει
|
||
ότι υπήρξαν παρ' ημίν πολλοί στιχουργοί άξιοι του ονόματος του
|
||
ποιητού, εν οις και δύο τότε εισέτι ζώντες, ο Βαλαωρίτης και ο
|
||
Παράσχος [108], βραδύτερον δε απέδωκε τον οφειλόμενον έπαινον εις
|
||
την μετά το 1880 αναφανείσαν σχολήν— αλλ' όμως, εάν τις αφήνων τας
|
||
θεωρητικάς συζητήσεις έλθη εις την ουσίαν, θα ίδη ότι η παρούσα
|
||
γενεά έδωκεν απολύτως δίκαιον εις όλας τας συγκεκριμένας προτάσεις
|
||
του.
|
||
|
||
Ποίαι ήσαν αι προτάσεις αύται;
|
||
|
||
1ον) Ότι κατάλληλος γλώσσα διά την ποίησιν ήτο μόνον η δημοτική.
|
||
Οι υποστηρίζοντες τω 1877 την πρότασιν ταύτην εν τε τη θεωρία και
|
||
τη πράξει απετέλουν, εκτός της Επτανήσου, μικράν μειονοψηφίαν.Πρό
|
||
ολίγου ακόμη το Πανεπιστήμιον απέκλειε την δημοτικήν των ποιητικών
|
||
του διαγωνισμών. Σήμερον πόσοι είνε οι γράφοντες στίχους εις την
|
||
καθαρεύουσαν;
|
||
|
||
2ον) Ότι ποιητάς η Ελλάς είχε μόνους εκ μεν των νεκρών τον
|
||
Σολωμόν, τον Χριστόπουλον, τον Βηλαράν, τον Ζαλοκώσταν, εκ δε των
|
||
τότε ζώντων τον Βαλαωρίτην και τον Παράσχον. Ποίον όνομα έχει να
|
||
προσθέση εις τον κατάλογον τούτον αυστηρός σύγχρονος κριτικός; Το
|
||
του Κάλβου; Αλλά τότε ο Κάλβος παρεγνωρίζετο αμφοτέρωθεν και εις
|
||
τον κατάλογον του Ροΐδου αντετίθετο κατάλογος απαρτιζόμενος από
|
||
τους Σούτσους και τους οπαδούς των, αποκλειομένου μετά
|
||
περιφρονήσεως του Βηλαρά!!!
|
||
|
||
Επίσης τίς αμφισβητεί νυν ότι δικαιολογημέναι ήσαν αι επιφυλάξεις
|
||
του Ροΐδου όσον αφορά εις πολλά των εις Πανεπιστημιακούς
|
||
διαγωνισμούς βραβευθέντων έργων του Ζαλοκώστα, ή εις την
|
||
διατύπωσιν και την σύνθεσιν των έργων του Παράσχου «ποιητού
|
||
ανωτέρου του άσματός του;»
|
||
|
||
3ον) Αι περί ποιητικής ατμοσφαίρας θεωρίαι του Ροΐδου δύνανται να
|
||
ελεγχθώσιν ομολογουμένως υπερβολικαί. Ποίος όμως θ' αμφισβητήση
|
||
σήμερον ότι ούτε ποιητική ατμοσφαίρα ούτε πραγματικοί ποιηταί
|
||
υπήρχον εν ταις Αθήναις του 1877;
|
||
|
||
Συγγραφεύς άριστα γνωρίζων την εποχήν εκείνην και καθαρώς
|
||
αφηγηματικώς εξιστορών τα κατ' αυτήν, ανέπτυξεν εσχάτως ποιον ήτο
|
||
το πνεύμα της [109], δεν δυσκολεύεται ν' αναγνωρίση ότι ήτο πνεύμα
|
||
ψεύδους και μιμήσεως. Πνεύμα ρομαντισμού όστις ούτε είχεν αναβλύση
|
||
εν Ελλάδι ούτε καν είχε φθάση, ότε ανεπτύχθη ή ήκμαζεν εν Ευρώπη.
|
||
«Μας ήρχετο ο Ρομαντισμός κατά το γήρας του, καταπεπτωκώς ήδη και
|
||
εξηντλημένος, διά των οχετών των μυθιστορημάτων, ιδία των
|
||
γαλλικών... Εντός αυτού του θερμοκηπίου ανεπτύσσετο χλωρωτική η
|
||
λυρική ποίησις εκείνων των ημερών, ζώσα υπό φως ψευδές και εν
|
||
ατμοσφαίρα εκνευριστική, ένθα ενοθεύοντο αι ιδέαι και επλαδαρούτο
|
||
το φρόνημα, παραμελουμένης της πρακτικής σκέψεως και προαγομένης
|
||
μόνης της απράγμονος ευαισθησίας, της κενής κομπολογίας και του
|
||
ύδρωτος της εκφράσεως [110] ».
|
||
|
||
Habemus confidentem rerum. Πράγματι ο Μπάμπης Άννινος ήτο εις την
|
||
πρώτην γραμμήν της Πλειάδος, εν η συνεσωματούντο αι ελπίδες του
|
||
τότε νεοελληνικού Παρνασσού και μετά φίλτρου και αγάπης ομιλεί
|
||
περί των πρώην συναγωνιστών του.
|
||
|
||
Θέλετε άλλην απόδειξιν του βασίμου των Ροϊδίων παρατηρήσεων;
|
||
Λάβετε τον υπό του Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, τότε δεκαοκταετούς,
|
||
εκδοθέντα «Παρνασσόν». Είνε ούτος εν ταυτώ μία συλλογή και έν των
|
||
«manifestes εκείνων τα οποία, μεταμορφωθείς εις Jean Moreas, τόσον
|
||
συχνά εξέδωκεν έκτοτε. Ο «Παρνασσός» ήτο έμμεσος απάντησις εις το
|
||
Πανεπιστήμιον, όπερ εισηγουμένου του κ. Μιστριώτου [111] είχε και
|
||
αυτό καταδικάση την εν Αθήναις ανθούσαν σχολήν, αποφανθέν ότι «ο
|
||
όλος αγών δεν ήτο η ερωτική ελεγεία κατά τους τύπους καθ' ους εν
|
||
τοις βορειοτέροις κλίμασι διεμορφώθη» και συμπεραίνον ότι, επειδή
|
||
αι πολλάκις επαναληφθείσαι συμβουλαί ουδόλως ελαμβάνοντο υπ' όψιν,
|
||
«η των κριτών υπομονή εξηντλήθη, ίσως δε μετ' ου πολύ οι
|
||
Εχέμβροτοι των ερωτικών ελέγων εύρωσι κεκλεισμένον το τοιούτον
|
||
είδος της σταδιοδρομίας [112].
|
||
|
||
Διά του «Παρνασσού» επειράτο ο όμιλος του Παπαδιαμαντοπούλου ν'
|
||
αποδείςη ότι όχι μόνον η ελληνική ποίησις έζη, αλλά και έθαλλε·
|
||
όθεν περιελήφθησαν εν τη συλλογή όλα τα αριστουργήματα των ζώντων
|
||
γνωστών ποιητών και πλείστα έργα της άρτι επιχειρησάσης να επιβή
|
||
του Πηγάσου νεολαίας.
|
||
|
||
Λοιπόν, λέγω, ο θέλων να ίδη πόσον ο Ροΐδης είχε δίκαιον ας ανοίξη
|
||
την συλλογήν εκείνην. Εάν εξαιρέση δύο τρεις άνδρας εις ους αυτός
|
||
ο Ροΐδης απέδωκε τον αρμόζοντα έπαινον, πάντα τα άλλα ονόματα τα
|
||
εν τω «Παρνασσώ» συμπεριλαμβανόμενα μας είνε ή άγνωστα τελείως ή
|
||
τυγχάνουσι γνωστά διά παν άλλο ή διά τα ποιητικά έργα των φερόντων
|
||
αυτά. Τα γνωρίζομεν ως ονόματα διακεκριμένων πολιτευομένων,
|
||
διπλωματών, νομικών, ανωτέρων υπαλλήλων, δημοσιογράφων και ιατρών,
|
||
αλλά «περί Απόλλωνος ουδέ είς λόγος». Είνε αληθές ότι τα ονόματα
|
||
των δύο αρχηγετών της σχολής του 1870, του Παπαρηγοπούλου δηλαδή
|
||
και του Βασιλειάδου, δεν εσβέσθησαν ακόμη από του ποιητικού
|
||
στερεώματος, αλλά πόσοι των νεωτέρων γνωρίζουν εισέτι τους άλλοτε
|
||
ως αριστουργήματα λογιζομένους στίχους των, ποίος κριτικός τους
|
||
αναφέρει, και ιδίως (μόνον δείγμα αναμφίρηστον της επιβιώσεως)
|
||
ποίους έχουσιν ακόμη μιμητάς;
|
||
|
||
Χ
|
||
|
||
Ο διορισμός του Ροΐδου εις την θέσιν του εφόρου της Εθνικής
|
||
Βιβλιοθήκης εξέθηκεν αυτόν, ως ελέγομεν, εις τας επιθέσεις πάντων
|
||
των ορεγομένων την θέσιν ταύτην, πρώην εφόρων είτε μη. Τας αηδίας
|
||
τοιούτου αγώνος, διεξαγομένου διά τριών συγχρόνως εφημερίδων,
|
||
φαντάζεταί τις ευκόλως. Ας μη αγανακτώμεν όμως υπέρ το δέον επ'
|
||
αυταίς, σκεπτόμενοι ότι τοις οφείλομεν έν αριστούργημα: την
|
||
Εθνικήν Βιβλιοθήκην εν έτει 1880.
|
||
|
||
Το φυλλάδιον τούτο, όπως αι Παρατηρήσεις επί της αποφάσεως του
|
||
Εμποροδικείου του 1875, μας κάμνει σχεδόν να λυπούμεθα ότι ο
|
||
Ροΐδης δεν έπεσε θύμα ποικιλωτέρων σκευωριών, οπότε θα τω εδίδοντο
|
||
περισσότεραι αφορμαί να επιδείξη το πολυσχιδές της συγγραφικής του
|
||
μεγαλοφυίας.
|
||
|
||
Όπως η κακοπιστία μεσίτου και η μωροπιστία δικαστών τω παρέσχε
|
||
αφορμήν να φανερώση τι ήξιζεν ο κάλαμος του πραγματευόμενος νομικά
|
||
ζητήματα, ούτω και αι επιθέσεις του 1880 του επέτρεψαν να δείξη
|
||
μετά πόσης χάριτος, σαφηνείας και πνεύματος εξέθετε τα ξηρότερα
|
||
των διοικητικών ζητημάτων καθιστών επαγωγούς και τας περί
|
||
ταξινομήσεων βιβλίων συζητήσεις.
|
||
|
||
Οποίαν αμίμητον τη αληθεία εικόνα το σπινθηροβολούν φυλλάδιον μας
|
||
δίδει της τότε Εθνικής Βιβλιοθήκης, με τους βοηθούς «εις ους πολύ
|
||
μάλλον θα ήρμοζε το όνομα βοηθουμένων», με τους επιστήμονας
|
||
εκείνους οίτινες επισκεπτόμενοι την βιβλιοθήκην «ανελογίζοντο μετ'
|
||
αποθαρρύνσεως της επιστήμης το μήκος και του βίου το βραχύ», με
|
||
τους σφετερισμούς εκκλησιαστικών βιβλίων δι' ους «άχθεται τις έτι
|
||
μάλλον σκεπτόμενος εις τίνας ήσαν τα βιβλία ταύτα χρήσιμα και ότι
|
||
ενδέχεται ν' ασπασθή τας χείρας, αίτινες εξετέλεσαν τον
|
||
ασυνείδητον ακρωτηριασμόν»• επί πάσι δε με το συμπέρασμα ότι «ως
|
||
εν Ελβετία οικοδομούνται αι οικίαι όπως ανθίστανται κατά της
|
||
χιόνος, εν Ολλανδία, κατά της πλημμύρας και εν Μεξικώ κατά των
|
||
εφόδων της ανεμοζάλης, ούτω και εν Ελλάδι πρέπει να κατατάσσονται
|
||
αι βιβλιοθήκαι όπως κάλλιον αντέχωσι κατά των εφόδων της
|
||
πολιτικής».
|
||
|
||
Εννοείται ότι η ευφυία και η λογική της Εθνικής Βιβλιοθήκης δεν
|
||
απεστόμωσαν τους αμφισβητούντας αυτώ την θέσιν. Αλλ' εν τη
|
||
απαντήσει τούτων τόσον αφειδής εγίνετο χρήσις των επιθέτων
|
||
«αναιδής, ιοβόλος, βάτραχος, ασυνείδητος, όφις, μιαρός, κόραξ,
|
||
άνανδρος, ψιττακός, δολοφόνος και άλλων ομοίων», ώστε ο Ροΐδης,
|
||
αισθανόμενος την ανάγκην ν' αμυνθή έκρινεν ανάξιον εαυτού ν'
|
||
απαντήση με την υπογραφήν του. Η δε Σύντομος Απάντησίς του φέρει
|
||
την υπογραφήν του πρώην κλητήρος της Βιβλιοθήκης Μιχαήλ Καρατζά.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
[95] Βλ. σελ. κα' της Εισαγωγής του Αλ. Βυζαντίου εις τα «Έργα» του
|
||
αδελφού του (Τεργέστη, 1893).
|
||
|
||
[96] Ο διαπυνθανόμενος διατί οι Έλληνες οι ανεχθέντες τόσας και
|
||
τοιαύτας κυβερνήσεις επανέστησαν σχεδόν κατά του τελευταίου
|
||
υπουργείου Βούλγαρη, πρέπει να ενθυμηθή 1ον) ότι αι προμνησθείσαι
|
||
κυβερνήσεις, εάν παρεβίαζον την ουσίαν του συντάγματος, ιδία διά
|
||
της συγχύσεως των εξουσιών, τουλάχιστον εσέβοντο τους τύπους· 2ον)
|
||
ότι τα μέλη των, εάν ηνείχοντο να κλέπτωσιν οι πέριξ αυτών,
|
||
εδυσανασχέτουν συχνάκις επί τούτω, και πάντως δεν έκλεπτον
|
||
ασυστόλως οι ίδιοι· 3ον) ότι, από απόψεως των προσώπων, η
|
||
«στρούγγα» των στηλιτών εστρατολογήθη αφεθείσης κατά μέρος πάσης
|
||
οιασδήποτε προλήψεως κοινωνικής ή άλλης. Όθεν δύναται τις να είπη
|
||
ότι η πεσούσα κατ' Απρίλιον 1875 κυβέρνησις είχεν εις μεγαλύτερον
|
||
βαθμόν όλας τας κακίας, αίτινες εστιγμάτισαν παρ' ημίν το
|
||
κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και προς τούτοις δεν ησθάνετο καν την
|
||
ανάγκην να τας κρύψη· εστερείτο δηλαδή της υποκρισίας εκείνης, ην
|
||
ο Λαρωσεφουκώ χαρακτηρίζει ως έκφρασιν σεβασμού της κακίας προς
|
||
την αρετήν, και ήτις πάντως εμποδίζει, όπως η πρώτη υπερβή
|
||
ωρισμένα όρια. Διά πάντα ταύτα, παρά την παρουσίαν εν τω
|
||
Βουλγαρικώ κόμματι εντίμων ονομάτων, πάσα σχεδόν η υγιής μερίς της
|
||
κοινωνίας είχεν εν τέλει ταχθή κατ' αυτού.
|
||
|
||
[97] Το φύλλον της 13 Απριλίου 1875 (αρ. 15) αρχίζει διά των εξής:
|
||
«Εις το μουσείον του Βατικανού ευρίσκεται αρχαίον άγαλμα Σατύρου
|
||
του οποίου τα χείλη διαστέλλει ακράτητος γέλως. Τοιαύτη όμως ήτο η
|
||
τέχνη του έλληνος λιθοξόου, ώστε ο μετά προσοχής το έργον του
|
||
παρατηρών ευθύς εννοεί ότι αν δεν ήτο εκ μαρμάρου ο γελών ούτος
|
||
Σάτυρος, μετ' ολίγον ήθελε κλαύσει πικρώς. Ο «Ασμοδαίος» δεν είνε
|
||
μαρμάρινος και διά τούτο ζητεί συγνώμην παρά των αναγνωστών αυτού
|
||
αν είνε σήμερον οπωσούν κόκκινοι οι οφθαλμοί του».
|
||
|
||
[98] Από του 16ου φύλλου ο «Ασμοδαίος» εκάλεσεν εαυτόν ουχί πλέον
|
||
κωμικήν, αλλά σατυρικήν εφημερίδα.
|
||
|
||
[99] Αυτόθι τόμ. Α' σελ. 217.
|
||
|
||
[100] «Φρειδερίκος ο Μέγας» (εν τοις Essays.)
|
||
|
||
[101] Βλ. Σύντομος απάντησις εις την «αλήθειαν περί της Εθνικής
|
||
Βιβλιοθήκης» του Χ. Μελετοπούλου υπό Μιχαήλ Καρατζά πρώην κλητήρος
|
||
αυτής. Επίσης εις την κριτικήν του Πολυλά επί των «Ειδώλων»
|
||
απάντησις φέρει την υπογραφήν του κ. Στ. Στεφάνου («Άστυ», 18 και
|
||
19 Ιουνίου 1893).
|
||
|
||
[102] Εν λαμπρώ χαρακτηρισμώ του Κουμουνδούρου. («Ασμοδαίος» αρ. 47
|
||
και 48) έγραφεν· «Αληθές είνε ότι εις την γενικήν ταύτην διανομήν
|
||
(των ρουσφετίων) ένα μόνον άνθρωπον ελησμόνησε, τον εαυτόν του.
|
||
Ένεκα τούτου θαυμάζομεν και αγαπώμεν αυτόν ως ιδιώτην· όση όμως
|
||
και αν είνε η ένεκα τούτου προσωπική ημών συμπάθεια, βαρύ
|
||
οπωσδήποτε αποβαίνει το θέαμα ολοκλήρου της Ελλάδος μεταβαλλομένης
|
||
εις λειβάδιον κομματικής κτηνοτροφίας».
|
||
|
||
[103] «Νέον Άστυ» 9 Ιανουαρίου 1904.
|
||
|
||
[104] Έγραφεν εις τα «Πάρεργα» σ. 218. «Η διάνοια του Έλληνος είνε
|
||
αγρός τον οποίον ούτος αφίνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι
|
||
γνωρίζει ότι η δαπάνη της καλλιεργείας δεν ήθελε καλυφθή υπό του
|
||
προϊόντος. Προς τί λ.χ. να κοπιάση τις όπως γείνη Ελληνιστής,
|
||
κινδυνεύων ν' αποθάνη της πείνης, εν' ω γινόμενος
|
||
κουμουνδουριστής, δύναται ν' απολαύση τον επιούσιον άρτον και
|
||
έδραν εν τω Πανεπιστημίω;» Αναπληρώσατε το πρώτον μέρος του
|
||
επιθέτου κουμουνδουριστής, δι' οιουδήποτε ισχυρού της ημέρας και
|
||
θα έχετε την εξήγησιν της πνευματικής αθλιότητος, ήτις μας
|
||
περιβάλλει από πεντήκοντα ετών.
|
||
|
||
[105] Εις τον αγώνα έλαβον μέρος και πολλοί άλλοι και δη πας ο έχων
|
||
λόγους να πιστεύη εαυτον ποιητήν. Μεταξύ των νεωτέρων ο
|
||
ευστοχώτερον κατά του Ροΐδου βαλών είνε ο μετέπειτα Jean Moreas.
|
||
(Ολίγαι σελίδες επ' ευκαιρία της μεταξύ των κ. κ. Ροΐδου και
|
||
Βλάχου αναφυείσης φιλολογικής έριδος, 1878). Εις το φυλλάδιον
|
||
τούτο και εις τρία δοκίμια του κ. Βλάχου (Ο Χίος Κριτικός, Περί
|
||
Ελληνικής ποιήσεως, Γεώργιος Ζαλοκώστας) εύρισκε τις σχεδόν πάντα
|
||
τα κατά της θεωρίας του Ροΐδου διατυπωθέντα επιχειρήματα. Ο Ροΐδης
|
||
εκτός της κρίσεως του περί του ποιητικού διαγωνισμού,
|
||
(«Παρνασσός», 1877 τομ. Α') έγραψε και τρεις μελέτας, εν
|
||
φυλλαδίοις δημοσιευθείσας: Η Σύγχρονος εν Ελλάδι Κριτική, Περί
|
||
συγχρόνου εν Ελλάδι Ποιήσεως, Τα Κείμενα.
|
||
|
||
[106] Το μόνον όπερ ίσως δύναται τις να παρατηρήση επί της συζητήσεως
|
||
ταύτης είνε ότι από ωρισμένης στιγμής οι αντίπαλοι
|
||
αντεπυροβολούντο με κείμενα και ουχί με επιχειρήματα. Όπως εις τας
|
||
μεσαιωνικάς συνόδους ανεζητείτο ουχί το ορθόν αλλ' η έννοια των
|
||
υπό των πατέρων της λογοτεχνίας γραφέντων.
|
||
|
||
[107] Βλ. το ποίημα του Οι Κριτικοί και η Ποίησις (Στίχοι σελ. 71-
|
||
72).
|
||
|
||
[108] Πράγματι το δώρον εκείνο όπερ αναγνωρίζει εις τον τελευταίον
|
||
είνε ακριβώς η έμπνευσις.
|
||
|
||
[109] Βλ. Χ. Αννίνου Τα πρώτα έτη του Ζαν Μωρεάς, «Μελέτη» 1911 τεύχη
|
||
2—5.
|
||
|
||
[110] Αυτόθι σελ. 147—8.
|
||
|
||
[111] Ο αναγινώσκων τας εισηγήσεις ή τα άρθρα του κ. Μιστριώτου
|
||
βλέπει ότι κατά την εποχήν εκείνην αι γνώμαί του συνέπιπτον εν
|
||
πολλοίς μετά των του Ροΐδου.
|
||
|
||
[112] Εισήγησις 12 Μαΐου 1873.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
V
|
||
|
||
Τα έτη της μεγάλης παραγωγής. —- Αι επιθεωρήσεις της «Ώρας» και
|
||
η άλλη κριτική και δημοσιογραφική δράσις. — Ο Ροΐδης μεταφραστής.
|
||
— Ο Ροΐδης διηγηματογράφος. — Το γλωσσικόν ζήτημα και τα «Είδωλα».
|
||
|
||
Από του 1882 — 1902 ο Ροΐδης εχρημάτισε σχεδόν συνεχώς έφορος της
|
||
Εθνικής βιβλιοθήκης. Τα διοικητικά του καθήκοντα και η προϊούσα
|
||
ηλικία έθεσαν τέρμα εις τας περιπετείας του βίου, ου την
|
||
μονοτονίαν του λοιπού μόνον δυστυχήματα διακόπτουσιν. Αλλά
|
||
συγχρόνως η φιλολογική παραγωγή γίνεται συστηματικωτέρα,
|
||
πυκνοτέρα, ποικιλωτέρα, καθισταμένη τετραπλή, να μη είπω πενταπλή.
|
||
Πράγματι ο Ροΐδης α') Συνεχίζει την δημοσιογραφικήν και κριτικήν
|
||
του δράσιν β') Αναλαμβάνει τον κάλαμον μεταφραστού γ') Επιδίδεται
|
||
εις την διηγηματογραφίαν δ') Αφιεροί μελέτας και εκτενέστατον
|
||
πόνημα εις το γλωσσικόν ζήτημα.
|
||
|
||
α' Συνεχίζει την δημοσιογραφικήν και κριτικήν του δράσιν.
|
||
|
||
Επί του προκειμένου παρατηρητέον ότι αφ'ενός μεν επεκτείνει τας
|
||
κριτικές του εις καλλιτεχνικά ζητήματα, την μουσικήν και την
|
||
ζωγραφικήν, αφ' ετέρου δε ότι όσα γράφει λαμβάνουσιν
|
||
αντικειμενικώτερον και ακαδημαϊκώτερον χαρακτήρα. Η δημοσιογραφική
|
||
του παραγωγή, πολιτική και κριτική, είνε τόσον πυκνή, ώστε δεν
|
||
δύναμαι ενταύθα να την αναλύσω λεπτομερώς [113], άλλως τε και εν
|
||
τίσι θα παραμείνη άγνωστος, διότι πολλά έγραφεν ο Ροΐδης ανωνύμως
|
||
εν τη «Τεργεσταία Ημέρα», τω «Ταχυδρόμω» της Κωνσταντινουπόλεως
|
||
και άλλαις εφημερίσι του εξωτερικού· ανεκάλυψα μάλιστα ότι
|
||
εχρημάτισεν επί βραχύ ημιεπίσημος ανταποκριτής των «Times», διότι
|
||
καθ'ην εποχήν το μέγα φύλλον του «Άστεως», αποχωρήσαντος του κ.
|
||
Stillman και μη αφικομένου εισέτι του κ. Bourchia, είχεν επιτρέψη
|
||
την γενικήν ανταπόκρισιν της χερσονήσου του Αίμου εις τον εν
|
||
Βιέννη συντάκτην Brinsley Richards, ούτος έγραφε τω Ροΐδη να τω
|
||
στέλλη τακτικώς πληροφορίας, όπερ και εγένετο( [114]. Εν τούτοις
|
||
είνε ανάγκη, νομίζω, να λεχθούν τουλάχιστον δύο λέξεις περί των
|
||
τόσον θαυμαζομένων υπό του Τρικούπη ενιαυσίων επιθεωρήσεων της
|
||
«Ώρας». Αύται είνε αναμφισβητήτως τα αριστουργήματα της Ελληνικής
|
||
δημοσιογραφίας. Εξισούνται, εάν μη υπερβάλλουσιν, ως προς μεν την
|
||
αδρότητα και τας γνώσεις προς τα άρθρα του Αλεξάνδ. Βυζαντίου,
|
||
προς τα του Αναστασίου δε κατά την κομψότητα και την καλλιέπειαν.
|
||
Δεν πιστεύω ότι λέγω υπερβολήν ιχυριζόμενος ότι, και αν οι αδελφοί
|
||
ούτοι, οίτινες δικαίως θεωρούνται ως οι άριστοι των Ελλήνων
|
||
δημοσιογράφων, συνειργάζοντο, δεν θα κατώρθουν να παρουσιάσουν
|
||
έργον από δημοσιογραφικής απόψεως τόσον τέλειον, εφάμιλλον εν
|
||
ταυτώ προς τα δοκίμια του Μακώλεϋ και τα άρθρα του Τζών Λεμοάν. Ο
|
||
υποπτεύων ότι παρασύρομαι υπό οικογενειακού φίλτρου ας αναγνώση
|
||
τας επιθεωρήσεις των ετών 1879—-1885 και αν εύρη αλλαχού
|
||
τελειοτέραν και λαμπροτέραν εικόνα των ευχερειών της λύσεως του
|
||
Ανατολικού ζητήματος, της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του
|
||
Βήκονσφηλδ, της εσωτερικής πολιτικής της Γαλλίας από του 1870
|
||
μέχρι του 1884, των λόγων της συνάψεως της τριπλής συμμαχίας, της
|
||
εθνολογικής συνθέσεως της αυστριακής αυτοκρατορίας και της
|
||
επιρροής ην έχει το πολυσύνθετον ταύτης επί της βραδύτητος της
|
||
λύσεως του Ανατολικού ζητήματος, του αποικιακού προβλήματος εν
|
||
Ευρώπη και της εμφανίσεως αυτού εν Γερμανία, θα παρεκάλουν αυτόν
|
||
να μοι υποδείξη πού και πότε εδημοσιεύθη.
|
||
|
||
Δείγμα δε κατάδηλον της βαθύνοιας και επιμελείας [115] μεθ' ης
|
||
συνετάχθησαν αι επιθεωρήσεις του Ροΐδου είνε ότι φαίνονται
|
||
γραφείσαι χθες και όχι προ τριακονταετίας.
|
||
|
||
β' Αναλαμβάνει τον κάλαμον μεταφραστού.
|
||
|
||
Ο Ροΐδης είχεν αρχίση το στάδιόν του διά μεταφράσεως, διότι
|
||
επρέσβευεν ότι, εφ' όσον μεν μικρός μόνον αριθμός των Ελλήνων
|
||
γνωρίζει ξένας γλώσσας, οι δ' εξ επαγγέλματος μεταφρασταί
|
||
στρέφονται μόνον προς τα έργα άτινα άνευ ζημίας ηδύναντο να
|
||
μείνωσιν άγνωστα, καθήκον έχουσιν οι λόγιοι να γνωρίζωσιν εις τους
|
||
συμπατριώτας των τα καλλιλογικά ή επιστημονικά αριστουργήματα των
|
||
ξένων φιλολογιών [116]. Δια τους λόγους τούτους μετεφράσθησαν ο
|
||
Σατωβριάν και ο Εδγάρ Ποέ [117]. Αι μεταγενέστεραι μεταφράσεις του
|
||
Murge [118] του Φεγιέ [119] και του Μακώλευ [120] ωφείλοντο εν
|
||
μέρει εις λόγους ανάγκης, αλλά δεν έγιναν μετ' ολιγωτέρου έρωτος ή
|
||
μικροτέρας επιμελείας. Υπάρχουν οι πιστεύοντες ότι η μετάφρασις
|
||
της «Ιστορίας της Αγγλίας» είνε η τελειοτέρα των εις καθαρεύουσαν
|
||
μεταφράσεων, την ιδέαν δε ταύτην συνεμερίσθη και το κοινόν, διότι
|
||
ουδέν έργον της Βιβλιοθήκης Μαρασλή τόσον ταχέως εξηντλήθη. Μέγα
|
||
δε ατύχημα και από καθαράς φιλολογικής απόψεως πρέπει να θεωρηθή
|
||
ότι ο θάνατος διέκοψε την μόλις αρχίσασαν μετάφρασιν της «Ιστορίας
|
||
της Αγγλικής Λογοτεχνίας» του Ταιν
|
||
|
||
γ' Εκδίδεται εις την διηγηματογραφίαν.
|
||
|
||
Εν τη απομονώσει εις ην τον είχε καταδικάση η μητρυιά αυτού φύσις
|
||
ο Ροΐδης ηρέσκετο, ως είπομεν, να στρέφεται προς τα έτη της
|
||
παιδικής και νεανικής του ηλικίας, τα μόνα ίσως οπωσδήποτε ευτυχή
|
||
έτη της ζωής του. Πάντα τα διηγήματα του δεν είνε ή αναμνήσεις της
|
||
εποχής εκείνης· ουχί όμως αναμνήσεις ξηραί, διότι πάντοτε
|
||
εφρόντισε να συνδυάση προς αυτάς ωρισμένα επεισόδια ή γενικωτέρας
|
||
κοινωνικάς και φιλολογικάς σκέψεις.
|
||
|
||
Πολλά, σχεδόν τα πλείστα, των διηγημάτων του είνε, ιστορίαι ζώων•
|
||
Είχε καταντήσει μισάνθρωπος και ζωόφιλος· ίσως διότι ασυνειδήτως
|
||
ήλπιζεν ότι θα εύρισκεν εις τα κατώτερα όντα την αγάπην εκείνην,
|
||
ης είχε τόσην ανάγκην και ην μάτην επεζήτησε παρά τοις ομοίοις
|
||
του. Την «Ιστορίαν ορνιθώνος» αρχίζει διά των εξής:
|
||
|
||
«Εξ όσων ηυτύχησα ή δυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω,ο μόνος
|
||
άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον, δεν θα εθεώρει ούτο ως
|
||
προσβολήν, Όσον συναναστρέφομαι ζώα, τόσον μάλλον πείθομαι, ότι
|
||
δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καμμία διαφορά, ως
|
||
ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά μόνον ότι τα
|
||
πράγματα κατά τα οποία διαφέρομεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν
|
||
όλα την ανθρώπινην υπεροχήν.»
|
||
|
||
Όλα τα ζώα ανεξαιρέτως εκίνουν το ενδιαφέρον του, αλλ'εκείνο όπερ
|
||
κατ' εξοχήν ηγάπα ήτο η γάτα. «Αν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς
|
||
φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί της γης πλάσματα
|
||
όσον οι γάτοι «συκοφαντηθέντα [121] ». Όθεν ανέλαβεν την
|
||
αποκατάστασιν αυτής [122] αναφέρων πως ελατρεύθη ως θεά εν
|
||
Αιγύπτω, και πως εν Ευρώπην ηγάπησαν αυτήν εξ ίσου.
|
||
|
||
Les amoureux fervents et les savants austères
|
||
|
||
Αλλ' η γάτα όχι μόνο αγαπάται, αλλ' ανταγαπά τουλάχιστον όσους, μη
|
||
λησμονούντες ότι ρέει εις τας φλέβας της αίμα βασιλικόν
|
||
προσφέρονται προς αυτήν μετά της δεούσης ευλαβείας»· εις απόδειξιν
|
||
δε τούτων έφερεν ο συγγραφεύς των Ειδώλων το πρόσφατον παράδειγμα
|
||
του γιγαντιαίου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν
|
||
και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του
|
||
προσκεφάλου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και
|
||
έπειτα υπήγε ν' αποθάνη κ' εκείνος εκ λύπης εις μίαν γωνίαν, εν ω
|
||
οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να
|
||
γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι
|
||
τον κ. Τρικούπην».
|
||
|
||
Πρέπει δε ν' αναγραφή ότι ουχί ολιγωτέραν αγάπην προς τον
|
||
θνήσκοντα Μανώλην έδειξε και η γάτα του εκείνη, ην πάντες οι
|
||
επισκέπται του ενθυμούνται επί του γραφείου όταν έγραφεν ή παρά
|
||
την τράπεζάν του όταν εμοίραζε μετ' αυτής το λιτόν γεύμα όπερ
|
||
έτρωγεν εν βία επανερχόμενος εκ της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
|
||
|
||
δ' Αφιεροί μελέτας και εκτενέστατον πόνημα εις το γλωσσικόν
|
||
ζήτημα.
|
||
|
||
Είδομεν τον Ροΐδην ποθούντα την μεταρύθμισην του γλωσσικού
|
||
καθεστώτος από της δημοσιεύσεως του Οδοιπορικού, έκτοτε δε δεν
|
||
έπαυεν εκφέρων υπό τούτον ή υπό εκείνον τον τύπον τας ιδέας
|
||
ταύτας, αλλά συστηματικώτερον τας διετύπωσε τω 1885 διά του
|
||
πολυκρότου Προλόγου των Παρέργων. Από του έτους εκείνου δυνατόν
|
||
ειπείν ότι η γλωσσική μεταρρύθμισις απετέλεσε την κυριωτάτην του
|
||
σκέψιν, περί αυτήν περιεστράφησαν όλαι του αι μελέται και τας περί
|
||
ταύτης ιδέας του διετύπωσε διά μακρού φυλλαδίου — Το ταξείδι του
|
||
Ψυχάρη (1888) — και δι' ολοκλήρου τόμου. - Τα Είδωλα (1893).
|
||
|
||
Τα έργα ταύτα προεκάλεσαν θόρυβον μέγαν, αναγνώσθησαν απλήστως —
|
||
είνε μάλιστα τα μόνα εξαντληθέντα εν Ελλάδι γλωσσικά έργα—αλλά και
|
||
εγέννησαν πολλάς αντιρρήσεις όχι μόνον εκ μέρους των οπαδών της
|
||
καθαρευούσης (βλ. ιδίως των Ειδώλων Κατάλυσιν του κ. Γ.Χατζιδάκη)
|
||
αλλά και εκ μέρους πολλών δημοτικιστών οίτινες κατέκρινον τον
|
||
συγγραφέα επί ατολμία και ως μη καταλήγοντα εις το συμπέρασμα
|
||
εκείνο, εις ό λογικώς ήγουν αι ιδέαι του.
|
||
|
||
Γράφων «βιογραφικόν σημείωμα» και ουχί «κριτικήν μελέτην» απέχω
|
||
γνώμης επί του προκειμένου. Όχι διότι προσωπικήν γνώμην δεν έχω,
|
||
(έχω τοιαύτην και δεν την κρύπτω: συμμερίζομαι τελείως τας ιδέας
|
||
του Ροΐδου), αλλ' επειδή θεραπεύων επιστήμην πάντη ξένην προς την
|
||
γλωσσολογίαν δεν έχω το απαιτούμενον κύρος ούτε τας απαιτουμένας
|
||
τεχνικάς γνώσεις όπως κατέλθω εις τον αγώνα [123].
|
||
|
||
Δύναμαι όμως, ένεκα των μετά του μακαρίτου θείου μου μακρών
|
||
συνομιλιών, να καθορίσω, τας επί τίνων σημείων ιδέας του.
|
||
|
||
Και πρώτον, αν εξαιρέση τις μικρόν τι διήγημα την «Μηλιά»
|
||
(Χριστουγεννιάτικη Ακρόπολις 1896), ο Ροΐδης δεν έγραφεν ή την
|
||
καθαρεύουσαν και την έγραφε, ως παρετήρησε ο κ. Κονδυλάκης [124],
|
||
κατά τρόπον παρέχοντα επιχειρήματα εις τους οπαδούς αυτής. Ο
|
||
Ροΐδης ησθάνετο [125] πόσον δυσχερής ήτο η θέσις του λέγοντος
|
||
«ακολουθείτε τας συμβουλάς μου και όχι τα παραδείγματά μου» και
|
||
απήντα μεν ότι η «καθαρεύουσα ομοιάζει τα διεστραμμένα και
|
||
κακότροπα εκείνα γύναια τα οποία ουχί ο αγαπών αλλ' ο περιφρονών
|
||
δύναται να καθυποτάξη και να περιορίση διά της μάστιγος εντός των
|
||
ορίων της ευπρεπείας [126], ως απόδειξιν δε έφερε το παράδειγμα
|
||
του Βερναρδάκη μεταξύ των διδασκάλων, και του Γραβριηλίδου μεταξύ
|
||
των δημοσιογράφων, αλλά κατά βάθος συχνά ελυπείτο ότι δεν ηδύνατο
|
||
και διά του παραδείγματος να διαδώση τας θεωρίας του, διά τούτο δε
|
||
τον βλέπομεν αδιαλείπτως προσπαθούντα να απλοποιήση το ύφος του
|
||
και ενίοτε διορθούντα επί το δημοτικώτερον διηγήματα προ ετών
|
||
εκδοθέντα, ων δεν προέβλεπε την αναδημοσίευσιν.
|
||
|
||
Δευτέρα παρατήρησις είνε ότι δεν είνε αληθές ότι, όπως κάποτε είπε
|
||
με φιλικόν παράπονον ο κ. Ψυχάρης, περί το τέλος του βίου του
|
||
ηγάπησε ολιγώτερον την δημοτικήν. Η αλήθεια είνε άλλη, ότι είχε
|
||
μεγάλους ενδοιασμούς ως προς τον απόλυτον θρίαμβον της αμιγούς
|
||
δημοτικής. Αλλά τους ενδοιασμούς τούτους εξέθηκεν εκ μιας αρχής
|
||
και εις την περί «Ταξειδιού» μελέτην του [127] και εις τας προς
|
||
τον κ. Ψυχάρην επιστολάς του, εφ' όσον δε παρήρχετο ο χρόνος,
|
||
τόσον επείθετο ότι η νίκη μόνον βαθμιαίως ηδύνατο να κερδηθή. Εξ
|
||
άλλου ο Ροΐδης δεκάκις εχαρακτηρίσθη υπό του Παλαμά [128] ως «ο εξ
|
||
ίσου αποτροπιαζόμενος τα τετριμμένα και τα άμετρα· ο συμβολίζων το
|
||
μέτρον, την υγείαν, τον ορθόν λόγον, την αλήθειαν και την χάριν,
|
||
εις εποχήν που είχε και που έχει πέρασιν η αμετροέπεια, η
|
||
διανοητική πώρωσις, ο παραλογισμός, το ψεύδος, η αμάθεια». Εάν
|
||
λοιπόν, παρά τινας επιφυλάξεις στρατηγικής μάλλον φύσεως, εθαύμαζε
|
||
τας επιστημονικάς θεωρίας η τα ποιητικά αριστουργήματα κορυφαίων
|
||
τινών δημοτικιστών, αποτροπιάζετο διά τα εν ονόματι της δημοτικής
|
||
τελούμενα υπό ασυντάκτου ασκερίου.
|
||
|
||
Ως έγγραφεν από της 5 Νοεμβρίου 1877 εις τον Βαλαωρίτην, «ο
|
||
λογιωτατισμός πνέει ήδη τα λοίσθια, η αλογία όμως παραμένει και
|
||
υπερακμάζει, το δε κακόν είνε ότι έμαθε να ομιλή ουχί μόνον
|
||
σχολαστικά, αλλά και δημοτικά». Εφοβείτο «την αμετροέπειαν και την
|
||
αμάθειαν» πολλών αυτοχειροτονήτων μεταρρυθμιστών. Εφοβείτο, και
|
||
εφοβείτο δικαίως, ότι πολλοί νεωτερισμοί γενόμενοι άνευ μέτρου,
|
||
άνευ μελέτης και προ παντός άνευ γλωσσικής καλαισθησίας,
|
||
νεωτερισμοί οίτινες απετέλεσαν αρχικώς τον λεγόμενον μαλλιαρισμόν
|
||
[129], εκνευρίζοντες το κοινόν και γελοιοποιούντες τον όλον αγώνα,
|
||
θα προεκάλουν κατά της δημοτικής, λογιζομένης αδίκως υπευθύνου
|
||
εκτρωματικών τινων κατασκευασμάτων, τρομεράν αντίδρασιν και
|
||
καταφοράν.
|
||
|
||
Πόσον δε κατά τούτο ο Ροΐδης είχε δίκαιον δεικνύων τα από
|
||
εννεαετίας προ των οφθαλμών μας εκτυλισσόμενα.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[113] Υπενθυμίζω ότι εκ των πρώτων εξήρε την αξίαν των ζωγράφων Φωκά,
|
||
Χατζοπούλου και Ιωαννίδου και της κυρίας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Το
|
||
άρθρον του περί Γραφουσών Ελληνίδων εξήγειρε θύελλαν μεταξύ των
|
||
Αθηναίων bas-bleus.
|
||
|
||
[114] Σώζεται η επιστολή του εν Βιένννη ανταποκριτού και τα σχέδια
|
||
μερικών επιστολών του Ροΐδου.
|
||
|
||
Ο κ. Εμμανουήλ Βουτσινάς μοι έλεγεν ότι επί πολλά έτη ο Ροΐδης
|
||
τροφοδότει διά πληροφοριών και το «Journal des Debats».
|
||
|
||
[115] Αι επιθεωρήσεις αύται ήσαν απόρροια μελετών διαρκουσών καθ'
|
||
όλον το έτος. Με τόσην δε μέριμναν τας περιέβαλλεν ο πατήρ των
|
||
ώστε τας έδιδε εις το τυπογραφείον πολλάς ημέρας προ της 1
|
||
Ιανουαρίου και απήτει να ίδη τρεις και τέσσαρας διορθώσεις. (Ταύτα
|
||
κατά τας πληροφορίας του τότε αρχισυντάκτου της «Ώρας» νυν δε
|
||
διαπρεπούς μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Αναγνωστοπούλου).
|
||
|
||
[116] Βλ. Πρόλογον του «Οδοιπορικού» σελ. β' και το περί Βιβλιοθήκης
|
||
Μαρασλή άρθρον του «Άστεως».
|
||
|
||
[117] Πολλά διηγήματα εν τω «Παρνασσώ» (1877-9) και τη «Εστία»
|
||
(1895).
|
||
|
||
[118] «Σκηναί του Βοημικού Βίου» («Άστυ» 1893)· «Σκηναί του Νεανικού
|
||
Βίου» («Εστία» 1894).
|
||
|
||
[119] «Η μικρά Κόμησσα» («Εστία» 1893).
|
||
|
||
[120] «Ιστορία της Αγγλίας» (Βιβλιοθήκη Μαρασλή).
|
||
|
||
[121] Β. Ιστορία μίας γάτας (Συριανά Διηγήματα).
|
||
|
||
[122] Βλ. ανωτέρω και Ο Αλέξανδρος Δουμάς εν Ελλάδι («Εφημερίς» 18,
|
||
19 Δεκεμβρίου 1895).
|
||
|
||
[123] Εις το δεύτερον του περί Ροΐδου άρθρον («Παναθήναια» τόμ. Ζ'
|
||
σελ. 357), ο κ. Ξενόπουλος εξηγεί και υπερασπίζεται τας γλωσσικάς
|
||
θεωρίας του Ροΐδου, γράφων μεταξύ των άλλων:
|
||
|
||
«Και όμως λέγουν, το βιβλίον αυτό δεν έχει τον επίλογον αντάξιον
|
||
τον όλου. Νομίζεις, ότι το συμπέρασμά του δεν έρχεται ως λογική
|
||
συνέπεια, ως αναγκαίος συνδετικός κρίκος των μερών. Η δεινή
|
||
εκείνη πολεμική κατά της τέχνης της γλώσσης και η εύγλωττος
|
||
υπεραπολογία της δημοτικής, καταλήγουν εις απλήν συμβουλήν «περί
|
||
καθορισμού της καθαρευούσης», η οποία φαίνεται κατωτέρα του
|
||
κόπου της συσσωρεύσεως τόσων επιχειρημάτων. Ως ν' απεδειλίασε
|
||
την τελευταίαν στιγμήν ο Ροΐδης, αντί να κλείση με μίαν θερμήν
|
||
επίκλησιν και με μίαν προτροπή προς καλλιέργειαν μόνης της
|
||
αληθούς γλώσσης, απεναντίας κηρύττει τον σεβασμόν προς το
|
||
καθεστώς, αναγνωρίζει την ανάγκην της καθαρευούσης, και
|
||
συμβουλεύει την επανάστασιν ήρεμον, βραδείαν, βαθμιαίαν. Πολλοί
|
||
φρονούν διά τούτο, ότι τα «Είδωλα» θα ήτο προτιμότερον να μην
|
||
έχονν συμπέρασμα, διά να το εξάγη ο αναγνώστης μόνος του. Το
|
||
κατ' εμέ, ας μου επιτραπή να θεωρώ το συμπέρασμα των «Ειδώλων»
|
||
ως λογικωτάτου συγγραφέως. Ακόμη και της ιδοσυγρασίας, ακόμη και
|
||
του χαρακτήρος του. Ο Ροΐδης ουδέποτε επρόβαλεν ως ορμητικός και
|
||
αχαλίνωτος επαναστάτης. Αι βίαιαι ανατροπαί τον ετρόμαζαν·
|
||
ηρκείτο να εινε φιλοπρόοδος, αλλά και συντηριτικός. Ν'αποδείξη
|
||
το νόμιμον και το αναγκαίον της καλλιεργείας της ζωντανής
|
||
γλώσσης, αλλά να μαρτυρήση και το γεγονός της επικρατήσεως της
|
||
καθαρευούσης, η κατάλυσις της οποίας εν μια νυκτί και μόνη θα
|
||
ήτο άθλος υπεράνθρωπος,ιδού ες που έφθανε το θάρρος του. Ομολογώ
|
||
ότι άλλοι έδειξαν περισσότερον θάρρος και εις την θεωρίαν και
|
||
την πράξιν—αμφιβάλλω όμως αν αυτοί ευρίσκονται πλησιέστερα εις
|
||
την αλήθειαν των πραγμάτων».
|
||
|
||
[124] Χρονογράφημα Διαβάτου, «Εμπρός» 9 Ιανουαρίου 1904»
|
||
|
||
[125] Επιστολή προς τον Ψυχάρην 10] 22 Απριλίου 1889, Περιοδικόν
|
||
«Graecia», φύλλον 16 Μαρτίου 1911.
|
||
|
||
[126] «Το ταξείδι του Ψυχάρη», σελ. 60.
|
||
|
||
[127] Βλ. σελ. 55 κεξ.
|
||
|
||
[128] «Ακρόπολις» 9 Ιανουαρίου 1904.
|
||
|
||
[129] Εσχάτως με τον βίαιον χαρακτήρα ον έλαβεν ο γλωσσικός αγών, το
|
||
επίθετον μαλλιαρός προσεκολλήθη ως ύβρις εις πάντας τους
|
||
δημοτικιστάς. Πολλοί δε τούτων το διεξεδίκησαν ως τίτλον δόξης,
|
||
ούτω δ' η λέξις έχασε την συγκεκριμένην έννοιαν, ην είχεν εν αρχή,
|
||
θα δεήση δε να εφεύρη ο κ. Κονδυλάκης διά τους πραγματικούς
|
||
μαλλιαρούς νέον όρον.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
VI
|
||
|
||
Η Δύσις
|
||
|
||
Τόση και τοιαύτη εργασία επέβαλε το όνομα του εις την κοινήν
|
||
γνώμην. Όσα έλεγε και όσα έγραφεν ο Ροΐδης περιέβαλλεν εξαιρετική
|
||
αίγλη.
|
||
|
||
Ο Ροΐδης, έγραφεν το «Νέον Άστυ» την 9 Ιανουαρίου 1909, υπήρξε
|
||
πράγματι ο ήρως τον Αττικού πνεύματος κατά την τελευταίαν
|
||
τεσσαρακονταετίαν και θα έκαμνε την τύχην του όστις, παρ' όσα είχε
|
||
γράψη, είχεν απαρτίση ένα τόμον από όσα έλεγεν εις φιλικάς
|
||
ομιλίας, εις τας σπανίας εμφανίσεις εις τον κόσμον, εις τας
|
||
ολιγολόγους εκείνας αλλά δηκτικάς απαντήσεις, τας οποίας έδιδεν
|
||
όταν ήθελε να τον πειράξη κανείς».
|
||
|
||
Τον Ροΐδην, ήρωα του Αττικού πνεύματος, ύμνησε και ο Σουρής εις
|
||
τους ωραίους στίχους τους οποίους έγραψε την επομένην του θανάτου
|
||
του:
|
||
|
||
Μία πένθιμη ρίμα
|
||
στου Ροΐδη το μνήμα.
|
||
|
||
Ο Μώμος, που μας πείραξε με το δικό σου στόμα,
|
||
τρις γέλασε, τρις έκλαψε στου τάφου σου το χώμα,
|
||
|
||
κ' η ξακουστή σου Πάπισα κ' η σάτυραις κ' η Σκνίπαις
|
||
κ' εκείνα που μας έλεγες, κ' εκείνα που δεν είπες,
|
||
έστησαν μες στο Πάνθεον της Τέχνης την μορφή σου,
|
||
κ' εκείνοι που σ' αφώρισαν βλογούν την κορυφή σου.
|
||
|
||
X
|
||
|
||
Στου Ζαχαράτου τη γωνιά θαρρώ και τώρ' ακόμα
|
||
πως του Μανώλη με καλεί χαριτωμένο σκώμμα,
|
||
κι ακούω μες' από σοφό, μα κάτισχνο κουφάρι,
|
||
τους σαρκασμούς τους Αττικούς με μια περίσσια χάρι.
|
||
|
||
X
|
||
|
||
Αυτήν δεν του την έσβυσε κανένας κρύος τρόμος,
|
||
κανένα πόνου βάρος,
|
||
την πήρε μόν' ο Χάρος,
|
||
κ' έγεινε σκωπτικότερος ο κάθε μώμου μώμος.
|
||
|
||
Ουχί ολιγώτερον του πνεύματος του Ροΐδου εξετιμώντο τα έργα του,
|
||
τα οποία και εις το μυθιστόρημα και εις την κριτικήν και
|
||
τελευταίον εις το διήγημα ήνοιξαν νέους δρόμους εις το έλληνικόν
|
||
πνεύμα. Ετι δ' ίσως πλέον των έργων εθαυμάζετο ο τρόπος με τον
|
||
οποίον ταύτα εγράφησαν, το ύφος εκείνο το εύηχον, εύστροφον,
|
||
συμμετρικόν και απρόοπτον, εις ο αι φράσεις δεν επλέκοντο προς
|
||
αλλήλας σφικτά ως κρίκοι θώρακος, το ύφος το τόσον προσωπικόν,
|
||
ώστε, όπως ελέχθη πολλάκις, ήρκει ν' αναγνώση τις την πρώτην
|
||
γραμμήν μιας σελίδος διά να μαντεύση ότι αύτη είχε γραφή υπό του
|
||
Ροΐδου.
|
||
|
||
«Εις κάθε σελίδα του, λέγει ο κ. Δ. Κακλαμάνος, του οποίου το
|
||
άρθρον πρέπει και πάλιν ν' αναφέρωμεν, συνέθετε, ανασυνέθετε,
|
||
διώρθωνε, μετέβαλλε την σειράν των λέξεων, αντικαθίστα,
|
||
ετόρνευεν, εστίλβωνεν, ελέπτυνεν, επελεκούσεν ως να επρόκειτο
|
||
περί αληθούς κομψοτεχνήματος. Είχε διά τούτο και το ύφος του
|
||
κάτι το περίτεχνον και το εξεζη τημένον κάποτε. Αλλά ποία
|
||
απόλαυσις αντί του μικρού αυτού ψεγαδίου; Ποίον ύφος σφιγκτόν,
|
||
δεμένον, αρμονικόν έντονον, γραφικόν, με απροόπτους
|
||
σπινθηρισμούς, με λάμψιν σπανίαν, κάτι ως το ύφος των συγγραφέων
|
||
εκείνων, περί των οποίων ελέχθη ότι χρειάζεται κανείς χρωματιστά
|
||
γυαλιά διά να διαβάζη τα γραφόμενά των».
|
||
|
||
Την ευσυνειδησίαν, ην εξαίρει ο κ. Κακλαμάνος, επιβεβαιοί η μελέτη
|
||
των τετραδίων του. Τετράδια ο Ροΐδης είχε πλείστων ειδών. Εκείνα
|
||
εις α όπως ο Δωδέ εσημείου τας ιδέας ή τας σκέψεις ας εχρημοποίει
|
||
βραδύτερον εις τα έργα του. Τετράδια εις α έγραφε τα σχέδια των
|
||
έργων του· ενταύθα δε καταφαίνεται σαφέστερον η μέθοδος του της
|
||
εργασίας, προ παντός δ' αι αποκοπαί και αι συμπτύξεις εις ας
|
||
υπέβαλλεν αδιακόπως τα χειρόγραφά του. Τετράδια εις α συνέλεγεν
|
||
ότι εκάλει: «Νεοελληνισμούς», δηλαδή τας μωρίας και τας τερατώδεις
|
||
διαπλάσεις λέξεων, ας ανεύρισκε μετά χαράς εις τα γραφόμενα των
|
||
αυτοκαλουμένων δοκίμων συγγραφέων. Τέλος δε τα τετράδια εκείνα εις
|
||
α προσεπάθει να θησαυρίση τον πλούτον της δημοτικής. «Οσάκις, μου
|
||
γράφει ο φίλος του κ. Α. Ζ. Στεφανόπολις, ήκουε λέξιν εικονικήν,
|
||
οσάκις εύρισκεν εέ τινι βιβλίω ή εφημερίδι λέξιν αρμονικωτέραν της
|
||
εις αυτήν ανταποκρινομένης καθαρευούσης, την αντέγραφεν. Εζήτει
|
||
έπειτα την παραγωγήν της, την σημασίαν ην είχεν άλλοτε και εκείνην
|
||
ην έχει τώρα. Ο Ροΐδης ειργάζετο ως βενεδικτίνος μοναχός και
|
||
προσεπάθει να καταστήση όσον ένεστι τελειοτέραν συλλογήν [130] ».
|
||
|
||
Αλλ' η πάνδημος αύτη αναγνώρισις, καθαρώς ηθικού χαρακτήρος και
|
||
εις στενόν κύκλον περιοριζομένη [131], δεν επηρέασε πολύ τον
|
||
ιδιωτικόν του βίον. Ούτος καθίστατο οσημέραι μάλλον δύσελπις και
|
||
μεγαγχολικός [132].
|
||
|
||
Εις τούτο συνέτεινον ολίγον μεν αι υλικαί στερήσεις, διότι ταύτας
|
||
υπέφερε θαρραλέως, ενθαρρυνόμενος υπό της υπεργήρου μητρός του,
|
||
ήτις εις τους εμμέσως προσπαθούντας να την παρηγορήσωσι διά τ'
|
||
απολεσθέντα πλούτη απήντα μετ' αριστοκρατικής στωικότητος, «και οι
|
||
Βουρβώνοι εδυστυχήσανε», πολύ δε η προϊούσα ηλικία, και ιδίως τ'
|
||
αλλεπάλληλα του δυστυχήματα.
|
||
|
||
Εκ τούτων τα μάλλον σκληρά [133] δι' αυτόν υπήρξαν η αυτοκτονία
|
||
του αδελφού, τοσούτω τραγικωτέρα καθ' όσον εδέησε να την αποκρύψη
|
||
από την μητέρα του, ο θάνατος του Τρικούπη εις ον μέχρι τέλους
|
||
έτρεφεν απεριόριστον αγάπην και πίστιν και ου μαθών το θλιβερόν
|
||
τέλος εδάκρυσε πικρώς [134], τέλος αι εθνικαί μας αποτυχίαι: η
|
||
πτώχευσις του 1893 και ο πόλελεμος του 1897. Άριστα γνωρίζων τα
|
||
της Ιλλυρικής χερσονήσου, εγνώριζεν ότι τα ατυχήματα μας θα είχον
|
||
βαθυτάτας συνεπείας διά το Μακεδονικόν ζήτημα, εκ των πρώτων δε
|
||
ησθάνθη την ανάγκην του φανατισμού της νεολαίας όπως εν τη ώρα της
|
||
υπερτάτης κρίσεως είμεθα αρκετά φρονιματισμένοι διά ν'
|
||
αντιμετωπίσωμεν τον Βουλγαρικόν κίνδυνον [135].
|
||
|
||
Ως κορύφωμα δε των ατυχιών του ήλθεν η κατά το 1895 και το 1902
|
||
απόλυσίς του εκ της θέσεως του Εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
|
||
Κρίνων ταύτην ο Αλέξανδρος Βυζάντιος έγραφεν εν τη «Νέα Ημέρα»:
|
||
|
||
«Υπάρχουν προσωπικαί τίνες μεταβολαί χαρακτηρίζουσαι
|
||
εκφραστικότατα τα παρ' ημίν πολιτικά ήθη, ή μάλλον την παρ' ημίν
|
||
κομματικήν κακοήθειαν. Ο κ. Ροΐδης είνε εις εκ των χαριεστάτων
|
||
πεζογράφων, είς των επιφανεστάτων λογίων της συγχρόνου Ελλάδος,
|
||
πανταχού δε της Ευρώπης τοιούτοι ανδρες θεωρούνται τιμή του
|
||
έθνους όλου και εγκαύχημα όλων των κομμάτων. Αλλ' αι
|
||
νεοελληνικαί φατρίαι ουδέν έχουσι κυριολεκτικώς ιερόν και όσιον.
|
||
Και ο συγγραφεύς της «Παπίσσης Ιωάννας» και των «Ειδώλων»
|
||
εθυσιάσθη. Τοιαύται πράξεις δικαιολογούσι πληρέστατα τους
|
||
ισχυριζομένους ανέκαθεν ότι η κομματοκρατία, ως διεμορφώθη παρ'
|
||
ημίν, εξαχρειοί και εξαγριοί συστηματικώς τον τόπον. Σημειωτέον
|
||
δ' ότι ο κ. Ροΐδης και ως έφορος της Βιβλιοθήκης ανεδείχθη
|
||
αληθής ειδικότης. Ότε διωρίσθη, η Βιβλιοθήκη περιείχεν εν συνόλω
|
||
75,000, σήμερον δε περιέχει τόμους 170,000. Εκ τούτων, ως
|
||
προκύπτει εκ των ετησίων πρυτανικών εκθέσεων, τα τρία τέταρτα,
|
||
τουλάχιστον, προέρχονται εκ δωρεών, τας δε δωρεάς προεκάλεσεν
|
||
άοκνος ανταπόκρισις. Πρότερον η Βιβλιοθήκη δεν είχεν άλλον
|
||
κατάλογον, πλην των μηδεμίαν παρεχόντων ασφάλειαν κινητών
|
||
δελτίων. Σήμερον υπάρχει επτάτομος έντυπος κατάλογος, ού μόνον
|
||
ασφαλίζων την βιβλιακήν περιουσίαν, αλλά και χρησιμότατος εις
|
||
τους μελετώντας. Επί του κ. Ροΐδου συνελέχθησαν εκ των
|
||
μοναστηρίων της ελευθέρας Ελλάδος και πλείστων της δούλης διά
|
||
νομαρχών και προξένων υπέρ τα 1500 χειρόγραφα, εν οις ουκ ολίγα
|
||
πολύτιμα. Τούτων συνετάχθη και ετυπώθη περιγραφικός κατάλογος
|
||
προκαλέσας τα συγχαρητήρια πάντων των ειδικών Ευρωπαίων. Ο κ.
|
||
Ροΐδης εν τη Βιβλιοθήκη δεν ήτο υπηρέτης κόμματος. Τουναντίον
|
||
επροστάτευε πάντοτε τους ικανούς υπαλλήλους, μη αποβλέπων εις
|
||
την κομματικήν αυτών προέλευσιν, ως τιμήν του δ' εθεώρει, ότι
|
||
συνετέλεσε να διορισθή επιμελητής των χειρογράφων ανήρ οίος ο
|
||
Σακκελίων και επιμελητής του νομισματικού Μουσείου οίος ο
|
||
Σβορώνος. Τόσον ήτο γνωστόν ότι επί Ροΐδη εξωρίσθη εκ της
|
||
Βιβλιοθήκης η πολιτική, ώστε κορυφαίοι του νυν κρατούντος
|
||
κόμματος, ο κ. Ζαΐμης, ο κ. Τυπάλδος και άλλοι πολλοί
|
||
παρενέβησαν αυθορμήτως υπέρ του διαπρεπούς λογίου. Αλλ' οι
|
||
κομματάρχαι δεν έχουσι σπλάγχνα, ή μόνον υπέρ των κολάκων, ους
|
||
απαντώσιν εις τους αντιθαλάμους των. Ο κ. Δηληγιάννης προσέταξε
|
||
να παυθή ο κ. Ροΐδης και ο Ροΐδης επαύθη, καίτοι ήκουσα ότι και
|
||
αυτός ο Βασιλεύς παρέστησε το τερατώδες τοιούτου πραξικοπήματος
|
||
κατά των Ελληνικών γραμμάτων. Μετά τοιαύτην απόλυσιν δικαιούται
|
||
τις να ερωτήση εις τι χρησιμεύουσιν εν Ελλάδι η ευφυία, η
|
||
παιδεία, η ικανότης και αν δεν είνε φρονιμώτεροι οι μη
|
||
φροντίζοντες να επιβαρυνθώσι διά των περιττών τούτων εφοδίων,
|
||
αλλά περισσαίνοντες ένα οιονδήποτε κομματάρχην».
|
||
|
||
Πόσον δε τας ιδέας του Βυζαντίου συνεμερίζετο η κοινή γνώμη
|
||
δεικνύει ότι και κυβερνήσεις μη Τρικουπικαί, ως η του κ. Ράλλη
|
||
(1897), έσπευδον ν' αναδιορίσωσι τον παυθέντα έφορον. Προσήχθη τω
|
||
1902 ως δικαιολογία της απολύσεως του Ροΐδου ότι ήτο ανάγκη ν'
|
||
αποδοθή δικαιοσύνη εις τον εκάστοτε υπό των μη Δηληγιαννικών
|
||
κυβερνήσεων απολυόμενον έφορον κ. Γ. Κωνσταντινίδην. Καθήκον
|
||
έχομεν ν' αναγνωρίσωμεν ότι ο κ. Κωνσταντινίδης εξεπλήρου τα
|
||
καθήκοντα του μετά πλείστου ζήλου και δραστηριότητος, αλλά τα
|
||
πράγματα απέδειξαν έκτοτε ότι διά τον συγγραφέα της «Ιστορίας των
|
||
Αθηνών» ηδύνατο να ευρεθή και άλλη θέσις και δη ισόβιος [136]. Ο
|
||
Ροΐδης λοιπόν εθυσιάσθη εις τον βωμόν των κομματικών παθών, και
|
||
εθυσιάσθη καθ' ην εποχήν ολίγοι μήνες έλειπον όπως συμπληρώση την
|
||
σύνταξίν του και ενώ η δυσχερής του οικονομική θέσις ήτο αρκούντως
|
||
γνωστή. Είχεν άδικον ο Βυζάντιος ομιλών περί κομματικής
|
||
κακοηθείας;
|
||
*
|
||
* *
|
||
Εν μέσω τόσων θλίψεων τα έτη παρήρχοντο. Τον κομψόν οίκον της οδού
|
||
Φιλελλήνων, εις τον οποίον την χρυσήν νεολαίαν του 1870 είχον
|
||
αναπληρώση οι λόγιοι και οι πολιτευόμενοι, αλλ' όστις είχεν
|
||
εμμείνη πλαίσιον αντάξιον του φιλοξένου και καλλιτέχνου
|
||
οικοδεσπότου [137], διεδέχθη από του 1895 εκατοντάδραχμον πάτωμα
|
||
παλαιάς οικίας της οδού Νικοδήμου. Εκεί, εις δύο βημάτων απόστασιν
|
||
(και η σύμπτωσις είνε αρκετά περίεργος) της Χρυσοροΐδενας εκείνης,
|
||
ην προ δυο αιώνων είχον εγκαταλείψη φεύγοντες οι προπάτορές του,
|
||
διήλθεν ο Ροΐδης τα δέκα τελευταία και πικρότατα έτη της ζωής του.
|
||
Η αυξάνουσα κωφότης καθίστα καθ' ημέραν δυσκολωτέραν την
|
||
επικοινωνίαν μετά των παλαιών φίλων, αίτινες, ειρήσθω προς τιμήν
|
||
των, ουδέποτε ούτε την μητέρα του ούτε αυτόν ελησμόνησαν [138]. Η
|
||
δε οσημέραι φθίνουσα υγεία του, εν ω τον είχε καταδικάση ούτως
|
||
ειπείν εις ακινησίαν, καθίστα εις αυτόν δυσχερές το γράφειν και
|
||
ούτω τον εστέρει και αυτής της υπερτάτης απολαύσεως. Είς των
|
||
διακαεστέρων πόθων του ήτο να γράψη τον βίον του Τρικούπη· όπως δε
|
||
μοι έλεγεν η μήτηρ του, εις ην μόνην το εξεμυστηρεύθη, η
|
||
σκληροτέρα δι' αυτόν απογοήτευσις υπήρξεν η συναίσθησις ότι δεν
|
||
είχε πλέον τας σωματικάς δυνάμεις και ίσως και την διανοητικήν
|
||
ακμήν, αίτινες απητούντο διά τοιούτον έργον.
|
||
|
||
Προ ολίγου χρόνου έπεσεν εις χείρας μου έργον περί των τελευταίων
|
||
ετών του Μπετόβεν. Εφρικίων βλέπων οποίον τέλος επεφύλασσετο εις
|
||
τον γέροντα υπό της κωφότητος απομονωθέντα και εις ράκος
|
||
εγκαταλελειμμένον θεόν της Συμφωνίας. Εφ' όσον όμως ανεγίνωσκον
|
||
τας πράγματι οδυνηράς εκείνας σελίδας, ενόμισα αίφνης ότι έβλεπον
|
||
εκτυλισσομένας εμπρός μου τας τελευταίας ημέρας του μεγάλου
|
||
Έλληνος συγγραφέως διά τον οποίον, όπως έγραφεν ο κ. Νιρβάνας
|
||
[139] «το μέλλον θ' ασχοληθή περισσότερον και δικαιότερον από το
|
||
παρόν».
|
||
|
||
Α. Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[130] Εδώρησα εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην οκτώ τετράδια άτινα
|
||
εχρησίμευσαν ιδίως διά τα «Είδωλα», περιέσωσα δε και πέντε ή έξη
|
||
άλλα.
|
||
|
||
[131] Εις φίλον συγχαίροντα επί τη εξαντλήσει της α' εκδόσεως των
|
||
«Ειδώλων», απήντησεν ότι κατά το αυτό χρονικόν διάστημα είχον
|
||
εξαντληθή εννέα εκδόσεις γνωστής «Μαγειρικής».
|
||
|
||
[132] Τούτο καταφαίνεται και εις τα διηγήματα του. Βλ. ιδίως τα
|
||
«Εφήμερα».
|
||
|
||
[133] Μεταξύ των άλλων άμαξα ανατρέψασα αυτόν συνέτριψε την σιαγόνα
|
||
του· ο προσκληθείς ιατρός την συνεκόλλησε κατά τρόπον τόσον
|
||
ανεπιτήδειον, ώστε ο Αρεταίος επανελθών εν τω μεταξύ εκ του
|
||
θερινού του ταξειδίου ηναγκάσθη να την θραύση εκ νέου ίνα την
|
||
συγκολλήση όπως έπρεπε. Φαντάζεται τις τας ταλαιπωρίας ας κατά το
|
||
διάστημα τούτο υπέστη ο ασθενής. Ειθισμένος όμως εις την δυστυχίαν
|
||
περιωρίσθη, ιαθείς, να είπη εις τον δράστην της πρώτης
|
||
συγκολλήσεως ασκληπιάδην: «Σας εύχομαι, αν ποτέ σας συμβή
|
||
δυστύχημα, να εύρετε και υμείς ιατρόν ικανόν να σας περιποιηθή,
|
||
όπως σεις περιεποιήθητε εμέ».
|
||
|
||
[134] Βλ. εν τη «Εστία» της 8 Ιανουαρίου 1904 τ' Ανέκδοτα περί
|
||
Ροΐδου, υπό του κ. Δ. Καμπούρογλου.
|
||
|
||
[135] Βλ. εν τη υπό του κ. Ν. Γουναράκη εκδιδομένη «Εργασία» (αρ. 2,
|
||
φύλλον 19 Μαρτίου 1900) το άρθρον: Ο εμβολιασμός του Φυλετικού
|
||
Μίσους.
|
||
|
||
[136] Τω 1905 ο κ. Κωνσταντινίδης επανελθόντος του Δηληγαννικού
|
||
κόμματος εις την αρχήν διωρίσθη μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
|
||
διατηρηθέντος του τω 1901 διαδεχθέντος αυτόν εις την Εφορίαν της
|
||
Εθνικής Βιβλιοθήκης κ. Δ. Καμπούρογλου εις την θέσιν του. Μήπως ο
|
||
ορθή αύτη λύσις δεν ηδύνατο να εφαρμοσθή και πρότερον;
|
||
[137] Τούτου την εξής περιγραφήν έδωκεν ο κ. Δ. Χατζόπουλος
|
||
(«Μποέμ») εν τω «Άστει» της 22 Μαρτίου 1893.
|
||
|
||
«Ώρα επτάμιση· γλυκυτάτη σελήνη, γλυκυτάτη βραδειά. Ανέρχομαι
|
||
την οδόν Φιλελλήνων, σταματώ εις την απέναντι της ρωσσικής
|
||
εκκλησίας μεγάλην οικίαν. Κτυπώ, μου ανοίγουν και ανέρχομαι.
|
||
Ευτυχώς ο κ. Ροΐδης ευρίσκεται εις τον οίκον του, όπου μόνον
|
||
τοιαύτην ώραν δύνασαι να τον εύρης. Μία υπηρέτρια μού φωτίζει,
|
||
με εισάγει εις πολυτελή αίθουσαν, και δι' αυτής ευθέως εις το
|
||
σπουδαστήριον του συγγραφέως, όπου ενθρονίζομαι επί κομψοτάτου
|
||
διβανίου. Αναμένω ολίγα λεπτά και επεξεργάζομαι το δωμάτιον.
|
||
Πλουσιώτατον, κομψότατον, ζηλευτόν ενδιαίτημα δι έμπνευσιν και
|
||
μελέτην. Έν μόνον παράθυρον προς την οδόν Φιλελλήνων, κομψότατον
|
||
γραφείον προ αυτού, με σωρούς βιβλίων, μία μικρά τράπεζα με
|
||
ολόκληρον βράχον τελευταίων εκδόσεων και τελευταίων βιβλίων,
|
||
θαυμασιωτάτη υαλόφρακτος μακρά βιβλιοθήκη, κατέχουσα ολόκληρον
|
||
την πλευράν του τοίχου, εικόνες και κομψοτεχνήματα πολυάριθμα,
|
||
δυο τεράστια κέρατα, εξ ων εξαρτώνται τουφέκια, καρυοφύλλια,
|
||
σπάθαι, πάλες, γιαταγάνια, κουμπούρες, ελληνικότατα όλα, τάπης
|
||
επί του πατώματος, κομψόν διβάνιον, κομψόταται έδραι, μεγάλη
|
||
πεπυρακτωμένη θερμάστρα εις το βάθος πληρούσα το δωμάτιον
|
||
γλυκυτάτου θάλπους».
|
||
|
||
[138] Επίσης σπανίαν πίστιν και αφοσίωσιν έδειξαν προς αυτόν τινές
|
||
των αλλοτε ευεργετηθέντων, ιδία δ'ο εκ των υπαλλήλων της Εθνικής
|
||
Βιβλιοθήκης Μιχαήλ Καρατζάς, όστις και παυθέντα μέχρι τέλους δις
|
||
της ημέρας τακτικότατα επεσκέπτετο, και προς ον ο Μανώλης και η
|
||
μήτηρ του έτρεφον ιδιάζουσαν επί τούτω αγάπην και εκτίμησιν.
|
||
Ιδιαιτέραν ευγνωμοσύνην έτρεφον και προς τον μετ' αδελφικής
|
||
στοργής θεραπεύοντα τον ασθενή έγκριτον ιατρόν κ. Ι. Θωμόπουλον.
|
||
|
||
[139] «Άστυ» 10 Ιανουαρίου 1904.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
|
||
|
||
|
||
Οικογένεια Ροΐδη εν Ζακύνθω.
|
||
|
||
[Εκ πληροφοριών Λεωνίδα Χ. Ζώη].
|
||
|
||
Την οικογένειαν του κόμητος Ροΐδη εν Ζακύνθω απαντώ το πρώτον κατά
|
||
το έτος 1633.
|
||
|
||
— Ο Νερούτσος Ροΐδης έμπορος εξ Αθηνών ήτο εν Ζακύνθω τη 10
|
||
Μαρτίον 1633 και 1 Απριλ. 1636. (Βλέπε παρά τω Αρχειοφυλακείω
|
||
Συμβολαιογράφου Ιωάν. Φραντζήν—σελ. 140 και 159).
|
||
|
||
— Τη 28η Οκτωβρίου 1715 η αρχόντισοα Άννα λεγομένη Ανδραμηδού
|
||
δίδει την προίκα της θυγατρός της Μαρίας, υπανδρευομένης τον
|
||
ευγενή Κόντε Γεώργιον Ροΐδην, κατά το από 22 Νοεμβρίου 1713
|
||
προικοσύμφωνον (Βλέπε Σ/γράφον Δημήτριον Πυρρήν —- σελ. 109).
|
||
|
||
— Εκ του Γεωργίου Ροΐδου και της Μαρίας, ως άνω, εβαπτίσθη, τη 27
|
||
Οκτωβρίου 1720 παιδίον άρρεν και ωνομάσθη υπό του αναδόχου του
|
||
Νικόλαος. (Βλ. Ληξιαρχ. βιβλία ναού της Θεοτόκου Φανερωμένης εν τη
|
||
πόλει Ζακύνθου).
|
||
|
||
— Εν τοις Ληξιαρχικοίς βιβλίοις του εν τη αυτή πόλει ναού της
|
||
Αναλήψεως αναγινώσκω· «1733 στας 5 Οκτωβρίου. Έθαψα τον ευγενή
|
||
Κόντε Γεώργιον Ροΐδη· ήτον από την Αθήνα και έπειτα ήρθε εις την
|
||
Γαστούνη· ήτον χρονών 70».
|
||
|
||
— Εκ του Νικολάου Ροΐδου, νυμφευθέντος (τη 29 Οκτωβρ. 178 (;). Βλ.
|
||
Ληξιαρχικά βιβλία ναού Αγίου Νικολάου Γερόντων εν τη πόλει
|
||
Ζακύνθου) την Μπετίναν Ιακώβου Γρυμάνη, εγεννήθησαν τέκνα προ τον
|
||
γάμου (εκ της αυτής συζύγου), η Ζαχαρένια (1763), η Αναστασία
|
||
(1765), ο Διονύσιος και ο Αντώνιος· ίσως εγεννήθησαν και άλλα, τα
|
||
οποία δεν γνωρίζω, καθώς τυγχάνει άγνωστος και ο χρόνος γεννήσεως
|
||
των Διονυσίου και Αντωνίου μη σημειούμενος εν τοις ληξιαρχ.
|
||
βιβλίοις του ως άνω ναού της Αναλήψεως.
|
||
|
||
— Ο Νικόλαος Ροΐδης, όστις εχρημάτισε και συμβολαιογράφοςΖακύνθου
|
||
από του 1793—1805, απέθανε περί το 1805.
|
||
|
||
— Ο υιός του Διονύσιος απέθανε τη 30 Ιανουαρίον (και όχι τη 30
|
||
Ιουνίου, ως εσφαλμένως έγραψε εν τω Ζακυνθίω περιοδικώ «Κυψέλη»,
|
||
έτος Β', σελ. 262) του έτους 1835 εις ηλικίαν 72 ετών. (Βλέπε
|
||
ληξιαρχ. βιβλία ναού Αναλήψεως).
|
||
|
||
- Ο έτερος υιός του Νικολάου, αδελφός του Διονυσίου, απέθανε τη 22
|
||
Ιουνίου 1847 εις ηλικία 83 ετών. (Βλ. Libri di morte 1847 παρά τω
|
||
Αρχ] κείω). Ούτος, πιστεύω, είνε και ο τελευταίος εν Ζακύνθω
|
||
Ροΐδης, μετά τον θάνατον του οποίου εξέλιπε και η οικογένεια αύτη•
|
||
εκ θηλυγενείας όμως η οικογένεια αύτη συγγενεύει μετά των
|
||
οικογενειών Κανάλε και Καντακίτου.
|
||
|
||
- Περί συμμετοχής των Ροΐδη εις την εκστρατείαν του Μοροζίνη, της
|
||
αμοιβής αυτών διά του τίτλου του Κόμητος και κτημάτων εν Ηλεία (ή
|
||
Αρρκαδία;) είνε γνωστά δι'οικογενειακών εγγράφων.
|
||
|
||
- Εξ' άλλου εγγράφου τηρουμένου παρά τω Αρχ] κείω ημών, φαίνεται
|
||
καταγεγραμμένη τω 1817 η κινητή και ακίνητος περιουσία των αδελφών
|
||
Διονυσίου και Αντωνίου Ροΐδη, (Filze diversorum).
|
||
|
||
- Ο Διονύδιος Ροΐδης εσπούδασεν εν Παταυΐω φυσικομαθηματικάς
|
||
επιστήμας και την ιατρικήν, συνεχεσχετίσθη προς διαφόρους
|
||
επιφανείς ιταλούς, ήτο εγκυκλοπαιδικώτατος και εστιχούργει
|
||
λατινιστί και ιταλιστί. Πάσχων εκ ποδάγρας και έχων ιδιοτροπίας
|
||
δεν προσεκαλείτο προς θεραπείαν ασθενών, ηναγκάζετο δε να
|
||
μετέρχηται τον διδάσκαλον, διδάσκων εν τω Λυκείω Ζακύνθου
|
||
λατινικά, ιταλικά και γαλλικά, λαμβάνων μηνιαίως 24 τάλληρα. Τας
|
||
ιδιοτροπίας του Ροΐδου εσατύρισεν ο ποιητής Σολωμός εν τη
|
||
«Πρωτοχρονιά» και τω «Ιατροσυνεδρίω».
|
||
|
||
- Ο Ροΐδης έγραψεν επιγράμματα, ωδάς, σατύρας και ύμνους λατινιστί
|
||
και ιταλιστί, εξ ων μνημονεύονται: «La Motoneide», εποποιία
|
||
εξυμνούσα Μοθωναίόν τινα αριστεύσαντα κατά την επανάστασιν της
|
||
Πελλοπονήσου—«Passio del N. S. Gesu»-«Inno al principe reggente
|
||
Georgio»-«Dissertazione epistolare ecc....»-«Διάλογοι περί του
|
||
ψύχους του 1832» και άλλα. (Βλ. και Ν. Κατραμή «Φιλογικά Ανάλεκτα»
|
||
Ζακύνθου—σελ 438.).
|
||
|
||
ΣΥΡΙΑΝΑ
|
||
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΣΥΡΙΑΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ
|
||
|
||
|
||
Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου
|
||
υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο
|
||
κυριότερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μού ήρεσκε
|
||
διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη
|
||
αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε
|
||
διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα
|
||
άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι
|
||
ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να
|
||
γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα. Οι συγγενείς
|
||
μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε
|
||
τίποτε, και ουτ' εγώ πολλά. Την πατρικήν μου οικίαν, τρεις
|
||
χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δυο αποθήκας και μίαν θέσιν εκατόν
|
||
εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η
|
||
νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχακόρη καλομαθημένη και αγαπούσε
|
||
τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χορούς;
|
||
Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς
|
||
δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχη
|
||
άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την
|
||
απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσω μεγάλην, ώστε δεν
|
||
φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν.
|
||
Εγώ όμως δεν ήμην ρωμαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην,
|
||
αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών
|
||
κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν
|
||
εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον με τον
|
||
οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την
|
||
Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την
|
||
χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω,
|
||
να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και
|
||
κοντσίναν εις την λέσχην. Και πάλιν όμως δεν θ' απεφάσιζα να την
|
||
νυμφευθώ, αν δεν συνέβαινε ν' αποθάνη κατ'εκείνας τας ημέρας από
|
||
την στέρησιν και την κακοπάθειαν γέρων θείος μου, τον οποίον
|
||
επιστεύαμεν όλοι απένταρον, βλέποντες αυτόν να ενδύεται ως
|
||
Διογένης και να τρέφεται ως ασκητής. Πάσχων προ καιρού από το
|
||
στήθος, μου είχε ζητήση εκατον δραχμάς διά ιατρόν και ιατρικά.
|
||
Αντί όμως να τας μεταχειρισθή προς τοιούτον σκοπόν, είχε
|
||
προτιμήσει να προσθέση και αυτάς εις άλλας πενήντα χιλιάδας, όπου
|
||
είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί
|
||
νεκρός. Το παθημά του μ' έκαμε να σκεφθώ, ότι θα ήτο ανοησία να
|
||
εξακολουθώ να βασανίζωμαι από την αϋπνίαν και την ανορεξίαν, αφού
|
||
είχα τα μέσα να ιατρευθώ. Την Χριστίναν την επήρα καθώς πέρνει
|
||
κανείς κινίνον διά ν' απαλλαχθεί από τον πυρετόν.
|
||
|
||
Αν και ήμην ανυπόμονος, ηναγκάσθην από την κοινήν πρόληψιν και τον
|
||
δεσπότην μας Λυκούργον να περιμείνω το τέλος του Μαίου διά να
|
||
στεφανωθώ. Ευθύς μετά τον γάμον επήγαμεν να περάσωμεν το
|
||
μελοφέγγαρον εις την Ζιάν. Ημπορώ να είπω ότι είδα εκεί καλάς
|
||
ημέρας. Το νησί ήτο καταπράσινον, το εξοχικόν μας σπίτι
|
||
αναπαυτικόν, τα τρόφιμα εξαίρετα, ο καιρός ωραίος
|
||
και ακόμη ωραιοτέρα η Χριστίνα. Εκείνο όπου μ' έκαμε να την
|
||
προτιμήσω από όλας, είνε ότι μόνη αυτή δεν είχε κανέν από τα
|
||
συνειθισμένα παρθενικά ελαττώματα, διά τα οποία αηδίαζα εν γένει
|
||
τας κορασίδας. Ούτε λιγνή, ούτε αναιμική, ουτε εντροπαλή, ούτε
|
||
πολύ νέα. Πιστεύω μάλιστα ότι ήτο κατά τι μεγαλειτέρα από εμέ.
|
||
Εικοσιέξ έως εικοσιοκτώ ετών, μελαχροινή, με ανάστημα, με ώμους,
|
||
με στήθος, με φλόγα εις το βλέμμα και κομψότατα υποδηματάκια. Διά
|
||
να μη φανή απίστευτον το άθροισμα τόσων χαρισμάτων αρκεί να
|
||
προσθέσω ότι ήτο Σμυρναία.
|
||
|
||
Εις την Κέαν εμείναμεν όλον το θέρος και η θεραπεία μου επροόδευε
|
||
θαυμασίως. Νομίζω ότι πολύ προτήτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ
|
||
το «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι αισθηματικοί θεωρούσιν ως ελάττωμα
|
||
της τοιαύτης κατοχής και εν γένει του γάμου, ότι είνε ο τάφος του
|
||
έρωτος. Τοιούτον όμως παράπονον δεν ηδυνάμην να έχω εγώ, αφού
|
||
υπανδρεύθην επίτηδες διά να τον θάψω, από πόθον όχι εκτάκτων
|
||
απολαύσεων, αλλ' ησυχίας, και κατώρθωνα να είμαι καθ' ημέραν
|
||
ησυχώτερος. Το πρωί εκάμναμεν θαλάσσιον λουτρόν, το απόγευμα
|
||
μακρυνόν περίπατον ή εκδρομήν με την βάρκα. Επέστρεφα κατάκοπος,
|
||
έτρωγα ως λύκος και αφού έλεγα εις την Χριστίναν ό,τι είχα να της
|
||
ειπώ εκοιμώμην μονοκόματα εως το πρωί. Ονείρατα δεν έβλεπα πλέον,
|
||
πλην ενός μόνου, το οποίον ηδυνάμην κ' εκείνο να θεωρήσω ως
|
||
σύμπτωμα τελείας αναρρώσεως. Η εσπέρα ήτο θερμή και είχαμεν εξέλθη
|
||
ν' αναπνεύσωμεν εις τον εξώστην μετά το δείπνον. Δεν ενθυμούμαι
|
||
άλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, ούτε τοιούτον της θαλάσσης
|
||
σπινθηρισμόν ουτε ευωδεστέρας τον δάσους και των κήπων
|
||
αναθυμιάσεις. Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της
|
||
φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγεν, peignoir, επί του οποίου
|
||
εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού.
|
||
|
||
Εκύτταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν
|
||
«Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως
|
||
τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν
|
||
κήπον. Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως ποιητικώτατα, αλλ' εις το δείπνον
|
||
είχα φάγη πολλήν παλαμίδα, την οποίαν επότισα, ως βαρυστόμαχον, με
|
||
δυο ή τρία ποτήρια γλυκού οίνου της Κέας. Με κατέλαβε λοιπόν ο
|
||
ύπνος και ωνειρεύθην... ούτε άσματα αηδόνος, ούτε μαύρας πλεξίδας,
|
||
ούτε σελήνης μαρμαρυγάς, αλλ' ότι ευρισκόμην εις την Σύραν, εις
|
||
την Λέσχην, και εκέρδιζα του πρωτομάστορη του πικέτου Αλοϊσίου
|
||
Κατζαΐτη
|
||
τρία καπότα κατά σειράν. Άδικον θα ήτο μετά τοιούτον όνειρον ν'
|
||
αμφιβάλλω ότι ήμην εντελώς ιατρευμένος. Την επομένην εβδομάδα
|
||
επεστρέψαμεν εις την Σύραν, μετά τετράμηνον διαμονήν εις την Ζιάν,
|
||
αφού ανέκτησα την πριν ησυχίαν μου, όλην μου την πεζότητα και δυο
|
||
οκάδες περισσότερον βάρος, ως επείσθην ζυγισθείς κατά την απόβασιν
|
||
εις τον στατήρα του τελωνείου.
|
||
|
||
Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετο κανείς να μου προείπη,
|
||
ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ
|
||
του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του
|
||
ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. Δήμαρχος εις
|
||
τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού
|
||
των Ναυτικών. Ο χορός εκείνος επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος
|
||
και ολίγος απέμενε καιρός εις τας Συριανάς διά να ετοιμασθώσιν.
|
||
Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα
|
||
εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις
|
||
εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι,
|
||
ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν. Δεν εύρισκα πλέον
|
||
που να καθίσω· το δε εσπέρας έπρεπε να περιμένω έως τας εννέα ή
|
||
και αργότερα, ν' αδειάση η ράπτρια την τράπεζαν του γεύματος, διά
|
||
να δειπνήσωμεν με μίαν σαλάταν ή σμαρίδας τηγανητάς. Η μόνη μας τω
|
||
όντι εγκυκλοπαιδική υπηρέτρια είχε χειροτονηθή κ' εκείνη μοδίστρα
|
||
και δεν επρόφθανε να μαγειρεύη. Άδικον όμως θα ήτο να παραπονεθώ
|
||
διά τούτο, αφού το κακόν ήτο γενικόν. Πλην των Χριστουγέννων, του
|
||
Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την
|
||
Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το
|
||
οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και
|
||
τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά
|
||
της. Από την ημέραν όπου ελάβαμεν το κατηραμένον εκείνο
|
||
προσκλητήριον, ήτο ως να μην είχα γυναίκα.
|
||
|
||
Όση όμως και αν ήτο η απέχθεια μου κατά των τοιούτων
|
||
προπαρασκευών, πρέπει να ομολογήσω ότι επέτυχε πληρέστατα της
|
||
Χριστίνας ο στολισμός· φόρεμα με μακράν ουράν από βαρύ
|
||
βυσσινόχρουν μεταξωτόν και επί της κεφαλής το τελευταίον λείψανον
|
||
της κειμηλιοθήκης της μητρός της, είδός τι αρχαϊκού διάδήματος από
|
||
ρουβίνια, των οποίων αι πορφυραί φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως με
|
||
το κοράκινον χρώμα των τριχών της. Ούτω στολισμένη μου ενθύμιζε
|
||
την Σεμίραμιν, την Φαίδραν, την Κλεοπάτραν, την Θεοδώραν και τας
|
||
άλλας ηρωίδας αι οποίαι ετάραττον τον ύπνον μου όταν ήμην εις το
|
||
σχολείον.
|
||
|
||
Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ' ακόμη μεγαλείτερος ο
|
||
φόβος του να μη λησμονήση ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του,
|
||
έστω και λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην η άλλον
|
||
καταστηματάρχην. Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε
|
||
συμβαίνει εις την Σύρον, τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας
|
||
επερίμεναν εις την εξώθυραν με σημειωματάριον εις την χείρα και
|
||
ανέβαιναν κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν. Όταν
|
||
εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας, της
|
||
οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την
|
||
ετοιμότητα με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και
|
||
έν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε
|
||
χωρίς διαλείμματα καθ' όλην την διάρκειαν της εσπερίδος. Μόνον δι'
|
||
εμέ δεν επερίσσευσε τίποτε, αν και την έφεραν δυο ή τρεις φοράς
|
||
πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού. Μη έχων διάθεσιν να χορέψω
|
||
και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον
|
||
πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην εις τον
|
||
τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν
|
||
παρθένον, της οποίας με ήρεσκε πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον
|
||
κάλλος, αλλ' η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων
|
||
και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής
|
||
αξιώσεως και φιλαρεσκείας. Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις
|
||
συνέβαινε να εύρη χορευτήν. Με την γεροντοκόρην ταυτην εφερόμην
|
||
μετά πολλής οικειότητος ως προς καλόν φίλον μάλλον ή φιληνάδα, και
|
||
εκείνη δε εφαίνετο ευχαριστουμένη να συνομιλή μαζί μου, να με δίδη
|
||
συμβουλάς υγιεινής ή οικιακής οικονομίας και να με στέλλη ενίοτε
|
||
παξιμάδια με γλυκάνισον, προς εκτίμησιν της εξόχου αυτής ζυμωτικής
|
||
τέχνης. Εύλογος μετά ταύτα ήτο η απορία μου όταν, αντί να με τείνη
|
||
κατά το σύνηθες την χείρα, απήντησεν εις το καλησπέρα μου διά
|
||
βλέμματος παγερού και σχεδόν εχθρικού.
|
||
|
||
— Δεν χορεύετε απόψε; ηρώτησα αυτήν απερισκέπτως, λησμονών ότι
|
||
τούτο δεν εξηρτάτο από μόνην την θέλησίν της.
|
||
|
||
— Όχι, κύριε.
|
||
|
||
— Διατί, ενώ είσθε η καλλιτέρα μας χορεύτρια; Τούτο είνε
|
||
παραξενάδα.
|
||
|
||
— Υπάρχουν άλλα πράγματα πολύ πλέον παράξενα.
|
||
|
||
— Δεν με τα λέγετε;
|
||
|
||
— Υπάρχουν μερικοί κύριοι, οι οποίοι αφού ολόκληρα έτη βεβαιώσουν
|
||
μίαν νέαν ότι δεν δύνανται ν' αγαπήσουν παρά
|
||
γυναίκα φρόνιμον, ήσυχον, σεμνήν, νοικοκυράν, πηγαίνουν έπειτα και
|
||
νυμφεύονται μίαν άσωτην, μίαν κοκέταν, μίαν ξεμυαλισμένην, όπου
|
||
έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί και μετά τον
|
||
γάμον της τα ίδια.
|
||
|
||
Εκ των ανωτέρω ηναγκάσθην να συμπεράνω, ότι η κυρία Κλεαρέτη δεν
|
||
ήτο όσον εφαίνετο καλή, ούδ' όσον ενόμιζα αφιλοκερδείς αι
|
||
περιποιήσεις της, αι συμβουλαί της και αι αποστολαί παξιμαδίων. Η
|
||
απροσδόκητος αύτη αποκάλυψις των νυμφικών αξιώσεων γεροντοκόρης, η
|
||
οποία θα ηδύνατο να είνε μήτηρ μου αν υπανδρεύετο εγκαίρως, ήτο
|
||
βεβαίως αστειοτάτη. Την εσπέραν όμως εκείνην είχα τα νεύρα μου και
|
||
αντί να γελάσω δεν απηξίωσα να εκδικηθώ αποκρινόμενος. — Δεν
|
||
ενθυμούμαι να έκαμα ποτέ τοιαύτας ομιλίας εις καμμίαν νέαν.
|
||
|
||
Η κ. Κλεαρέτη εδάγκασε το χείλος της και μου εγύριοε την ράχιν· η
|
||
φράσις της όμως «έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και
|
||
εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» δεν έπαυε ν' αντηχή εις
|
||
την ακοήν μου ως συριγμός εχίδνης. Η αλήθεια ήτο ότι το επαράκαμνε
|
||
και η Χριστίνα. Εξακολουθών να την κατασκοπεύω παρετήρησα ότι η
|
||
διανομή των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της δεν εγίνετο με όσην
|
||
κατ' αρχάς υπέθεσα ισότητα και αμεροληψίαν. Πολύ μεγαλειτέρα της
|
||
των άλλων ήτο μερίς κομψοτάτου τινός ξανθού νεανίσκου όστις, αφού
|
||
έλαβε δύο χορούς, έμενεν όπισθεν της ενώ εχόρευε με άλλον,
|
||
συνεχίζων κατά τα διαλείμματα της καδρίλιας ατελεύτητον μετ' αυτής
|
||
συνομιλίαν. Το περίεργον είνε ότι μου ήτο τελείως άγνωστος ο
|
||
κύριος ούτος, ενώ οι κάτοικοι της μικροσκοπικής Ερμουπόλεως
|
||
γνωρίζονται όλοι ως καλόγηροι του αυτού μοναστηρίου, Η αμηχανία
|
||
μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίση πλησίον μου ο παλαιός μου
|
||
φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος αλλά και ο πλέον
|
||
διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος
|
||
του Διογένους. Δια ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρη
|
||
να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και
|
||
επιφανείς της μακαρίτριας συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του
|
||
γραφείου του είχε κρεμάση τας εικόνας του Ηφαίστου, του
|
||
Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την
|
||
ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων».
|
||
Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε
|
||
εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε
|
||
μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και
|
||
μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν
|
||
πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητας αυτών η
|
||
μακαριτις. Όπως δήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη
|
||
και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως ως έλεγε, μη εξαντληθή
|
||
το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμη όσην πριν κατάχρησιν αυτού,
|
||
προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης
|
||
κυρίας Χαλδούπη τρία τινά· να είνε άσχημη, κουτή, και πλούσια. Την
|
||
περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρη συνηνωμένην εις το
|
||
πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού
|
||
ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους
|
||
προικοδιώκτας.
|
||
|
||
Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς
|
||
με οχληράν επιμονήν.
|
||
|
||
— Τί έχεις; με ηρώτησε· τα μούτρα σου είνε βουρκωμένα σαν τα βουνά
|
||
της Γούρας.
|
||
|
||
— Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι. — Και πολύ
|
||
περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν
|
||
σου έλεγα ότι δεν είνε διά σένα η Χριστίνα· ότι έχει εις τας
|
||
φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου
|
||
εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον
|
||
Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να
|
||
συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να
|
||
ειπούν.
|
||
|
||
— Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μη τον
|
||
γνωρίζω; Πρώτην φοράν τον βλέπω.
|
||
|
||
— Δια τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Πρό
|
||
πέντε ετών, πριν αποκατασταθείς συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος
|
||
τρελλός με την Χριστίναν, την οποίαν δεν του έδωκαν διότι δεν είχε
|
||
τα μέσα να την συντηρήση. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν'
|
||
αυτοχειριασθή, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η
|
||
γυναίκα μου να τον παρηγορήση. Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής.
|
||
Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν,
|
||
όπου είχα υπάγη να επισκεφθώ την Αννίκαν. Η γυναίκα μου τον
|
||
εβαρέθη ογλήγωρα, διότι ήτο παρά πολύ αισθηματικός. Έπειτα
|
||
φαίνεται, οτι εξηκολούθει να ενθυμήται την ιδικήν σου. Τον
|
||
έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήση και τας δυο και να
|
||
σπουδάση Φαρμακευτικήν διά να διαδεχθή τον πατέρα του. Φαίνεται
|
||
όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρη λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει
|
||
την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχης και να μη
|
||
συχνοφέρνης την γυναίκα σου εις τους χορούς.
|
||
|
||
— Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.
|
||
|
||
— Μη λησμονήσης ότι, αν φανής ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσης και
|
||
ζήτησης να την περιορίσης, είνε ακόμη βεβαιότερον ότι θα την
|
||
πάθης.
|
||
|
||
— Τί θέλεις τότε να κάμω;
|
||
|
||
— Ούτ' εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το
|
||
καλλίτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είνε να μιμηθής το
|
||
παράδειγμά μου, και, ό,τι και αν σου συμβή, να μη το πάρης
|
||
κατάκαρδα. Νά σκεφθής ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είνε τίποτε και
|
||
να κρεμάσης και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος,
|
||
του Ηφαίστου, του Μενελάου...
|
||
|
||
Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον
|
||
πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παληανθρώπου εκείνου. Κατ'
|
||
εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη
|
||
ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος
|
||
να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την
|
||
εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον
|
||
δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το
|
||
galope finale και ότι η κυρία μου το είχεν ύποσχεθή και εις τους
|
||
τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνειθισμένος
|
||
τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπη, ότι είνε κουρασμένη
|
||
και να μη χορεύση με κανένα. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν
|
||
κόμπο. Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον
|
||
Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν. Πρέπει εν
|
||
τούτοις να ομολογήσω ότι η μουσική του γαλόπου εκείνου, έργου του
|
||
διευθυντού της ορχήστρας βιολιστού Πατσίφικου, ήτο ωραιοτάτη και ο
|
||
ρυθμός τόσον ζωηρός, ώστε επτέρωσε τους πόδας και αυτού του κ.
|
||
δημάρχου και άλλων εξ ίσου σεβασμίων Συριανών. Η περιφορά δίσκου
|
||
θερμού οίνου εκορύφωσε την γενικήν ζωηρότητα και μόνος εγώ
|
||
εχολόσκανα εις μίαν γωνίαν βλέπων την Χριστίναν να στροβιλίζη εις
|
||
του Καρόλου τας αγκάλας. Ο Χαλδούπης ηθέλησε και πάλιν να με
|
||
πλησιάση διά να χύση τα φαρμάκι του εις την πληγήν μου, αλλά το
|
||
βλέμμα το οποίον έρριψα επ' αυτού ήτο, ως φαίνεται, τόσον άγριον,
|
||
ώστε εθεώρησε φρόνιμον να μου δείξη την ράχιν. Ανεχωρήσαμεν σχεδόν
|
||
τελευταίοι, και, όταν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα μας, εσήμαιναν αι
|
||
πέντε.
|
||
|
||
Το παράδοξον ή μάλλον εκείνο το οποίον μ' εφάνη παράδοξον, αν και
|
||
ήτο φυσικώτατον, είνε ότι όσα υπέφερα εις τον κατηραμένον εκείνον
|
||
χορόν από την κακολογίαν του Χαλδούπη και την διαγωγήν της
|
||
Χριστίνας, αντί να με ψυχράνουν, με έκαναν να την ερωτευθώ ή
|
||
τουλάχιστον να την επιθυμήσω σφοδρότερα και από την ημέραν όπου
|
||
απεφάσισα να την πάρω διά να παύσω να την επιθυμώ. Πλην της
|
||
ζηλείας και της δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εις έξαψιν του
|
||
πόθου μου και η έκτακτος πολυτέλεια του εσωτερικού αυτής
|
||
στολισμού, ο μεταξωτός στηθόδεσμος, τα κεντητά μεσοφόρια, τα
|
||
ατλάζινα υποδήματα και το μεθυστικόν άρωμα της έριδος και της
|
||
υλαγγυλάγκης. Πάντα ταύτα ημπορούν οι ευτυχείς κάτοικοι των
|
||
μεγάλων πόλεων να τα εύρουν όταν θέλουν με μίαν η δύο
|
||
εικοσιπεντάρας, αλλά διά τους δυστυχείς Συριανούς είνε πράγματα
|
||
έκτακτα, τα οποία δεν απολαμβάνουν παρ' όταν τύχη μεγάλος χορός,
|
||
καθώς μόνον τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γεύονται ψαθούρια,
|
||
σαμπάνια και γάλλον παρανεμιστόν. Όταν λοιπόν επλησίασα την
|
||
Χριστίναν, πρέπει να υποθέσω ότι οι οφθαλμοί μου ήσαν εύγλωττοι,
|
||
ως κατορθώνουν να γράφουν οι ελαφροί μας φιλόλογοι, τους οποίους
|
||
είχα, ως φαίνεται, άδικον να περιπαίζω διά τούτο. Πριν τω όντι
|
||
ανοίξω το στόμα έσπευσεν η Χριστίνα ν'αποκριθή εις το βλέμμα μου.
|
||
|
||
— Είμαι, καϋμένε, κατάκοπη, αφανισμένη, άφησε με, σε παρακαλώ,
|
||
απόψε.
|
||
|
||
Την εκαληνύκτισα με βαρυθυμίαν και απεσύρθην εις το ιδικόν μου
|
||
δωμάτιον.
|
||
|
||
Πρέπει όμως να ειπώ ότι διά το χωριστόν εκείνο δωμάτιον δεν
|
||
έπταιεν εκείνη. Το είχα προτείνη εγώ μετά την επιστροφήν μας ως
|
||
αριστοκρατικώτερον, και κατά τι, διά τον λόγον ότι είχα
|
||
παραχορτάση εις την Ζιάν. Πλην των άλλων έχουνε και τούτο το
|
||
αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εν—, νοήσωσιν ούτε
|
||
ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είνε χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν
|
||
να χορτάσουν όταν είνε πεινασμένοι.
|
||
|
||
Την επιούσαν εκοιμάτο ακόμη, όταν επήγα περί τας ένδεκα εις το
|
||
γραφείον μου. Κατά την επιστροφήν μου την ευρήκα εις το πιάνο
|
||
ευδιάθετον και ζωηράν.
|
||
|
||
— Άκουσε, με είπε, τι ωραίον είνε αυτό το γαλόπ. Εγώ όπου δεν
|
||
ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και
|
||
το ενθυμούμαι ολόκληρον.
|
||
|
||
Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζη το τρισκατάρατον γαλόπ του
|
||
χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μου ενθύμιζαν τα βάσανά μου.
|
||
|
||
— Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με
|
||
πειράζει. Άφησε το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.
|
||
|
||
Μ' εκύτταξε με κάποιαν απορίαν, έκλεισε το πιάνο και επήγε να
|
||
στηριχθή εις το παράθυρον. Μετ' ολίγον την είδα να χαιρετά με
|
||
πολλήν χάριν και φιλοφροσύνην.
|
||
|
||
— Ποίον εχαιρέτησες; ηρώτησα με όσην ηδυνήθην να υποκριθώ
|
||
αδιαφορίαν.
|
||
|
||
— Τον δάσκαλον του χορού, τον Γέρο Κουέρτζην. Έτρεξα εις το
|
||
παράθυρον του γειτονικού δωματίου και είδα τω όντι να διαβαίνη τον
|
||
γέροντα Κουέρτζην, αλλά στηριζόμενον εις τον βραχίονα του νέου
|
||
Καρόλου Βιτούρη. Διατί λοιπόν να μου αναφέρη μόνον τον Κουέρτζην,
|
||
ενώ πιθανώτατον ήτο ότι έλαχεν εις τον σύντροφόν του η λεόντειος
|
||
μερίς του χαιρετισμού;
|
||
|
||
Το έτος εκείνο υπήρξεν εκτάκτως ευτυχές διά τους Συριανούς, οι
|
||
οποίοι μετά το κλείσιμον των ισολογισμών των έπαθαν από την χαράν
|
||
των χορομανίαν. Εις διάστημα ενός μηνός εδόθησαν ένδεκα μεγάλαι
|
||
και μικραί χοροεσπερίδες. Η Χριστίνα δεν έκαμεν άλλο παρά να
|
||
ετοιμάζεται όλην την ημέραν, να κουράζεται όλην την νύκτα και να
|
||
ξεκουράζεται την επομένην· ούτ' εγώ άλλο τίποτε παρά να την
|
||
συνοδεύω, ν' αγρυπνώ, ν' ανησυχώ, να ζηλεύω, να κατασκοπεύω και να
|
||
βλέπω εις τον ύπνον μου τον Ήφαιστον, τον Μενέλαον και τον
|
||
Βιτούρην. Ούτος εξηκολούθει να συχνοδιαβαίνη από τα παράθυρα μας.
|
||
Ευτυχώς τα έθιμα της νήσου δεν συγχωρούν επισκέψεις παρά μόνον
|
||
κατά την πρώτην του έτους και την εορτήν του οικοδεσπότου.
|
||
Επίσκεψις ανδρός εις κυρίαν καθ' ημέραν και ώραν εργάσιμον θα ήτο
|
||
εις την Σύρον σκάνδαλον ουχί μικρότερον της παραβιάσεως χαρεμίου.
|
||
Απέμεναν όμως οι χοροί και αι εις τα βαπόρια και την πλατείαν
|
||
καθημερινοί συναντήσεις. Πλην αυτών έτυχε να ίδω δυο ή τρεις φοράς
|
||
την γυναίκα μου εξερχομένην από το φαρμακείον τον Βιτούρη. Τούτο
|
||
όμως δεν ηδυνάμην να θεωρήσω ως επιλήψιμον, ουδέ καν ως ύποπτον,
|
||
αφού από εκεί επρομηθεύοντο αι Συριαναί της υψηλής περιωπής τα
|
||
πασαλείμματα και τα μυρωδικά των. Η σκέψις όμως αύτη δεν μ'
|
||
εμπόδιζε να τρώγωμαι και ν' ανησυχώ. Εκείνο όμως το οποίον
|
||
περισσότερον απ' όλα μ' εβασάνιζε και μ' εστενοχωρούσεν ήτο, ότι
|
||
σπανίως κατώρθωνα να ιδώ μόνην και ήσυχην την Χριστίναν. Ούτε
|
||
στρατάρχης κατά την παραμονήν κρισίμου μάχης ηδύνατο να είνε όσον
|
||
εκείνη απησχολημένος. Τα τρεξίματα εις τα εμπορικά διεδέχοντο τα
|
||
συμβούλια με τας φιληνάδας της. Πότε τα είχε με την ράπτριαν, η
|
||
οποία δεν εφύλαξε την υπόσχεσίν της, και πότε με τον μονάκριβον
|
||
της Σύρου κτενιστήν Αναστάσην, διότι εβράδυνε να έλθη, ή ετόλμησεν
|
||
ο αχρείος να της προτείνη να την κτενίζη από το μεσημέρι, διότι
|
||
δεν του επερίσσευε καιρός το εσπέρας. Κατόπιν τούτων ήρχετο η
|
||
κούρασις τον χορού, το νύσταγμα ευθύς μετά την επιστροφήν, ο βαθύς
|
||
ύπνος της έως το μεσημέρι και η ιδική βασανιστική αγρυπνία. Δεν
|
||
κατώρθωνα, όχι να κοιμηθώ, αλλ' ουδέ καν να μένω ήσυχος επί της
|
||
κλίνης μου. Ως βασανίζει τον διαβάτην της ερήμου η οπτασία
|
||
βρύσεων, ποταμών και χλοερών λειμώνων, ούτω και εμέ η ανάμνησις
|
||
των καλών ημερών της Κέας, της μοναξιάς, της ησυχίας και της
|
||
Χριστίνας εξηπλωμένης ολοκλήρους ώρας επάνω εις το τουρκικό διβάνι
|
||
με άσπρον οικιακόν φόρεμα και βιβλίον εις την χείρα. Και εκείνο το
|
||
όποιον με φλογερώτερον πόθον ενθυμούμην δεν ήσαν του μέλιτος αι
|
||
απολαύσεις, όσον η διαδεχομένη ταύτας γαλήνη και ισορροπία του
|
||
πνεύματος και των αισθήσεων, η οποία μου επέτρεπε να εντρυφήσω και
|
||
εις τας άλλας του βίου απολαύσεις. Ενώ τώρα η εκ της ζηλείας και
|
||
της στερήσεως συγκέντρωσις των πόθων μου εις έν μόνον πράγμα με
|
||
είχε μεταβάλη, εμέ τον φρόνιμον Συριανόν, εις είδος τι Οδοιπό— ρου
|
||
ή Ερωτοκρίτου απαγγέλλοντος θρηνώδεις μονολόγους.
|
||
|
||
Νύκτα τινά, μη αντέχων πλέον, ήνοιξα αθορύβως την χωρίζουσαν ημάς
|
||
θύραν και επροχώρησα βήματά τινα προς την κλίνην της. Τον θάλαμον
|
||
εφώτιζε κατά το σύνηθες κυανή κανδήλα καίουσα προ του
|
||
εικονοστασίου. Το γαλάζιον εκείνο φως, το μεταδίδον χροιάν ονείρου
|
||
εις την πραγματικότητα, ήτο κ' εκείνο ιδική μου εφεύρεσις των
|
||
καλών ημερών της Κέας. Ο κάματος και ο νυσταγμός της κατά την
|
||
επιστροφήν ήτο τοσούτος, ώστε είχεν αφήση όλα της τα πράγματα άνω
|
||
κάτω. Το φόρεμα εις μίαν άκραν του σοφά, τα φουσκώματα κατά γης,
|
||
τον στηθόδεσμον εις γωνίαν της κλίνης, την γιρλάνδαν επί της
|
||
προτομής του Κοραή, και σκορπισμένα εις όλα τα καθίσματα το
|
||
ριπίδιον, την ανθοδέσμην, τα χειρόκτια και τα παράσημα του
|
||
cotillon. Ο ευνοούμενος αυτής γάτος εκοιμάτο επάνω εις το άσπρον
|
||
της βουρνούζι και επί των μαρμάρων της εστίας εσπινθήριζον τα
|
||
πετράδια των βραχιολιών και του περιδεραίου. Το δωμάτιον ωμοίαζε
|
||
ναόν της θεάς Ακαταστασίας. Αδύνατον όμως ήτο να είνε άχαρι το
|
||
χάος εκείνο, του οποίου ήσαν τόσον εύμορφα όλα τα συστατικά. Εις
|
||
τα λοιπά προσόντα της Χριστίνας πρέπει να προσθέσω και οτι
|
||
εσυνείθιζε να κοιμάται με εν γόνατον λιγυσμένον και την χείρα
|
||
όπισθεν της κεφαλής, ως το αρχαίον άγαλμα τον Ερμαφροδίτου.
|
||
Κατ'εκείνην την στιγμήν έβλεπε πιθανώς εις τον ύπνον της τους
|
||
θριάμβους της εις την Λέσχην, ως υπέθεσα εκ της διαστολής των
|
||
χειλέων της εις μειδίαμα κατά πάντα όμοιον μ' εκείνα τα οποία
|
||
εμοίραζεν εις τους χορευτάς της. Επροχώρησα έν άλλο βήμα. Αλλ'
|
||
αίφνης εκάρφωσε τους πόδας μου εις το έδαφος η σκέψις ότι, αν την
|
||
εξύπνιζα, θα διεδέχετο το γλυκύ εκείνο μειδίαμα μορφασμός
|
||
δυσαρεσκείας, έν χάσμημα, έν ουφ! και έν γύρισμα της πλάτης. Ουδέ
|
||
θα ήτο όλως αδικαιολόγητος η τοιαύτη υποδοχή, αφού μόλις προ μιας
|
||
ώρας είχε κατακλιθή και διεφαίνετο ήδη διά των χαραμίδων του
|
||
παραθύρου το θολόν φως χειμερινής πρωίας. Απεσύρθην ακροποδητί,
|
||
έκλεισα την θύραν και ήρχισα πάλιν τον περίπατον και τον μονόλογόν
|
||
μου. Όταν εσυλλογιζόμην πόσον εύκολον θα ήτο εις την γυναίκα
|
||
εκείνην να με καταστήση τον ευτυχέστατον των ανθρώπων, αν κατά τι
|
||
ολιγώτερον ηγάπα τας διασκεδάσεις και την εργολαβίαν, με ήρχετο
|
||
όρεξις να την πνίξω. Ο κίνδυνος όμως αυτής δεν ήτο μεγάλος. Δεν
|
||
πιστεύω να υπάρχη εις τον κόσμον μαλακωτέρα της ιδικής μου καρδία.
|
||
Αν επρόκειτο να σφάζω ο ίδιος τα ορνίθια, τα οποία τρώγω, νομίζω
|
||
δα θα επροτιμούσα να τρέφομαι με πίτυρα καθώς εκείνα.
|
||
|
||
Τους κλίνοντας να με θεωρήσωσιν εκ των ανωτέρω ως βλάκα, παρακαλώ
|
||
να σκεφθώσι πόσον δύσκολος είνε η θέσις του μη δυναμένου ούτε ως
|
||
εραστής να παρακαλέση χωρίς να γίνη γελοίος, ούτε ως σύζυγος ν'
|
||
απαιτήση χωρίς να γίνη μισητός. Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ
|
||
εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήση η Χριστίνα διατί
|
||
δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το
|
||
στομάχι, πότε το κεφάλι μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα,
|
||
τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω.
|
||
Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήση, και
|
||
απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το
|
||
να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον
|
||
διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήση εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας
|
||
της υποφέρει, δεν απομένει άλλο να πράξη, παρά να χωρισθή αυτής
|
||
αυθημερόν ή να υπάγη να πέση εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον
|
||
λαιμόν.
|
||
|
||
Δύο ημέρας μετά την οδυνηράν εκείνην αγρυπνίαν επιστρέψας εκ του
|
||
γραφείου μου κατά τι ενωρίτερα του συνήθους είδα την Χριστίναν
|
||
αλλάσσουσαν όψιν και σπεύδουσαν να κρύψη χαρτίον τι, το οποίον
|
||
εκράτει, όπισθεν του καθρέπτου. Ο νους μου υπήγεν αμέσως εις τον
|
||
Βιτούρην, και την υποψίαν μου ότι η επιστολή ήτο ιδική του
|
||
μετέβαλεν εις βεβαιότητα η αυξάνουσα της γυναικός μου σύγχισις και
|
||
στενοχώρια. Ουδ' ήτο πλέον δυνατή εις την περίπτωσιν ταύτην η
|
||
εφαρμογή του συστήματός μου ν' ανέχωμαι τα πάντα εν σιωπή εκ φόβου
|
||
χειροτέρων, αφού πιθανώτατον ήτο ότι περιείχετο εις τον φάκελλον
|
||
εκείνον η απόδειξις, ότι δεν έμεναν άλλα χειρότερα να φοβηθώ.
|
||
|
||
Την επικειμένην έκρηξιν επρόλαβεν απότομον άνοιγμα της θύρας,
|
||
διάχυσις ευωδίας μόσχου και ορμητική εισπήδησις εις την αίθουσαν
|
||
της ζωηράς ημών δημαρχίνας, ερχομένης να δείξη εις την γυναίκα μου
|
||
το νέον αυτής επανωφόριον με σειρήτια από πτερά λοφοφόρου. Η
|
||
Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ,
|
||
υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερα
|
||
των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν
|
||
τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον
|
||
ήνοιξα. Αντί όμως επιστολής του ρωμαντικού Καρόλου εύρον εντός
|
||
αυτού τρεις λογαριασμούς των κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου και
|
||
Γεραλοπούλου διά μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας και άλλα
|
||
είδη, των οποίων ανήρχετο το άθροισμα εις δραχμάς δύο χιλιάδας
|
||
επτακοσίας. Το ποσόν ήτο βεβαίως μεγάλον, αλλά πολύ μεγαλειτέρα
|
||
αυτού η ανακούφισις την οποίαν ησθάνθην εκ της αποδείξεως, ότι
|
||
άδικον είχα να νομίζωμαι συνάδελφος του Χαλδούπη. Η χαρά μου ήτο
|
||
ως καταδίκου, του οποίου θα μετεβάλλετο ανελπίστως εις απλούν
|
||
πρόστιμον η θανατική ποινή. Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου,
|
||
όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως
|
||
δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν'
|
||
απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης παρατηρήσεως ή
|
||
παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν «Μη σε
|
||
μέλη». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη. Δύσκολον τω όντι ήτο να
|
||
μαντεύση πώς συνέβη να θεωρήσω άξιον φιλοφρονήσεων και φιλημάτων
|
||
το κατόρθωμα της, να σπαταλήση το εισόδημά μας μιας εξαμηνίας εις
|
||
διάστημα ολίγων ημερών.
|
||
|
||
Μετ' ολίγον υπήγε να ετοιμασθή διά τον εσπερινόν περίπατον. Αλλ' ο
|
||
ουρανός εθόλωσεν απροσδοκήτως· έλαμψαν αστραπαί και ήρχισε να
|
||
βρέχη ποταμηδόν. Εκαθήμην εις το παράθυρον της μικράς αιθούσης
|
||
μας, παρατηρών τον κατακυλιόμενον από τα ύψη της Άνω Σύρου
|
||
κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εις το βορβορώδες ρεύμά του
|
||
φλοιούς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλών, απόμαχα υποδήματα και
|
||
πτώματα ορνίθων και ποντικών, όταν αίφνης αντικατέστησε το
|
||
πανόραμα εκείνο βαθύ σκότος απλωθέν και επί των δύο μου οφθαλμών.
|
||
Αιτία της εκλείψεως ήσαν αι χείρες της Χριστίνας, ήτις
|
||
απελπισθείσα να εξέλθη είχεν επιστρέψη αθορύβως και βλέπουσα με
|
||
αφηρημένον διεσκέδασε να με τυφλώση. Τούτο μου ενθύμησε περασμένας
|
||
καλάς ημέρας. Χάρις εις την θεόσταλτον εκείνην καταιγίδα
|
||
ευρισκόμεθα τέλος πάντων ήσυχοι και μόνοι πρώτην φοράν μετά την
|
||
επιστροφήν μας. Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η
|
||
έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσον
|
||
εύγλωττος, ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα
|
||
εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας του κλείθρου, υπήγε
|
||
να καθίση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ'
|
||
εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος
|
||
ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία. Η βροχή είχε
|
||
μεταβληθή εις κατακλυσμόν, ο άνεμος ανήρπάξε κεραμίδια και
|
||
αντήχουν αλλεπάλληλοι αι βρονταί. Ήθελα δεν ήθελα μου επέκλωθεν η
|
||
μοίρα μου να είμαι ρωμαντικός. Τους φλογερούς πόθους και τους
|
||
νυκτερινούς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα της θύρας και
|
||
εκτάσεις επί διβανίων υπό τους συριγμούς της ανεμοζάλης. Ματαία
|
||
λοιπόν εφαίνετο η αντίστασίς μου κατά του πεπρωμένου και πολύ
|
||
προτιμότερον να στέρξω τα πράγματα όπως ήσαν. Πρέπει δε και να
|
||
ομολογήσω ότι είχεν ολιγοστεύση κατά πολύ εις διάστημα μιας μόνης
|
||
ώρας η αντιπάθειά μου κατά του ρωμαντισμού. Συγκρίνων τω όντι τας
|
||
ησύχους καθημερινάς απολαύσεις της Κέας προς το ηδυπαθές ρίγος, το
|
||
οποίον με κατέλαβεν όταν μετά δεκαήμερον εξορίαν μού ένευσε προ
|
||
ολίγου η Χριστίνα να υπάγω κοντά της, κατήντησα εις το συμπέρασμα
|
||
ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναται τις να αισθανθή
|
||
πλησίον γυναικός, είνε ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της
|
||
ζηλείας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν
|
||
αυτού. Μόνος ο διελθών διά τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το
|
||
χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπερτάτης ηδυπαθείας.
|
||
Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος,
|
||
ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά
|
||
μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και ουχί καθ' ημέραν καλή.
|
||
|
||
Οι χοροί εξηκολούθησαν, ουχί όμως και η ταράττουσα τον ύπνον μου
|
||
ιδιαιτέρα προς τον Βιτούρην εύνοια της Χριστίνας, η οποία εφαίνετο
|
||
ήδη προτιμώσα των στεναγμών και των ξανθών πλοκάμων του
|
||
αισθηματικού νεανίσκου τους μαύρους μύστακας και τους πλατείς
|
||
ώμους του αρειμανίου ημών φρουράρχου. Μετ' ολίγας όμως ημέρας
|
||
εύρεν αυτόν χονδράνθρωπον, συγκρίνουσα τους ελληνοπρεπείς τρόπους
|
||
του προς την έξοχον ευγένειαν, την χάριν και την ευφυΐαν του
|
||
νεωστί διορισθέντος προξένου της Γαλλίας. Ουδέ τούτου όμως υπήρξε
|
||
μακρά η βασιλεία. Την κομψότητα του παρισινού φράκου του επεσκίασε
|
||
μετ' ολίγον η λάμψις της στολής και των παρασήμων του αρχηγού της
|
||
αγγλικής μοίρας. Έπειτα ήλθεν η σειρά του Ιταλού αυτοσχεδιαστού
|
||
Ρεγάλδη, περιηγουμένου την Ανατολήν προς συλλογήν δαφνών και
|
||
ταλλήρων, και μη απαξιώσαντος τα Συριανά. Τον γέροντα τούτον
|
||
κύκνον της Νοβάρρας διεσκέδασε να κρατήση επί όλον μήνα εις την
|
||
Σύρον, και εις τοιούτον βαβμόν ν' απομωράνη, ώστε μη αρκούμενος
|
||
εις όσα έγραφεν εις το λεύκωμά της ακροστίχια, απήγγειλε και από
|
||
της σκηνής ύμνον εις την Σ ε ι ρ ή ν α τ ο υ Α ι γ α ί ο υ,
|
||
υπερσκανδαλίσαντα τους Συριανούς και προ πάντων τους μη εννοούντας
|
||
ιταλικά. Αλλ' εγώ ήμην ήδη πολύ ησυχώτερος βλέπων τους
|
||
ευνοουμένους να διαδέχωνται αλλήλους ως φαντάσματα μυθικής
|
||
λυχνίας. Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η
|
||
επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν
|
||
της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά
|
||
της μεγάλης συμφοράς, ως ειδός τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο
|
||
Χαλδούπης, α λ ε ξ ι κ ε ρ ά τ ο υ. Το μόνον το οποίον εξηκολούθει
|
||
να με στενοχωρή ήτο, ότι ολίγος της επερίσσευε και δι' εμέ καιρός.
|
||
Είχον απελπισθή να την ιδώ ήσυχον προ της μυριοποθήτου σαρακοστής,
|
||
όταν διέκοψεν αιφνιδίως τας διασκεδάσεις ο θάνατος του γέροντος
|
||
Μισέ Λιονή Λεγάμενου, συγγενεύοντος με όλον τον χορευτικόν κόσμον
|
||
της νήσου. Ουδ' αυτοί, πιστεύω, οι κληρονομούντες περί το
|
||
εκατομμύριον ανηψιοί του ηκολούθησαν την κηδείαν με περισσοτέραν
|
||
της ιδικής μου προς τον ευδοκήσαντα να αποθάνη ευγνωμοσύνην.
|
||
|
||
Ως τα κακά, ούτω και τα ευτυχήματα σπανίως έρχονται μόνα. Ολίγας
|
||
ημέρας μετά την απαλλαγήν μου από τον εφιάλτην των χορών,
|
||
παραβάλλων προς την Ε φ η μ ε ρ ί δ α τ ω ν Κ λ η ρ ώ σ ε ω ν τας
|
||
πέντε λαχειοφόρους του Αμβούργου, τας οποίας είχα κληρονομήση από
|
||
τον μακαρίτην θειόν μου, εθαμβώθην υπό του αριθμού 14,517. Ήτο ο
|
||
τρίτος κληρωθείς και εκέρδιζε πεντήκοντα πέντε χιλιάδας φιορίνια,
|
||
υπέρ τας τριακοσίας χιλιάδας συριανάς δραχμάς! Έτρεξα ασθμαίνων ν'
|
||
αναγγείλω την καλήν είδησιν εις την Χριστίναν, η οποία έλειπεν
|
||
ευτυχώς εις επισκέψεις. Λέγω ευτυχώς, διότι η απουσία της μ' έδωκε
|
||
καιρόν να σκεφθώ, ότι πολύ περισσοτέραν θα ησθάνετο προς εμέ
|
||
ευγνωμοσύνην και κάλλιον θα με αντήμειβεν αν, αντί να με ηξεύρη
|
||
πλούσιον, με υπέθετεν υπέρ τας δυνάμεις μου πρόθυμον να την
|
||
ευχαριστήσω. Χωρίς λοιπόν να είπω τίποτε εις κανένα ανεχώρησα μετά
|
||
τρεις ημέρας εις Βιέννην υπό το πρόσχημα να συμβουλευθώ ειδικόν
|
||
ιατρόν διά τας ανυπάρκτους ενοχλήσεις του στομάχου, τας οποίας
|
||
επροφασιζόμην προ δύο μηνών προς απόκρυψιν των ψυχικών μου
|
||
βασάνων. Εκ Βιέννης εξεπήδησα εις Αμβούργον και, αφού εισέπραξα
|
||
και ετοποθέτησα το κέρδος μου εις ανώνυμα χρεώγραφα, επανήλθα μετά
|
||
τρεις εβδομάδας, κομίζων εις την Χριστίναν διπλάσια των όσα με
|
||
είχε παραγγείλη στολίδια. Παρατηρών την έκπληξιν και την χαράν της
|
||
κατά το άνοιγμα του κιβωτίου, ανελογιζόμην συγχαίρων εμαυτόν διά
|
||
την υπόκρισίν μου πόσον ευτελεστέρα θα της εφαίνετο η προσφορά
|
||
μου, αν εγνώριζε την απροσδόκητον μεγαλοδωρίαν της τύχης.
|
||
Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είνε
|
||
ν' αποκρύπτη τις επιμελώς εις αυτήν δύο τινά, τα εννέα δέκατα της
|
||
αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του.
|
||
|
||
Ουδεμίαν αισθανόμενος όρεξιν να θαμβώσω τους Συριανούς επροτίμησα
|
||
πάσης επιδείξεως αθόρυβον και σχεδόν λαθραίαν αύξησιν ευζωίας.
|
||
Παρήτησα την θέσιν μου προτείνων ότι θα εκέρδιζα περισσότερα
|
||
εργαζόμενος διά λογαριασμόν μου, και υπό την πρόφασιν ότι έσταξαν,
|
||
όταν έβρεχε, δύο ταβάνια, ανεκαίνισα ολόκληρον την οικίαν μου. Τας
|
||
τοιχογραφίας ανέθεσα εις Ιταλόν πρόσφυγα, ονόματι Ορσάτην, πρώην
|
||
σκηνογράφον του θεάτρου της Σκάλας. Ούτος επέτυχε προ πάντων εις
|
||
την διακόσμησιν του κοιτώνος της Χριστίνας, τον οποίον μετέβαλεν
|
||
εις τέλειον ανατολικόν οδάν κατά μίμησιν της Ζαΐρας εις το
|
||
ομώνυμον μελόδραμα του Βελλίνη. Την ομοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα
|
||
παραπετάσματα της Προύσσας, διβάνιον εστρωμένον με χρυσοκέντητον
|
||
ύφασμα, προερχόμενον εκ παλαιάς αρχιερατικής στολής, περσικόν
|
||
μαγκάλι, σκαμνία μ' επικολλήματα μαργαριτομάνας, και επάργυρος
|
||
βυζαντινή κολυμβήθρα, μεταβληθείσα εις μεγαλοπρεπές ανθοδοχείον.
|
||
Πάντα ταύτα είχε προμηθευθή ευθηνά ο διακοσμητής κατά τινα
|
||
εκδρομήν του εις την Νάξον, όπου εσώζοντο ακόμη ικανά λείψανα
|
||
φραγκοτουρκικής πολυτελείας, και κατώρθωσε να συναρμόση προς
|
||
άλληλα με τοσαύτην φιλοκαλίαν και ακριβή γνώσιν των κανόνων της
|
||
αντιθέσεως των χρωμάτων και της διανομής του φωτός, ώστε
|
||
κατέθελγον αντί να θαμβώνωσι τον οφθαλμόν. Ο αυτός πολύτιμος
|
||
άνθρωπος μ' εβοήθησε να υφαρπάσω διά πλειοδοσίας ή, ως λέγουν οι
|
||
Συριανοί, να ζ ε υ γ α τ ί σ ω, την Μιλανέζα, μαγείρισσαν του
|
||
Επισκόπου της Άνω Σύρου, της οποίας ήσαν ονομαστά καθ' όλας τας
|
||
Κυκλάδας τα ραβιόλια, η γαριδόσουπα και το νηστήσιμον καπόνι. Η
|
||
λύπη και η αγανάκτησις του αρχιφλάρου υπήρξε τοσαύτη, ώστε
|
||
εθεώρησε πρέπον να με καταγγείλη εις τον πρέσβυν του ε π ί π ρ ο σ
|
||
η λ υ τ ι σ μ ώ.
|
||
|
||
Ο καλλωπισμός της φωλεάς της περιώρισε κατά τι το αδειάλειπτον
|
||
εκτός αυτής πτερύγισμα της Χριστίνας. Την οικουρικήν ταύτην
|
||
διάθεσιν επροσπάθουν να ενθαρρύνω, προσφέρων εις αυτήν παν ό,τι
|
||
ενόμιζα ότι δύναται να την διασκεδάση, γάστρας καμελιών, συλλογήν
|
||
γραμματοσήμων, πιάνο χωρίς ουράν, στερεοσκόπιον, διδάσκαλον
|
||
φωνητικής μουσικής και γάτον της Αγκύρας. Ταύτα εδέχετο με πολλήν
|
||
ευγνωμοσύνην και εφαίνετο επί τινα καιρόν ενθουσιασμένη. Ημέραν
|
||
όμως τινά, αφού ηρώτησε την τιμήν των αργυρών σκευών διά το τζάϊ,
|
||
τα οποία της είχα προσφέρη διά την εορτήν της, ανέκραξε μετά τινος
|
||
μελαγχολίας.
|
||
|
||
— Κρίμα τα τόσα χρήματα. Με αυτάς τας εξακοσίας δραχμάς θα έκαμνα
|
||
ένα φόρεμα από βελούδον.
|
||
|
||
— Κάμε, απεκρίθην, και το φόρεμα.
|
||
|
||
Επήδησεν από την χαράν της, με ησπάσθη και εις τας δυο παρειάς και
|
||
έτρεξε να το παραγγείλη. Η μανία της διά τα στολίδια εφαίνετο
|
||
ανεπίδεκτος θεραπείας, αλλ' ευτυχώς δεν μ' έλειπαν τα μέσα να την
|
||
ευχαριστήσω. Δίκαιον όμως ενόμισα να μεταχειρισθώ αυτήν προς
|
||
αύξησιν και των ιδικών μου απολαύσεων. Προς τούτο την ενέγραψα
|
||
συνδρομήτριαν εις την «Chronique Elegante» και την «Vie
|
||
Parisienne», εκ των οποίων δεν εβράδυνε να διδαχθή, ότι η αληθής
|
||
πολυτέλεια της καθημερινής ενδυμασίας δεν συνίσταται εις το να
|
||
σκεπάζη, ως αι Συριαναί αρχόντισσαι, με ατλάζι και μουαρέν
|
||
βαμβακεράς καμιζόλας και τσίτινα μεσοφόρια, αλλά πολύ μάλλον εις
|
||
το να κρύπτη υπό απλούστερον ύφασμα εκατοντάδραχμα υποκάμισα,
|
||
μεταξίνους περικνημίδας, κεντήματα και δαντέλλας. Ούτω στολισμένη,
|
||
εντός του χρυσοποικίλτου αυτής κοιτώνος, του οποίου παν κόσμημα
|
||
και πάσα υφάσματος πτυχή είχε διατεθή υπό εμπείρου τεχνίτου
|
||
συμφώνως προς τον προορισμόν της, ενώ εκάπνιζεν η αλόη εντός
|
||
χρυσού θυμιατηρίου, και έχυνε το σαπφείρινο, αυτής φως η κυανή
|
||
κανδήλα, ωμοίαζεν η Χριστίνα είδωλον εντός ναού. Ουδέ περιωρίσθην
|
||
επί πολύ εις μόνον τον γαλάξιον φωτισμόν, αλλ' ως ο Δαρβίνος επί
|
||
της βλαστήσεως των φυτών, όντως ηθέλησα και εγώ να δοκιμάσω την
|
||
επίδρασιν επί της φαντασίας και των αισθήσεων παντός χρωματισμού
|
||
του φωτός. Γλυκύ ήτο το ρόδινον και ποιητικώτατον το
|
||
θαλασσοπράσινον, αλλ' ασυγκρίτως διεγερτικώτερον αυτών το λάμπον
|
||
διά του ξανθοχρύσου υαλίου αρχαίας εκκλησιαστικής κανδήλας.
|
||
|
||
Κατάλληλος προ της εισόδου εις το τέμενος τούτο μυσταγωγία ήσαν
|
||
βεβαίως τα αρχιερατικά δείπνα, τα οποία μας παρέθετεν η Μιλανέζα.
|
||
Προς εκτίμησιν της ευλαβούς αυτής προσηλώσεως εις τους κανόνας και
|
||
τας παραδόσεις της ορθοδόξου μαγειρικής αρκεί να είπω, ότι τον
|
||
απαιτούμενον προς βράσιμον των αυγών καιρόν ώριζεν ακριβέστατα διά
|
||
της απαγγελίας δύο Ave Maria, και πρώτη εδίδαξε τον ευνοούμενον
|
||
αυτής ψαράν να σκοτώνη άμα εξήγοντο του διχτύου με βελόνην τα
|
||
μπαρμπούνια, πριν ή πικράνωσι την σάρκα των οι σπασμοί μακράς
|
||
αγωνίας. Τας συναγρίδας έβραζε με παντός είδους αρωματικά βότανα
|
||
εντός ζωμού αώρων πορτοκαλιών, και τους γάλλους, ή, ως τους λέγουν
|
||
οι Συριανοί, κ ο ύ ρ κ ο υ ς, έτρεφε με μοσχοκάρυδα τρεις ημέρας
|
||
πριν τους σφάξη. Το αριστούργημα όμως αυτής ήτο το εφευρεθέν υπό
|
||
του Πάπα Κλήμεντος Γαγκανέλλη capon magro ή νηστίσιμον καπόνι,
|
||
οψάριον δηλ. καρικευμένον με χάβαρα, μύδια, γαρίδας και παντοία
|
||
άλλα θαλασσινά. Αν και Συριανός, ούτε λαίμαργος είμαι, ούτε φαγάς,
|
||
τα δε καλά γεύματα εξετίμων προ πάντων διά την έπειτα επερχομένην
|
||
ιλαράν εκείνην της ψυχής διάθεσιν, ήτις μάς κάμνει να λησμονώμεν
|
||
τα βάσανα μας και να βλέπωμεν ως διά μεγεθυντικού φακού πάσας του
|
||
βίου τας απολαύσεις. Τοιαύτην τινά ευδιαθεσίαν φαίνονται
|
||
επιδιώκοντες οι ροφηταί οπίου και χασίς. Ταύτα έχουσι το
|
||
πλεονέκτημα να είνε πρόχειρα και ευθηνά, πολύ όμως απέχει η εξ
|
||
αυτών νοσηρά διέγερσις από την μακαριότητα εκείνην την οποίαν γενά
|
||
η περί πολυτελή τράπεζαν σύγχρονος ικανοποίησις όλων ημών των
|
||
αισθήσεων, το θάλπος της εστίας, η επί των αργυρών και
|
||
κρυσταλλίνων σκευών αντανάκλασις του φωτός, αι αναθυμιάσεις της
|
||
ανθοδόχης, το θαλάσσιον άρωμα των οστρειδίων, δύο η τρία ποτήρια
|
||
γέροντος οίνου και η παρουσία νέας γυναικός της οποίας ανάπτει
|
||
βαθμηδόν η όψις και σπινθηρίζει το βλέμμα.
|
||
|
||
Ο χειμών επανέφερε τους χορούς με όλας αυτών τας ενοχλήσεις και
|
||
ανησυχίας. Ταύτας όμως εμετρίαζε πολύ η καθ' ήμέραν αυξάνουσα
|
||
πεποίθησίς μου, ουχί εις την αγάπην ή την αρετήν, αλλ' εις την
|
||
φιλαρέσκειαν και τον εγωισμόν της γυναικός μου, τον ικανόν να την
|
||
αποτρέψη από πάσαν επικίνδυνον τρέλλαν. Η Χριστίνα δεν ανήκε
|
||
βεβαίως εις το γένος των τρυγόνων και των περιστερών αλλά πολύ
|
||
μάλλον των παγονιών. Οι πόθοι της εφαίνοντο περιοριζόμενοι εις το
|
||
να θαμβώνη τας Συριανάς διά της πολυτελείας των εσθήτων της, και
|
||
να ράπτη εις την άκραν αυτών πολυπληθές επιτελείον θαυμαστών. Εκ
|
||
τούτων οι μεν επίσημοι ξένοι ήσαν ευτυχώς διαβατικά και κάπως
|
||
μαδημένα υπό της ηλικίας πτηνά, της δε αυτόχθονος νεολαίας αι
|
||
αισθηματικαί φράσεις είχαν μεγάλην ομοιότητα με τα ερωτικά
|
||
δίστιχα, εις τα οποία τυλίγουν οι ζαχαροπλάσται τας καραμέλας.
|
||
Έπειτα, όση και αν ήτο η μετριοφροσύνη μου, δεν ηδυνάμην να μη εχω
|
||
πεποίθησίν τινα εις τα ιδικά μου έκτακτα συζυγικά προσόντα, την
|
||
συγκατάβασιν, την υποκρισίαν, την υπομονήν μου, την αποχήν από
|
||
πάσαν απαίτησιν και την πρόθυμον πληρωμήν παντός λογαριασμού.
|
||
Αληθές είνε, ότι υπέφερα πολύ όταν την έβλεπα να τρίβη τους
|
||
γυμνούς ώμους της εις τας χρυσάς επωμίδας ναυτικού, ή ν'
|
||
αποσύρεται εις μίαν γωνίαν και επί πολλήν ώραν να κρυφομιλή
|
||
όπισθεν του ριπιδίου της, και ακόμη περισσότερον όταν ευθύς μετά
|
||
την επιστροφήν μας μού έλεγε «Καλήν νύκτα». Αλλ' η πείρα με είχε
|
||
διδάξη να εξετάζω τα πράγματα και υπό τας δύο επόψεις. Η δε άλλη
|
||
έποψις ήτο ότι αν εφέρετο καλλίτερα μαζύ μου, θα την ηγάπων
|
||
βεβαίως πολύ ολιγώτερον, αφού διά μόνης της δυσπιστίας, της
|
||
ζηλείας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθή ακμαίος. Η
|
||
πρώην πεζή γνώμη μου, η περιορίζουσα την ευτυχίαν εις την
|
||
απαλλαγήν από τοιούτων βασάνων, είχε μεταβληθή εξ ολοκλήρου άμα
|
||
έφθασα να εννοήσω πόσον συντελούσι ταύτα προς κορύφωσιν της
|
||
ηδυπαθείας. Άδικον λοιπόν και κάπως αχάριστον θα ήτο να παραπονεθώ
|
||
κατά της γυναικός μου, διότι έπραττεν ακριβώς όσα έπρεπε να πράττη
|
||
διά να καταστήση γλυκύτερα τα φιλήματα της. Αν είχα καθ' ημέραν
|
||
σύζυγον δεν θα είχα εκ διαλειμμάτων εκτάκτου ποιότητος ερωμένην.
|
||
|
||
Ταύτα εσκεπτόμην χλιαράν τινα εσπέραν της Τεσσαρακοστής, καπνίζων
|
||
μετά το γεύμα επί του εξώστου, και δίδων άδικον εις τους
|
||
μεμψίμοιρους εκείνους, τους κηρύττοντας τον κόσμον κακοκαμωμένον
|
||
διά τον λόγον ότι τα ρόδα έχουσιν ακάνθας. Αντί να δυσανασχετώ διά
|
||
ταύτας, ενόμιζα ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη δοξάζω τον Θεόν,
|
||
αναλογιζόμενος ότι δεν ήμην ακόμη τριάντα ετών, ότι είχα τριάντα
|
||
χιλιάδας δραχμάς εισόδημα, τριάντα εις το στόμα μου στερεούς
|
||
οδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναίκα ικανήν να ενσαρκώσει τα
|
||
όνειρα Συβαρίτου, και μαγείρισσαν την οποίαν θα μ' εζήλευεν ο
|
||
Ταλλεϋράνδος. Τον βίον μου έβλεπα να εκτείνεται έμπροσθέν μου ως
|
||
μακράν παράταξην από καλά δείπνα, διαφανή σύννεφα δαντέλλας,
|
||
λαμποκοπήματα μαύρων οφθαλμών και παντός χρώματος κανδήλας.
|
||
|
||
(«Άστυ» της 4 και 5 Δεκεμβρίου 1894).
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
|
||
|
||
|
||
Ως να ήτο χθεσινή ενθυμούμαι την ήδη τεσσαρακονταετή του σκύλου
|
||
εκείνου ιστορίαν. Ήμην τότε μαθητής της πρώτης τάξεως του
|
||
ελληνικού σχολείου εις το ελληναμερικανικόν Λύκειον του μακαρίτου
|
||
Χρήστου Ευαγγελίδου. Ερχόμενος εξ Ιταλίας δεν ευρέθην όσον
|
||
εφοβούμην εις την Σύραν ξενιτευμένος. Πολλοί τω όντι απέμενον
|
||
ακόμη εις την υμνηθείσαν υπό του Ορφανίδου ξηρόνησον Ιταλοί
|
||
πατριώται εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της
|
||
επαναστάσεως του 1848. Οι Ιταλοί ήσαν οι πλείστοι ακονηταί
|
||
ξυραφίων, καθαρισταί κηλίδων, συγκολληταί σπασμένων πινακίων,
|
||
ανακαινισταί παλαιών υποδημάτων, διακοσμηταί των νεκρικών
|
||
φερέτρων, ευνουχισταί πετεινών, υπαίθριοι τηγανισταί σμαρίδων και
|
||
πάντες ανεξαιρέτως ζωγράφοι, λιθοξόοι, χοροδιδάσκαλοι και
|
||
μουσικοί. Αι αξιώσεις των καλλιτεχνών τούτων περιωρίζοντο εις το
|
||
να μη αποθάνωσι της πείνης, ο δε βίος δεν ήτο τότε όπως σήμερον
|
||
ακριβός. Αντί εικοσιπέντε τον μήνα δραχμών ηδύνατό τις να εύρη
|
||
ολόκληρον μονόροφον οικίσκον εις τα βαπόρια και ακόμη ευθηνότερον,
|
||
αν είχεν αμβλείαν την όσφρησιν, παρά τα βυρσοδεψεία, και με έν
|
||
μόνον σφάντζικον να χορτάστη κεφτέδες, στουφάδον και καπαμά εις τα
|
||
αυτοκαλούμενα Ε υ ρ ω π α ϊ κ ά ξ ε ν ο δ ο χ ε ί α.
|
||
|
||
Ανάλογος της τοιαύτης του βίου ευθηνίας και της πληθώρας
|
||
διδασκάλων ήτο των μουσικών μαθημάτων η τιμή, οι δε φιλόμουσοι
|
||
πάσης κοινωνικής τάξεως Ερμουπολίται ωφελούντο της ευκαιρίας, όπως
|
||
διδαχθώσιν έκαστος αντί μικράς θυσίας το όργανον της εκλογής του.
|
||
Ουδέποτε ουδαμού αντήχησαν όσα τότε εις την Σύραν βιολία, φλάουτα,
|
||
τρόμπαι, πίφερα, μανδολίνα, κόρνα και κλαρινέτα. Ο περιερχόμενος
|
||
τας στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις
|
||
κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου. Ουδ' ηδύνατο να
|
||
καθήση εις την έδραν κουρείου ή την τράπεζαν καφενείου χωρίς να
|
||
ευρεθή αντιμέτωπος πατριώτου του Μιχαήλ Αγγέλου και του Κορεγίου
|
||
ζητούντος την άδειαν να εικονίση αντί τριδράχμου την ε υ γ ε ν ή κ
|
||
α ι ε κ φ ρ α σ τ ι κ ή ν κ ε φ α λ ή ν τ ο υ ή να ψοφήση ο
|
||
σκύλος, ο γάτος ή ο ψιττακός του χωρίς να δεχθή αυθημερόν την
|
||
επίσκεψιν του προτείνοντος να βαλσaμ;vση το λείψανον τ ο υ α ξ ι ε
|
||
ρ ά σ τ ο υ ζ ώ ο υ. Αν δε εκινδύνευε να μεταβή εις τας αιωνίους
|
||
μονάς διακεκριμένον της Συριανής κοινωνίας μέλος, τότε όχι να
|
||
κρυώση, αλλ' ουδέ καν να ξεψυχήση επερίμεναν οι προσφερόμενοι να
|
||
διαιωνίσωσι διά γυψίνου εκμάγματος την όψιν τοy επιφανούς
|
||
μεταστάντος ή να υμνήσωσι τα αλησμόνητα έργα του εις τα έγκριτα
|
||
της Ιταλίας φύλλα. Αδύνατον είνε να ανακαλέσω εις την μνήμην μου
|
||
τας τοιαύτας παρά την θύραν παντός ετοιμοθανάτου συνελεύσεις
|
||
πειναλέων Ιταλών, χωρίς να ενθυμηθώ συγχρόνους το δημοτικόν
|
||
δίστιχον·
|
||
|
||
Ωσάν κοράκοι κάθουνται τριγύρω του κρεββάτου
|
||
Και καρτερούν κι' εγδέχονται το πότε θα ψοφήση.
|
||
|
||
Το δε κακόν ήτο ότι δεν περιωρίζοντο μόνους τους νεκρούς ν'
|
||
ανυμνώσιν, αλλά και των ζώντων διέστρεφον τον νουν διά των
|
||
ογκωδεστάτων εγκωμίων. Οι Λατίνοι ποιηταί εσατύρισαν ασπλάγχνως
|
||
την χαμερπή κολακείαν των επί Αυγούστου πανταχόθεν συρρευσάντων
|
||
εις την Ιταλίαν Γραικύλων. Τούτους όμως υπερέβησαν κατά πολύ οι
|
||
εις την Σύραν καταφυγόντες απόγονοι των σατυριστών. Δύσκολον ήτο
|
||
να ευρεθή, καθ' όλην την νήσον αξιότιμός τις μεγαλέμπορος,
|
||
καταστηματάρχης, λουκουμοποιός, τοκιστής, βυρσοδέψης, σαράφης, ή
|
||
καραβοκύρης, του οποίου δεν υμνήθη πεζώς και εμμέτρως «l'acuto
|
||
ingegno» και «il raro talento». Η δε προς τας ευγενείς αυτών
|
||
κυρίας ιταλική λατρεία υπερέβαινε τα όρια του κωμικού και του
|
||
πιστευτού. Μεταξύ των οικοδεσποινών τούτων υπήρχον βεβαίως καί
|
||
τινες πράγματι ευπρόσωποι. Και αύται όμως έπρεπε ν' αρκεσθώσι δι'
|
||
έλλειψιν άλλων υπερβολικωτέρων εις τας αυτάς ομοιώσεις προς «ά ν θ
|
||
ο ς λ ε ι μ ώ ν ο ς, ά γ γ ε λ ο ν, Ή ρ α ν, Ή β η ν – ή Π α ν α
|
||
γ ί α ν», διά των οποίων υμνείτο και των ασχήμων η ευμορφία. Η
|
||
τοιαύτη Ιταλών κολάκων επιδρομή συνετέλεσε, νομίζομεν, κατά πολύ
|
||
εις την ανάπτυξιν του κυριωτάτου των τότε Συριανών ελαττώματος,
|
||
της επάρσεως, του φουσκώματος, της επιδεικτικής απαγγελίας κοινών
|
||
τόπων και των άλλων των νεοπλούτων γελοίων. Αλλά διά να μη φανώμεν
|
||
άδικοι ή κακόγλωσσοι, σπεύδομεν να προσθέσωμεν, ότι μόνον κάπως
|
||
γελοίοι ήσαν οι τότε προύχοντες της Σύρου, κατά δε τα λοιπά αγαθοί
|
||
και τίμιοι άνθρωποι. Αδιστάκτως δε πιστεύομεν ότι, αν έπραττον
|
||
τότε όσα έπειτα έπραξαν οι σύμβουλοι, σύνδικοι, διαχειρισταί και
|
||
δήθεν πιστωταί της μακαρίτιδος ατμοπλοϊκής εταιρείας, εξ άπαντος
|
||
θα ελιθοβολούντο. Αλλ' ας επανέλθωμεν ή μάλλον ας έλθωμεν εις του
|
||
σκύλου την ιστορίαν.
|
||
|
||
Εξ όλων των Ιταλών αποίκων διασκεδαστικότατος ήτο βεβαίως ο πρώην
|
||
γαριβαλδηνός λοχίας Γιαμβατίστας, ο προτιμήσας παντός άλλου το
|
||
επάγγελμα σαλτιβάγκου ή θαυματοποιού, το οποίον μετήρχετο επί της
|
||
πλατείας, ακριβώς αντικρύ του Λυκείου προς μεγάλην των υποτρόφων
|
||
χαράν. Τον θίασον απετέλουν ο ρηθείς Γιαμβατίστας, ο δωδεκαετής
|
||
υιός του Κάρλος, και μεγαλόσωμος σγουρόσκυλος (barbet) φέρων το
|
||
όνομα Πλούτων. Τα θαύματα του θιασάρχου, αι λαθροχειρίαι πεσσών,
|
||
αι σφαιροβολίαι, αι πυραμίδες και αι καταπόσεις φλεγόντων ανθράκων
|
||
ήσαν εκ των συνηθεστάτων, και έτι κοινότερα του υιού αυτού τα θ α
|
||
ν ά σ ι μ α π η δ ή μ α τ α (salti mortali), ο χορός μεταξύ αυγών
|
||
και αι εξαρθρώσεις. Πολύ μάλλον τούτων είλκυε την περιέργειαν και
|
||
τα πεντάλεπτα των Συριανών ο σκύλος, ζητωκραυγάζων ή μάλλον
|
||
κητωγαυγίζων υπέρ του Γαριβάλδη, ήτοι προ πασσάλου ενδυθέντος
|
||
κόκκινον χιτώνα, ή ορμών, να σπαράξη τον Ιησουίτην ή τον Ραδέσκην,
|
||
τον αυτόν δηλ. πάσσαλον φέροντα μαύρον ράσον ή ασπρόχρυσον στολήν
|
||
και πίλον πτερωτόν αυστριακού στρατάρχου. Ακόμη νοστιμότερος ήτον
|
||
όταν όρθιος επί της τραπέζης και έχων επί κεφαλής αρχιερατικόν
|
||
διάδημα εκ χρυσοχάρτου εμιμείτο τον Πάπαν Πίον Νόννον, ευλογών διά
|
||
των εμπροσθίων ποδών του τα πλήθη των πιστών, και εξ ίσου
|
||
διέπρεπεν εις την λεγομένην Κ ρ ί σ ι ν τ ο υ Π ά ρ ι δ ο ς,
|
||
απονέμων αλανθάστως το μήλον ή μάλλον πορτοκάλιον εις την
|
||
ωραιοτέραν εκ των προσαγομένων πλύστραν ή παραμάνναν.
|
||
|
||
Όπως οι λόγιοι συμπατριώται του μετέβαλλον εις τους στίχους των
|
||
τας Συριανάς κυρίας εις αγγέλους και Ήβας, ούτω και εκείνος διά
|
||
της απονομής του άθλου ανηγόρευε λαϊκάς Αφροδίτας. Αλλά προ πάντων
|
||
αλησμόνητος ήτο όταν, βαδίζων επί των οπισθίων ποδών και κρατών
|
||
μεταξύ των οδόντων μικρόν δίσκον, περιήρχετο μετά το τέλος της
|
||
παραστάσεως τας τάξεις των θεατών ταπεινώς υποκλινόμενος προ
|
||
εκάστου και έπειτα προσηλώνων επ' αυτού ανεκφράστου γλυκύτητος
|
||
επαιτικόν βλέμμα. Κάλλιστα δε γνωρίζων πόσον υπό των μαθητών
|
||
ηγαπάτο, ευθύς μετά την περιφοράν του δίσκου εις την πλατείαν,
|
||
εισώρμα εις το Λύκειον, εύθυμος και θορυβώδης, αν διεσκεδάζομεν
|
||
εις την αυλήν ή τους διαδρόμους, άφωνος, αιδήμων και συνεσταλμένος
|
||
αν ευρισκόμεθα εις των παραδόσεων τας αιθούσας, Ημέραν εν τούτοις
|
||
τινά ο διδάσκαλος της Κατηχήσεως, ο τότε απλούς ιερεύς και έπειτα
|
||
επίσκοπος Χαλκίδος αοίδιμος Δαβίδ Μολοχάδης, μη γνωρίζων τον
|
||
εισερχόμενον ήγειρε την ράβδον του να τον αποδιώξη. Αλλά πριν η
|
||
ράβδος καταπέση συνηντήθησαν του καλού ιερέως και του καλού σκύλου
|
||
οι οφθαλμοί και αποτέλεσμα της συναντήσεως εκείνης, ήσαν η
|
||
απόθεσις της ράβδου και η προσθήκη πενταλέπτου εις τον έρανον των
|
||
μαθητών. [140] Ούτοι διεσκέδαζον ενίοτε υποβάλλοντες την
|
||
ακεραιότητα του Πλούτωνος εις δεινήν αληθώς δοκιμασίαν. Αντί
|
||
χαλκίνου κέρματος εις τον δίσκον επρόσφερον εις αυτόν κατά γης
|
||
τεμάχιον άρτου, κουλούραν ή και κατημέρι. Αλλ' εις ποίον άρα ανήκε
|
||
το ούτω προσφερόμενον, εις τον θίασον ως τα πεντάλεπτα εταιρικώς,
|
||
ή τον εισπράκτορα προσωπικώς; Τούτο ήτο τουλάχιστον αμφίβολον. Το
|
||
τίμιον όμως τετράποδον, αντί να λύση αυθαιρέτως το ζήτημα υπέρ
|
||
εαυτού, καταβροχθίζον το προσφερόμενον, έθετε κατά γης τον δίσκον,
|
||
επρόσθετεν εις τα νομίσματα την εις είδος προσφοράν, ελάμβανε και
|
||
πάλιν εις το στόμα τον δίσκον, και έτρεχε να παραδώση ακέραιον το
|
||
περιεχόμενον αυτού εις τους κυρίους του. Η τοιαύτη διαγωγή ήτο
|
||
τόσον μάλλον αξιοθαύμαστος, καθ' όσον ουδεμία υπήρχε βεβαιότης,
|
||
ότι θα ημείβετο λαμβάνον όλα τα φαγώσιμα. Οι θαυματοποιοί
|
||
υπερηγάπων βεβαίως τον σκύλον των, αλλά και δεν έτρωγαν ή
|
||
τουλάχιστον δεν εχόρταιναν οι ίδιοι καθ' ημέραν.
|
||
|
||
Υπήρχον εν τούτοις καί τινες κατ' έτος ημέραι, κατά τας οποίας όχι
|
||
μόνον έτρωγαν αλλά και έπιναν οι Ιταλοί μέχρι κόρου,
|
||
πανηγυρίζοντες διά συμποσίου την επέτειον επαναστατικού τινος
|
||
κατορθώματος. Αφθόνως τότε έρρεεν ο οίνος της Σαντορίνης, ο μόνος
|
||
εκ των Ελληνικών ενθυμίζων εις τους εξορίστους της πατρίδος των το
|
||
γλυκύ δ ά κ ρ υ ο ν τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ ή το βαρύ νέκταρ της
|
||
Μαρσάλας. Εκ τοιαύτης επιστρέφων ημέραν τινά υπερεύθυμος ευωχίας
|
||
απεδύθη εις την συνήθη επί της πλατείας παράστασιν ο Γιαμβατίστας,
|
||
και κατά κακήν του τύχην δεν παρέλειψε την πυραμίδα. Αύτη
|
||
αποτελείται, ως πάντες γνωρίζουσιν, εκ στιβάδος παντοίων
|
||
αλλεπαλλήλων σκευών, τραπεζίων, καθισμάτων, βαρελιών, σταμνίων και
|
||
φιαλών και την επί της κορυφής πάντων τούτων ανύψωσιν ως αγάλματος
|
||
του θαυματοποιού. Των πυραμίδων τούτων η στερεότης δεν είνε
|
||
ακριβώς όση και η των αιγυπτιακών, και πολλή απαιτείται παρά του
|
||
αναβατού ασφάλεια πατήματος και προσοχή προς διατήρησιν της
|
||
ασταθούς αυτού ισορροπίας. Ταύτην καθίστανον την ημέραν εκείνην οι
|
||
ατμοί του θηραϊκού οίνου έτι ασταθεστέραν. Και κατώρθωσε μεν ο
|
||
Γιαμβατίστας ν' ακινητήση επί τινας στιγμάς επί του υψηλού αυτού
|
||
βάθρου, αλλ' αίφνης, ενώ εσταύρωσεν επί του στήθους τας χείρας
|
||
προς απομίμησιν του Βοναπάρτε, το όλον οικοδόμημα εσείσθη και
|
||
κατέπεσε μετά φοβερού πατάγου, του οποίου υπερείχεν ο οξύτερος
|
||
ήχος των συντριβομένων υαλίων. Οι θεαταί επίστευσαν κατ' αρχάς ότι
|
||
περιείχετο και ο σεισμός ούτος εις το πρόγραμμα της παραστάσεως. Η
|
||
ζημία δυστυχώς ήτο πραγματική και πολύ ανωτέρα της εν αρχή
|
||
υπολογισθείσης. Πλην των σταμνίων και φιαλών είχον σπάση κατά την
|
||
πτώσιν και αμφότερα τα οστά της κνήμης του δυστυχούς σχοινοβάτου,
|
||
τον οποίον θέσαντες οι προσδραμόντες κλητήρες εντός φορείου
|
||
μετεκόμισαν εις το νοσοκομείον, ακολουθούμενον υπό του οδυρομένου
|
||
Κάρλου και του Πλούτωνος, του οποίου δεν εφαίνετο μικρότερα η
|
||
άφωνος λύπη. Ο τότε αρχίατρος του Συριανού νοσοκομείου ήτο όχι
|
||
μόνον καλός χειρουργός, αλλά και κάλλιστος άνθρωπος.
|
||
Ευσπλαγχνισθείς τους αθλίους εκείνους, εφιλοξένησε πλην του
|
||
παθόντος εις το κατάστημα τον υιόν του και τον σκύλον.
|
||
|
||
Το διπλούν κάταγμα του θαυματοποιού απεδείχθη ανεπίδεκτον
|
||
συγκολλήσεως και επεβάλλετο αναποδράστως της κνήμης η αποκοπή. Ο
|
||
αιθήρ, το χλωροφόρμιον και αυτή η διά του ψύχους τοπική αναισθησία
|
||
δεν ήσαν ακόμη συνήθη εν Σύρω κατά την εποχήν εκείνην, ο δε παθών
|
||
έπρεπε να υπομείνη αμείωτον της εγχειρήσεως την οδύνην. Πριν ή
|
||
προβή εις ταύτην, διέταξεν ο ιατρός εκ φόβου συγκινήσεως την
|
||
απομάκρυνσιν του υιού του ακρωτηριαζομένου, κατά παράκλησιν όμως
|
||
αυτού έστερξε να μείνη ο σκύλος. Ο σχοινοβάτης περιβαλών διά του
|
||
βραχίονος την ουλότριχα κεφαλήν του πιστού συντρόφου του,
|
||
εστήριζεν αυτήν εις την ιδικήν του, και ευθύς έπειτα ήρχισε της
|
||
μαχαίρας και του πρίονος η εργασία.
|
||
|
||
Οι εκ της οξΰτητος του πόνου στεναγμοί του ακρωτηριαζομένου
|
||
ηρέθιζον τον Πλούτωνα, μη δυνάμενον να μαντεύση διά τίνα λόγον
|
||
εβασάνιζαν τον αυθέντην του τόσον σκληρώς. Ότε δε κατά τό τέλος
|
||
της εγχειρήσεως ελιποθύμησεν ούτος εκ της αφθόνου του αίματος
|
||
ροής, απομείνας ο σκύλος ελεύθερος ώρμησε να τον εκδικήση,
|
||
δαγκάνων τον γυμνόν βραχίονα του χειρουργού. Αλλ' ούτος ήτο, ως
|
||
είπομεν, αγαθότατος άνθρωπος. Αντί να θυμώση έσπευσε να αναχαιτίση
|
||
τους προς επίδειξιν ζήλου κακοποιούντα τον Πλούτωνα νοσοκόμους,
|
||
διατάξας ν' αφεθή ανενόχλητος παρά την κλίνην του κυρίου του.
|
||
|
||
Εις την αυτήν του νοσοκομείου αίθουσαν έτυχε να παραμένη προς
|
||
τελείαν ανάρρωσιν και άλλος Ιταλός, πλανόδιος εκριζωτής οδόντων
|
||
και πωλητής μαγικών φίλτρων, μετερχόμενος το εμπόριον του εις τα
|
||
χωρία όπου ευκολωτέρα ήτο η εύρεσις αγοραστών πανάκειας και
|
||
αγαποχόρτου. Ο αγύρτης ούτος, κάλλιστα γνωρίζων την
|
||
δεκαροσυλλεκτικήν του Πλούτωνος ικανότητα, εσκέφθη εν τω πλήθει
|
||
της ασυνειδησίας του να στερήση της μόνης του παρηγορίας τον
|
||
ηκρωτηριασμένον αυτού συμπατριώτην. Ωφελούμενος εκ της απουσίας
|
||
του νέου Κάρλου, τοποθετηθέντος διά συστάσεως του ιατρού εις
|
||
ικανώς απέχον βαφείον, ησχολήθη διά παντοίων περιποιήσεων να
|
||
ελκύση του σκύλου την εμπιστοσύνην, την δε ημέραν της εξόδου του
|
||
εκ του νοσοκομείου κατώρθωσε να προπεμφθή παρ' αυτού μέχρι της
|
||
άκρας της οδού. Εκεί όμως επέμεινεν ο Πλούτων να τον αποχαιρετήση,
|
||
ούτε διά θωπειών ούτε διά της επιδείξεως ορεκτικού αλλάντος
|
||
πειθόμενος να προβή περαιτέρω. Αποτυχούσης της αποπείρας
|
||
διαφθοράς, ηναγκάσθη ο άρπαξ να καταφύγη εις την χρήσιν σχοινιού,
|
||
διά του οποίου παρέσυρε το ταλαίπωρον ζώον, οτέ μεν θορυβωδώς
|
||
διαμαρτυρόμενον, οτέ δε κινδυνεύον διά της αντιστάσεως αυτού να
|
||
πνιγή, Καθ' οδόν έτυχε να συναντήση νοσοκόμον, εις τον οποίον
|
||
διηγήθη ότι αγοράσας παρά του κυρίου του τον σκΰλον, είχε δικαίωμα
|
||
να τον συμπαραλάβη και άκοντα εις τα Χρούσα.
|
||
|
||
Η εκ της στερήσεως του συντρόφου του λύπη και η εκ της πρώην κακής
|
||
διαίτης δυσκρασία τοσούτον εδείνωσαν την κατάστασιν του δυστυχούς
|
||
θαυματοποιού, ώστε ερχόμενος πρωίαν τινά ο υιός του να τον
|
||
επισκεφθή εύρε την κλίνην κενήν και τον πατέρα του εντός φερέτρου
|
||
έτοιμον προς μετακόμισιν εις την τελευταίαν του κατοικίαν.
|
||
|
||
Οκτώ μετά την απαγωγήν του ημέρας και δυο ώρας μετά την εκφοράν
|
||
του νεκρού ο Πλούτων, όστις είχε κατορθώση να δραπετεύση από τά
|
||
Χρούσα έξεεν επιμόνως την εξώθυραν του νοσοκομείου. Ταύτην ήνοιξε
|
||
δυστυχώς εις αυτόν αντί του θυρωρού τελειόφοιτος της ιατρικής
|
||
σχολής, προληφθείς ως βοηθός του χειρουργού. Ο αποτρόπαιος εκείνος
|
||
άνθρωπος ησχολείτο προς διαβόησιν του ονόματος του εις πειράματα
|
||
ζωντοτομίας, της συνισταμένης, ως γνωστόν, εις την αντί πτώματος
|
||
ανατομήν ζωντανού θύματος προς επισκόπησιν της λειτουργίας, τών
|
||
εσωτερικών του οργάνων, της κινήσεως των μυώνων και των
|
||
αποτελεσμάτων της τομής του νεύρου ή της εξαιρέσεως εγκεφαλικού
|
||
λοβού. Αι θηριωδίαι αύται ενδέχεται μεν να είνε χρήσιμοι εις τους
|
||
σπουδαστάς, αλλ' εξ αρχής επροκάλεσαν και εξακολουθούσι
|
||
προκαλούσαι την αγανάκτησιν και τας διαμαρτυρήσεις πάντων των
|
||
εχόντων σπλάγχνα.
|
||
|
||
Η θέα του καλού εκείνου ζώου, ασθμαίνοντος εκ του μακρού δρόμου,
|
||
του σείοντος την ουράν και με ανθρώπινον βλέμμα ικετεύοντος να του
|
||
ανοιχθή η θύρα της αιθούσης, όπου υπέθετεν ακόμη ευρισκόμενον τον
|
||
αυθέντην του, δεν ίσχυσε να μαλάξη την λιθίνην του ζωοτόμου
|
||
καρδίαν. Συλλαβών τον ανύποπτον Πλούτωνα και δέσας αυτόν επι της
|
||
ανατομικής τραπέζης, ήρχισε να κρεουργή τάς σάρκας του ανηλεώς.
|
||
Ενώ εις τοιαύτην παρεδίδετο διασκέδασιν, επέστρεφεν ο Κάρλος εις
|
||
το νοσοκομείον προς παραλαβήν της πενιχράς πατρικής κληρονομιάς,
|
||
ήτοι δέματος θεατρικών ενδυμάτων. Ο εκ της μαχαίρας πόνος και η
|
||
αίσθησις της προσεγγίσεως του νεαρού κυρίου του μετέδωκαν εις τον
|
||
Πλούτωνα δυνάμεις ικανάς να συντρίψη τα δεσμά του και να προβάλη
|
||
κάτωθεν της θύρας τον δασύμαλλον αυτού πόδα καταιματωμένον.
|
||
Σπαραξικάρδιος αντήχησε τότε η δυωδία του προ της κλειστής θύρας
|
||
κλαίοντος παιδιού και του όπισθεν αυτής γοερώς υλακτούντος σκύλου.
|
||
Ο θόρυβος εκείνος προσείλκυσε τον ιατρόν, εις του οποίου το
|
||
βροντοφώνημα ηναγκάσθη ο ζωοτόμος να υπακούση, ανοίγων την θύραν.
|
||
Ο Πλούτων εχύθη εις τας αγκάλας του ορφανού, ο δε ιατρός επέδειξε
|
||
και πάλιν την αγαθότητα της ψυχής του, δις πτύσας εις το πρόσωπον
|
||
του βδελυρού δημίου και έπειτα περιδέσας μετά πάσης επιμελείας τας
|
||
χαινούσας του θύματος πληγάς, εις το οποίον διέταξε να προσφέρωσι
|
||
πινάκιον γάλακτος και να το αφήσωσιν έπειτα να ησυχάση.
|
||
|
||
Αδύνατον όμως ήτο να εύρη ο Πλούτων ησυχίαν προ της ανευρέσεως και
|
||
του πρεσβυτέρου του κυρίου. Ευθύς ως έμεινε μόνος, ωρθώθη επί των
|
||
κλονουμένων ποδών του και έσπευσεν εις το θεραπευτήριον και
|
||
εκείθεν εις την μικράν υπόστεγον αυλήν, όπου απεθέτοντο μέχρι της
|
||
εκφοράς των οι αποθανόντες. Οδηγόν έχων την αλάνθαστον ρίνα του
|
||
και οτέ μεν την γην, οτέ δε τον άνεμον οσφραινόμενος, κατώρθωσε ν'
|
||
ανεύρη και ν' ακολουθήση την οδόν προς το νεκροταφείον. Η ελεεινή
|
||
εν τούτοις και αλλόκοτος όψις του τυλιγμένου εις αιμοβαφή πανία
|
||
εκείνου σκύλου εκίνει την περιέργειαν των διαβατών και εξήγειρε
|
||
την ασυνείδητον παιδικήν ωμότητα των αγυιοπαίδων, οίτινες έτρεχον
|
||
κατόπιν αυτού κραυγάζοντες και λιθοβολούντες. Την ώραν εκείνην
|
||
εξελθόντες οι μαθηταί του Λυκείου εις τον συνήθη εσπερινόν
|
||
περίπατον ανήρχοντο εν στρατιωτική παρατάξει τον ανήφορον της Άνω
|
||
Σύρου. Αι τάξεις διεσπάσθησαν αμέσως και πάντες ετρέξαμεν εις
|
||
βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου μας, ενώ επρόβαλε πνευστιών ο
|
||
Κάρλος εξ άλλης οδού. Αλλ' ήτο πλέον αργά. Ο Πλούτων, του οποίου
|
||
εξήντλησαν τας τελευταίας δυνάμεις η ορμή του δρόμου, ο τρόμος και
|
||
οι λιθοβολισμοί, κατέπεσε πλησίον της πύλης του νεκροταφείου,
|
||
μόλις που φθάσας να γλείψη τας χείρας του παιδιού πριν ή εκπνεύση
|
||
προ των γονάτων του.
|
||
|
||
Συλλέξαντες δι' εράνου τρεις δραχμάς κατεπείσαμεν δι' αυτών τον
|
||
νεκροθάπτην ν' αποθέση το λείψανον του Πλούτωνος εις λάκκον
|
||
σκαφέντα πλησίον του νεκροταφείου, αφού αδύνατον ήτο να ταφή εντός
|
||
αυτού διά τον λόγον ότι είχε τεσσάρας πόδας. Πολλάκις έκτοτε
|
||
αναγινώσκων όσα γράφονται περί μελλούσης ζωής έτυχε να σκεφθώ ότι,
|
||
αν αληθεύη γνώμη των πιστευόντων ότι δεν επιζή εις το σώμα πάσα
|
||
ψυχή, αλλά μόνη η πίστις, η αφοσίωσις, η αυταπάρνησις και η αγάπη
|
||
βραβεύονται εις τας αιωνίους μονάς, πολύ πιθανώτερον παρά πολλών
|
||
μεταστάντων γνωρίμων φίλων μου είνε να ευρίσκεται εκεί η ψυχή του
|
||
καλού εκείνου σκύλου.
|
||
|
||
(«Άστυ» 10 Οκτωβρίου 1893).
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
|
||
[140] Ο Διευθυντής του Λυκείου επέβαλε κατ' αμερικανικόν σύστημα εις
|
||
τους γονείς να χορηγώσι κατά μήνα ανά πέντε δραχμάς εις τους
|
||
μικρούς και δέκα εις τους μεγάλους υποτρόφους, διά να συνειθίζωσιν
|
||
ενωρίς εις την διαχείρισιν χρημάτων. Εις ουδένα όμως επετρέπετο η
|
||
παροχή ανωτέρου ποσού προς αποφυγήν πλουτοκρατικών διακρίσεων.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΓΑΤΑΣ
|
||
|
||
|
||
Αν εξαιρέστωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να
|
||
υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως
|
||
κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες,
|
||
οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος,
|
||
ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος,
|
||
άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν'
|
||
αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών
|
||
αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του
|
||
γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί. Εις προγενέστερον
|
||
έργον μου επροσπάθησα ν' αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της
|
||
τοιαύτης περί των Αλεξανδρινών γνώμης και, προ πάντων, πόσον είναι
|
||
άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανομοίων, οία η
|
||
εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της
|
||
νεοπλατωνικής διανοίας. [141] Τούτο είναι περίπου το αυτό ως αν
|
||
υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα ως μη φαγώσιμος η αηδών.
|
||
Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος ότι δεν γλείφει τας
|
||
χείρας του κυρίου του όταν ούτος τον δέρη, ότι δεν τρέχει άμα τον
|
||
καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του,
|
||
φυλάσσων τα πρόβατα του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και
|
||
προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκεδάση
|
||
υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι
|
||
ακριβέστατα. Ουδείς ποτέ ούτε δι' αμοιβής ούτε διά ραβδισμών
|
||
κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι,
|
||
οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ' οι τοιαύτα παρ' αυτού
|
||
απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαίνεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων
|
||
μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών
|
||
(Felins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και
|
||
του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι
|
||
έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα
|
||
της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον
|
||
της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστορίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον
|
||
ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο τα κάλλος
|
||
του σώματος και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος
|
||
θείων τιμών. Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευσαν ως Απόλλωνα υπό το σχήμα
|
||
γατοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του
|
||
κάλλους. Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ' αυτών κατ'
|
||
ακριβή αναλογίαν της ομοιότητος προς τα αιλουροειδή, του
|
||
σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ροδίνου
|
||
χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητος του πατήματος, της χάριτος
|
||
και της ευκινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο
|
||
κατά τον Διόδωρον νηπιόθεν αι κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, διά
|
||
της αναρτήσεως εις τον τράχηλον μεταλλίου φέροντος την εικόνα της
|
||
Αιγύπτιας Αφροδίτης, κατά δε τον Διόδωρον, οσάκις απέθνησκεν εντός
|
||
αιγυπτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους
|
||
την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους
|
||
αυτούς τόπους το είδωλον του «Χρυσού Γάτου», ουδ' έπαυσαν μετά την
|
||
αποκάλυψιν του ενός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον
|
||
άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριότητος
|
||
και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλον. Αλλά την
|
||
αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου
|
||
λαού οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηβοί και Βανδήλοι, οι
|
||
αναγράψαντεςεις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα τον γάτου,
|
||
ως του μόνου πλάσματος, το οποίον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως
|
||
και να υποδουλωθή.
|
||
|
||
Τοιούτος ων μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει ο γάτος να
|
||
φιλοξενηθή παρ' ημίν. Αλλ' αν δεν δέχεται ως τ' άλλα ζώα να
|
||
δουλεύση, έπεται άρα εκ τούτου, ότι δεν δύναται ούδ' ως φίλος ν'
|
||
αγαπήση; Ο τοιούτος ισχυρισμός αδύνατον είνε να στηριχθή εις τα
|
||
διδάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών,
|
||
το υπό τοσούτων αναμασηθέν ψιττακών, ουδέν άλλο απ' αρχής έως
|
||
τέλους είνε παρά συρραφή συκοφαντιών. Δεν ενθυμούμαι τίς κριτικός,
|
||
θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί
|
||
αυτού, ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθηναίοι τον
|
||
Φίλιππον εν Χαιρωνεία, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον
|
||
αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον
|
||
Βυφών, όστις περί ουδενός άλλου φροντίζων παρά πώς να διάστρέψη ως
|
||
ρήτωρ, δεν εδίστατε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου διά τον
|
||
μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αντιθέσεως προς ανάδειξιν του
|
||
εγκωμίου του σκύλου. Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον
|
||
ακριβέστερος, απεδείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν
|
||
(Bunnyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω, ως απήτει η
|
||
δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του
|
||
Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλον ως τέλειον πρότυπον πάσης
|
||
χριστιανικής αρετής και ακριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί
|
||
του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητος, λήθης των ύβρεων και αγάπης
|
||
και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον
|
||
δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος
|
||
μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν' αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του
|
||
δεν είνε βεβαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν'αγαπηθή παρ' αυτού δεν
|
||
αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλλά πρέπει και να
|
||
μη λησμονή ότι ρέει εις τας φλέβας του αίμα βασιλικόν,
|
||
προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλαβείας. Φύσει ων
|
||
αριστοκρατικός αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα,
|
||
την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου
|
||
αυτού ανεξαρτησίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη
|
||
όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατα μας, όχι όμως και να
|
||
συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχήλου, διά να τοποθετηθή επ'
|
||
αυτών ως δέμα· προσκαλούμενος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ'
|
||
ευθείαν, αλλά μετά τινα αναβολήν και δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν'
|
||
αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος
|
||
υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλου και παντός
|
||
άλλου ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας,
|
||
αναπαυόμενος παρά την εστίαν ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του
|
||
παραθύρου, αλλά θεωρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν αμέσως
|
||
η θύρα, άμα επιθυμήση να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται
|
||
τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή
|
||
τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης
|
||
Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν
|
||
προσευχήν επροτίμησε να κόψη διά ψαλλίδος την άκραν του ενδύματος
|
||
του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ' αυτού απoκοιμηθέντος
|
||
ευνοουμένου του γάτου.
|
||
|
||
Εις τους ούτως αγαπώντας αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην,
|
||
ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιοθέτησαν γάτους γεροντοκόραι
|
||
και μετ' αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας
|
||
επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είνε ότι οι πλείστοι τούτων
|
||
και ιδίως οι έξοχοι διπλώμαται, συγγραφείς, ποιηταί και
|
||
καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλου τον γάτον. Παραλείποντες τους
|
||
αρχαίους αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον Καρδινάλιον Ριχελιώ, τον
|
||
Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλλον, τον
|
||
Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Εδγάρδον
|
||
Πόου, τον Θεόφιλον Γωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οιτινες
|
||
πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς και αντηγαπήθησαν παρ'
|
||
αυτών ολοψύχως. Ουδ' είναι ανάγκη ν' ανατρέχωμεν προς απόδειξιν
|
||
της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού
|
||
οικείον και πρόσφατον έχομε το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου
|
||
λευκού γάτου του αιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή
|
||
των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του
|
||
κατά την πολιήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν'
|
||
αποθάνη κ' εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, και οι σκύλοι του
|
||
μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και
|
||
θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ. Τρικούπην.
|
||
|
||
Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών
|
||
επεχείρησάν τινες να υποτιμήσωσιν, ονομάζαντες αυτήν διαστροφήν,
|
||
ως την όρεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταιρών. Το
|
||
βέβαιον είναι ότι αν έλειπεν ο γάτος θα ήτο καταδικασμένος ο
|
||
αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου
|
||
πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντροφία μετ' αδιαταράκτου
|
||
διανοητικής εργασίας. Οι σκύλοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς
|
||
ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είνε ως να μη υπήρχον. Μόνος ο
|
||
γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της
|
||
τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των
|
||
εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν
|
||
ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την
|
||
ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του
|
||
καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την
|
||
συλλάβη». Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν εγείρεται τότε
|
||
ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος
|
||
και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των
|
||
μελανοδοχείων. Γνωστόν είνε, ότι ο σκύλος του Νεύτωνος Αδάμας
|
||
ανατρέψας τον λύχνον επί σωρού χειρογράφων έγινε παραίτιος ν'
|
||
απωλεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ' εκ της περιφοράς του
|
||
γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε
|
||
μελάνης ούτε πετρελαίου, Το βάδισμα του ενθυμίζει τον επί αυγών
|
||
χορόν των Ισπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι'
|
||
αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις, ούτε τα
|
||
κρίνα. Άλλοτε πάλιν, αφού διά μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα
|
||
κατόπτρου εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να
|
||
προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου
|
||
της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την
|
||
θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ' αριστοκρατικήν τινα επιφύλαξιν
|
||
και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είνε
|
||
πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την
|
||
επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον
|
||
δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του
|
||
τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους
|
||
γράφοντας υπόμνησιν, ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι
|
||
κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην διά
|
||
την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να
|
||
προσθέσω εις τ' ανωτέρω και το εξής ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι
|
||
οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ
|
||
ανικανότητος να συρράψη άλλην περίοδον μετά της προηγουμένης,
|
||
ερχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς,
|
||
ως αν ήθελε να με ειδοποιήση, ότι προτιμότερον είνε να υπάγω να
|
||
κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.
|
||
|
||
Απορίας άξιον είνε πώς ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να
|
||
παρατηρήση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων
|
||
παρατηρουμένην προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είνε ανωτέρα
|
||
του γάτου, όσον τουλάχιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη
|
||
πρέπει ίσως ν' αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο,
|
||
έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευπαθή,
|
||
ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα
|
||
δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον εινε ν' αναδεικνύωνται
|
||
εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Διά τον αυτόν λόγον,
|
||
διά τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την
|
||
εμβρίθειαν, έπρεπε να εινε και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της
|
||
γυναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα
|
||
διηγούνται ο Καραμζίνος και ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του
|
||
δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευθέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών
|
||
της Πολωνίας, βέβαιον όμως είνε ότι η γάτα καταχράται κάπως την
|
||
υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα άλλον υποτάσσεται πλην της ορέξεως
|
||
αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ' αρέσκεται να σύρη όπισθεν
|
||
της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Και όμως ούσα το
|
||
ηδυπαθέστατον των ζώων είνε συγχρόνως και το μόνον το προικισθέν
|
||
υπό του δημιουργού διά του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς.
|
||
Ουδείς είδε ποτε γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό
|
||
το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διάβάτου, ως πράττουσιν
|
||
αι σκύλαι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ'άλλα αδιάντροπα κτήνη, αλλά
|
||
ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απατήτων κορυφών. Διά
|
||
τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην,
|
||
αλλά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην
|
||
επί των ακρωρειών του Λάκμονος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι
|
||
ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι είς τινας
|
||
εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η
|
||
υπερτάτη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να
|
||
υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί
|
||
στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι
|
||
σφαζομένης. [142] Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ' αυτή
|
||
αναπτύξεως του νευρικού συστήματος είναι η κλίσις προς την
|
||
μουσικήν, Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημονικώς ο Γρέυ,
|
||
ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η
|
||
συγκίνησις, την οποίαν προξενούσιν είς τινας γαλάς αι λιγυραί
|
||
μελωδίαι, φθάνει ενίοτε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της
|
||
γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν
|
||
φαίνεται υπό πάσαν έποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας,
|
||
ούτω και αυτή αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν
|
||
εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους
|
||
προφυλάσσοντας τους ροδίνους πόδας της από την υγρασίαν, τον
|
||
πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα
|
||
σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και
|
||
ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το
|
||
σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων.
|
||
|
||
Τοιαύτη ακριβώς ήτο η ηρωίς του παρόντος διηγήματος Συριανή γάτα,
|
||
συνυπότροφός μου εις το ήδη μνημονευθέν Λύκειον του Ευαγγελίδου
|
||
και φέρουσα το όνομα Σεμίρα. Το γλαυκόν χρώμα των οφθαλμών και το
|
||
τρίχρουν του τριχώματος αυτής καθίστανον πιθανήν την υπόθεσιν οτι
|
||
ήτο γένους μικτού. Ο είς εκ των γονέων της κατήγετο πιθανώς από
|
||
την Άγκυραν, ο δε άλλος από τα κεραμίδια. Πολλοί μεταξύ των
|
||
συμμαθητών μου ήσαν οι επιδιώκοντες την εύνοιαν και την συντροφίαν
|
||
της εύμορφης Σεμίρας, προ πάντων τον χειμώνα, εις τους παγερούς
|
||
κοιτώνας του Λυκείου. Τους αντιζήλους τούτους είχον κατορθώση να
|
||
παραγκωνίσω δι' ανωτέρας προσφοράς λιχνευμάτων, τεχνικωτέρου
|
||
ξυσίματος της κεφαλής και προ πάντων διά της χρήσεως του γατικού
|
||
αγαποχόρτου, της βαλεριάνας δηλ., ως την λέγουσιν οι Φράγκοι, ή
|
||
του φου, ως την ωνόμαζον οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί, οι ουδόλως
|
||
εντρεπόμενοι, ως οι σημερινοί, να μεταχειρίζωνται ξένας ακλίτους
|
||
λέξεις. Η οσμή του χόρτου τούτου υπεραρέσκει όχι μόνον εις τας
|
||
γαλάς, αλλά και εις πολλάς κυρίας και ιδίως τας πρεσβυτέρας
|
||
Αθηναίας, ως κάλλιστα εγνώριζεν ο αοίδιμος γυναικολόγος Βενιζέλος,
|
||
ο αναμιγνύων βαλεριάναν εις όλας του ανεξαιρέτως τας συνταγάς,
|
||
όπως ο Ρηγόπουλος εις όλας του τας αγορεύσεις τον Νιαγάραν.
|
||
|
||
Χάρις εις το χόρτον τούτο και την μοναδικήν σύμπτωσιν παντοίων
|
||
άλλων ευνοϊκών περιστάσεων, υπήρξα επί τινας εβδομάδας το
|
||
ευτυχέστερον υπό τον ήλιον ανθρωπάριον. Ο διευθυντής του Λυκίου
|
||
διέσχιζε κατ' εντολήν του μακαρίτου βασιλέως Όθωνος τον
|
||
Ατλαντικόν, μεταβαίνων να κηρύξη εις τους Αμερικανούς το
|
||
ευαγγέλιον της μεγάλης ιδέας• παρά του Γερμανού μετοίκου Μπεκ,
|
||
πατρός, νομίζω, του ημετέρου βιβλιοπώλου, είχε συστηθή προ μικρού
|
||
το πρώτον της Ελλάδος δανειστήριον γαλλικών βιβλίων αντί συνδρομής
|
||
τριών κατά μήνα δραχμών και άλλας τόσας είχον δαπανήση εις
|
||
λαθραίαν προμήθειαν κηρίων. Οι δύο σύνοικοί μου παθόντες ιλαράν
|
||
ευρίσκοντο εις το θεραπευτήριον, ώστε ήμην απόλυτος κύριος του
|
||
θαλάμου μου. Η τοιαύτη μόνωσις και ανεξαρτησία είνε η γλυκυτάτη
|
||
των απολαύσεων διά δυστυχή υπότροφον σχολείου καταδικασμένον εις
|
||
άπαυστον καταναγνατικήν συγχρώτισιν με παντός είδους συντρόφους.
|
||
Εις τον θάλαμον εκείνον, παράπλευρον έχων την Σεμίραν, διήλθον τας
|
||
ευτυχεστάτας του βίου μου αύπνους νύκτας, αναγινώσκων πρώτην φοράν
|
||
τους «Τρεις Σωματοφύλακας», τον «Μοντεχρίστον», τον «Ουσκόκ» και
|
||
τα άλλα αλησμόνητα της εποχής εκείνης έργα, τα υπερέχοντα τα
|
||
ψυχολογήματα του Βουρζέ και τα φυσιολογήματα του Ζολά, όσον η
|
||
«Νόρμα», η «Σονάμπουλα» και η «Λουκία» τα σοφά γυμνάσματα του
|
||
Αμβρουάζ Θωμά και του Σαμάρα. Εις την υπέροχον των αναγνωσμάτων
|
||
εκείνων αξίαν πρέπει να προστεθή της δωδεκαετούς μου φαντασίας η
|
||
παρθενία. Όταν μ' εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της
|
||
συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν, ή εμοιράζαμεν αδελφικώς
|
||
κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου
|
||
κηδεμόνος, και η αγρυπνία παρετείνετο πολλάκις μέχρις ου αντήχει
|
||
το άσμα των σαλεπιτζήδων, των πετεινών, των λαχανοφόρων γαϊδάρων
|
||
και των άλλων προδρόμων της ροδοδακτύλου Ηούς.
|
||
|
||
Η χαριτόβρυτος εν τούτοις Σεμίρα είχε θανάσιμον εντός του Λυκείου
|
||
εχθράν. Αύτη ήτο η από τινων μηνών εκτελούσα έργα οικονόμου.
|
||
Προτιμών να σιωπήσω το όνομα της γυναικός ταύτης αρκούμαι να είπω
|
||
ότι την είχον μεταβαπτίση Λ ά μ ι α ν οι μαθηταί. Πατρίδα είχε την
|
||
Ύδραν και ηλικίαν φθινοπωρινήν. Αλβανή προφανώς το γένος, με
|
||
ανάστημα δίπηχυ και ώμους αχθοφορικούς, ωμοίαζε Λιάπην
|
||
γυναικοφορεμένον. Προς συμπλήρωσιν της περιγραφής της αρκεί να
|
||
προσθέσω ότι τας περιζητήτους υπό των αρχαίων ομοιότητας της της
|
||
γυναικός προς γαλήν δεν είχεν η Λάμια παρά μίαν, όχι βεβαίως την
|
||
ευκαμψίαν, την λειότητα, την χάριν ή το ρόδινον χρώμα του χείλους,
|
||
αλλά μόνον ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ' ήτο
|
||
χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήο. Προς
|
||
εκτίμησην αυτού δύναται να χρησιμεύση, ότι μη θεωρούσα τον μύστακα
|
||
και τα σαρανταπέντε τουλάχιστον έτη της ικανά να εμπνεύσωσιν
|
||
επαρκή σεβασμόν, εθεώρει πρέπον να προσφέρεται μετά περισσής
|
||
σοβαρότητος και αιδημοσύνης με τους ουδόλως «βλέποντας προς το
|
||
επιθυμήσαι αυτής». Ο φόβος της των ασέμνων θεαμάτων ήτο τοσούτος,
|
||
ώστε λησμονούσα ότι και αυταί αι καλογραίαι θεωρούσι τους
|
||
πάσχοντας ως ουδετέρους, ουδ' εις εξαετές παιδάριον έστεργε να
|
||
επιθέση κατάπλασμα, περί δε κλύσματος ουδέ λόγος ηδύνατο να γείνη.
|
||
Αντί όμως αυξήσεως σεβασμού ουδέν άλλο εκ της τοσαύτης επιδείξεως
|
||
σεμνότητος παρά των μαθητών απέλαβε παρά καθημερινάς πεζάς τε και
|
||
εμμέτρους διακαούς έρωτος δηλώσεις. Τας επιστολάς ταύτας, διά των
|
||
οποίων ανυμνούντο υπέρ παν άλλο των θελγήτρων της του μύστακος
|
||
αυτής αι τρίχες, έσπευδε μετ' αιδήμονος αγανακτήσεως να καταγγείλη
|
||
εις τον προσωρινόν διευθυντήν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον
|
||
και αγαθώτατον Γερμανόν, μ' εύθυμον διάθεσιν και μύτην κόκκινην
|
||
μετά το γεύμα. Τοιούτος ων δυσκόλως κατόρθωνε να κρατήση τον
|
||
γέλωτα όταν επέπληττε τον ένοχον, εις τον οποίον επέβαλλε να
|
||
ζητήση συγγνώμην από την αξιότιμον «δεσποινίδα» ενώπιον όλων του
|
||
των συμμαθητών. Αι σκηναί εκείναι δημοσίας αιτήσεως συγγνώμης ήσαν
|
||
όντως διασκεδαστικαί. Ακριβά όμως επλήρωναν οι δυστυχείς υπότροφοι
|
||
την διασκέδασιν εκείνην. Η Λάμια ήτο τότε απόλυτος και
|
||
ανεξέλεγκτος του Λυκείον τροφοδότις, η δε τροφή ήτο μεν κατά την
|
||
καθιερωμένην φράσιν «υγιεινή και αρκούσα», αλλά, και όπως εις όλα
|
||
τα σχολεία, τα αρεστότερα του γεύματος συστατικά ήσαν ο πρόσφατος
|
||
άρτος και τα οπωρικά.
|
||
|
||
Τα τελευταία ταύτα είχε προγράψη ο φόβος της μαστιζούσης ήδη τας
|
||
Αθήνας ασιατικής ή μάλλον αγγλογαλλικής χολέρας, τα δε ψωμία
|
||
εφεύρε προς επίδειξιν οικονομικής δεινότητος η Λάμια να κλείη,
|
||
επιστρέφοντα εκ του φούρνου, επί τρεις ή τεσσάρας ημέρας εις
|
||
υψηλόν ερμάριον διά να δ α μ ά σ ο υ ν, ως αι πέρδικες και οι
|
||
φασιανοί, ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγώτερος άρτος
|
||
όταν είνε ξηρός. Η εφεύρεσις αύτη και ο περιορισμός των αλλαγών
|
||
υποκαμίσου εις δύο την εβδομάδα μετέβαλον εις αγανάκτησιν την
|
||
ευθυμίαν των μαθητών, οίτινες συνελθόντες εις μυστικόν συνέδριον
|
||
απεφάσισαν παμψηφεί ν' αναθέσωσι την εκδίκησιν αυτών εις την
|
||
Σεμίραν.
|
||
|
||
Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν, ότι η
|
||
τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις
|
||
την αυλήν, με την χείρα τους οφθαλμούς διά να μη τους
|
||
σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας
|
||
όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της. Από εικοσιπέντε τουλάχιστον
|
||
ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και
|
||
υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον
|
||
αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να
|
||
υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη. Πλην της ήδη υμνηθείσης
|
||
σεμνότητος πολλά άλλα επεδείκνυε προς επιτυχίαν του ποθουμένου
|
||
προσόντα, εργατικότητα, ολιγάρκειαν, μαγειρικήν τέχνην,
|
||
χειροτεχνήματα και νοικοκυρωσύνην, δραστηριώτερον όμως πάντων
|
||
τούτων δελέασμα ενόμιζε την επίδειξιν της κλίνης της. Αληθές είνε
|
||
ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος,
|
||
σιδηρά, ευρύχωρος, μ' επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος
|
||
ασπαζομένων, τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσίδια. Τας
|
||
άκρας της άνω σινδόνος εστόλιζε κόκκινος μαίανδρος και άλλος
|
||
πλατύτερος τα παραπετάσματα· τα εφαπλώματα ήσαν μεταξωτά και το εκ
|
||
πτερού σκέπασμα των ποδών άνωθεν κεντητόν με υπόραμμα εκ
|
||
χρυσίζοντος ατλαζίου. Εις δε τον τοίχον εθάμβωνε την δράσιν
|
||
χρυσάργυρος Παναγία μ' ερυθράν κάτωθεν κανδήλαν· ουδ' έλειπαν τα
|
||
βάγια, τα φυλακτά, οι σταυροί και η κογχύλη του Παναγίου Τάφου.
|
||
Αλλά το προ πάντων διακρίνον την κοίτην εκείνην από πάσαν άλλην
|
||
είνε, ότι ουδείς ουδέποτε ούτε εύτε νύκτα ούτε ημέραν επ'αυτής
|
||
ανεπαύθη. Η Λάμια εκοιμάτο εις παρακείμενον σοφάν, η δε ωραία
|
||
εκείνη κλίνη της εχρησίμευσε διά να γυμνάζεται εις κεντήματα, να
|
||
την καλλωπίζη, να την καμαρώνη και να την επιδεικνύη εις τους
|
||
επισκέπτας της, μέχρις ου ευρεθή ο προσφερόμενος να συναναβώσιν
|
||
ομού επ' αυτής, με την άδειαν του Δεσπότη και την ευλογίαν του
|
||
Πάπα. Ως καταλληλότατος προς τούτο εθεωρείτο από τινος χρόνου υπ'
|
||
αυτής ο παντοπώλης του Λυκείου, χήρος μισοκαιρίτης, τον οποίον
|
||
εδέχετο την Κυριακήν μετά την λειτουργίαν εις τον νυμφώνα της προς
|
||
τακτοποίηση του λογαριασμού της εβδομάδος, αφίνουσα διά το
|
||
ασκανδάλιστον ορθάνοικτον και τον χειμώνα την θύραν.
|
||
|
||
Τω καιρώ εκείνω ευρίσκετο εις την ακμήν του ο μετασχηματισμός των
|
||
Συριανών εις Ευρωπαίους, τον οποίον ωνόμαζαν, με το συμπάθειο, ξ ε
|
||
β ρ ά κ ω μ α. Αι φέσσαι και αι βράκαι εξηφανίζοντο αλλεπάλληλοι,
|
||
ως τα πρωινά άστρα, υπό τας ακτίνας του εσπερίου πολιτισμού.
|
||
Παρασυρθείς υπό τον ρεύματος επαρουσιάσθη Κυριακήν τινα και ο
|
||
Βακάλης εις την πρωινήν του επίσκεψιν μετημφιεσμένος εις Ευρωπαίον
|
||
από κορυφής μέχρι ποδών. Όπως πας άλλος νεόφραγκος, επόμενον ήτο
|
||
να φαίνεται και ούτος γελοιωδέστατος κατά τας πρώτας του ξ ε β ρ α
|
||
κ ώ μ α τ ο ς ημέρας· οι καγχασμοί των μαθητών ηκούσθησαν έως εις
|
||
το Νησάκι. Πολύ όμως διάφορος ήτο η εντύπωσις, την οποίαν
|
||
επροξένησεν η μετένδυσις εις την Λάμιαν, ήτις από της ημέρας
|
||
εκείνης ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά ν' απαρνηθή κ' εκείνη το
|
||
πάτριον τσεμπέρι και κοντογούνι. Ουδ' εβράδυνε να μεταβή από τους
|
||
λόγους εις τα έργα ή μάλλον εις τα εμπορικά προς προμήθειαν του
|
||
πρώτου υλικού της μεταμορφώσεως. Το μαλλινομέταξον του φορέματος,
|
||
ή τότε απαραίτητος π ε λ ε ρ ί ν α, η πόλκα, το μ α λ α κ ώ φ ή
|
||
πυγόκοσμος, ως το είχεν εξελληνίση ο καθηγητής του Συριανού
|
||
γυμνασίου κ. Φαρδούλης, τα θηλυκωτά υποδήματα και τ' άλλα
|
||
ευρέθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Το μόνον απαιτούν μεγάλην
|
||
συλλογήν ήτο το καπέλον. Το τότε κάλυμμα της κεφαλής των κυριών
|
||
δεν ήτο, όπως σήμερον, έν τίποτε κοστίζον εκατόν φράγκα, αλλ'
|
||
υψηλόν, πλατύγυρον και πολύπλοκον οικοδόμημα, εκ χαρτονίου,
|
||
σιδήρου σύρματος, βελούδου, ανθέων και πτερών, μετέχον πύργου,
|
||
κήπου και πτηνοτροφείου. Εις την Σύρον μάλιστα εβασίλευον ακόμη αι
|
||
γιγάντειαι π α μ ί λ α ι τον Λουδοβίκου Φιλίππου, καίτοι από τρία
|
||
ήδη έτη εβασίλευεν εις Παρισίους ο Λουδοβίκος Ναπολέων. Αλλ' επί
|
||
τέλους συνετελέσθη και του πίλου η κατασκευή καθ' όλους τους
|
||
κανόνας της γαλλοσυριανής τέχνης. Ήτο από βελούδον βαθυπράσινον,
|
||
και ούτε άνθη του έλειπαν, ούτε ουραί στρουθοκαμήλων. Ούτω
|
||
σαββατιανήν τινα εσπέραν, μετά πολλούς κόπους και δρόμους, ο
|
||
περίφημος πίλος ευρίσκετο εντός χάρτινου κουτιού επί της
|
||
ιμάτιοθήκης, τα ενδύματα ηπλωμένα εν τάξει και συμμετρία επί της
|
||
παρθενικής κλίνης, και πλησίον αυτών τα στιλπνά υποδήματα και τα
|
||
μεταξωτά χειρόκτια, όλα έτοιμα διά την αυριανήν μεταμόρφωσιν της
|
||
Λάμιας εις Ευρωπαίαν. Αλλ' έτοιμη ήτο και η Σεμίρα.
|
||
|
||
Ο λόγος της τοσαύτης κατά του χαριτοβρύτου τούτου πλάσματος έχθρας
|
||
της οικονόμου ήτο, ότι ως όλαι αι γάται και μάλλον πάσης άλλης
|
||
υπερηγάπα η ιδική μας την ζέστην και το άπλωμα εις τα μαλακά.
|
||
Τούτων το άκρον άωτον δεν ηδύνατο να εύρη παρά μόνον εις την
|
||
μεγαλοπρεπή εκείνην κλίνην. Εκεί λοιπόν κατέφευγε τακτικά κατ'
|
||
απόγευμα ακριβώς μεταξύ του εφαπλώματος και του σκεπάσματος των
|
||
ποδών, έχουσα ατλάζι υπό την κοιλίαν και πίπουλον επάνω εις την
|
||
ράχιν. Η Λάμια μίαν μόνην πρώτην και τελευταίαν φοράν επέτυχε να
|
||
την συλλάβη ανύποπτον και να την δείρη ανηλεώς. Αλλ' ουδέν άλλο
|
||
κατώρθωσε διά της ράβδου της να την διδάξη, παρά μόνον να
|
||
φυλάττεται, ουχί όμως και ν' απέχη του μεταξοστρώτου εκείνου
|
||
παραδείσου. Έκτοτε εξηκολούθουν καθημερινώς της γάτας αι υπό το
|
||
σκέπασμα κατακλίσεις και της γυναικός αι μάταιαι καταδιώξεις. Η
|
||
τοιαύτη καθ' εκάστην και κατά την αυτήν σχεδόν ώραν μονομαχία
|
||
συγκατελέγετο μεταξύ των τακτικών διασκεδάσεων των υποτρόφων. Η
|
||
Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον
|
||
επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν
|
||
της Σεμίρας υπό το πίπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα
|
||
να την καταφθάση κοιμωμένην άλλα καθ' ην ακριβώς στιγμην υψώνετο
|
||
το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα
|
||
δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι. Αν δε και εκεί απειλείτο διά
|
||
βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν
|
||
τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον ετι τα κεραμίδια, δι' αφράκτου
|
||
τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού
|
||
διαδρόμου.
|
||
|
||
Την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν ο υποδειχθείς διά λαχνού
|
||
συνωμότης, ωφελούμενος της στιγμής, καθ' ην υπέβαλεν η οικονόμος
|
||
την συνήθη έκθεσίν της εις τον διευθυντήν, εισήρχετο λαθραίως εις
|
||
τον κοιτώνα της, έπραττεν εκεί υπό το φως της καντήλας τα
|
||
προαποφασισθέντα και κατώρθωνε να εξέλθη απαρατήρητος. Οι άλλοι
|
||
παρέμενον εις τον διάδρομον και το εστιατόριον, διότι επλησίαζεν η
|
||
ώρα του δείπνου. Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια
|
||
κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν
|
||
ήσαν εν τάξει τα πάντα, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ'
|
||
εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο
|
||
λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον
|
||
να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και
|
||
εκύτταξεν ημάς αγρίως. Χωρίς ουδέ λέξιν να είπη απέβαλε τα συρτά
|
||
της κουντούρια και σφίγγουσα διά της μιας χειρός το σκουπόξυλον
|
||
και διά της άλλης την καρδίαν της, διά να κατασιγάση τους παλμούς
|
||
αυτής, επροχώρησεν επί των άκρων των γυμνών της ποδών, αθόρυβος
|
||
και φοβερά ως φάντασμα, προς την κλίνην. Ήδη ευρίσκετο προ αυτής,
|
||
και ο λόφος εμενεν ασάλευτος. Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως
|
||
φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη
|
||
και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ,
|
||
δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την
|
||
τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη έν ήσυχον μιάου μιάου. Αλλά τούτο
|
||
εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους. Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προ το
|
||
μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι, χασμωμένη ως αν είχε
|
||
διακοπή ο υπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις
|
||
τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα.
|
||
|
||
Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν;
|
||
Ότε υπό απαίσιου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν
|
||
χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το
|
||
ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον
|
||
οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλη εις άμορφον
|
||
πήτταν, βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών. Ουδέ του Θυέστου,
|
||
όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η
|
||
κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ' η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών
|
||
εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ' ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη
|
||
όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ' αυτού του κ. Φαβρικίου. Εις πολλάς και
|
||
πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω
|
||
αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν
|
||
ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι
|
||
της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους
|
||
οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα. Θέλων να την καθησυχάση
|
||
ανήγγειλεν ο αγαθός διευθυντής ότι θα προβή την επιούσαν εις
|
||
ανακρίσεις προς ανακάλυψιν και τιμωρίαν του ενόχου. Αι ανακρίσεις
|
||
ενηργήθησαν, αλλ' αδύνατον υπήρξε να ευρεθή ο τοποθετήσας υπό το
|
||
σκέπασμα τον κοπανηθέντα πίλον. Τούτο δικαιούμεθα να θεωρήσωμεν ως
|
||
μέγα δι' αυτόν ευτύχημα, διότι τρεις ημέρας έπειτα ανεσύρετο νεκρά
|
||
εκ του φρέατος η δυστυχής Σεμίρα.
|
||
|
||
(«Άστυ» 12 Δεκεμβρίου 1893).
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
[141] Βλέπ. Εγκυκλοπ. Λεξικού αρθρ. Αλεξανδρινή Σχολή.
|
||
|
||
[142] Των κραυγών τούτων υπάρχει και άλλη τις πεζοτέρα ανατομική
|
||
εξήγησις, την οποίαν δύναται ο βουλόμενος να εύρη εις τα ειδικά
|
||
συγγράμματα.
|
||
|
||
* * * * *
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΤΟ ΞΕΣΤΟΥΠΩΜΑ
|
||
|
||
|
||
Το να νυστάζη τις χωρίς να ημπορή να κοιμηθή είνε βάσανος, την
|
||
οποίαν καλώς γνωρίζουν κατά τα θερινά καύματα οι Αθηναίοι. Αν
|
||
δοκιμάση ν' αναγνώση, στερείται μετ' ολίγον της ικανότητος να
|
||
κρατή τους οφθαλμούς ανοικτούς, αλλ' ευθύς άμα σβύση το κηρίον,
|
||
τον αναγκάζει να τους ανοίξη και πάλιν η ανικανότης να κοιμηθή. Η
|
||
τοιαύτη μεταξύ νυσταγμού και αϋπνίας πάλη και τα αλλεπάλληλα
|
||
αψίματα και σβυσίματα του κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι της
|
||
πρωίας ή της εξαντλήσεως της θήκης των πυρείων. Ουδεμίαν γνωρίζω
|
||
κατάστασιν οδυνηροτέραν της νυσταλέας ταύτης αγρυπνίας, αν τύχη
|
||
μάλιστα να επιδεινώσωσι ταύτην δαγκάματα σκνιπών και κωνώπων. Εις
|
||
ταύτα προστίθενται πολλάκις και τα κέντρα της συνειδήσεως, κατά
|
||
τας τοιαύτας προ πάντων ώρας ελεγχούσης ημάς, δι' όσα έτυχε να
|
||
πράξωμεν κατά το διάστημα του βίου μας ανόητα ή κακά έργα. Το
|
||
τελευταίον τούτο έκλινα να υποθέσω ιδιαιτέραν μου ψυχοπάθειαν,
|
||
μέχρις ου έτυχε ν' ανεύρω εις την Φιλοσοφίαν του Ασυνειδήτου του
|
||
Έδ. Χάρτμαν ακριβή του ικανώς, ως φαίνεται, συνήθους τούτου
|
||
φαινομένου περιγραφήν. Το κυρίως χαρακτηρίζον την ψυχικήν ταύτην
|
||
διάθεσιν είνε ότι βλέπομεν τα πράγματα ως διά μεγεθυντικού φακού,
|
||
θεωρούντες άξια να ζυγισθώσιν εις την πλάστιγγα της τελευταίας
|
||
κρίσεως παραπτώματα, εις τα οποία θα ηρκείτο ο παπάς να επιβάλη ως
|
||
επιτίμιον είκοσι μετάνοιες και τριήμερον αποχήν από οίνου και
|
||
ελαίου, ως εκανόνισε την εξής ιδικήν μου αμαρτίαν.
|
||
|
||
Ο ήλιος εμεσουράνει κάθετος επί της κεφαλής, ενώ ανηρχόμην μετά
|
||
ομηλίκου δωδεκαετούς συμμαθητού μου τον ανήφορον τον άγοντα εις
|
||
γείτονα της Ερμουπόλεως εξοχήν καλουμένην Πισκοπιά, ή σχολαστικώς
|
||
Επισκοπείον. Ως πάντες γνωρίζουσι τα βουνά της Σύρου είνε
|
||
γυμνότερα του Αδάμ, το χόρτον είνε τελείως άγνωστον και η
|
||
βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινός το φθινόπωρον
|
||
φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας.
|
||
|
||
Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ' εκείνος
|
||
ψωραλέος όνος, σύρων επιπόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί
|
||
είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής. Το
|
||
πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον
|
||
είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε
|
||
έσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν.
|
||
|
||
Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς,
|
||
από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μεχρι της εγγιζούσης
|
||
κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του
|
||
καμάτου. Ο πυρακτωμένος κονιορτός έκαιεν ως θερμή στάκτη τας
|
||
πτέρνας των ποδών μας, ενώ ετύφλωνε τους οφθαλμούς μας των λευκών
|
||
βράχων η ακτινοβολία. Παντός είδους μύγαι εβόμβουν περί την
|
||
κεφαλήν μας και αι ακρίδες επερίμεναν σχεδόν να τας πατήσωμεν, διά
|
||
να τιναχθώσι δι' ενός πηδήματος εις μακράν απόστασιν, ανοίγουσαι
|
||
ως ριπίδιον τα κόκκινα ή γαλανά των πτερά.
|
||
|
||
Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την
|
||
επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς
|
||
προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ' αυτών βαρέλιον
|
||
εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως
|
||
μεθυσμένος βρακάς.
|
||
|
||
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μου ενεφύσησεν
|
||
ιδέαν, ήτις μ' έκαμε να γελάσω.
|
||
|
||
— Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου,
|
||
δεικνύων διά του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας·
|
||
δεν θα ήτο νόστιμον ν' ανοίξωμεν την βρύσιν;
|
||
|
||
Η ιδέα μου τόσον του ήρεσε, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση
|
||
την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το
|
||
βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με
|
||
κυττάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το
|
||
νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους
|
||
ατραπού.
|
||
|
||
Περιττόν να είπω ότι ευθύς μετά το πραξικόπημα ευρέθη και πάλιν
|
||
πλησίον μου ο Γιαννακός, ή ότι οι τέσσαρες πόδες μας ήσαν έτοιμοι
|
||
εις φυγήν. Κατεσκοπεύαμεν την γραίαν, ήτις όμως δεν εστράφη, διά
|
||
τον λόγον ότι ήτο βαρύκους η δυστυχής.
|
||
|
||
Εφ' όσον εξηκολούθει η χύσις, το βήμα του όνου απέβαινε ταχύτερον
|
||
το κενωθέν βαρέλι αντί να βαρυταλαντεύεται ως μεθυσμένος, εχόρευεν
|
||
ευθύμως κατά τας ανωμαλίας της οδού μεταξύ των δύο τροχών, οίτινες
|
||
ανακουφισθέντες κ' εκείνοι από το υπερβολικόν βάρος έπαυσαν να
|
||
τρίζωσιν απαισίως. Μετ' ολίγον αντί να σύρεται ο όνος υπό της
|
||
γραίας, ήρχισε να σύρη εκείνος την γραίαν. Τούτο ήτο τόσον
|
||
ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε
|
||
συμβή. Εσταμάτησε, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και
|
||
είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι
|
||
ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού. Τότε μόνον
|
||
έστρεψε την κεφαλήν και μάς είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπον
|
||
της. Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια
|
||
της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και
|
||
πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη·
|
||
αδύνατον όμως είνε να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος
|
||
αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθεν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το
|
||
βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν. Τον Γιαννακόν έτυχε να
|
||
επανίδω εις την Αίγυπτον μετά είκοσιν όλα έτη και ουδ' εκείνος το
|
||
είχε λησμονήση.
|
||
|
||
(«Ποικίλη Στοά» 1898).
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΟΥ
|
||
|
||
|
||
Πώς έτυχε προ πολλών ήδη ετών να ενδιαφέρωμαι δι' ένα τάφον του
|
||
παρά την Βάθειαν κοιμητηρίου, τούτο δεν ενδιαφέρει ποσώς τον
|
||
αναγνώστην. Προς αποφυγήν μόνον πάσης υποψίας ότι πρόκειται περί
|
||
αισθηματικής τινος γλυκαναλατίας, δεν θεωρώ περιττόν να προσθέσω,
|
||
ότι δεν αναπαύεται υπ' αυτόν Μαρίκα τις, Ελένη ή Περσεφόνη, αλλά
|
||
καλός άνθρωπος ονομαζόμενος Αντώνης. Τούτον μετέβαινα ενίοτε να
|
||
επισκεφθώ, όχι μόνον διότι με είχεν αφήση καλάς αναμνήσεις, αλλά
|
||
και διότι με ήρεσκεν ο περίπατος εκείνος, Πλην της πεδιάδος της
|
||
Βάθειας δεν πιστεύω να υπάρχη άλλο μέρος εις τας Αθήνας, το οποίον
|
||
να προξενή εις τον θεατήν την εντύπωσιν της ευρυχωρίας. Το
|
||
Στάδιον, η συνοικία Ραγκαβά, το Βατραχονήσι και οι πρόποδες του
|
||
Λυκαβηττού είνε βεβαίως γραφικώτατοι. Το μόνον της εικόνος
|
||
ελάττωμα είνε η υπερβολική συσσώρευσις και ποικιλία των
|
||
προκειμένων εις θαυμασμόν. Πάρα πολλοί λοφίσκοι, βράχοι, φάραγγες,
|
||
χαράδραι, στήλαι, στέγαι, βυζαντινοί θόλοι και παντοία άλλα
|
||
πράγματα, σπανίως επιτρέποντα εις τον οφθαλμόν να διακρίνη πού
|
||
σμίγει το στερέωμα μετά της γης, ή τουλάχιστον να αναπαυθή επί
|
||
κάπως ομαλής επιφανείας. Εφάμιλλος της ανωμαλίας του οχήματος είνε
|
||
και των χρωμάτων η ποικιλία, το λευκόφαιον του κονιορτού, το
|
||
σιτόχρουν των αρχαίων μαρμάρων, η ώχρα του ηλιοκαούς φόρτου, ο
|
||
σπινθηρίζων υδράργυρος της θαλάσσης και αραιαί τινες πράσιναι
|
||
κηλίδες, εσπαρμέναι με φειδωλίαν Εξηνταβελώνη. Εις ταύτα πρέπει να
|
||
προστεθή, όταν κλίνη ο ήλιος προς την δύσιν, και τις εις τον
|
||
ουρανόν κατάχρηοις χρυσού, πορφύρας, σαπφείρων και αμεθύστων. Όλα
|
||
είνε βεβαίως εύμορφα, αλλά και ενθυμίζουσι κάπως την παρδαλήν
|
||
στιλπνότητα της προθήκης τον Μάϋφαρτ, πριν αμαυρώση τα χρώματά της
|
||
της δεκαετούς διαλύσεως η αγωνία.
|
||
|
||
Όλως διάφορος είνε η όψις της Βάθειας, όπου ουδέν υπάρχει το
|
||
δυνάμενον να θαμβώση την δράσιν, αλλ' ούτε να την κουράση. Κρίνων
|
||
εκ του ονόματος και της χαμηλότητος αυτής θα έκλινε να την υποθέση
|
||
τις ως είδος τι χωνίου, ενώ μόνον εκεί δύναται να εντρυφήση εις
|
||
άφρακτον ορίζοντα του Αθηναίου ο οφθαλμός. Η πεδιάς εκτείνεται
|
||
ομαλή μέχρι της ωχράς χλόης του Ελαιώνος· η διατέμνουσα αυτήν
|
||
μακρά δενδροστοιχία και οι εσπαρμένοι εις μεγάλας απ' αλλήλων
|
||
αποστάσεις χαμηλοί οικίσκοι συντελούσιν εις το να καταστήσωσι την
|
||
εντύπωσιν της εκτάσεως έτι μάλλον επιβλητικήν. Αν δε τύχη να είνε
|
||
η ημέρα φθινοπωρινή, ο ουρανός μολυβδόχρους, να σείη υγρός άνεμος
|
||
τα καλάμια, να παίζουν πάπιαι εις λίμνας σχηματισθείσας υπό
|
||
προσφάτου βροχής και να παρελαύνουν επί της βορβορώδους λεωφόρου
|
||
κοπάδια γάλλων και αμάξια μούστου και σανού, δεν χρειάζεται τότε
|
||
μεγάλη δύναμις φαντασίας διά να υποθέση τις ότι κατώρθωσε δι' ενός
|
||
πηδήματος να μετοικήση από την οδόν Αγίου Κωνσταντίνου εις
|
||
χωράφιον της Βλαχίας. Οι δε κλίνοντες να θεωρήσωσιν υπερβολικήν
|
||
την αγάπην μου προς τα ομαλά επίπεδα, τα σύννεφα, τα νερομαζώματα,
|
||
την πάχνην και την υγρασίαν, είνε ελεύθεροι να με παρομοιάσωσι με
|
||
τους αχαρίστους εκείνους Εβραίους, οίτινες, αηδιάσαντες το
|
||
επιούσιον μάννα και τα καθημερινά ορτύκια, κατήντησαν ν' αναζητώσι
|
||
τα πράσα και τα σκόρδα της Αιγύπτου.
|
||
|
||
Ουχί ολιγώτερον της τοποθεσίας αγροτική είνε και του νεκροταφείου
|
||
η όψις. Προ της εισόδου κάθηνται εις μικράν τράπεζαν δύο εύθυμοι
|
||
παπάδες συμπίνοντες μετά χωρικών και καραγωγέων ρητινίτην
|
||
παρεχόμενον υπό δύο γειτονικών οινοπωλείων, τα οποία ωνόμασαν
|
||
προσφυέστατα οι ιδιοκτήται αυτών το μεν «Ανάπαυσις» και το άλλο
|
||
«Ματαιότης». Ευθύς δ' άμα υπερβή την πύλην, ευρίσκεται ο
|
||
επισκέπτης προ μαύρου πίνακος φέροντος την επιγραφήν «Απαγορεύεται
|
||
εις τους σκύλους να εισέρχωνται, επίσης και να κόπτουν άνθη», της
|
||
οποίας η χρησιμότης φαίνεται κάπως αμφίβολος, εκτός αν υποτεθή,
|
||
ότι ξεύρουν οι σκύλοι της Βάθειας ανάγνωσιν ή συνειθίζουν να
|
||
κόπτουν άνθη. Μετά τινα βήματα εισέρχεται εις περιτειχισμένον
|
||
αγρόν, ολίγον διαφέροντα των γειτονικών ατειχίστων. Εξαιρουμένων
|
||
τω όντι ευαρίθμων τινών παρά την εκκλησίαν, ούτε στήλας βλέπεις
|
||
ούτε πυραμίδας, ούτε προτομάς, ουδ' άλλο εξέχον σύμβολον αιωνίου
|
||
ύπνου. Και αυτή η βλάστησις ουδέν έχει το αποκλειστικώς νεκρικόν.
|
||
Πολύ περισσότεραι πεύκαι και ακακίαι παρά κυπάρισσοι και ιτέαι και
|
||
κατά γης χαμόμηλα, αγκάθια και ανεμώναι. Η εντύπωσις αγρού είνε
|
||
τοιαύτη, ώστε εις γωνίαν τινά, όπου είχαν γίνη ανασκαφαί, εξέλαβα
|
||
μακρόθεν ως πεπόνια δύο η τρία λευκάζοντα μεταξύ του χόρτου
|
||
κρανία. Ουδέ πιέζουσι βαρείαι πλάκες τα στήθη των νεκρών. Οι
|
||
πλείστοι των τάφων είνε απλά κηπάρια, φυτευμένα με κόκκινα
|
||
γεράνια, κόκκινες περιπλοκάδες και κόκκινες δενδρομολόχες.
|
||
|
||
Το δε όνομα και αι αρεταί του υπ' αυτάς αναπαυομένου αναγράφονται
|
||
επί του υπερκειμένου σταυρού ή, αν τύχη η ανύμνησις αυτών πολλά
|
||
μακρά, επί φύλλου χάρτου τοποθετημένου εντός ξυλίνης θήκης,
|
||
όπισθεν υαλίου ή σιδηρού πλέγματος, ως δηλοποίησις πλειστηριασμού.
|
||
Πλην του εντύπου ή χειρογράφου επιταφίου περιέχονται εις τας θήκας
|
||
ταύτας τεχνητά άνθη, κορδέλλαι, φακιόλια, πλεξίδες και πολλάκις η
|
||
φωτογραφία του μακαρίτου ή της μακαρίτριας, ζωντανής ή
|
||
αποθαμμένης. Τα ενθυμήματα ταύτα καθιστά έτι συγκινητικώτερα η
|
||
νεαρά ως επί το πολύ ηλικία της καταλιπούσης αυτά. Εις ουδεμίαν τω
|
||
όντι άλλην ηλικίαν φαίνεται αναπτυσσόμενος τόσον πρωίμως ο πόθος
|
||
της αιωνίου αναπαύσεως. Τούτο δεν ηδυνάμεθα να το εννοήσωμεν πώς
|
||
συμβαίνει, μέχρις ού ευηρεστήθη να μάς το εξήγηση ο κ.
|
||
Χατζημιχάλης, τον οποίον ηυτυχήσαμεν ημέραν τινά να συναντήσωμεν
|
||
εκεί πλησίον, επισκεπτόμενον τους ασθενείς του. Το πλήθος των
|
||
προώρων θανάτων πρέπει ν' αποδοθή εις το ότι έκτακτος και δι'
|
||
αυτάς τας Αθήνας εινε της συνοικίας εκείνης η ρυπαρότης και
|
||
πνιγηρότεραι αι αναθυμιάσεις. Διά να πεισθή τις περί τούτου, αρκεί
|
||
να περιέλθη επί τέταρτον της ώρας τας οδούς αυτής υπερπηδών
|
||
βούρκους και κοπρώνας, και εισερχόμενος έπειτα εις το νεκροταφείον
|
||
ν' ανάγνωση επί μακράς σειράς σταυρών: Μαρία Μάρκου, ετών δεκοκτώ—
|
||
Χαρίκλεια Μάρκου, ετών δεκαέξ—Αναστασία Πόγγα, ετών δεκαέξ—Μαριγώ
|
||
Φλάμπουρα, ετών δεκαεννέα.—Ευτυχία Λύκου, ετών δεκαπέντε και ούτω
|
||
καθ' εξής. Εξαιρετικώς ανθηρόν είνε του Χάρωνος της Βάθειας το
|
||
χαρέμι! Εις τούτο πρέπει πιθανώς ν' αποδοθή το οξύτερον άλγος των
|
||
πενθούντων και ο ελεγειακός οίστρος των επιγραφών. Αι πλείσται
|
||
τούτων είνε έμμετροι και τόσον μακραί, ώστε μόνον απεσπασμένας
|
||
στροφάς δυνάμεθα προς εκτίμησιν αυτών να παραθέσωμεν·
|
||
|
||
«Εδώ κοιμάται η σύζυγος μου, η πολυγαπημένη,
|
||
Με στεναγμούς και οδυρμούς μας έφυγε η καϋμένη.
|
||
Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν
|
||
Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν».
|
||
|
||
Και ολίγον κατωτέρω·
|
||
|
||
«Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις,
|
||
Και τ' όνομα της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις,
|
||
Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα,
|
||
Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».
|
||
|
||
Άξιον ομως σημειώσεως εινε ότι επί του τάφου τούτου δεν βλέπει τις
|
||
καμμίαν ούτε μαύρην ουτε άσπρην πλάκα, αλλ' αυτή είνε, ως και
|
||
πλείσται των άλλων πλακών, ποιητική μεταφορά.
|
||
|
||
Προς αριστεράν του ανωτέρω δύναται τις ν' αναγνώση υπό υάλινον
|
||
πίνακα έντυπον επιτάφιον άλλης πολυκλαύστου Ελένης αποτελούμενον
|
||
εκ δέκα όλων στροφών, οίαι αι κατωτέρω·
|
||
|
||
«Η φιλτάτη μας Ελένη
|
||
Απ' τα σπλάγχνα της μητρός της
|
||
Έφυγε και πάει σ'τον Άδη
|
||
Ετυφλώθηκε το φως της.
|
||
|
||
Με τα εύμορφά της κάλλη
|
||
Εις τον Άδη καταβαίνει
|
||
Κι' ο λαμπρός της χαρακτήρας
|
||
Πάσας νέας υπερβαίνει, κτλ»
|
||
|
||
Περισσότερον όμως ήρεσεν εις ημάς το εξής·
|
||
|
||
«Όποιος δάκρυ χύση εις το μαύρο τούτο χώμα
|
||
θα λούση βέργα λεμονιά με τ' άνθη στολισμένη
|
||
Και μια ψυχή αγγελική μέσα στη γη κρυμμένη».
|
||
|
||
Αλλεπάλληλοι αποδημίαι και άλλαι φροντίδες μ' έκαμαν ν' αμελήσω
|
||
και σχεδόν να λησμονήσω επί πολλά έτη τον Αντώνην. Όταν και πάλιν
|
||
τον ενθυμήθην, επόμενον ήτο να εύρω το άσυλον αύτού κάπως
|
||
παρηλλαγμένον. Αι κυπάρισσοι είχον μεγαλώση, ο πληθυσμός των
|
||
νεκρών ήτο τετραπλάσιος και οι σταυροί τόσον πυκνοί, ώστε ολίγος
|
||
απέμενε τόπος εις τα χαμόμηλα και τας ακάνθας. Εις ταύτα πρέπει με
|
||
βαρείαν συνείδησιν να προσθέσω, ότι κατά το διάστημα της μακράς
|
||
εγκαταλείψεως ο τάφος του φίλου μου είχεν ερημωθή τελείως. Τα
|
||
ξύλινα κάγκελλα έκειντο κατά γης, αι γάστραι ήσαν ανεστραμμένοι
|
||
και ουδ' ίχνος απέμενεν επιγραφής επί του μαύρου σταυρού, τον
|
||
οποίον είχε μεταβάλλη εις κόκκινον η σκωρία. Εζήτησα τον γέροντα
|
||
νεκροθάπτην προς διόρθωσιν της αταξίας, αλλ' ως έμαθα από την
|
||
λιβανίζουσαν γειτονικόν τάφον μαυροφόραν, ούτος είχε κατατεθή προ
|
||
ετών εκεί οπού κατέθετε πριν τους άλλους. Υπήρχεν όμως διάδοχος
|
||
αυτού, του οποίου μ' έδειξε την κεφαλήν προβάλλουσαν κατά την
|
||
στιγμήν εκείνην εκ του υπογείου της οστεοθήκης. Μετά την κεφαλήν
|
||
εφάνη ο κορμός και έπειτα αι μακραί κνήμαι, των οποίων ήρκεσαν
|
||
ολίγοι διασκελισμοί να μεταφέρωσι πλησίον μου τον κάτοχον αυτών.
|
||
Εις τούτον έσπευσα να εξηγήσω ότι επεθύμουν να περιφράξη και να
|
||
περιποιηθή, επί δικαία αμοιβή, του φίλου μου το μνήμα. Ενώ όμως
|
||
ωμίλουν και αφού ακόμη ετελείωσα, δεν έπαυεν ο νεκροθάπτης να με
|
||
παρατηρή από κορυφής μέχρι ποδών, μετ' επιμονής την οποίαν δεν
|
||
ηδυνάμην να εννοήσω, αφού ουδέν βεβαίως έχει το εξαιρετικώς
|
||
περίεργον ή αξιοθέατον το υποκείμενόν μου. Η απορία μου ηύξησεν
|
||
έτι μάλλον, όταν αίφνης με ηρώτησε με πολλήν οικειότητα·
|
||
|
||
— Δε με θυμάσαι;
|
||
|
||
Εκύτταξα τότε αυτόν με περισσοτέραν προσοχήν και δεν τον ευρήκα
|
||
εύμορφον. Υψηλός ως οβελίσκος, ξηρός ως μούμια, ηλιοκαής ως
|
||
Βεδουίνος, με κνήμας ως καλάμια και λαιμόν καμήλου, μου υπενθύμιζε
|
||
τους απαισίους εκείνους Άραβας ασκητάς, των οποίων η αιφνιδία
|
||
συνάντησις μ' έκαμε πολλάκις ν' ανατριχιάσω εις τας στενωπούς του
|
||
Καΐρου. Εφ' όσον όμως εξηκολούθουν να τον παρατηρώ, ελάμβαναν αι
|
||
αναμνήσεις μου αλλοίαν τροπήν και από την χώραν των Φαραώ με
|
||
μετέφεραν εις φαιδράν νήσον του Αιγαίου. Αντί κίτρινου ποταμού
|
||
έβλεπα ύδατα γαλανά· αντί μιναρέδων, φοινίκων και καμήλων,
|
||
αμπέλους, ρωδιάς, αίγας, όρνιθας και χοίρους, και πολύ μάλλον παρά
|
||
με Δερβίσην του Καΐρου, εύρισκα ότι ομοιάζει ο ηρειπωμένος εκείνος
|
||
νεκροθάπτης με το φάντασμα ανθρώπου, τον οποίον είχα γνωρίση προ
|
||
χρόνων πολλών ακμαίον εις την Σύρον, με σάρκα υπό το δέρμα, με
|
||
οδόντας εις το στόμα, με μύστακα ανωρθωμένον, με λάζον εις την
|
||
ζώνην και πολλάκις γαρούφαλον εις εις το αυτίον. Η αναπαράστασις
|
||
αύτη συνεδέετο με φαιδράς εκδρομάς εις την Δελαγράτσιαν, με λουτρά
|
||
εις θάλασσαν χλιαράν και εύθυμα έπειτα προγεύματα εις γειτονικόν
|
||
κήπον με ψάρια τηγανητά, νεόκοπα σύκα, χλωρόν τυρίον και εύμορφον
|
||
οικοκυράν προσφέρουσαν πάντα ταύτα. Τα λουτρά, ο κήπος, η
|
||
οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε
|
||
εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην
|
||
να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο·
|
||
|
||
— Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου.
|
||
|
||
— Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του.
|
||
|
||
— Και πώς κατήντησες εδώ;
|
||
|
||
Αντί ν' απαντήση έσφυξε τους γρόνθους του ψιθυρίζων «Ανάθεμα εις
|
||
την πολιτικήν».
|
||
|
||
Καθώς όλοι οι κακότυχοι, είχε κ' εκείνος μεγάλην όρεξιν να μου
|
||
διηγηθή την θλιβεράν του ιστορίαν. Αλλ' είχεν ήδη νυκτώση, ο
|
||
καιρός ήτον άσχημος και εκατοίκουν μακράν. Ητοιμαζόμην να τον
|
||
αποχαιρετήσω αναβάλλων εις την προσεχή μου επίσκεψιν την ακρόασιν
|
||
των παραπόνων του κατά της πολιτικής, όταν η προ πολλού υπεράνω
|
||
της κεφαλής μας αιωρούμενη βροχή ήρχισε να καταπίπτη ραγδαία. Μου
|
||
επρόσφερε τότε άσυλον εις το παράπλευρον του εκκλησιδίου παράπηγμα
|
||
και με παρεκάλεσε να του προσφέρω ολίγον ρετσινάδον ως
|
||
προφυλακτικόν κατά της υγρασίας. Το ολίγον ρετσινάδον ήτο μία όλη
|
||
οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «η
|
||
Ματαιότης» ήλθε να καταθέση επί χωλής τραπέζης με δυο ποτήρια και
|
||
δρακιάν μαύρων ελαιών. Πλην της χωλής τραπέζης, υπήρχαν εκεί και
|
||
δύο χωλά σκαμνία• το σκότος όμως ήτο ψηλαφητόν, μέχρις ου άναψεν ο
|
||
φιλοξενών με μικρόν οκτάγωνον φανάριον έχον σχήμα θυμιατηρίου και
|
||
υπεξαιρεθέν πιθανώς έκ τινος απροστατεύτου τάφου.
|
||
|
||
Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμος μου
|
||
θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος
|
||
ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος
|
||
νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω
|
||
κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας. Ο άνθρωπος εκείνος μου ενθύμιζε
|
||
τας φαιδροτάτας της πρώτης μου νεότητος ημέρας και ουδέποτε
|
||
κάλλιον κατενόησα την αλήθειαν του πολυκρότου στίχου του Δάντη•
|
||
|
||
Nessum maggior dolore
|
||
Che ricordarsi del tempo felice
|
||
Nella miseria.
|
||
|
||
Αληθές είνε ότι άλλος ένδοξος ποιητής ισχυρίσθη ακριβώς
|
||
τουναντίον, κηρύττων τας ευτυχείς αναμνήσεις αναφαίρετον
|
||
παρηγορίαν· κατά την ώραν όμως εκείνην τα πάντα συνώμνυον να με
|
||
κάμουν να πιστεύσω, ότι δεν ηξεύρει τί λέγει. Εκρύωνα,
|
||
εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων
|
||
της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η
|
||
ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και
|
||
κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα
|
||
ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται.
|
||
|
||
— Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;
|
||
|
||
— Διατί λέγεις ήτανε; Μήπως απέθανε;
|
||
|
||
— Ζη ακόμη, μόνον ασχήμισε, ενώ τότες ήρχουνταν από μακριά οι
|
||
Συριανοί και συ μαζύ με τους άλλους, να κάμετε πρόγευμα εις το
|
||
περιβόλι μου πολύ περισσότερο για τα ώμορφά της μάτια παρά για τα
|
||
δικά μου ψάρια. Δεν εζούλευα, γιατί την ήξευρα φρόνιμη και πως
|
||
χάνετε τον καιρό σας. Το μόνο της ελάττωμα, που πταίω κ'εγώ σ'
|
||
αυτό, ήταν πώς έκαμνε πολλά παιδιά. Ένα το χρόνο οκτώ χρόνια
|
||
αραδειαστά και γυόμελα την ύστερη φορά. Και όσα περισσότερα έκαμνε
|
||
τόσον εχαλούσεν η όψη της και το κορμί της και λιγοστεύανε όσοι
|
||
ήρχουνταν να την καμαρώνουν και να καλοπλερώνουν τ' αυγά, τα
|
||
μαρούλια, τα σύκα και το τυρί μας. Άλλο κακό ήταν πού ήρχισαν να
|
||
ολιγοστεύουν τα ψάρια, αφού κατάντησαν στη Σύρα οι ψαράδες όσοι
|
||
σχεδόν και οι δικηγόροι. Εσυλλογούμουν και την πρώτη μου κόρη που
|
||
εμεγάλωνε και έπρεπε να της ετοιμάσω προίκα. Ενώ είχα αυτήν την
|
||
συλλογή, έτυχε να γείνουν εκλογές και να έλθη να ζητήση τους
|
||
ψήφους μας ένας Αθηναίος συνταγματάρχης, που είχε κάμη πολλά
|
||
χρόνια εις τη Σύρα νομομηχανικός. Ευγήκε σε περιοδεία εις τα
|
||
χωριά, και ένα πρωί εξεφύτρωσε με δυο φίλους του εις το περιβόλι
|
||
μου. Θυμάσαι που τότε ήμουνα λεβέντης. Η κόψη του λάζου μου και οι
|
||
γρόθοι μου ήταν φημισμένοι σ' όλο το βουνό, και μια μέρα εσήκωσα
|
||
για στοίχημα μια γαϊδούρα γκαστρωμένη.
|
||
|
||
Είχαμε και πολλούς συγγενείς εις τα χωριά, και το γέρο Σαλλούστρο,
|
||
το μεγάλο ταμπάκη, που τον έσερνεν η γυναίκα του από την μύτη. Όλ'
|
||
αυτά ημπορούσαν να χρησιμέψουν. Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και
|
||
γλυκά λόγια μου επρότεινεν ο υποψήφιος να γείνω κομματάρχης του
|
||
και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ' έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι
|
||
ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε
|
||
τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το
|
||
γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ' έκαμναν να
|
||
βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια. Ερρίχτηκα λοιπόν
|
||
κατάμουτρα εις τον «εκλογικόν αγώνα» , καθώς τον έλεγε, εγώ και
|
||
όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικόν κέντρον και
|
||
από το πρωί ως το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω
|
||
φωτογραφίες, προγράμματα, υπόσχεσες, και όπου ήταν ανάγκη και
|
||
γροθιές. Η γυναίκα μου εμοίραζε και εκείνη φέτες καρπούζι, γλυκά
|
||
λόγια και γλυκές ματιές. Ενα βράδυ ήλθεν η καϋμένη με πολλή της
|
||
ντροπή να μου ξομολογηθή πώς για να πάρη μαζύ μας ένα αντίθετο
|
||
κομματάρχη αναγκάστηκε να τον αφίση να την φιλήση και να του
|
||
υποσχεθή στα ψέμματα κάτι παραπάνω. Τόσος ήταν ο φανατισμός μου,
|
||
που της το συγχώρεσα και αυτό, με τη συμφωνία να μην το ξανακάμη,
|
||
και με τον κρυφό σκοπό να σπάσω τα κόκκαλα τον μασκαρά άμα
|
||
τελείωναν η εκλογές.
|
||
|
||
Εις τη δεύτερη περιοδεία εχάλασεν ο καιρός και έμεινεν ο
|
||
συνταγματάρχης να τον φιλοξενήσω. Αφού τον εκαλοτάγισα, με ηρώτησε
|
||
διά τα ιδιαίτερά μου και... του είπα πως το περιβόλι δίδει μικρό
|
||
εισόδημα και το κέρδος των ψαριών το τρώγει το διάφορο τον χρέους
|
||
για τις δυο βάρκες. Τότε μ' εσυμβούλεψε να πουλήσω αμπέλια και
|
||
βάρκες και ν'αγοράσω κάτις μετοχές της Πελοποννήσου που επουλούσε
|
||
εις το Χρηματιστήριον ο ανταποκριτής ενός κάποιου Γούστα από την
|
||
Αθήνα. Απ' αυτές θα έπερνα διάφορο δέκα τα εκατό, θα είχα και τη
|
||
θέσι μου και θα επάντρευα την κόρη μου μ' ένα επιλοχία που είχε
|
||
κ'εκείνος το δικό τον. Αυτά μου ετσαμπούνιζεν ο καλοθελητής μου,
|
||
που ανάθεμα το σύννεφον που μου τον εξέρασε στο πτωχικό μου.
|
||
|
||
Έγειναν τέλος πάντων η εκλογές και επέτυχεν ο δικός μας,
|
||
τελευταίος όμως και μόνον μ' εννηά ψήφους παραπάνω απ'εκείνον που
|
||
ήρχουνταν κατόπιν του....
|
||
|
||
— Τον επιλαχόντα.
|
||
|
||
— Καθώς τον λες. Ημπορώ λοιπόν να πω χωρίς να καυχηθώ, πώς αν
|
||
έλειπαν οι δικοί μου, αυτός θα ήτο ο επιλαχών. Την ημέραν που
|
||
επήγα να τον αποχαιρετήσω ευρήκα εκεί πολύ κόσμο, αγροφύλακες,
|
||
δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζήδες, διάκους, καντηλανάφτες,
|
||
σκουπιδοξύστες, και αυτόν ακόμη τον μπόγια των σκυλιών.
|
||
|
||
Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ' εσημείωνε τα ονόματα και
|
||
τί ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρτεν η δική μου σειρά μου είπεν ότι
|
||
δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με
|
||
βολέψη καλλίτερα εις τας Αθήνας. Εγώ θα προτιμούσα τη Σύρρα, όπου
|
||
με ήξεραν όλοι, μ' εθάμπωνεν όμως η ανωτέρα θέσι και τα γαλόνια
|
||
του λοχία. Από την άλλη μέρα ήρχισα να τρέχω για να ξεκάμω το
|
||
κτήμα, τ' ορνιθαριό, τα γίδια και τα γουρούνια μου. Εχρειάσηκεν
|
||
όμως ένας μήνας για να εύρω μουστερήδες, γιατί τότες ήθελαν όλοι
|
||
χαρτιά και κανένας δεν εγύριζε να δη χωράφια. Εξεκαθάρισα τέλος
|
||
πάντων οκτώ χιλιάδες δραχμάς, επαράλαβα τους τριάντα σιδηροδρόμους
|
||
που μ' έκαμεν ο βουλευτής ν' αγοράσω για το τέλος τον μηνός, και
|
||
την άλλη μέρα εφόρτωσα από νωρίς εις το βαπόρι τη γυναίκα και να
|
||
επτά παιδιά—τα γυόμελα είχαν πεθάνει μικρά και έπειτα εβγήκα πάλιν
|
||
έξω να ξεκαθαρίσω ένα τελευταίο λογαριασμό που'μ' απόμενε στη
|
||
Σύρα. Ετρεξα ν' αποτειχωθώ με μια χονδρή μαγκούρα πίσω από ένα
|
||
φράκτη κοντά εις το καφφενεδάκι της Άμμου, που επήγαινε κάθε βράδυ
|
||
να παίξη τάβλι ο αχρείος πού εφίλησε τη γυναίκα μου και, όταν τον
|
||
είδα να έρχεται, εξετρύπωσα σα φάντασμα, του έσφιξα το λαρύγγι διά
|
||
να μη μπορη να γκαρίση και του πασάλειψα ένα ξύλο, που θα το
|
||
θυμάται ακόμα.
|
||
|
||
Το άλλο πρωι ήμαστε εις την Αθήνα. Εβόλεψα τους δικούς μου σ' ένα
|
||
μικρό ξενοδοχείο κ' έτρεξα να εύρω το βουλευτή. Ύστερα από την
|
||
τόση αγάπη της Σύρας επερίμενα πώς θα με φιλήση. Μα εις την Αθήνα
|
||
είχε γίνη σοβαρός. Μου είπεν ότι «η θέσις των υπουργικών βουλευτών
|
||
είνε δύσκολος διά το πλήθος των απαιτήσεων», θα προσπαθήση όμως να
|
||
μου εύρη μίαν μικράν θέσιν καί να περάσω μετά οκτώ μέρες. Αυτά
|
||
ξερά-ξερά, και ούτε ένα κάθισε, ούτε ένα τσιγάρο, ούτε τί κάμνει η
|
||
γυναίκα σου, ούτε ένα λόγο για την υποτροφία του γυιού μου ή της
|
||
κόρης μου το λοχία. Ήθελα να μείνω λιγάκι με την ελπίδα πώς θα τα
|
||
θυμηθή, είχεν όμως πολλήν εργασίαν. Τον αποχαιρέτησα με βαρεία
|
||
καρδιά και ξαναπήγα με οκτώ μέρες. Μου είπαν πώς ήτανε εις τη
|
||
Βουλή, την άλλη μέρα εις τη στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν
|
||
ξεύρω που. Τρεις όλαις εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι
|
||
του και μόνο δυο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να
|
||
του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πώς φροντίζει και να
|
||
έχω υπομονή. Πώς όμως μπορούσα να έχω υπομονή, ενώ είχα επτά
|
||
παιδιά να ταγίσω; Εις το βρωμόχανο όπου εκονεύαμεν μούχλα,
|
||
στενοχώρια, κορέοι, φαγί με ξύγκι και έξοδα δέκα δραχμάς την
|
||
ημέρα. Η αλήθεια είνε ότι ήμαστε και εννέα ανομάτοι, όλοι με γερά
|
||
δόντια. Επέρασαν άλλες δέκα πέντε μέρες χωρίς τίποτις να γίνη. Τα
|
||
λίγα μου χρήματα ετελείωσαν καί είχα και χρέος εις το ξενοδοχείον.
|
||
Η μεγαλείτερη όμως σκάση μου ήταν όταν έβλεπα εις τες εφημερίδες,
|
||
πως οι άλλοι Συριανοί κομματάρχες είχαν όλοι διορισθή άλλος
|
||
αστυνόμος, άλλος εισπράκτορας, άλλος ζυγιστής εις το τελωνείο και
|
||
ο μασκαράς που έδειρα, τροφοδότης εις το Λαζαρέτο. Μόνον η δική
|
||
μου σειρά δεν ημπορούσε να έλθη.
|
||
|
||
Τούτο μου το εξήγησεν ένα πρωί ο ξενοδόχος. «Εκείνους, μου είπε,
|
||
που μένουν εις την Σύρα, τους έχει ανάγκη για την επιρροήν του,
|
||
ενώ συ εδώ τί καλό ή κακό μπορείς να του κάμης, έρημος σε ξένο
|
||
τόπο; Πολύ φοβούμαι πώς σε περιπαίζει». Όταν το ήκουσα το αίμα μου
|
||
ήρχισε να βράζη και έτρεξα εις του βουλευτή με την απόφασιν να του
|
||
ομιλήσω παλληκαρίσσια, να του πω πως δεν μπορώ πλιά να περιμένω,
|
||
γιατί εσώθηκε το χαρτζιλήκι μου και η υπομονή μου. Πηγαίνοντας
|
||
ετοίμαζα το λόγο μου και ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλοπάτια να του τον
|
||
ξεφωνήσω. Ευρήκα το σπήτι άδειο, τα παράθυρα ανοιχτά και μόνον ένα
|
||
αξυπόλητο στρατιώτη, που εσφουγγάριζε τα πατώματα κ' εμιλούσεν
|
||
ελληνικά. Απ' αυτόν έμαθα «ότι ο κ. συνταγματάρχης απεστάλη υπό
|
||
της Βουλής εις την Θεσσαλίαν προς μελέτην των υδραυλικών έργων και
|
||
θα διατρίψη εκεί σε ένα μήνα και περισσότερον». Ένα μήνα! ενώ είχα
|
||
καταντήση να μετρώ εις τα δάκτυλα τες ημέρες ακόμη και τες ώρες!
|
||
Το απόγεμα επούλησα με το ζύγι το ολίγο μας ασημικό, ξεχρώστησα
|
||
τον ξενοδόχο κ' επήγαμε να καθίσωμε σ' ένα χαρβαλωμένο καλύβι που
|
||
νοίκιασα δεκαπέντε δραχμές το μήνα κοντά εις το Αστεροσκοπείο.
|
||
|
||
Μας απόμειναν οι τριάντα σιδηρόδρομοι. Μα αυτούς είχαμε κάμη
|
||
τάξιμον να μη τους αγγίξωμεν, να τους φυλάγαμε για προίκα των
|
||
κορών μας. Έτυχεν όμως ν' αρρωστήση η μεγάλη, και να χρειασθή
|
||
γιατρό, ζουμί, στρώμα, φανέλλα και σκεπάσματα ζεστά.
|
||
Εσυλλογιστήκαμε τότε πως κάλλια πάλι ήτανε να λιγοστέψη η προίκα
|
||
της παρά να την πάρη ο χάρος, ας είναι και χωρίς προίκα. Έβγαλα με
|
||
βαρειά καρδιά τρεις μετοχές από την κασέλα μου να δώσω να τις
|
||
πουλήσουν εις το Χρηματιστήριον.
|
||
|
||
Εμπρός εις την πόρταν ήταν ένας μαυροπίνακας με τις τιμές του
|
||
χαρτιού, και οι σιδηρόδρομοι ήτανε σημειωμένοι δραχμές εκατόν δέκα
|
||
πέντε! Έμεινα ασβολωμένος. Ουτε το μισό της τιμής που τους είχα
|
||
πάρη προ δυο μήνες! Αρώτησα ένα μεσίτη, ελπίζοντας ακόμη πώς μ'
|
||
εγέλασαν τα μάτια μου ή πως είναι στον πίνακα λάθος. «Δεν είνε,
|
||
μου είπε, λάθος, μόνον είνε η χθεσινή των τιμή. Σήμερα έχουν μόνον
|
||
ενενήντα». Ο άνθρωπος με είδε τόσο χλωμό πού μ' ελυπήθηκε και μ'
|
||
επήρε εις το πλαγινό καφφενείο να πιω ένα ρακί. Εκεί μέσα σύχισι
|
||
και βοή πολλή. Άλλοι έλεγαν πώς είνε πανικός και πως θα περάση,
|
||
και άλλοι πως οι σιδερόδρομοι και τ' άλλα χαρτιά του Γούστα δεν
|
||
αξίζουν τίποτε και θα καταντήσουν γρήγορα εις το τίποτις. Τρεις
|
||
όλες εβδομάδες ηρχόμουν πρωί και βράδυ εις το χρηματιστήριο να να
|
||
ιδώ τί τρέχει. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν κουδούνι και προτού να
|
||
σηκώσω τα μάτια εις τον πίνακα έκαμνα το σταυρό μου και έταζα κερί
|
||
εις όλους τους αγίους, να με αξιώσουν να ιδώ σημειωμένη καλλίτερη
|
||
τιμή. Τίποτις όμως δεν ωφελούσεν. Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν
|
||
την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα,
|
||
σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σέ καμμιά
|
||
τιμή. Δε σου λέγω τί νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ
|
||
αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά. Πού όμως τόπος
|
||
για περίπατο εις την τρύπα όπου είμαστε στιβασμένοι ο ένας απάνω
|
||
στον άλλο; Γιά να μην κόψω εις τους δικούς μου τον ύπνο, αφού τους
|
||
ελιγόστεψα το ψωμί, επερίμενα να κοιμηθούν, κ' έπειτα εύγαινα να
|
||
ξεθυμάνω εις τα ερημοτόπια τριγύρω της καλύβας μας.
|
||
|
||
Ήταν Γεννάρης, κι' ούτε κρύο έννοιωνα ούτε βροχή ούτε κούρασι
|
||
καμμιά, αφού εξενύκτιζα εις τα βουνά. Μ' έτρωγεν η ανησυχία του τί
|
||
θα γίνωμεν και η φούρκα, όταν εσυλλογούμουν πώς είκοσι χρόνια
|
||
ξυπνούσα πρι φέξη, με τη ψύχρα και τη φουρτούνα, για να μαζέψω μία
|
||
μία με το ψάρεμμα και το σκάψιμο της λίγες χιλιάδες δραχμές που μ'
|
||
έφαγαν οι αχρείοι σ' ένα μήνα.
|
||
|
||
Μια νύκτα μ' επαραμόνεψεν η γυναίκα μου οπίσω από την πόρτα, κι'
|
||
όταν εγύρισα την αυγή, ήρχισε να με βρίζη πώς παίζω και παραλώ.
|
||
Αναγκάστηκα τότε να της τα πω όλα. Έπειτα το μετάνοιωσα, γιατί
|
||
πάλι καλλίτερες ήτανε η βρισιές παρά τα κλάμματα της
|
||
δυστυχισμένης. Ένα-ένα αποπουλήσαμε τα λίγα πράμματα που μας
|
||
απόμεναν, τα χαλιά, τους τετζερέδες, τα καλά ρούχα και αυτό το
|
||
χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σου είπα πώς δεν γνώριζα κανένα.
|
||
Αφού του κάκου εγύρεψα άλλη δουλειά, επήρα μια μέρα ένα σχοινί,
|
||
όχι να κρεμασθώ, κ' επήγα να σταθώ εμπρός εις την Καπνικαρέα με
|
||
τους Μανιάτες. Ο πρώτος της Σύρας λεβέντης έγινα χαμάλης! Με τα
|
||
λίγα που εκέρδιζα κατόρθωνα να μην πεθάνωμεν, όχι όμως και να μη
|
||
πεινούμεν. Επείνασες συ ποτέ σου;
|
||
|
||
— Πολλές φορές, όταν δεν ήξερα το μάθημα μου και μ' άφινεν ο
|
||
δάσκαλος νηστικό.
|
||
|
||
— Μη χωρατεύης με τη δυστυχία. Πείνα θα πη δυο μούχλα ψωμιά από το
|
||
μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ' άσο
|
||
χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμι δεν τρώνε άλλο
|
||
τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζευαν τα παιδιά εις
|
||
το βουνό. Όποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο
|
||
ύπνο. Πολλές φορές τ' άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν
|
||
μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί.
|
||
|
||
— Το όνειρο του ψωμιού το επήρες από την «Κόλασι» του Δάντε.
|
||
|
||
— Το Δάντε δεν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν υπάρχει χειρότερη
|
||
κόλασι, παρά να βλέπης να υποφέρουν εκείνοι που αγαπάς και να μη
|
||
μπορής να τους βοηθήσης. Ένα πρωί τέλος πάντων είδα στην εφημερίδα
|
||
ότι εγύρισεν ο συνταγματάρχης από την Θεσσαλίαν κ' ετράβηξα
|
||
ολόισια εις το σπήτι του. Ήταν δέκα η ώρα και τον ευρήκα ακόμη εις
|
||
το στρώμα, μακάριο και ροδοκόκκινο, με κεντητό φεσάκι απάνω στη
|
||
φαλάκρα του. Απόπινε τον καφέ του κ' έπαιζε μ' ένα γάτο. Εφάνηκε
|
||
σαν να δυσκολεύεται να με γνωρίση, και δεν είχε και πολύ άδικο. Η
|
||
στέρησι και η αγρυπνιά με είχαν κάμη να λυώσω σαν το κερί. Είχα
|
||
καταντήση ο μισός και δεν ήμουν πλιά καλός ούτε για χαμάλης. Η
|
||
δυστυχία με είχε κάμη και ταπεινό. Σιγά-σιγά, και με καλό τρόπο,
|
||
για να μη θυμώση άρχισα να του αραδιάζω όσα είχα να του πω. Αυτός
|
||
όμως εξακολουθούσε να προσέχη πολύ περισσότερο εις τα παιγνίδια
|
||
του γάτου παρά τα δικά μου λόγια. Τότε μ'επήρεν ο θυμός. Άρπαξα το
|
||
γατί από το λαιμό, το ετίναξα εις την άλλη άκρη της κάμαρας και
|
||
άρχισα να μιλώ δυνατά. Πως με τες μετοχές του και με τες ψευτιές
|
||
του, με τες θέσες, τες υποτροφίες και τους γαμπρούς του, μας άφισε
|
||
γυμνούς σέ ξένο τόπο, πώς μας αφάνισε, πως μ' ερήμαξε, πως
|
||
πεινούμε και αν δεν κάμη τίποτες για μένα, θα του χώσω το λάζο μου
|
||
στην κοιλιά και έπειτα θα πάω να πέσω στη θάλασσα με μια πέτρα ατό
|
||
λαιμό.
|
||
|
||
Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας
|
||
μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο
|
||
εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον
|
||
έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου
|
||
λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν
|
||
σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα. Ο
|
||
κύριος δημοτικός σύμβουλος μ' αρώτησεν αν γνωρίζω ολίγην
|
||
κηπουρικήν, και αφού του είπα πώς αυτή είνε η δουλειά μου, μ'
|
||
έβαλε σ' ένα αμάξι και με έφερεν εις το αντικρυνό καφφενείον η
|
||
«Ματαιότης». Εκεί εφώναξεν ένα παπά και ένα φουστανελά, μ'
|
||
εσύστησεν εις αυτούς, μου είπε πώς η υπόθεσίς μου είνε τελειωμένη,
|
||
πώς θα έχω εξήντα δραχμάς τον μήνα, ίσως και τυχερά, και να υπάγω
|
||
αύριον το πρωι ν' αναλάβω τα καθήκοντά μου κηπουρού. Είχε
|
||
σκοτινειάση και από κει πού ήμαστε δεν έβλεπα παρά μερικά δένδρα
|
||
απ' επάνω από ένα τοίχο. Εφανταζούμουνα πώς αυτό ήτανε περιβόλι
|
||
και μόνον την άλλη μέρα, όταν επήγα ν' αναλάβω τα καθήκοντα, ως τα
|
||
έλεγε, έμαθα πώς κηπουρός δεν πάει να πη περβολάρης, καθώς
|
||
ενόμιζα, μόνο νεκροθάπτης.
|
||
|
||
Η τέχνη δεν μου άρεσε καθόλου. Ξέρεις πώς εμείς οι Συριανοί δεν
|
||
αγαπούμε να έχωμε πολλά ανακατώματα με τους αποθαμμένους και το
|
||
βράδυ αλλογυρίζομε, για να μη περάσωμεν απ' εμπρός από
|
||
νεκροταφείο. Τες σαβανώστρες και τους νεκροθάπτες τους φέρνουμε
|
||
όλους απ' έξω, από τη Μύκονο ή τη Σαντορίνη, γιατί παρά να μαλάζη
|
||
νεκροκρέββατα και κουφάρια θα προτιμούσε κι' ο πιό ξεπεσμένος
|
||
Συριανός να μαζεύη καβαλίνα. Εφοβούμουν μη με συχαθή και η γυναίκα
|
||
μου. Αυτή όμως δεν εσυλλογίζουνταν τώρα άλλο, παρά ψωμί για τα
|
||
παιδιά της και μ' εβίαζε να δεχθώ. Τον πρώτο καιρό υπόφερα πολύ.
|
||
Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα
|
||
και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο χώμα του
|
||
βουνού μου, που μύριζε θυμάρι, τες ρωδιές, το κοτέτσι, τα
|
||
γουρούνια και τ' άλλα πού ήτανε όλα δικά μου. Από νοικοκύρης
|
||
νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά! Ο πρώτος που μου έλαχε να κατεβάσω
|
||
εις το λάκκο, ήτανε εκείνος εκεί κάτω ο Κασματζής πον εκκύταξες τη
|
||
φωτογραφία του, μοναχογυιός είκοσι χρονών. Η μάννα του έκλαιε σαν
|
||
αλαφίνα, Εφούσκωσαν και τα δικά μου μάτια και με περιγελούσαν οι
|
||
φανοφόροι και οι παπάδες. Την νύκτα εφοβούμουν να μείνω μονάχος·
|
||
έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους πού είχα θάψη και το ψωμί που έτρωγα
|
||
μου φαινότανε πώς μυρίζει λιβάνι.
|
||
|
||
Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζωμαι τους αποθαμμένους
|
||
και να λυπούμαι ολιγώτερο τους ζωντανούς.
|
||
|
||
— Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος;
|
||
|
||
— Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ο Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν
|
||
το βλέμμα. Άκουσε να μάθης και τ' άλλα. Γιά να είμαι πιό κοντά στη
|
||
βρωμοδουλειά μου, και να πλερώνουμε και λιγώτερο νοίκι,
|
||
εκουβαληθήκαμε από το βουνήσιο καλύβι μας του Ραγκαβά, όπου ήταν
|
||
τουλάχιστο το αγέρι καθαρό, σ' ένα σοκάκι της Βάθειας κοντά εις το
|
||
παλαιό γεφύρι. Περιπαίζετε τους Ζιώτες και τους Συριανούς πώς
|
||
κοιμούνται αγκαλιά με τα γουρούνια.
|
||
|
||
Πες μου όμως αν είδες εκεί χειρότερα γουρουνοχώρια από τους
|
||
φτωχικούς μαχαλάδες των Αθηνών ή άλλη τέτοια Βάθεια πουθενά; Το
|
||
καλοκαίρι σκόνη με την κουτάλα· νερομαζώματα και λάσπη ως το
|
||
γόνατο άμα στάξη ο ουρανός, και σε κάθε δρόμο μια φρακτή ή άφρακτη
|
||
μάνδρα, ο απόπατος όλης της γειτονιάς! Πού όμως να πάνε όσοι
|
||
πηγαίνουν εκεί, αφού οι γιατροσύνεδροι, οι αρχιτέκτονες, οι
|
||
αστυνόμοι, οι δήμαρχοι και οι νομάρχαι σας θεωρούν όλοι τ'
|
||
αναγκαία περιττά; Αντίκρυ μου έχω ένα χασάπη πού σφάζει στη μέση
|
||
του δρόμου ζώα μικρά και μεγάλα, γίδια, πρόβατα και βιδέλα, και
|
||
τρέχουν πάντοτες δύο ποταμοί, ο ένας κόκκινος από αίμα, και ο
|
||
άλλος πράσινος από κοπριά και χολή. Φωνάζουν οι γειτόνοι, μα τί
|
||
μπορεί να κάμη η Αστυνομία αφού εις τον τοίχο του χασαπιού είνε
|
||
κρεμασμένα χαντζάρια, γιαταγάνια, κάμες, πάλες και κουμπούρες;
|
||
Τέλειο οπλοστάσιο και στη μέση η εικόνα του Πρωθυπουργού
|
||
δαφνοστεφανωμένη, σαν να σου λέγει ότι έχει ο φίλος του την άδεια
|
||
να μας φέρη λοιμική· και αν του κάμη κανένας παρατήρησι, να τον
|
||
σφάξη κ' εκείνον, καθώς τα πρόβατα και τα βιδέλα, για να μάθουν οι
|
||
άλλοι να σωπαίνουν. Παραπέρα είνε μια αποθήκη κακογδαρμένα
|
||
τομάρια, που αναγκάζουν να φράξη τη μύτη του όποιος δεν έχει
|
||
συνάχι. Άλλη πληγή είνε ο μπακάλης και χειρότερο γουρούνι ο
|
||
μανάβης. Και δεν είνε ένας ή δυο, αλλά είκοσι, πενήντα, εκατό,
|
||
όλοι με προστασία και τόση μάλιστα, πού ένα καλοκαίρι, που έτυχε
|
||
να είνε ολιγώτερο ή χειρότερο το νερό, μας επλάκωσε κοιλιακός
|
||
τύφος και άρχισαν να πεθαίνουν σαν τες μύγες τα παιδιά. Τέσσαρα
|
||
δικά μου έθαψα το ένα μετά το άλλο σ' εκείνη τη γωνιά, κοντά στο
|
||
μνήμα του Γεννάδιου, εκεί πού εκαμάρωνες την άσπρη γαρουφαλιά.
|
||
|
||
— Εκεί, του είπα, εμέτρησα τέσσαρα σταυρουδάκια κολλητά.
|
||
|
||
— Έχε λίγη υπομονή. Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψη τα τέσσερα παιδιά,
|
||
όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακρυά,
|
||
εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Άνδρες, γυναίκες και
|
||
κόκκινες στολές κλητήρων. Άρχισα να τρέμω και έπειτα να τρέχω.
|
||
Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου,
|
||
σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σέ δυο γειτόνισσες, που την έτριβαν
|
||
με ξύδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο
|
||
αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος
|
||
πού μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής. Τον είχε στείλη, η
|
||
μάννα του να ψουνήση και τον επλάκωσεν ένας άμαξας, που έτρεχε σαν
|
||
κυνηγημένος λαγός σέ στενό δρόμο γεμάτο κόσμο·
|
||
|
||
Ο Γιάννης πέθανε μετά δυο ώρες. Όλοι τον έκλαιαν κι' αναθεμάτιζαν
|
||
τ' αμάξια και την αστυνομία. Ο νεκροσκόπος μας έλεγε πως έκαμε τον
|
||
λογαριασμό και πως ανάλογα του πληθυσμού περισσοτέρους ανθρώπους
|
||
σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας
|
||
Ινδίας. Γιατί όμως να μη κάμη το κέφι του κι' ο αμαξάς, αφού έχει
|
||
κι' εκείνος προστασία, τα δικαίωμα δηλαδή να μας σακατεύη με το
|
||
αμάξι του, καθώς ο χασάπης κι' ο μανάβης να μας αρρωστούν με τη
|
||
σαπίλα και την αποφορά τους; Αξαπλώνοντας το πέμπτο μου παιδί
|
||
κοντά εις τ' αδέλφια του, εσυλλογούμουν με πίκρα και με καϋμό, πως
|
||
εις το νεκροταφείον της Βάθειας δεν θα είχα ούτε καν την παρηγοριά
|
||
να σκάψω το λάκκο κανενός υπουργού, βουλευτή, νομάρχη, δημοτικού
|
||
συμβούλου, ή άλλου προστάτη των φονιάδων, γιατί όλους αυτούς τους
|
||
πηγαίνουν εις το αρχοντικό νεκροταφείο.
|
||
|
||
Τον ακόλουθο χρόνο τον επεράσαμε πλέον ήσυχα. Έβλεπα μόνο τη
|
||
γυναίκα μου ν' αναστενάζη κόπτοντας μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί εις
|
||
τα παιδιά που μας απόμεναν. Εσυλλογούνταν η δύστυχη πως το
|
||
παραπάνω ήταν το μερδικό των αποθαμμένων. Η κόρη μας είχε μεγαλώση
|
||
και έφθασε στην ωμορφιά της μάννας της, καθώς που ήταν τον καιρό
|
||
που σ' εξετρέλλαινε στη Σύρα. Μόνο που η κόρη θα σου άρεσε
|
||
ολιγώτερο γιατί αυτή ήταν λιγόλογη και σεμνή σαν εικόνα. Την
|
||
είχαμε βάλη σ' ένα εργοστάσιο γυναικήσιω καπέλλω και μας έφερνε
|
||
είκοσι δραχμάς τον μήνα και κάτι περισσότερες ο μοναχογυιός μου ο
|
||
Πέτρος, πού είχε γίνη στοιχειοθέτης. Μ' αυτά και τη νεκροθαπτική
|
||
μου εκαταφέρναμε να ζούμε. Εφρόντιζα και σε κάθε λείψανον να
|
||
γεμίζω τες τσέπες μου παξιμάδια. Ήλθεν όμως η επιστράτευσι και μας
|
||
επήραν τον Πέτρο να τον στείλουν να ετοιμασθή για πόλεμο στη
|
||
Θεσσαλία. Εμείς εκλαίγαμε, ενώ αυτός ήτο κατενθουσιασμένος και δεν
|
||
ωνειρεύουνταν άλλο παρά δόξες, γαλόνια, σκοτωμούς πασσάδων και
|
||
χανούμισσες με διαμάντια.
|
||
|
||
Τον συνταγματάρχη είχα χρόνο να ιδώ και προσπαθούσα να τον ξεχάσω,
|
||
όταν μου μήνυσε ένα πρωί να περάσω από το σπήτι του για μια
|
||
υπόθεσι σπουδαία. Είχε και πάλι ο μασκαράς εις το στόμα το
|
||
ζαχαρένιο χαμόγελο και τα γλυκά λόγια της Σύρας. Μου έκαμε
|
||
παράπονα πως τον ξεχνώ, ενώ αυτός δεν έπαυσε να μ' αγαπά· πως
|
||
ελπίζει να μου εύρη γρήγορα καλλίτερη θέσι και έχει έτοιμο το
|
||
γαμπρό που μου είχεν υποσχεθή.. Αυτά εσήμαιναν πως απέθανεν ο γέρω
|
||
Δήμαρχος της Σύρας και ήθελε να γράψω του πεθερού μου και των άλλω
|
||
μου συγγενών να υποστηρίξουν το δικό τον υποψήφιο στην εκλογή. Δεν
|
||
επίστευα τίποτες από όσα μου υπόσχουνταν και μετά το κακό που μου
|
||
έκαμεν, είχα περισσότερη όρεξι να τον πνίξω παρά να τον δουλέψω.
|
||
Ημπορούσε όμως να με κάμη να χάσω τη θέσι μου, και του υποσχέθηκα
|
||
να ετοιμάσω, τα γράμματα αμέσως. Το απόγευμα έστειλε να τα πάρη μ'
|
||
ένα υπαξιωματικό. Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι,
|
||
καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού
|
||
μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα
|
||
φούρνο στο Ροδακιό.
|
||
|
||
Δε ξέρω όμως τί είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την
|
||
ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού
|
||
ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί. Αυτά
|
||
μ' έκαμαν να θυμώσω. Της είπα με χονδρή φωνή πως ένα κορίτσι που
|
||
δεν έχουν οι γονιοί του να το χορτάσουν ψωμί δεν πρέπει να κάμη τη
|
||
χαδούσα και να ψιλολογά για το χρώμα των ματιώ. Εχαμήλωσεν η
|
||
καϋμένη τα δικά της και άρχισε να κλαίη και να μας λέγη ότι θα
|
||
κάμη το θέλημά μας.
|
||
|
||
Η μεγάλη μας συλλογή ήταν ο Πέτρος πού πρώτα μας έγραφε τακτικά
|
||
και τώρα μας άφισεν ένα μήνα χωρίς είδησι καμμία. Του εγράφαμε και
|
||
δεν απαντούσε· εξετάζαμε δεξιά και αριστερά και κανένας δεν ήξευρε
|
||
ή δεν ήθελε να μας πη. Η κόρη μου εξεφύλλιζε μαργαρίτες και η
|
||
γυναίκα μου αρωτούσε τα χαρτιά πού βρίσκεται και τί κάμνει, έως
|
||
ότου ένας δεκανέας, που εγύριζεν από το στρατόπεδο, ήλθε μια μέρα
|
||
να της φέρη το φυλακτό, που του κρέμασεν εις το λαιμό του Πέτρου
|
||
όταν εξεκίνησεν εις τα σύνορα, και να της πη ότι δεν έχει πλιά
|
||
γυιό, πως του έκλεισεν ο ίδιος τα μάτια αφού εβασανίστηκε τρεις
|
||
εβδομάδες εις το νοσοκομείο. Ο μαντατοφόρος είχε πάθη κ'εκείνος
|
||
πυρετό και ήταν ακόμη κίτρινος σαν το θειάφι• εγίνετο όμως
|
||
κόκκινος από το θυμό, όταν μας έλεγε πόσα υπόφεραν αυτός και οι
|
||
σύντροφοι του εις τη Θεσσαλία. Και το σκληρότερο βάσανο τους ήταν
|
||
πως δεν ελπίζανε πλια να πολεμήσουν με άλλον εχθρό παρά το κρύο,
|
||
τη γύμνεια και τη δυσεντερία.
|
||
|
||
Από τα επτά παιδιά που είχα φέρη στην Αθήνα δεν μου απόμενε παρά
|
||
μια κόρη, και ούτ' εκείνη εφαίνονταν ευχαριστημένη. Επροσπαθούσε
|
||
για το χατήρι μας να περιποιηθή τον αρραβωνιαστικό της και δεν
|
||
κατώρθωνε να κρύψη τη στενοχώρια της. Ενα πρωί μ' επήρεν εκείνος
|
||
κατά μέρος να μ' αρωτήση τί προίκα ελογάριαζα να του δώσω. Ο
|
||
αναθεματισμένος βουλευτής για να μας τον έχη κολλητό έως να
|
||
τελείωση στη Σύρα η δημοτική εκλογή, τον άφινε να πιστεύη πως κάτι
|
||
μας απομένει. Του είπα τότες εγώ πως με τες καλές συμβουλές του
|
||
συνταγματάρχη απομείναμε με το ποκάμισο και δεν έχω άλλο να του
|
||
δώσω παρά μόνο την κόρη μου και την ευχή μου. Δεν μου έκαμε καμμιά
|
||
παρατήρησι και εξακολούθησε να έρχεται στο σπήτι καθώς πρώτα.
|
||
Παρατήρησα μόνο πως απ' την ημέρα εκείνη άλλαξαν οι τρόποι του με
|
||
το κορίτσι. Άρχισε να φέρεται μαζί της σαν Σουλτάνος. Δεν
|
||
επρόσεχεν εις τα λόγια του· την έπιανεν από τη μέση και την
|
||
εκυνηγούσε να την φιλήση. Αυτά τα καμώματα δεν μας άρεζαν διόλου.
|
||
Εσυλλογούμεθα όμως τη δική μας φτώχεια και το δικό του φούρνο. Ένα
|
||
βράδυ που το επαράκαμνε και ήθελε να την καθίση με το ζόρι επάνω
|
||
στα γόνατα του, του ξέφυγεν από τα χέρια κ' έτρεξε να κλειδωθή
|
||
στην άλλη κάμαρα. Έφυγε κ' εκείνος αγριωμένος χωρίς να μας πη καλή
|
||
νύκτα. Ξαναήλθεν όμως την επομένη μέρα και τες άλλες και το
|
||
φέρσιμο του ήτανε πλέον ανθρωπινό. Αυτό το εξήγησα εγώ πως την
|
||
αγαπά, και πως είχε μετανοήση για το βάρβαρό του τρόπο. Εκεινής
|
||
όμως η αντιπάθεια είχε γίνη τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν
|
||
έχουν τα δυο του μάτια, το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν
|
||
άκουε το πάτημά του.
|
||
|
||
Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το
|
||
εργοστάσιο για να διπνήσουμε• η ώρα όμως επερνούσε και δεν
|
||
εφαίνονταν. Εις την αρχή υποθέσαμε πως την κρατούν για βιαστική
|
||
δουλειά εις το καπελλάδικο, καθώς έτυχε και άλλη φορά· έπειτα
|
||
αρχίσαμε να ανησυχούμε μήπως μας εξέκοψε για να γλυτώση από το
|
||
λοχία. Αυτό όμως δεν ήτανε εις το χαρακτήρα της, γιατί μας
|
||
αγαπούσε και ήτανε έτοιμη να κάμη το θέλημα μας. Μετά μισή ώρα
|
||
πήγα να την ζητήσω στο καπελλάδικο. Με είπαν ότι είχε φύγη τη
|
||
συνειθισμένη ώρα εις τα επτά. Εγύρισα εις τα σπήτι ελπίζοντας να
|
||
την εύρω εκεί. Δεν είχε φανή, ούτε ο λοχίας• επήγα να τον ζητήσω
|
||
εις τον στρατώνα· δεν ήξευραν πού ήταν· επήγα εις του βουλευτή•
|
||
είχε δυο μέρες να τον ιδή και μου έκαμε και την παρατήρησι πως δεν
|
||
είχεν ο λοχίας κανένα λόγο να κλέψη το κορίτσι, αφού ήμουν
|
||
πρόθυμος να του το δώσω. Επήγα τότε να ξυπνήσω δύο γειτόνους και
|
||
ανάψαμε φανάρια να ιδούμε μήπως εγλύστρησε σε κανένα από τα
|
||
βάραθρα και ξεροπήγαδα της Βάθειας, που καταπίνουν ανθρώπους κάθε
|
||
σκοτεινή νύκτα. Τα εξετάσαμεν όλα και δεν είδαμεν τίποτες.
|
||
Εξεπήδησα έπειτα εις την αστυνομίαν να ερωτήσω ποιους επλάκωσαν
|
||
από το πρωί οι αμαξάδες. Την ημέραν εκείνην δεν είχαν πλακώση
|
||
κανένα, και μόνον ο σιδερόδρομος ένα βώδι. Ο διευθυντής μ'
|
||
ελυπήθηκε και μου είπε πως θα ενεργήση δραστήρια και γρήγορα θα
|
||
μάθη τί έγινε το κορίτσι μου. Μ' αρώτησε ποίοι εσύχναζαν εις το
|
||
σπήτι μου και μου εφάνηκε πως εστραβομούριασε όταν του ανέφερα το
|
||
λοχία Μεϊντανό. Επερίμενα πως θα μου πη τίποτες γι' αυτόν. Μου
|
||
είπε μόνο καλή νύκτα και να έχω υπομονήν. Επέρασαν άλλες τέσσαρες
|
||
μέρες χωρίς τίποτε να κατορθώση. Εξαναπήγα τότες εις του βουλευτού
|
||
και άκουσα πάλι πως δεν ξεύρει τίποτες και δεν είδε τον Μεϊντανό.
|
||
Αυτή όμως τη φορά έμοιαζε σαν στενοχωρεμένος, απόφευγε το μάτι μου
|
||
κ' εβιάζετο να με ξεφορτωθή. Την άλλη μέρα ευρέθη η κόρη μου.
|
||
Ξέρεις τί είχε γίνη;
|
||
|
||
— Πώς θες να το ξέρω;
|
||
|
||
— Ο Μεϊντανός με δυο άλλους αχρείους την ακολούθησαν όταν έβγαινεν
|
||
από το εργοστάσιο ως το γεφύρι της Βάθειας.
|
||
|
||
Εκεί την έπιασαν, της έφραξαν το στόμα, την έρριξαν σ' ένα αμάξι,
|
||
την επήγαν εις το βρωμόσπιτο μιανής Κέρας Βασιλικής, την ατίμασαν,
|
||
την εβασάνισαν όλη νύκτα και την άφισαν εκεί αναίσθητη και
|
||
μισαποθαμμένη. Τον Μεϊντανό τον έκρυπτεν ο βουλευτής τρεις ημέρες
|
||
εις το υπόγειο του σπητιού του, έπειτα τον έκαμε να δραπετέψη.
|
||
|
||
— Αυτά, του είπα, είνε πράγματα πού ακολουθούν κάθε μέρα. Με πέντε
|
||
λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα.
|
||
|
||
— Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης
|
||
μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το
|
||
τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να
|
||
την πάω της μάννας της.
|
||
|
||
Όλη νύκτα εκλαίαμε γονατιστοί εις το προσκέφαλο της και της
|
||
εφιλήσαμε χέρια και πόδια, κι' ούτε μας αποκρίνουνταν, ούτε γύρισε
|
||
να μας δη. Εφοβούμεθα πως είνε κακιωμένη μαζί μας. Επειτα ήλθαν
|
||
δύο γιατροί και μας είπαν ότι είχε τρελλαθή.
|
||
|
||
Τους γιατρούς εσυντρόφευεν ο αστυνόμος. Αφού έφυγαν εκείνοι,
|
||
άρχισε να μου λέγη πως ο Μεϊντανός είνε ένας αχρείος, που έχει στή
|
||
ράχι του κατηγορίες για βιασμούς και φόνους. Τον προστατεύει όμως
|
||
ο κύριος Βουλευτής Σύρου, που τον εγλύτωσε δυο φορές, και θα ήτο
|
||
τρέλλα να τα βάλλω μ' ένα Συνταγματάρχη και υπουργικό βουλευτή,
|
||
τώρα μάλιστα πού άρχισαν η δουλιές της Κυβερνήσεως να στραβώνουν
|
||
και τον έχει ανάγκην. Ό,τι και αν έκαμνα και όσον και αν εφώναζα
|
||
δεν θα κατώρθωνα τίποτες, εν ω αν εσώπαινα, ημπορούσε να γίνη κάτι
|
||
για μένα, ως π. χ. να βάλουν την κόρη μου χάρισμα εις το
|
||
φρενοκομείο, δεν αποκρίθηκα τίποτες, γιατί την απόφασί μου την
|
||
είχα πάρη. Έγραψα του πεθερού μου να φροντίση, όσο πτωχός και αν
|
||
είνε, για την κόρη του και την εγγονή του. Εφίλησα τες δυο
|
||
δυστυχισμένες, έκαμα το σταυρό μου, επέρασα στή ζώνη το λάζο μου
|
||
και εις τας δέκα η ώρα επήρα το δρόμο του σπητιού του βουλευτή, με
|
||
απόφασι να τον σκοτώσω και ό,τι γίνη ας γίνη. Ευρήκα την πόρτα του
|
||
ανοικτή και τη σάλλα του γεμάτη. Ήταν εκεί και ένας από τους δύο
|
||
γιατρούς που ήρταν σ' εμένα το πρωί και παρακάτω ένας παπάς με το
|
||
διάκο του που εκρατούσε τη μετάληψι και το πετραχήλι. Κανένας δεν
|
||
επρόσεξεν όταν εμπήκα.
|
||
|
||
Εκρύβηκα απ' οπίσω από την κουρτίνα του παράθυρου και απ' εκεί
|
||
άκουσα πως μετά το πρόγευμα είχεν έρτη του συνταγματάρχη
|
||
αποπληξία, πως απέμεινεν ο μισός παράλυτος και κινδυνεύει. Τώρα
|
||
εσυζητούσαν αν πρέπει να του πάνε αμέσως τον παπά ή να περιμένουν
|
||
να γίνη καλλίτερα ή χειρότερα. Μετά λίγην ώρα εβγήκεν από την
|
||
κρεββατοκάμερα άλλος γιατρός που είπε πως πρέπει ν' αφήσουν τον
|
||
άρρωστον να ησυχάση. Λίγο—λίγο άρχισεν ο κόσμος να φεύγη, έως ότου
|
||
δεν απέμειναν παρά ο γιατρός, ο παπάς και δυο σπητικοί φίλοι. Τα
|
||
μεσάνυκτα επήγαν κ' εκείνοι να εξαπλωθούν εις το επάνω πάτωμα,
|
||
αφού έδωκαν παραγγελία εις τον στρατιώτη της υπηρεσίας να μείνη
|
||
στη σάλλα και αν τύχη τίποτες να τους κράξη. Εκείνος όμως δεν
|
||
εσυλλογίζουνταν παρά πώς να περάση την νύκτα του αναπαυτικά.
|
||
Έβαλεν ένα κερί σε μια καθέκλα κοντά εις το ντιβάνι, απλώθηκεν
|
||
απάνω με τα παπούτσια, επήρε να διαβάση μιαν εφημερίδα, και μετά
|
||
πέντε λεπτά άρχισε να ρουχαλά. Τωρα ήταν η δική μου σειρά, όχι
|
||
βέβαια να ρουχαλήσω. Εβγήκα από την κρύφτη μου, έσυρα το λάζο,
|
||
επέρασα εις το πλαγινό δωμάτιο και εκλείδωσα οπίσω μου την πόρτα.
|
||
Ήταν η ίδια κάμαρα πού με εδέχθηκε προ τρία χρόνια παίζοντας με το
|
||
γάτο, με τη διαφορά πως αντίς κεντητό φεσάκι εφορούσε τώρα εις το
|
||
κεφάλι μια φούσκα με πάγο και εις τα πόδια αντίς παντόφλες
|
||
συναπισμούς. Με όλο του το χάλι του απέμεινεν ακέραιο το λογικό.
|
||
Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι,
|
||
κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι
|
||
του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε
|
||
ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να
|
||
κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου
|
||
έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά. Δεν μ'
|
||
εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον
|
||
όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα
|
||
στή θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην,
|
||
και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν
|
||
ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή.
|
||
|
||
— Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία;
|
||
|
||
— Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά. Η κόρη μου
|
||
εβασανίστηκε ακόμη μερικούς μήνες, κ' έπειτα την εξάπλωσα κ'
|
||
εκείνη κοντά εις τα άλλα πέντε, Δεν έχω δίκαιο γα λέγω, ανάθεμα
|
||
εις την πολιτική;
|
||
|
||
— Πταίεις όμως και συ, του είπα, που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ
|
||
και οσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν.
|
||
|
||
Το επιχείρημά μου, αντί να τον αποστομώση, τον έκαμε να σηκωθή
|
||
βροντόλαλος και φοβερός. Τα μάτια του εσπινθοβολούσαν και μου
|
||
έσφιξε τα χέρια πού μ' έκαμε να πονέσω.
|
||
|
||
— Μη το λες, μου είπεν, αυτό, γιατί δε σου κάμνει τιμή. Το «συ
|
||
φταις γιατί μ' επίστεψες» άφησε το εις τους λωποδύτες του
|
||
χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα
|
||
λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα είνε η ασυνειδησία εκείνων πού μας
|
||
απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είνε ο λαός,
|
||
τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται,
|
||
αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το
|
||
δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις
|
||
την βρώμαν, την αρρώστειαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του
|
||
καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς, που σκοτώνουν τ' άλογα από
|
||
το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για το λόγο πού δεν δαγκάνουν και
|
||
δεν κλωτσούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη
|
||
λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους
|
||
λαοπλάνους.»
|
||
|
||
Την χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην,
|
||
διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς. Αν ενόησα αυτόν
|
||
καλά, εκείνο το οποίον εζήτει, παραβάλλων τους πολιτικούς μας προς
|
||
καρραγωγείς, ήτο, καθώς υπάρχουσιν αλλαχού εταιρείαι προς
|
||
προστασίαν των ανυπερασπίστων πλασμάτων, αλόγων, γάτων, περιστερών
|
||
και άλλων πτερωτών και μαστοφόρων, ούτω να συστηθή και εις την
|
||
Ελλάδα προστατευτική των ψηφοφόρων.
|
||
|
||
(«Εφημερίς» 19-27 Νοεμβρίου 1895).
|
||
|
||
|
||
|
||
|
||
ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΡΝΙΘΩΝΟΣ
|
||
|
||
|
||
Εξ όσων ηυτύχησα ή εδυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω, ο μόνος
|
||
άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζαν ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως
|
||
προσβολήν. Όσον συναναστρέφομαι τα ζώα, τόσον μάλλον πείθομαι, ότι
|
||
δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καμμία διαφορά, ως
|
||
ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά μόνον ότι τα
|
||
πράγματα, κατά τα οποία διαφέρομεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν
|
||
όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν.
|
||
|
||
Το κυρίως διακρίνον αυτά από ημάς είνε ότι παρέλαβον από τους
|
||
ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να μιμηθώσι τα
|
||
άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ
|
||
αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε
|
||
περί φόρου επί του καπνού η οιουδήποτε άλλου• δεν χαρτοπαικτούσι,
|
||
δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είνε μικρά' δεν συντηρούν
|
||
στρατούς, αγνοούν τί θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου
|
||
ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέμους, αλλά μόνον μονομαχίας
|
||
περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αμέσως και προσωπικώς,
|
||
περί της νομής λ. χ. πολυχλόου τινός λειμώνος ή της ευνοίας ωραίας
|
||
τινός ομοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.
|
||
Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσμούς περιώρισαν εις μόνους τους
|
||
αναγκαίους και τους μη οχληρούς. Έχουσι μεν πατέρα και μητέρα,
|
||
ούτε θείους όμως ούτε εξαδέλφους ούτε πάππους ούτε εγγόνους, και
|
||
το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς.
|
||
|
||
Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελμα με ό,τι στείλη εις αυτά η
|
||
πρόνοια του Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι
|
||
διαθήκην και αγνοούσιν ότι υπάρχουσιν εις τον κόσμον
|
||
συμβολαιογράφοι, όπως και δήμιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί,
|
||
στρατώνες, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και οικονομικά μαγειρεία. Ταύτα
|
||
λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την
|
||
χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είνε να
|
||
μακαρίσωμεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή
|
||
ποιότης του σώματος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωμεν ως μικρόν
|
||
πλεονέκτημα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς μαγείρους, να
|
||
ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυμφεύωνται χωρίς παπά, να γεννώνται
|
||
άνευ της βοηθείας μαμμής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συμπράξεως
|
||
τον ιατρού ή του δημίου.
|
||
|
||
Τα ανωτέρω αρκούσι, πιστεύομεν, ν' αποδείξωσι πόσον απατώνται οι
|
||
θεωρούντες άλογα τα ζώα. Αληθές είνε, ότι πλησιάζει να εκλείψη η
|
||
γενεά των φιλοσόφων θεωρούντων αυτά ως είδος μηχανών, κινουμένων
|
||
υπό μυστηριώδους τινός δυνάμεως, καθ' ον περίπου τρόπον κινεί ο
|
||
ατμός τας μηχανάς των ατμόπλοιων ή, στρέφει ο άνεμος τας πτέρυγας
|
||
των ανεμομύλων. Την δύναμιν ταύτην ωνόμασαν ένστικτον, κατά την
|
||
συνήθειαν των σοφών ν' αρκώνται να βαπτίζωσιν όσα δεν δύνανται να
|
||
εξηγήσωσι, και εθεώρουν αυτήν ως ουδέν έχουσαν κοινόν προς την
|
||
ψυχήν και την διάνοιαν των ανθρώπων και εκ τούτου ανεπίδεκτον
|
||
αθανασίας. Η γνώμη αύτη απηρχαιώθη πριν ή γηράση, πολλοί όμως
|
||
απομένουσιν ακόμη οι στέργοντες μεν να παραδεχθώσιν ότι έχουσι και
|
||
τα ζώα ψυχήν, αλλά πεισματικώς ισχυριζόμενοι ότι τα πάθη, και τα
|
||
αισθήματα της ζωικής ταύτης ψυχής ουδέν έχουσι κοινόν προς τα της
|
||
ανθρωπίνης. Προς πλήρη απόδειξιν ότι και κατά τουτο απατώνται, ότι
|
||
όχι μόνον εν συνόλω και χονδρικώς, αλλά και εις αυτάς τας
|
||
λεπτότατας του αισθήματος αποχρώσεις ομοιάζουσι πολλάκις ως
|
||
δίδυμοι αδελφαί αι ψυχαί των ζώων και των ανθρώπων, νομίζω
|
||
αρκούσαν την κατωτέρω εκ του ορνιθώνος μου ιστορίαν. Εις τον
|
||
ορνιθώνα ή μάλλον την αυλήν του αγροτικού εν Χίω πύργου, όπου
|
||
έμενα το θέρος πριν το κρημνίση ο σεισμός, συνέζη χαριτωμένον και
|
||
αγαπημένον ανδρόγυνον, αποτελούμενον εκ πετειναρίου και
|
||
ορνιθούλας, του είδους το οποίον ονομάζουν λειόπτερον οι
|
||
ορνιθολόγαι και αγνοώ πως οι ορνιθοτρόφοι. Διακριτικά αυτού σημεία
|
||
είνε το μικρόν μάλλον ανάστημα, το λευκόν χρώμα, η μεταξίνη των
|
||
πτερών απαλότης, η χάρις και η ευκινησία. Όταν εκούρνιαζαν
|
||
κρύπτοντα την κεφαλήν των, ενόμιζε τις ότι βλέπει δυο βώλους
|
||
χιόνος και τα ανορθωμένα πτερά των ωμοίαζον όταν έσειεν ο άνεμος
|
||
νιφάδας.
|
||
|
||
Μόνος ο αγαπών τα ζώα και τερπόμενος εις την λεπτομερή
|
||
παρατήρησιν, ουχί μόνον των γενών και των ειδών ως ο επιστήμων,
|
||
αλλά και των ατόμων, κατορθώνει διά του χρόνου να διακρίνη εις την
|
||
φυσιογνωμίαν και τας εξής αυτών παραλλαγάς, εκ των οποίων δύναται
|
||
ασφαλώς να εικασθή εκάστου ζώου, όπως και εκάστου ανθρώπου, ο
|
||
ηθικός χαρακτήρ. Ούτω λ. χ. η λευκή ορνιθούλα μου ήτο τύπος καλής
|
||
συζύγου και οικοκυράς τιμίας, σεμνής, πάντοτε καθαράς και
|
||
καλοκτενισμένης, άνευ όμως πολυτελείας ή περισσής φιλαρέσκειας. Ο
|
||
πετεινός απ' εναντίας ήτο τύπος λιμοκοντόρου, δανδή, καλλωπιστού,
|
||
λέοντος, λεβέντη ή όπως άλλως ονομάζονται κατά καιρούς και τόπους
|
||
οι αγαπώντες να κορδώνωνται, να καμαρώνωνται και να λαμβάνωσιν
|
||
ήθος καρδιοσφάκτου και κατακτητού. Πλην της συμπεριφοράς και αυτός
|
||
ο τόνος της φωνής του τον έκαμνε να ομοιάζη λιγωμένον τενορίνον.
|
||
|
||
Και τοιούτος όμως ων έζη καλά με την όρνιθά του, την επεριποιείτο,
|
||
την συνώδευεν εις τον περίπατον, και κατά την ώραν του δείπνου την
|
||
άφινε να πρωτοφάγη. Εις την τοιαύτην διαγωγήν του συνετέλει κατά
|
||
πολύ και η έμφυτος συνήθεια των πετεινών και των ορνίθων να μη
|
||
σμίγωσιν, ως οι σκύλοι, με άλλας του γένους των φυλάς παρά μόνον
|
||
εν ελλείψει ομοφύλων, άλλη δε λειόπτερη κόττα δεν υπήρχεν εις την
|
||
αυλήν εκείνην καμμία.
|
||
|
||
Το έμφυτον όμως τούτο φυλετικόν αίσθημα δεν ήτο, ως φαίνεται,
|
||
ικανώς ανεπτυγμένον, ώστε να υπερνικήση τας εφόδους του
|
||
διεστραμμένου του πετεινού μου ατομικού χαρακτήρος. Πολλά σημεία
|
||
μ' έκαμναν από τίνων ημερών να υποπτεύω, ότι το αχρείον πετεινάρι,
|
||
του οποίου εθαύμαζα την συζυγικήν πίστιν, ήρχιζε να κυνηγά μίαν
|
||
μικράγ όρνιθα, η οποία δεν ήτο βεβαίως ομόγυλος του, αλλ' ανήκεν
|
||
εις άλλην κάπως συγγενή φυλήν την λεγομένην περιβολάρικην. Δεν ήτο
|
||
μεν όσον η σύζυγος του εύμορφη, αλλά εύχαρις, ζωηρά, πλουμιστή ως
|
||
πέρδικα και από το πρωί υαλιστή και συγυρισμένη επεριπάτει με
|
||
κεφαλήν υψηλά, εσείετο ως σεισούρα και πολύ περισσότερο παρά
|
||
φρόνιμη κόττα ωμοίαζε κοκότα.
|
||
|
||
Ο άστατος εγλυκοσάλιαζε κατ' αρχάς με κάποιαν συστολήν,αλλά
|
||
βαθμηδόν κατήντησε να μη φοβήται τίποτε και να μη εντρέπεται
|
||
κανένα.
|
||
|
||
Ηκολούθει την πλουμισμένην εις όλας τας γωνίας, εξελαρυγγίζετο
|
||
εκφωνών τους ωραιότερους του σκοπούς και εσκάλιζε το χώμα διά να
|
||
εύρη σκουλήκια διά την αγαπημένην του. Την εξέθεσε τόσον πολύ,
|
||
ώστε έπαυσαν να την συναναστρέφονται όσαι όρνιθες εφρόντιζαν διά
|
||
την υπόληψίν των.
|
||
|
||
Η εγκαταλειφθείσα σύζυγος θα υπέφερε βεβαίως πολύ, αλλ' η
|
||
υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια αυτής της επέβαλλαν να κρύπτη την
|
||
λύπην της. Δεν ηδυνάμην να μη την θαυμάσω όταν την έβλεπα να
|
||
βηματίζη εις την αυλήν πάντοτε μόνη και να περνά πλησίον του
|
||
απίστου και της ερωμένης του, υποκρινομένη ότι μόνη δεν βλέπει όσα
|
||
εβλεπον όλοι. Πολλάκις μ' ήλθεν όρεξις να τουφεκίσω απ'το
|
||
παράθυρον την αμαρτωλήν όρνιθα διά ν'απαλλάξω την ενάρετον από τα
|
||
βάσανα της εγκαταλείψεως και της ζηλείας, αλλά μ' επρόλαβεν η θεία
|
||
δίκη.
|
||
|
||
Από το πολύ ίσως τσιμποφίλημα εξύπνησεν ένα πρωί η παραλυμένη
|
||
κόττα με ορνιθοκόρυζαν ή, ως την λέγουν οι Χίοι, τσίφναν, κακήν
|
||
αρριώστειαν δι' όλα τα πτερωτά. Λησμονήσας τας παρεκτροπάς αυτής
|
||
εξ ελέους προς τα βάσανα της διέταξα την υπηρέτριαν να κάμη ό,τι
|
||
ημπορεί διά να την σώση. Αληθές είνε ότι πρό τινων ημερών είχα
|
||
όρεξιν να τουφεκίσω την μοιχαλίδα,αλλ' εις ταύτα δεν υπάρχει
|
||
αντίφασις καμμία. Οι καλοί άνθρωποι, μετά των οποίων έχω την
|
||
αξίωσιν να συγκαταλέγωμαι, είνε ικανοί να πράξωσι τα πάντα εν τω
|
||
βρασμώ της οργής των κατά των αχρείων, αλλά δεν δύνανται να
|
||
βλέπουν να υποφέρη κανένας.
|
||
|
||
Η χειρούργισσα έκαμε την εγχείρησιν της τσίφνας καθ' όλους τους
|
||
κανόνας της τέχνης, εξαιρέσασα διά βελόνης τον φράσσοντα την
|
||
αναπνοήν υμένα ή λεπάκι, καυτηριάσασα την πληγήν δι'όξους και
|
||
αλείψασα έπειτα αυτήν διά μίγματος μέλιτος και βουτύρου.
|
||
|
||
Ουδέν όμως ωφέλησε και η αμαρτωλή εξέπνευσε το εσπέρας εντελώς
|
||
όμως ιατρευμένη, ως ελεγεν ο ιατρός τον Μολιέρου, οσάκις
|
||
συνέβαινεν ο ασθενής του ν' αποθάνη.
|
||
|
||
Την επιούσαν ευρέθη ο άπιστος πετεινός χήρος της ερωμένης του και
|
||
μαλωμένος με την νόμιμον σύζυγόν του. Η θέσις του ήτο αληθώς
|
||
αξιολύπητος.
|
||
|
||
Κατά την ώραν του προγεύματος ήλθε να κλωθογυρίση περί την άσπρην
|
||
όρνιθα, μετά δειλίας όμως και συστολής, ως σύζυγος αισθανόμενος
|
||
ότι έχει όλα τα άδικα και μη βέβαιος αν θα συγχωρηθώσιν. Εκείνη
|
||
εκαμώνετο ότι δεν τον βλέπει. Κατά το γεύμα ήλθε να λάβη την
|
||
πρώτην παρά την πλευράν της συνήθη θέσιν του, έτι μάλλον ταπεινός
|
||
και ζαρωμένος, αλλά και πάλιν έμεινε ψυχρά τρώγουσα με μεγάλην
|
||
όρεξιν τα πίτυρα και το σιτάρι και υποκρινομένη ότι δεν εννοεί την
|
||
όρεξιν συμφιλιώσεως του μετανοούντος.
|
||
|
||
Πάντα ταύτα όμως ήσαν κωμωδία, της οποίας εύκολον ήτο να μαντεύση
|
||
τις την ευτυχή λύσιν. Προ της δύσεως τω όντι του ηλίου ετελείωσεν
|
||
η παράστασις της κωμωδίας και εισήλθον μαζί εις το αυτό διαμέρισμα
|
||
του ορνιθώνος. Φαίνεται ότι είχαν πολλά να ειπούν, διότι όταν
|
||
εξήλθε την επιούσαν εφαίνετο η ορνιθούλα πολύ μεν ευχαριστημένη,
|
||
αλλά και κάπως κουρασμένη.
|
||
|
||
Μετά την ανωτέρω αψευδή διήγησιν δύναμαι να ερωτήσω τους
|
||
υποτιμητάς του πνεύματος των ζώων, ποίαν άλλην αξιοπρεπεστέραν της
|
||
όρνιθας ταύτης διαγωγήν θα ηδύνατο πολύπειρος μήτηρ να συμβουλεύση
|
||
την θυγατέρα της εις ομοίαν περίστασιν να τηρήση;
|
||
|
||
[«Σκριπ» 1 Ιανουαρίου 1897].
|